ΤΙΤΛΟΣ II ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΚΕΠΕΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι - Όροι και διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας
Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας

5.-(1) Για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, απαιτείται η προηγούμενη χορήγηση άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο. Αναφορικά με τις ΚΕΠΕΥ, η εν λόγω άδεια λειτουργίας χορηγείται από την Επιτροπή.

(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας δύναται να διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως εξακριβώνεται από την Επιτροπή η συμμόρφωσή του με το παρόν Κεφάλαιο.

(3) Η Επιτροπή εγγράφει σε μητρώο όλες τις ΚΕΠΕΥ. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η ΚΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Η Επιτροπή επικαιροποιεί το μητρώο και γνωστοποιεί κάθε άδεια λειτουργίας στην ΕΑΚΑΑ.

(4) Κάθε ΚΕΠΕΥ οφείλει να έχει τα κεντρικά της γραφεία στη Δημοκρατία.

(5) Η ΚΕΠΕΥ απαγορεύεται να διεξάγει οποιεσδήποτε άλλες εργασίες πέραν των υπηρεσιών ή/και δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην άδεια λειτουργίας της, εκτός εάν-

(α) Η διεξαγωγή τους οδηγεί ή συμβάλλει στην επίτευξη της παροχής όλων ή μερικών υπηρεσιών ή και της άσκησης δραστηριοτήτων, που επιτρέπονται από την άδεια λειτουργίας της· ή

(β) έχει ληφθεί έγκριση από την Επιτροπή, η οποία χορηγείται, κατά την απόλυτη της κρίση, σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας

6.-(1) Στην άδεια λειτουργίας προσδιορίζονται οι επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες που επιτρέπεται να παρέχει ή να ασκεί η ΚΕΠΕΥ. Η άδεια λειτουργίας μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες από τις παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται άδεια λειτουργίας μόνο για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών.

(2) ΚΕΠΕΥ, που επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας της σε πρόσθετες επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες ή σε παρεπόμενες υπηρεσίες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο χορήγησης της άδειας λειτουργίας, δύναται να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή για επέκταση της άδειας λειτουργίας της.

(3)(α) Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και επιτρέπει στην ΚΕΠΕΥ να παρέχει της υπηρεσίες και να ασκεί της δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε μέσω του δικαιώματος εγκατάστασης, περιλαμβανομένου του υποκαταστήματος, είτε μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(β) Η άδεια λειτουργίας που χορηγείται σε ΕΠΕΥ από αρμόδια αρχή κράτους μέλους καταγωγής άλλου από τη Δημοκρατία ισχύει στη Δημοκρατία και επιτρέπει στην ΕΠΕΥ να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες, για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας, στη Δημοκρατία, είτε μέσω του δικαιώματος εγκατάστασης, περιλαμβανομένου του υποκαταστήματος, είτε μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας

7.-(1) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εκτός εάν και μέχρις ότου ικανοποιηθεί πλήρως ότι, η εταιρεία η οποία συστάθηκε στη Δημοκρατία και αιτείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως ΚΕΠΕΥ (η οποία στο παρόν Κεφάλαιο θα αναφέρεται εφεξής ως «η αιτήτρια»), πληροί όλες τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(2) Η αιτήτρια παρέχει όλες τις πληροφορίες, ως καθορίζονται στο παρόν Κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων το οποίο καθορίζει, μεταξύ άλλων, τα είδη των προτεινόμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική δομή της αιτήτριας, οι οποίες είναι απαραίτητες για να μπορέσει η Επιτροπή να ικανοποιηθεί ότι η αιτήτρια έχει θεσπίσει, κατά τo χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της βάσει του παρόντος Κεφαλαίου.

(3) Η Επιτροπή ενημερώνει την αιτήτρια, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη άδειας λειτουργίας.

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

8.-(1) Η Επιτροπή δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας εάν η ΚΕΠΕΥ-

(α) Δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ’ αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι μήνες· ή

(β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο· ή

(γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως για παράδειγμα τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2019/2033· ή

(δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικά με τη λειτουργία των ΚΕΠΕΥ διατάξεων, οι οποίες προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή οι οποίες θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014· ή

(ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες η κυπριακή νομοθεσία με την οποία ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου, προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

(2) Η Επιτροπή γνωστοποιεί κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας στην ΕΑΚΑΑ.

