68. Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα ορίζονται ως οι αρμόδιες αρχές οι οποίες ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις διάφορες διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και του παρόντος Νόμου.
69.-(1)(α) Η Επιτροπή είναι αρμόδια για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα είναι αρμόδια για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 3(3) και (4).
(γ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται στενά μεταξύ τους.
(2) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται στενά και με τις αρμόδιες αρχές στη Δημοκρατία για την εποπτεία των συνταξιοδοτικών ταμείων, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
(3) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους.
70.-(1) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα έχουν όλες τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων, που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.
(2) Οι εξουσίες της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνουν, επιπροσθέτως των εξουσιών της Επιτροπής που καθορίζονται στον περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο και της Κεντρικής Τράπεζας που αναφέρονται στον Νόμο, τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) Να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε οποιαδήποτε μορφή, που θεωρούν ότι μπορεί να είναι σχετικό με την εκτέλεση των καθηκόντων τους, και να λαμβάνουν το έγγραφο ή αντίγραφό του·
(β) να απαιτούν ή να ζητούν την παροχή πληροφοριών από οιοδήποτε πρόσωπο και, εάν απαιτείται, να καλούν και να θέτουν ερωτήματα σε κάποιο πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσουν πληροφορίες·
(γ) να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες·
(δ) να απαιτούν τα υφιστάμενα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα αρχεία διακίνησης δεδομένων που κατέχει η ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα που υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·
(ε) να απαιτούν τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή αμφότερα·
(στ) να απαιτούν την προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας·
(ζ) να απαιτούν πληροφορίες από τους ελεγκτές των ΚΕΠΕΥ, των ρυθμιζόμενων αγορών της Δημοκρατίας και των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων·
(η) να μεριμνούν για την άσκηση ποινικής δίωξης·
(θ) να αναθέτουν σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διενεργούν εξακριβώσεις ή έρευνες·
(ι) να απαιτούν ή να ζητούν την παροχή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένου και κάθε σχετικού εγγράφου, από οιονδήποτε, σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό θέσης ή ανοίγματος που δημιουργήθηκε μέσω παράγωγου επί εμπορεύματος, και για κάθε στοιχείο του ενεργητικού ή υποχρέωση στην υποκείμενη αγορά·
(ια) να απαιτούν την προσωρινή ή οριστική διακοπή οποιασδήποτε πρακτικής ή συμπεριφοράς που η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι είναι αντίθετη με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να προλαμβάνουν την επανάληψη της εν λόγω πρακτικής ή συμπεριφοράς·
(ιβ) να λαμβάνουν κάθε μέτρο που διασφαλίζει ότι οι ΕΠΕΥ, οι ρυθμιζόμενες αγορές και άλλα πρόσωπα, για τα οποία εφαρμόζεται ο παρών Νόμος ή ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εξακολουθούν να συμμορφώνονται προς τις νομικές απαιτήσεις·
(ιγ) να απαιτούν την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικού μέσου·
(ιδ) να απαιτούν τη διαγραφή ενός χρηματοοικονομικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε οποιεσδήποτε άλλες ρυθμίσεις διαπραγμάτευσης·
(ιε) να ζητούν από οποιοδήποτε πρόσωπο να λάβει μέτρα για τη μείωση του μεγέθους μιας θέσης ή ενός ανοίγματος·
(ιστ) να περιορίζουν τη δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου να διενεργεί συναλλαγές σε παράγωγο επί εμπορεύματος, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων στο μέγεθος της θέσης που μπορεί να κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε στιγμή σύμφωνα με το άρθρο 58 του παρόντος Νόμου·
(ιζ) να εκδίδουν δημόσιες ανακοινώσεις·
(ιη) να απαιτούν τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, στις περιπτώσεις που υπάρχουν εύλογες υπόνοιες παράβασης και τα εν λόγω αρχεία ενδέχεται να είναι σχετικά με έρευνα αναφορικά με παραβάσεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·
(ιθ) να αναστέλλουν την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των Άρθρων 40, 41 ή 42 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·
(κ) να αναστέλλουν την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν η ΚΕΠΕΥ δεν έχει αναπτύξει ή εφαρμόσει αποτελεσματική διαδικασία έγκρισης προϊόντων ή δεν συμμορφώνεται με άλλο τρόπο προς το άρθρο 17(3) του παρόντος Νόμου·
(κα) να απαιτούν την απομάκρυνση φυσικού προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας.
