10. Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου δικαιούται προστασίας από τους Επιθεωρητές και μπορεί να τους υποβάλλει καταγγελίες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του παρόντος Νόμου.
11. Η απόλυση καθώς και οποιαδήποτε βλαπτική μεταβολή των συνθηκών απασχόλησης εργαζομένου, ο οποίος προέβη σε καταγγελία ή διαμαρτυρία κατά δυσμενούς μεταχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι παράνομη εκτός αν αποδείξει ο εργοδότης ότι η απόλυση ή η βλαπτική μεταβολή οφείλεται σε λόγο άσχετο προς την καταγγελία ή τη διαμαρτυρία.
12. Η αρμόδια αρχή, αυτεπάγγελτα ή μετά από υποβολή παραπόνου, ελέγχει την τήρηση των προϋποθέσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο, ασκώντας τις εξουσίες ελέγχου και έρευνας που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
13.-(1) Η αρμόδια αρχή ορίζει, με απόφασή της, ως Επιθεωρητές Λειτουργούς του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Τα καθήκοντα των Επιθεωρητών περιλαμβάνουν -
(α) Τη διενέργεια οποιουδήποτε τακτικού ή έκτακτου ελέγχου για την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(β) τη σύνταξη εκθέσεων σχετικά με τα πορίσματα των ελέγχων που διενεργούν·
(γ) την αναφορά προς την αρμόδια αρχή προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισή τους.
(3) Για την άσκηση των καθηκόντων τους, οι Επιθεωρητές εφοδιάζονται με ειδικές ταυτότητες.
14. (1) Κάθε Επιθεωρητής, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται –
(α) Να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση σε οποιοδήποτε χώρο απασχόλησης, εκτός από οικιακά υποστατικά:
(β) να συνοδεύεται από μέλος της Αστυνομίας, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδιστεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, οπόταν η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει ένα (1) ή περισσότερα μέλη της Αστυνομίας για να το συνοδεύουν·
(γ) να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως θεωρεί αναγκαίο∙
(δ) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις ή εξετάσεις, όπως θεωρεί αναγκαίο, για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδίως να–
(i) απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο Επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς,
(ii) απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για την ενάσκηση από τον ίδιο οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου,
(iii) ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παρέχει.
(2) Κατά τη διάρκεια της κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου επίσκεψής του για σκοπούς επιθεώρησης, ο Επιθεωρητής ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.
15.-(1) Ο Επιθεωρητής μπορεί να δέχεται παράπονα σχετικά με διαφορά που πιθανόν να προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και αμέσως μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο ακολουθεί τη διαδικασία που προνοείται στα εδάφια (2) και (3) του παρόντος άρθρου, εκτός αν η υπόθεση έχει προσαχθεί σε δικαστήριο.
(2) Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, ο Επιθεωρητής ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο το παράπονο που του έχει υποβληθεί, και ιδίως καλεί το πρόσωπο, κατά του οποίου γίνεται το παράπονο, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι’ αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιαδήποτε στοιχεία κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχό του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.
(3)(α) Εάν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο (2) μέρη.
(β) Εάν δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και τις διαπιστώσεις του, το οποίο κοινοποιεί άμεσα στα δύο (2) μέρη, και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.
(4) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, από την ημέρα της υποβολής του κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου παραπόνου, μέχρι την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο, καθώς και η περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.
16.-(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε εργοδοτούμενός του οφείλει, όταν το απαιτεί ο Επιθεωρητής, να παρέχει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.
(2) Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποι ή οι εργοδοτούμενοι του οφείλουν γενικά να παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον Επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη αυτού.
17.-(1) Ο Επιθεωρητής οφείλει να θεωρεί και να χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία, γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του και δεν αποκαλύπτει ή δεν μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.
(2) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε Επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης για εχεμύθεια, όπως προνοείται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, τότε ο Επιθεωρητής υπέχει αστική ευθύνη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
18. Πρόσωπο που εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει Επιθεωρητή ή μέλος της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων ή την άσκηση των εξουσιών του σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του ή τη δέουσα άσκηση της εξουσίας του βάσει του παρόντος Νόμου είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
19.-(1) Ο Υπουργός διορίζει τριμελή Επιτροπή, η οποία αποτελείται από:
(α) Το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
(β) το Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας, και
(γ) ένα (1) λειτουργό του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή των τμημάτων του ίδιου υπουργείου,
η οποία έχει τις εξουσίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.
(2) Όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει, κατόπιν διερεύνησης, ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ενημερώνει την Τριμελή Επιτροπή η οποία δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000):
(3) Σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου η Τριμελής Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).
(4) Οι προβλεπόμενες στα εδάφια (2) και (3) κυρώσεις επιβάλλονται με απόφαση της Τριμελούς Επιτροπής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον κατ’ ισχυρισμό παραβάτη ή εκπρόσωπό του να ακουστεί, προφορικώς ή γραπτώς, και αφού αιτιολογήσει πλήρως την παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(5) Κατά της απόφασης για την επιβολή διοικητικού προστίμου, δύναται να ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της εν λόγω απόφασης στον κατ’ ισχυρισμό παραβάτη.
(6) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για την επιβολή χρηματικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, σύμφωνα με το εδάφιο (5) του παρόντος άρθρου, από την ημερομηνία κοινοποίησης της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(7) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενου από την Τριμελή Επιτροπή διοικητικού προστίμου, το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.