Διοικητικό συμβούλιο

9.-(1) Η Επιτροπή, κατά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, δυνάμει του άρθρου 5, βεβαιώνεται ότι η αιτήτρια και το διοικητικό της συμβούλιο συμμορφώνονται με το παρόν άρθρο και το άρθρο 10.

(2)(α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 3, έκαστη ΚΕΠΕΥ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών και μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίσει ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της έχουν πάντοτε επαρκώς καλή φήμη και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και πιο συγκεκριμένα ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου πληρούν ιδίως τις απαιτήσεις που ορίζονται στα εδάφια (3) έως (9).

(β) Σε περίπτωση που μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν εδάφιο, η Επιτροπή δύναται να απομακρύνει τα εν λόγω πρόσωπα από το διοικητικό συμβούλιο· η Επιτροπή επαληθεύει ειδικότερα κατά πόσο οι απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν εδάφιο εξακολουθούν να πληρούνται όταν έχει βάσιμους λόγους να εικάζει ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος σε σχέση με την ΚΕΠΕΥ, τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(3) Όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οφείλουν να αφιερώνουν επαρκή χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στην ΚΕΠΕΥ.

(4) Για τον αριθμό των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που δύναται ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου να κατέχει ταυτόχρονα, λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ. Εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία εκπροσωπούν τη Δημοκρατία, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΚΕΠΕΥ, η οποία είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης και της φύσης, έκτασης και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, απαγορεύεται να κατέχουν περισσότερων του ενός εκ των ακόλουθων συνδυασμών θέσεων σε διοικητικά συμβούλια ταυτόχρονα:

(α) Μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου∙

(β) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.

(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως μία θέση μέλους διοικητικού συμβουλίου:

(α) Θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου∙

(β) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου που κατέχονται σε-

(i) ιδρύματα που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, νοουμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 113, παράγραφος 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή

(ii) επιχειρήσεις (περιλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες η ΚΕΠΕΥ κατέχει ειδική συμμετοχή.

(6) Οι θέσεις μέλους διοικητικού συμβουλίου σε οργανισμούς που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του εδαφίου (4).

(7) Η Επιτροπή, με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 5, δύναται να εξουσιοδοτεί μέλη του διοικητικού συμβουλίου να κατέχουν μια επιπλέον θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου από ότι επιτρέπει το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή ενημερώνει σε τακτική βάση την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις εξουσιοδοτήσεις αυτές.

(8) Το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει συνολικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία, ώστε να μπορεί να κατανοεί τις δραστηριότητες της ΚΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων, η δε συνολική σύνθεσή του αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα εμπειριών.

(9) Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να εκτιμά και αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει και να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση· η ιδιότητα μέλους συνδεόμενων εταιρειών ή συνδεόμενων οντοτήτων δεν συνιστά από μόνη της εμπόδιο για να ενεργεί κανείς με ανεξάρτητη βούληση.

(10) Η ΚΕΠΕΥ αφιερώνει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για τη μύηση και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

(11) Η ΚΕΠΕΥ και η σχετική επιτροπή διορισμών, που προβλέπεται στο άρθρο 10(2), οφείλουν να διασφαλίζουν ένα ευρύ φάσμα προσόντων και ικανοτήτων κατά την πρόσληψη μελών στο διοικητικό συμβούλιο και να εφαρμόζουν προς το σκοπό αυτό μια πολιτική που να προωθεί την ύπαρξη ποικιλομορφίας στο διοικητικό συμβούλιο.

(12) Η Επιτροπή συλλέγει τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το Άρθρο 435, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις χρησιμοποιεί για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ύπαρξης ποικιλομορφίας και παρέχει αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ.

(13) Τα εδάφια (2) έως (12) δεν θίγουν τις διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό συμβούλιο.

(14) Η Επιτροπή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει ικανοποιηθεί ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αιτήτριας διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν επαρκή χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στην αιτήτρια, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό συμβούλιο της αιτήτριας ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διοίκησή της και για την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς.

(15) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να γνωστοποιεί στην Επιτροπή όλα τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου και κάθε μεταβολή στη σύνθεσή του και να της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν η ΚΕΠΕΥ πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 10.