71.-(1) Χωρίς επηρεασμό των εποπτικών εξουσιών της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με το άρθρο 70 του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και να λαμβάνει μέτρα για κάθε παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή των δυνάμει οποιουδήποτε εξ’ αυτών εκδιδόμενων πράξεων, ή των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι εν λόγω κυρώσεις και μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά, και να εφαρμόζονται ακόμα και για παραβάσεις που δεν αναφέρονται ρητά στα εδάφια (3), (4) και (5).
(2) Σε περίπτωση παράβασης υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν οι ΕΠΕΥ, οι διαχειριστές αγοράς, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, τα πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες, και υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, είναι δυνατόν να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, με την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται στο κυπριακό δίκαιο για πτυχές που δεν καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΠΕΥ και του διαχειριστή αγοράς και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, βάσει του παρόντος Νόμου, ευθύνεται για μια παράβαση.
(3) Η παράβαση τουλάχιστον μιας από τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θεωρείται παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 αντίστοιχα:
(α) Εκ των διατάξεων του παρόντος Νόμου:
(i) Το άρθρο 8(1)(β),
(ii) τα άρθρα 9(1), (7), (14), (15) και (16), και 10(1)(α), (γ), (δ) και (ε),
(iii) το άρθρο 12(1) και (3),
(iv) το άρθρο 17,
(v) το άρθρο 18,
(vi) το άρθρο 19(1) έως (9), και η πρώτη πρόταση του άρθρου 19(10),
(vii) τα άρθρα 20 και 21,
(viii) το άρθρο 22(1),
(ix) το άρθρο 24,
(x) το άρθρο 25(1) έως (5) και (7) έως (11),
(xi) το άρθρο 26(1) έως (6)
(xii) το άρθρο 27(1)(β), (2) και (3),
(xiii) το άρθρο 28,
(xiv) το άρθρο 29,
(xv) το άρθρο 30(2), (3)(α), (4) και (5),
(xvi) το άρθρο 31(1)(β) και η πρώτη πρόταση του άρθρου 31(3)(β),
(xvii) το άρθρο 32(1), (2)(α) και (3),
(xviii) το άρθρο 33(1) και (2)(α), (β) και (δ),
(xix) το άρθρο 34(3),
(xx) το άρθρο 35(2), η πρώτη πρόταση του άρθρου 35(4), το άρθρο 35(5)(α) και η πρώτη πρόταση του άρθρου 35(7),
(xxi) το άρθρο 36(2) και (7)(α) και η πρώτη πρόταση του άρθρου 36(10),
(xxii) το άρθρο 37,
(xxiii) το άρθρο 38(1)(α), η πρώτη πρόταση του άρθρου 38(1)(β), και το άρθρο 38(2) εξαιρουμένης της επιφύλαξης,
(xxiv) το άρθρο 45(1)(δ), (2)(α), 3(α) και (5)(β),
(xxv) το άρθρο 46(1) έως (6) και (8),
(xxvi) το άρθρο 47(1) και (2),
(xxvii) το άρθρο 48,
(xxviii) το άρθρο 49,
(xxix) το άρθρο 50(1),
(xxx) το άρθρο 51,
(xxxi) το άρθρο 52(1) έως (4) και η δεύτερη πρόταση του άρθρου 52(5),
(xxxii) το άρθρο 53(1) και (2)(α), (β) και (δ),
(xxxiii) το άρθρο 54(1), (2) και (3), η πρώτη πρόταση του άρθρου 54(6)(β)(i) και το άρθρο 54(7),
(xxxiv) το άρθρο 55(1), (2)(α) και (3),
(xxxv) το άρθρο 58(1), (2), (6) και (8)(α),
(xxxvi) το άρθρο 59·
(β) εκ των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:
(i) το Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3,
(ii) το Άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο.
