17.-(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) διαθέτει, εισάγει, κατέχει, χρησιμοποιεί ή συναλλάσσεται πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης και της πώλησης τους σε μέλος του ευρέος κοινού το οποίο δεν κατέχει σχετική άδεια, ή
(β) δηλώνει ή καταθέτει πληροφορίες ή παρουσιάζει έγγραφα τα οποία γνωρίζει, ότι είναι αναληθή ή είναι αναληθή όσον αφορά κάποιο στοιχείο τους, είτε για να επιτύχει την έκδοση άδειας είτε στο πλαίσιο επιθεώρησης, ή
(γ) αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, βιβλίο, έντυπο, έγγραφο ή μητρώο σε ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή, ή παρέχει ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, στοιχεία, έντυπο, έγγραφο ή μητρώο, ή αρνείται να προσκομίσει οποιοδήποτε από τα πιο πάνω που απαιτούνται στο πλαίσιο έρευνας που διενεργείται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή
(δ) παρακωλύει εξουσιοδοτημένο επιθεωρητή να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που του παρέχονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή
(ε) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τους όρους που καθορίζονται στην άδεια που κατέχει,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα χιλιάδες ευρώ (€80.000) ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές:
(α) κάθε πρόσωπο, το οποίο τελεί την πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα·
(β) κάθε πρόσωπο, το οποίο τελεί ή παραλείπει να τελέσει οποιαδήποτε πράξη με σκοπό να διευκολύνει ή να βοηθήσει άλλο πρόσωπο να διαπράξει το ποινικό αδίκημα·
(γ) κάθε πρόσωπο που παρακινεί άλλο πρόσωπο να διαπράξει ποινικό αδίκημα·
(δ) κάθε πρόσωπο το οποίο συμβουλεύει ή προάγει άλλο πρόσωπο να διαπράξει ποινικό αδίκημα.
(2) Σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, κάθε πρόσωπο τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα χιλιάδες ευρώ (€80.000) ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα (4) χρόνια ή και τις δύο αυτές ποινές.
18.-(1) Σε περίπτωση παραβάσεων των διατάξεων του Κανονισμού ή του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει στον παραβάτη διοικητικό πρόστιμο που να μην υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και ανεξάρτητα από το αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης δυνάμει του παρόντος Νόμου ή άλλου νόμου ή Κανονισμών.
(2) Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται αθροίζονται όταν πρόκειται για πολλαπλές παραβάσεις.
(3) Σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο από εκατό (€100) μέχρι χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητά της.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή αποφασίσει να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία καθορίζει την παράβαση ή την παράλειψη συμμόρφωσης και την οποία κοινοποιεί στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.
19.-(1) Το επιβαλλόμενο διοικητικό πρόστιμο υπολογίζεται ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης.
(2) Κατά την επιβολή του διοικητικού προστίμου, η αρμόδια αρχή δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντί της από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(3) Το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται, με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής, που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή εκπρόσωπο του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.
(4) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου, επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 146 του Συντάγματος, μέσα σε προθεσμία εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου στον παραβάτη.
(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν παρέλθει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από της κοινοποίησης της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή σε περίπτωση που ασκήθηκε προσφυγή, μετά την έκδοση μη ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.
20. Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης καταβολής στην αρμόδια αρχή του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.
21.-(1) Η αρμόδια αρχή ή οποιοσδήποτε εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός της δύναται να κατάσχει και να απομακρύνει οποιαδήποτε πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς, μαζί με το δοχείο ή και τη συσκευασία που την περιέχει, όταν διαπιστώνει ότι αυτή εισάγεται, κατέχεται, αποθηκεύεται, διατίθεται με οποιοδήποτε τρόπο ή χρησιμοποιείται χωρίς τη σχετική άδεια:
(2) Η αρμόδια αρχή δύναται να καταστρέψει την προαναφερόμενη ουσία μόλις παρέλθει άπρακτη η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών από τη δηλοποίησή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(3) Σε περίπτωση έγγραφης αμφισβήτησης ή ένστασης του προσώπου που την εισάγει, κατέχει, αποθηκεύει, διαθέτει με οποιοδήποτε τρόπο ή χρησιμοποιεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 22.
22.-(1) Σε περίπτωση έγγραφης αμφισβήτησης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21, η αρμόδια αρχή δύναται να καταχωρίσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση διατάγματος δήμευσης των πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς που κατασχέθηκαν δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21:
(2) Το Δικαστήριο, έπειτα από αίτηση που προβλέπεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), προβαίνει στην έκδοση διατάγματος δήμευσης οποιασδήποτε πρόδρομης ουσίας εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς, μόνο αν ικανοποιηθεί-
(α) ότι ο παραβάτης δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του Κανονισμού ή του παρόντος Νόμου, ή και
(β) ότι συντρέχουν λόγοι που δεν επιτρέπουν την ασφαλή φύλαξη της από την αρμόδια αρχή.
(3) Σε περίπτωση που οι προαναφερόμενες ουσίες δημεύονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, δύναται να καταστραφούν σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου.