ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Έλεγχος της τήρησης των προϋποθέσεων του Νόμου

20.-(1) Η Αρμόδια Αρχή, αυτεπάγγελτα ή μετά από υποβολή παραπόνου, επιθεωρεί και ελέγχει την τήρηση των προϋποθέσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο, ασκώντας τις εξουσίες ελέγχου και έρευνας που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι συμμόρφωσης είναι αναλογικοί και χωρίς διακρίσεις.

Εξωδικαστική προστασία

21. Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δικαιούται προστασίας από τους Επιθεωρητές και μπορεί να τους υποβάλλει καταγγελίες κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου.

Διορισμός Επιθεωρητών

22. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να ορίσει Επιθεωρητές του Υπουργείου για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Κύριο έργο Επιθεωρητών

23. Οι Επιθεωρητές που διορίζονται δυνάμει του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου, έχουν ως έργο κυρίως –

(α) Την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής του, είτε με την εξέταση καταγγελιών για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργοδοτούμενους, σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τηρήσεως των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙ και

(γ) την αναφορά προς την αρμόδια αρχή προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισή τους.

Εξουσίες Επιθεωρητών

24.-(1)Κάθε Επιθεωρητής, για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται -

(α) Να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, σε οποιοδήποτε χώρο απασχολήσεως για τον οποίο εύλογα πιστεύει ότι πρέπει να επιθεωρηθεί, εκτός από οικιακά υποστατικά:

Νοείται ότι η είσοδος σε οικιακά υποστατικά μπορεί να γίνεται αφού εξασφαλισθεί η συγκατάθεση του κατόχου τους˙

(β) να συνοδεύεται από μέλη της αστυνομίας, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει όταν το ζητήσει τούτο ο Επιθεωρητής˙

(γ)να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε κρίνει αναγκαίο˙

(δ) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις που βασίζονται κυρίως σε εκτίμηση επικινδυνότητας, μέσω της οποίας μπορούν να εντοπίζονται οι τομείς δραστηριοτήτων στους οποίους συγκεντρώνεται, στο έδαφος της Δημοκρατίας, η απασχόληση των εργαζομένων που αποσπώνται προς παροχή υπηρεσιών, και ειδικότερα να επικεντρώνονται σε γεωγραφικές περιοχές, χώρους εργασίας όπου οι εργασίες διεξάγονται μέσω μεγάλων υποεργολάβων και χώρους εργασίας όπου εργάζονται ευπαθείς ομάδες εργαζομένων∙ και

(ε) να προβαίνει σε έρευνες, ανακρίσεις, ή εξετάσεις που θεωρεί αναγκαίους ή αναγκαίες για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδίως –

(i) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή με την παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο Επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς·

(ii) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία τελούν υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για να τον υποβοηθήσουν να ασκήσει οποιεσδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού∙ και

(στ) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει.

(2) Κατά τη διάρκεια της κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου επίσκεψης του για επιθεώρηση, ο Επιθεωρητής θα ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ενέργειες Επιθεωρητή σε περίπτωση καταγγελίας

25.-(1) Ο Επιθεωρητής δέχεται καταγγελίες για διαφορές που πιθανόν να προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και, για λογαριασμό τέτοιου προσώπου, και, αμέσως μόλις λάβει τέτοια καταγγελία, με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου –

(α) Ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο τις υποβαλλόμενες καταγγελίες, και ιδίως καλεί το πρόσωπο εναντίον του οποίου γίνεται η καταγγελία καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι' αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινήσεις ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχο του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν την έρευνα της καταγγελίας και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά˙

(β) εάν επιτευχθεί η διευθέτηση της διαφοράς, συντάσσει πρακτικό συμβιβασμού, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο μέρη˙

(γ) εάν δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς, συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλα όσα έπραξε και διαπίστωσε και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου από την ημέρα της υποβολής της κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου καταγγελίας και έως την ημέρα που συντάχθηκε το αναφερόμενο στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που υπέβαλε την καταγγελία ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία, καθώς και η τυχόν ισχύουσα περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.

Καθήκον παροχής πληροφοριών

26.-(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε αποσπασμένος εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό πρέπει, όταν το απαιτεί ο Επιθεωρητής να δίνει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.

(2) Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποί του ή οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι σ’ αυτόν πρέπει γενικά να παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον Επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα, ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη αυτού.

(3) Στα πλαίσια των επιθεωρήσεων και με βάση το άρθρο 13 του παρόντος Νόμου, το κράτος μέλος υποδοχής και το κράτος μέλος εγκατάστασης ενεργούν, αν χρειαστούν πληροφορίες, σύμφωνα με τους κανόνες διοικητικής συνεργασίας όπως αναφέρονται στα άρθρα 17 και 18 του παρόντος Νόμου και στους Κανονισμούς.

Υποχρέωση για εμπιστευτικότητα

27.-(1) Ο Επιθεωρητής θεωρεί και χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία, γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.

(2) Σε περίπτωση που ο Επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης για εμπιστευτικότητα, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, τότε εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990.

Αδικήματα και ποινές σε περίπτωση παρεμπόδισης του Επιθεωρητή

28.-(1) Όποιος -

(α) Παρεμποδίζει Επιθεωρητή κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας που παρέχεται σ’ αυτόν από το Νόμο, ή

(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα, για την οποία παρέχεται εξουσία από τον παρόντα Νόμο, ή

(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, ή

(δ) παρεμποδίζει, ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον Επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν,

είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και με τις δυο αυτές ποινές μαζί.

(2) Αν τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι είναι, τόσο ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής ή γραμματέας του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, όσο και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός.

Εκδικητικές ενέργειες εις βάρος εργαζομένων ή υποψηφίων

29. Οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι που κινούν δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο δεν υφίστανται δυσμενή μεταχείριση από τον εργοδότη τους και σε αντίθετη περίπτωση, η οποιαδήποτε βλαπτική μεταβολή των συνθηκών απασχόλησης είναι παράνομη εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι η συγκεκριμένη βλαπτική μεταβολή οφείλεται σε λόγο άσχετο προς την καταγγελία ή τη διαμαρτυρία.

Διορισμός Τριμελούς Επιτροπής

30.-(1) Ο Υπουργός διορίζει Τριμελή Επιτροπή, η οποία αποτελείται από -

(α) Τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου,

(β) τον Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας, και

(γ) ένα (1)λειτουργό του Υπουργείου ή των Τμημάτων του Υπουργείου,

και η οποία έχει τις εξουσίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

(2) Όταν η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει κατόπιν διερεύνησης ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Τριμελής Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000):

Νοείται ότι για την επιβολή του πιο πάνω διοικητικού προστίμου, η Τριμελής Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης.

(3) Σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Τριμελής Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).

(4) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) και (2) κυρώσεις επιβάλλονται με απόφαση της Τριμελούς Επιτροπής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον κατ’ ισχυρισμό παραβάτη ή σε εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς και αφού αιτιολογήσει πλήρως την παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(5) Κατά της απόφασης για την επιβολή διοικητικού προστίμου, επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον κατ’ ισχυρισμό παραβάτη.

(6) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την Αρμόδια Αρχή όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για την επιβολή χρηματικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (5), από την κοινοποίηση της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.

(7) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενου από την Τριμελή Επιτροπή διοικητικού προστίμου, σύμφωνα με το εδάφιο (6) πιο πάνω, το ήδη οφειλόμενο διοικητικό πρόστιμο αυξάνεται για κάθε μέρα που παρέρχεται με ποσό που δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ (€100) και εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.