(iii) το Άρθρο 6,
(iv) το Άρθρο 7, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίοδος,
(v) το Άρθρο 8, παράγραφοι 1, 3 και 4,
(vi) το Άρθρο 10,
(vii) το Άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο,
(viii) το Άρθρο 12, παράγραφος 1,
(ix) το Άρθρο 13, παράγραφος 1,
(x) το Άρθρο 14, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 3, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίοδος,
(xi) το Άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και δεύτερο εδάφιο, πρώτη και τρίτη περίοδος, και παράγραφος 2, και παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος,
(xii) το Άρθρο 17, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος,
(xiii) το Άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, και παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 5, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, και παράγραφοι 8 και 9,
(xiv) το Άρθρο 20, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, πρώτη περίοδος,
(xv) το Άρθρο 21, παράγραφοι 1, 2 και 3,
(xvi) το Άρθρο 22, παράγραφος 2,
(xvii) το Άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 2,
(xviii) το Άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 2,
(xix) το Άρθρο 26, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφοι 2 έως 5, και παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 7, πρώτο έως πέμπτο εδάφιο και όγδοο εδάφιο,
(xx) το Άρθρο 27, παράγραφος 1,
(xx1) το Άρθρο 27στ, παράγραφοι 1, 2 και 3, το Άρθρο 27ζ, παράγραφοι 1 έως 5, και το Άρθρο 27θ, παράγραφοι 1 έως 4, αναφορικά με εγκεκριμένο μηχανισμό αναφορών ή εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης που διαθέτει παρέκκλιση από την Επιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,
(xxi) το Άρθρο 28, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο,
(xxii) το Άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 2,
(xxiii) το Άρθρο 30, παράγραφος 1,
(xxiv) το Άρθρο 31, παράγραφοι 2 και 3,
(xxv) το Άρθρο 35, παράγραφοι 1, 2 και 3,
(xxvi) το Άρθρο 36, παράγραφοι 1, 2 και 3,
(xxvii) το Άρθρο 37, παράγραφοι 1 και 3,
(xxviii) τα Άρθρα 40, 41 και 42.
(4) Θεωρείται, επίσης, παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, χωρίς την απαραίτητη άδεια λειτουργίας ή έγκριση σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:
(α) άρθρο 5, 6(2), 35, 36, 40 ή 45 του παρόντος Νόμου· ή
(β) Άρθρο 7, παράγραφος 1, τμήμα 3, ή Άρθρο 11, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και, αναφορικά με εγκεκριμένο μηχανισμό αναφορών ή εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης που διαθέτει παρέκκλιση από την Επιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το Άρθρο 27β του εν λόγω Κανονισμού.
(5) Η μη συνεργασία ή συμμόρφωση σε έρευνα ή έλεγχο ή αίτημα ή απαίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 70, θεωρείται, επίσης, παράβαση του παρόντος Νόμου.
(6) Στην περίπτωση οποιασδήποτε παράβασης που αναφέρεται στα εδάφια (3), (4) και (5), έκαστη εκ της Επιτροπής και Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλλει τουλάχιστον οποιαδήποτε από τις εξής διοικητικές κυρώσεις και μέτρα:
(α) Δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης, σύμφωνα με το άρθρο 72·
(β) εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να παύσει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·
(γ) στην περίπτωση ΚΕΠΕΥ, διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαθέτει άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 44 του παρόντος Νόμου και, στην περίπτωση εγκεκριμένου μηχανισμού ή εγκεκριμένου μηχανισμού δημοσίευσης που διαθέτει παρέκκλιση από την Επιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το Άρθρο 27ε του εν λόγω Κανονισμού·
(δ) προσωρινή ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή άλλου φυσικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την άσκηση καθηκόντων διοίκησης σε ΚΕΠΕΥ·
(ε) προσωρινή απαγόρευση οποιασδήποτε ΚΕΠΕΥ να είναι μέλος ή να συμμετέχει σε ρυθμιζόμενες αγορές ή ΠΜΔ ή να είναι πελάτης σε ΜΟΔ·
(στ) όσον αφορά νομικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά πρόστιμα πέντε εκατομμυρίων ευρώ·
(ζ) όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά πρόστιμα πέντε εκατομμυρίων ευρώ·
(η) ανώτατα διοικητικά πρόστιμα τουλάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, όταν το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στις παραγράφους (στ) και (ζ).
(7) Ο Υπουργός Οικονομικών μεριμνά για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας ως κράτους μέλους βάσει του Άρθρου 70, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
(8) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας έχει εξουσία να επιβάλλει, σε οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 93, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ και, σε περίπτωση επανάληψης ή συνέχισης της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ.
72.-(1)(α) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δημοσιεύει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο, κάθε απόφασή της σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παραβάσεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή του παρόντος Νόμου, μετά την ενημέρωση του προσώπου, στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση, σχετικά με τη συγκεκριμένη απόφαση. Η δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον στοιχεία για το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των υπαιτίων. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει για τις αποφάσεις για την επιβολή μέτρων διερευνητικής φύσης.
(β) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α), εάν η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων κρίνεται από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη έρευνα, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα πράττει τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:
(i) Καθυστερεί τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου έως τη στιγμή που παύουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση·
(ii) δημοσιεύει την απόφαση για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου χωρίς αναφορά ονομάτων κατά τρόπο σύμφωνο με το κυπριακό δίκαιο, εάν η ανώνυμη αυτή δημοσίευση εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·
(iii) δεν δημοσιεύει την απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου, στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί-
(Α) ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών·
(Β) η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών, σε σχέση με τις κυρώσεις ή τα μέτρα, που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.
(γ) Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσίευση της κύρωσης ή μέτρου, η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων δύναται να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα παύσουν να υφίστανται οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσίευση.
(2) Στην περίπτωση άσκησης προσφυγής, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, κατά της απόφασης της περί επιβολής κύρωσης ή μέτρου, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δημοσιεύει, επίσης άμεσα, στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο, τα στοιχεία για την προσφυγή και τυχόν επακόλουθα στοιχεία σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση περί επιβολής κύρωσης ή μέτρου.
(3)(α) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, παραμένει στον διαδικτυακό τους τόπο τουλάχιστον για διάστημα πέντε ετών από τη δημοσίευση. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
(β) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιευτούν, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), καθώς επίσης και για τις προσφυγές κατά των αποφάσεων για τις σχετικές κυρώσεις ή μέτρα και την έκβαση των εν λόγω προσφυγών. Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα μεριμνούν να λαμβάνουν πληροφορίες και την τελική απόφαση για κάθε επιβαλλόμενη ποινική κύρωση, και τις παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ.
(4)(α) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν κάθε έτος στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις κυρώσεις και τα μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει των εδαφίων (1) και (2). Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για μέτρα διερευνητικής φύσης.
(β) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ, σε ετήσια βάση, ανώνυμα συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναληφθεί και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί.
(5) Όταν η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα ανακοινώνει δημοσίως διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις ή ποινικές κυρώσεις, αναφέρει παράλληλα το γεγονός αυτό στην ΕΑΚΑΑ.
73.-(1) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας ασκεί τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 70, και τις εξουσίες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 71 σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο -
(α) Άμεσα·
(β) σε συνεργασία με άλλες αρχές·
(γ) με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, εάν αυτό προβλέπεται στο κυπριακό δίκαιο.
(2)(α) Κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου μιας διοικητικής κύρωσης ή την επιβολή ενός μέτρου, στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών επιβολής κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 71, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι σκόπιμο-
(i) Τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης·
(ii) το βαθμό ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση·
(iii) την οικονομική ισχύ του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ειδικότερα από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του υπαίτιου φυσικού προσώπου·
(iv) την σημασία των κερδών που αποκομίστηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·
(v) τις ζημιές τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·
(vi) το βαθμό συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, χωρίς επηρεασμό της ανάγκης διασφάλισης της παραίτησης από αποκομισθέντα κέρδη ή αποφευχθείσες ζημίες·
(vii) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.
(β) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να λαμβάνει υπόψη άλλους παράγοντες, επιπλέον των αναφερομένων στην παράγραφο (α), κατά τον προσδιορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων και μέτρων.
74.-(1)(α) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας θεσπίζει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που καθιστούν δυνατή την αναφορά σε αυτή, ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβάσεων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και του παρόντος Νόμου.
(β) Οι μηχανισμοί της παραγράφου (α) περιλαμβάνουν τουλάχιστον-
(i) Ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή αναφορών για ενδεχόμενες ή πραγματικές παραβάσεις και την παρακολούθησή τους, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω αναφορές·
(ii) κατάλληλη προστασία, για εργαζομένους χρηματοοικονομικών οργανισμών οι οποίοι αναφέρουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του χρηματοοικονομικού οργανισμού, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης·
(iii) προστασία της ταυτότητας, τόσο του προσώπου που αναφέρει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται να ευθύνεται για την παράβαση, σε όλα τα στάδια των διαδικασιών, εκτός εάν η δημοσίευση αυτή απαιτείται από το κυπριακό δίκαιο στο πλαίσιο περαιτέρω έρευνας ή μεταγενέστερων διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών.
(2) ΕΠΕΥ, διαχειριστές αγοράς, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ, που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και που διαθέτουν παρέκκλιση σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, τα πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για την εσωτερική αναφορά πραγματικών ή ενδεχόμενων παραβάσεων από τους υπαλλήλους τους, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.
75.-(1) Κάθε απόφαση που λαμβάνεται από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Οδηγιών είναι δεόντως αιτιολογημένη και υπόκειται στο ένδικο μέσο της προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το προαναφερόμενο δικαίωμα προσφυγής ισχύει, επίσης, εάν δεν ληφθεί απόφαση από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας που περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, εντός έξι μηνών από την υποβολή της.
(2) Οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους νομιμοποιούμενους φορείς δύναται, με αίτησή του προς πολιτικής δικαιοδοσίας αρμόδιο Δικαστήριο, να ζητήσει την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο, κατά την κρίση του, ενέχεται ή/και ευθύνεται για οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, θίγοντας τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών τα οποία ο συγκεκριμένος φορέας προστατεύει:
(α) Δημόσιοι φορείς ή εκπρόσωποί τους·
(β) οργανώσεις καταναλωτών που έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών·
(γ) επαγγελματικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να ενεργούν για την προστασία των μελών τους.
76.-(1) Χωρίς επηρεασμό του περί Ορισμένων Θεμάτων Διαμεσολάβησης σε Αστικές Διαφορές Νόμου, οι διατάξεις του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου εφαρμόζονται αναφορικά με καταναλωτικές διαφορές που αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και παρεπόμενων υπηρεσιών από ΕΠΕΥ.
(2) Ο Ενιαίος Φορέας Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης, ο οποίος συστάθηκε δια των περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμων του 2010 έως 2015 συνεργάζεται με τους ομολόγους του σε άλλα κράτη μέλη για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.
(3) Η Επιτροπή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τους προαναφερόμενους στα εδάφια (1) και (2) Νόμους.
77.-(1) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας, καθώς και οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή ή Κεντρική Τράπεζα ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν επιτρέπεται να αποκαλυφθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων ΕΠΕΥ, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, χωρίς επηρεασμό των απαιτήσεων που προβλέπονται στο κυπριακό ποινικό ή φορολογικό δίκαιο ή σε διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.
(2) Όταν πρόκειται για ΕΠΕΥ, διαχειριστή αγοράς ή ρυθμιζόμενη αγορά που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες, οι οποίες δεν αφορούν τρίτους, δύνανται να αποκαλυφθούν στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.
(3) Χωρίς επηρεασμό των απαιτήσεων που επιβάλλει το κυπριακό ποινικό ή φορολογικό δίκαιο, η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα, και άλλες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, δύνανται να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου περί της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας, εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή, προκειμένου περί των λοιπών αρχών, φορέων και φυσικών ή νομικών προσώπων, για το σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν οι σχετικές πληροφορίες και/ή στα πλαίσια διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Ωστόσο, εφόσον η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα ή άλλη αρχή, φορέας ή πρόσωπο που διαβιβάζει τις πληροφορίες συγκατατίθεται, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες δύναται να τις χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς.
(4) Τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υπόκεινται στους όρους περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπει το παρόν άρθρο. Ωστόσο, το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα να ανταλλάσσει ή να διαβιβάζει εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και με άλλες νομοθεσίες που ενσωματώνουν Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο κυπριακό δίκαιο ή με Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εφαρμόζονται σε ΕΠΕΥ, πιστωτικά ιδρύματα, συνταξιοδοτικά ταμεία, ΟΣΕΚΑ, ΟΕΕ, ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ρυθμιζόμενες αγορές ή διαχειριστές αγοράς, συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ΚΑΤ ή, διαφορετικά, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχής ή φορέα ή φυσικού ή νομικού προσώπου που κοινοποίησε τις πληροφορίες.
(5) Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα να ανταλλάσσει ή να διαβιβάζει, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν έχουν ληφθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.
78.-(1)(α) Ελεγκτής, ο οποίος εκτελεί σε ΚΕΠΕΥ, ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας ή εκ της Επιτροπής διαθέτων παρέκκλιση σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 εγκεκριμένο μηχανισμό αναφορών ή εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης τα καθήκοντα του Άρθρου 34 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ ή του άρθρου 58 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου ή οποιοδήποτε άλλο εκ του νόμου προβλεπόμενο καθήκον, υποχρεούται να αναφέρει αμέσως στην Επιτροπή κάθε γεγονός ή απόφαση, σχετικά με τη συγκεκριμένη επιχείρηση, που έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του και που ενδέχεται -
(i) Να συνιστά σημαντική παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων ΚΕΠΕΥ·
(ii) να θέτει σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας της ΚΕΠΕΥ·
(iii) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.
(β) Ο ελεγκτής υποχρεούται επίσης να αναφέρει τα γεγονότα και τις αποφάσεις, των οποίων έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση ενός εκ των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με ΚΕΠΕΥ, στην οποία επίσης εκτελεί τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) καθήκοντα.
(2) Η καλόπιστη αναφορά στην Επιτροπή, από ελεγκτές, γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού για την αποκάλυψη πληροφοριών και δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ευθύνη των προσώπων αυτών.
79. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κατά την άσκηση ή στο πλαίσιο της άσκησης των εποπτικών εξουσιών, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, και σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 όπου εφαρμόζεται.
80.-(1)(α) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 είτε στον περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο και στον περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο, όταν είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών των άλλων κρατών μελών που προβλέπονται στους οικείους νόμους που θεσπίζονται προς εναρμόνιση με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014.
(β) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να ζητεί και να λαμβάνει από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πληροφορίες που σχετίζονται με ποινικές έρευνες ή διαδικασίες ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και τις θέτει στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώνουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.
(γ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Ειδικότερα, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.
(δ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα δύνανται, επίσης, να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, όσον αφορά τη διευκόλυνση της ανάκτησης των προστίμων.
(ε) Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της συνεργασίας, και ειδικότερα της ανταλλαγής πληροφοριών η Επιτροπή καθορίζεται ως σημείο επικοινωνίας, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.
(2)(α) Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης, ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής, έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, η Επιτροπή και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του τόπου διαπραγμάτευσης συνάπτουν αναλογικές ρυθμίσεις συνεργασίας.
(β) Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης, ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής, έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής, η Επιτροπή και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του τόπου διαπραγμάτευσης συνάπτουν αναλογικές ρυθμίσεις συνεργασίας.
(3) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνει τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνει τη συνδρομή που προβλέπεται στο εδάφιο (1). Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να ασκεί τις εξουσίες της, για τους σκοπούς της συνεργασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, ακόμα και όταν η ερευνούμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση του κυπριακού δικαίου.
(4)(α) Εάν η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή άλλης νομοθεσίας που θεσπίζεται προς εναρμόνιση με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ή προς τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το γνωστοποιεί, με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο, στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους και στην ΕΑΚΑΑ.
(β) Σε περίπτωση λήψης από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα γνωστοποίησης από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 4, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, κατά περίπτωση -
(i) Προβαίνει στις δέουσες ενέργειες, ενημερώνει τη γνωστοποιούσα αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε και την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των ενεργειών της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις, και
(ii) δεν θίγει τις αρμοδιότητες της γνωστοποιούσας αρμόδιας αρχής.
(5)(α) Χωρίς επηρεασμό των εδαφίων (1) και (4), έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές στοιχεία αναφορικά με-
(i) Τυχόν απαίτηση για τη μείωση του μεγέθους θέσης ή ανοίγματος, σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιε)∙
(ii) τυχόν περιορισμούς της δυνατότητας προσώπων να διενεργούν συναλλαγές σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, σύμφωνα με την το άρθρο 70(2)(ιστ).
(β) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) γνωστοποίηση περιλαμβάνει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τις λεπτομέρειες της απαίτησης ή της ζήτησης σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ι), συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται και τους λόγους, καθώς επίσης και το πεδίο εφαρμογής των ορίων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιστ), συμπεριλαμβανομένων του ενδιαφερομένου προσώπου, των εφαρμοστέων χρηματοοικονομικών μέσων, τυχόν ορίων στο μέγεθος των θέσεων που δύναται να κατέχει το πρόσωπο ανά πάσα στιγμή, τυχόν εξαιρέσεις βάσει του άρθρου 58 και τους λόγους για τις εξαιρέσεις αυτές.
(γ) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) γνωστοποίηση πραγματοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη στιγμή κατά την οποία έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ η δράση ή το μέτρο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να προβεί στη γνωστοποίηση, σε λιγότερο από 24 ώρες από το χρονικό σημείο που το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ειδοποίηση 24 ώρες πριν.
(δ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει σχετική γνωστοποίηση από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, δύναται να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιε) ή (ιστ), εάν ικανοποιείται ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της άλλης αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή ή Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, προβαίνει επίσης σε γνωστοποίηση, σύμφωνα με το παρόν εδάφιο όταν προτίθεται να λάβει μέτρα.
(ε) Εάν μια ενέργεια, που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) ή (ii) της παραγράφου (α), σχετίζεται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, η Επιτροπή ενημερώνει επίσης τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας ο οποίος έχει ιδρυθεί διά του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009.
(6) Αναφορικά με τα δικαιώματα εκπομπής, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών και με τις αρμόδιες αρχές, τους διαχειριστές των μητρώων και του λοιπούς δημόσιους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της συμμόρφωσης προς τον περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου Νόμο, ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι δύναται να έχει ενοποιημένη εικόνα των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής.
(7) Αναφορικά με τα παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας αναφέρει σε και συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την επίβλεψη, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013.
81.-(1)(α) Αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους δύναται να ζητεί τη συνεργασία έκαστης εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας σε εποπτικές δραστηριότητες ή για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα. Στην περίπτωση ΚΕΠΕΥ που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να απευθυνθεί απευθείας σε αυτές.
(β) Σε περίπτωση ΕΠΕΥ που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, η Επιτροπή δύναται να απευθυνθεί απευθείας σε αυτές, οπότε ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους ή συμμετέχοντος.
(2) Όταν υποβάλλεται στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα αίτημα σχετικό με επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα, αυτή, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της-
(α) Προβαίνει η ίδια στην εξακρίβωση ή έρευνα,
(β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να διεξαγάγει την εξακρίβωση ή έρευνα,
(γ) αναθέτει σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διεξαγάγουν την εξακρίβωση ή έρευνα.
82.-(1)(α) Η Επιτροπή ανταλλάσσει μαζί με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών που έχουν ορισθεί ως σημεία επικοινωνίας κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, για τους σκοπούς της εν λόγω Οδηγίας και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, αμέσως όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών των άλλων κρατών μελών που προβλέπονται από τις διατάξεις οικείας νομοθεσίας που θεσπίζεται κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.
(β) Η Επιτροπή, όταν ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλες αρμόδιες αρχές βάσει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, δύναται να ορίζει, κατά την ανταλλαγή, ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή της. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ορίζει, κατά την ανταλλαγή πληροφοριών με την Επιτροπή βάσει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή της, η Επιτροπή μεριμνά ώστε οι εν λόγω πληροφορίες δύνανται να ανταλλάσσονται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρχή έδωσε τη συγκατάθεσή της.
(2) Η Επιτροπή δύναται να διαβιβάζει στην Κεντρική Τράπεζα τις πληροφορίες που λαμβάνει, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 78 και 89. Η Επιτροπή δεν διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις κοινοποίησε και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους αυτή έδωσε τη συγκατάθεση, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας και που έστειλε τις πληροφορίες.
(3) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα και οι άλλοι φορείς ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 89, δύνανται να τις χρησιμοποιούν, μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ειδικότερα-
(α) Για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι ανάληψης δραστηριότητας ΚΕΠΕΥ και να διευκολύνουν, την παρακολούθηση συμμόρφωσης προς προϋποθέσεις άσκησης της δραστηριότητας ΚΕΠΕΥ τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου·
(β) για να παρακολουθούν την εύρυθμη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης·
(γ) για την επιβολή κυρώσεων·
(δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζα·
(ε) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 75·
(στ) ενώπιον του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 76.
(4) Το παρόν άρθρο και τα άρθρα 77 και 89 δεν εμποδίζουν την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο ΕΣΣΚ, στις κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών μελών, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής και, όπου είναι αναγκαίο, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Ομοίως, οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθούν για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους που προβλέπει ο παρών Νόμος ή ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014.
83. Η Επιτροπή δύναται να αναφέρει στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις κατά τις οποίες αίτημα σχετικό με ένα από τα ακόλουθα απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος:
(α) Για διεξαγωγή εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιας εξακρίβωσης ή έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 81· ή
(β) για ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 82.
84.-(1) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αρνηθεί να ενεργήσει, κατόπιν αιτήματος για συνεργασία, σε διεξαγωγή έρευνας, επιτόπιας εξακρίβωσης ή εποπτικής δραστηριότητας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 85 ή να ανταλλάξει πληροφορίες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 82, μόνον εάν-
(α) Έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων, ενώπιον δικαστηρίου της Δημοκρατίας·
(β) έχει ήδη εκδοθεί στη Δημοκρατία τελική δικαστική απόφαση για τα ίδια πρόσωπα και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
(2) Σε περίπτωση άρνησης, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.
85.-(1) Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ζητείται από την Επιτροπή, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΚΕΠΕΥ, η οποία εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις -
(α) Είναι θυγατρική ΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·
(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·
(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ελέγχουν μια ΕΠΕΥ ή ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.
(2) Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζητείται από την Επιτροπή, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που -
(α) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση· ή
(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση· ή
(γ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια ασφαλιστική επιχείρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(3) Η Επιτροπή -
(α) Διαβουλεύεται με τις άλλες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ειδικότερα, κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των μετόχων ή των μελών και της φήμης και της εμπειρίας των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση που συμμετέχει στη διοίκηση άλλης οντότητας του ιδίου ομίλου∙ και
(β) ανταλλάσσει μαζί τους όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή των μελών και τη φήμη και της εμπειρία των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση οι οποίες είναι χρήσιμες στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τους όρους λειτουργίας.
86.-(1) Η Επιτροπή δύναται, για στατιστικούς λόγους, να απαιτεί από όλες τις ΕΠΕΥ που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στη Δημοκρατία την υποβολή περιοδικών αναφορών σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων αυτών.
(2) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από τα υποκαταστήματα των ΕΠΕΥ να της παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους προς τις εφαρμοζόμενες σε αυτά τα υποκαταστήματα υποχρεώσεις που καθορίζονται από τον παρόντα Νόμο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 36(8). Οι απαιτήσεις αυτές δεν δύνανται να είναι πιο αυστηρές από τις απαιτήσεις που ο παρών Νόμος επιβάλλει στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις αυτές.
87.-(1)(α) Εάν η Επιτροπή έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια ΕΠΕΥ που ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ότι μία ΕΠΕΥ που έχει υποκατάστημα στη Δημοκρατία παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι οποίες διατάξεις δεν παρέχουν εξουσίες στην Επιτροπή, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
(β) Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η ΕΠΕΥ εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών της Δημοκρατίας, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
(i) Αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) ΕΠΕΥ να προβαίνουν σε οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή στη Δημοκρατία∙ η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση· και
(ii) η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.
(2)(α) Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ΕΠΕΥ, η οποία διατηρεί υποκατάστημα στη Δημοκρατία, παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι οποίες παρέχουν εξουσίες στην Επιτροπή, η Επιτροπή απαιτεί από την ΕΠΕΥ να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.
(β) Εάν η εν λόγω ΕΠΕΥ δεν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η εν λόγω ΕΠΕΥ θα θέσει τέλος στην αντικανονική της κατάσταση. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.
(γ) Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την Επιτροπή, η ΕΠΕΥ εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών∙ η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(δ) Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.
(3)(α) Εάν η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.
(β) Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ συνεχίζουν να εμμένουν σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών στη Δημοκρατία ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στον ΠΜΔ ή στον ΜΟΔ να παρέχει πρόσβαση στους μηχανισμούς του σε εξ αποστάσεως μέλη του ή σε εξ αποστάσεως συμμετέχοντες, τα οποία μέλη ή συμμετέχοντες είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία. Η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(γ) Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.
(4) Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των εδαφίων (1), (2) ή (3), τα οποία συνεπάγονται κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων ΕΠΕΥ ή ρυθμιζόμενης αγοράς, αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη ΕΠΕΥ ή στη ρυθμιζόμενη αγορά.
88.-(1) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
(2) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να επιτελέσει το έργο της, δυνάμει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και σύμφωνα με τα Άρθρα 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
89.-(1)(α) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα δύνανται να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 77. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.
(β) Η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου.
(γ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα δύνανται, επίσης, να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών, υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα εξής καθήκοντα:
(i) Την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοοικονομικών αγορών·
(ii) την εκκαθάριση και πτώχευση ΕΠΕΥ και άλλες παρόμοιες διαδικασίες·
(iii) τη διεξαγωγή των εκ του νόμου απαιτητέων ελέγχων των λογαριασμών ΕΠΕΥ και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους·
(iv) την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης ΕΠΕΥ και σε παρόμοιες διαδικασίες·
(v) την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου απαιτητέων ελέγχων των λογαριασμών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πιστωτικών ιδρυμάτων, ΕΠΕΥ και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων·
(vi) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής, με σκοπό την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοοικονομικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης·
(vii) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται στις αγορές παραγώγων επί βασικών γεωργικών προϊόντων, με σκοπό την εξασφάλιση της ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοοικονομικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.
(δ) Οι συμφωνίες συνεργασίας τις οποίες προβλέπει η παράγραφος (γ) δύνανται να συνάπτονται μόνον εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 77. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων. Εάν η συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κράτος μέλος, εφαρμόζεται το άρθρο 9 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και, εάν στη διαβίβαση συμμετέχει η ΕΑΚΑΑ, εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001.
(2) Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν δύνανται να κοινοποιηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι αρχές αυτές. Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται και σε πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.