(16) Τουλάχιστον δύο πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 10 οφείλουν να διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητα της αιτήτριας.

Ρυθμίσεις διακυβέρνησης

10.-(1)(α) Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει, επιβλέπει και έχει την ευθύνη αναφορικά με την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διοίκηση της ΚΕΠΕΥ, περιλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στην ΚΕΠΕΥ και της αποφυγής συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και το συμφέρον των πελατών της.

(β) Οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) τηρούν τις εξής αρχές:

(i) Το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να έχει τη γενική ευθύνη της ΚΕΠΕΥ και να εγκρίνει και να επιβλέπει την υλοποίηση των στρατηγικών της στόχων, της στρατηγικής αντιμετώπισης κινδύνου και της εσωτερικής διακυβέρνησης της ΚΕΠΕΥ·

(ii) το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να διασφαλίζει την ακεραιότητα των συστημάτων λογιστικής και χρηματοοικονομικής αναφοράς, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ελέγχων και της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία και τα συναφή πρότυπα·

(iii) το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να επιβλέπει τη διαδικασία δημοσιοποιήσεων και ανακοινώσεων·

(iv) το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική επίβλεψη των ανώτερων στελεχών·

(v) ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΚΕΠΕΥ δεν επιτρέπεται να ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στην ίδια ΚΕΠΕΥ, εκτός εάν αυτό είναι δικαιολογημένο από την ΚΕΠΕΥ και εγκεκριμένο από την Επιτροπή.

(γ) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλλουν οι παράγραφοι (α) και (β), οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) διασφαλίζουν ότι το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει -

(i) Την οργάνωση της ΚΕΠΕΥ για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, συμπεριλαμβα-νομένων των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εμπειρίας που απαιτούνται για το προσωπικό, τους πόρους, τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την ΚΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της και όλες τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η ΚΕΠΕΥ· και

(ii) μια πολιτική ως προς τις υπηρεσίες, τις δραστηριότητες, τα προϊόντα και τις λειτουργίες που προσφέρονται ή παρέχονται σύμφωνα με το ανεκτό για την ΚΕΠΕΥ επίπεδο κινδύνου και τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των πελατών της ΚΕΠΕΥ προς τους οποίους θα προσφέρονται ή θα παρέχονται, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κατάλληλων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, όπου απαιτείται· και

(iii) μια πολιτική αμοιβών των προσώπων που εμπλέκονται στην παροχή των υπηρεσιών προς τους πελάτες, με στόχο την ενθάρρυνση της υπεύθυνης επαγγελματικής συμπεριφοράς και δίκαιης μεταχείρισης των πελατών, καθώς και την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων στις σχέσεις με τους πελάτες.

(δ) Το διοικητικό συμβούλιο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την επάρκεια και την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων της ΚΕΠΕΥ όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της ΚΕΠΕΥ και την επάρκεια των πολιτικών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες, και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.

(ε) Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

(στ) Τα δεδομένα σχετικά με δάνεια προς τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα συνδεδεμένα μέρη τους είναι δεόντως τεκμηριωμένα και τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής κατόπιν αιτήματος.

(ζ) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ‟συνδεδεμένο μέροςˮ σημαίνει -

(i) σύζυγος, καταχωρισμένος ή καταχωρισμένη σύντροφος σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, τέκνο ή γονέας μέλους του διοικητικού οργάνου,

(ii) εμπορική οντότητα, στην οποία μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή στενός συγγενής του όπως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) έχει ειδική συμμετοχή ύψους 10% ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω οντότητα ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να ασκούν σημαντική επιρροή ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα κατέχουν θέσεις ανώτερων στελεχών ή είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου.

(2)(α) ΚΕΠΕΥ, η οποία είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης και της φύσης, έκτασης και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, οφείλει να θεσπίζει επιτροπή διορισμών αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν ασκούν καμία εκτελεστική λειτουργία στην ΚΕΠΕΥ.

(β) Η επιτροπή διορισμών-

(i) Εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο ή προς έγκριση από τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για την κάλυψη κενών θέσεων του διοικητικού συμβουλίου, αξιολογεί το συνδυασμό γνώσεων, ικανοτήτων, ποικιλομορφίας και εμπειρίας του διοικητικού συμβουλίου, συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για ένα συγκεκριμένο διορισμό, και υπολογίζει το χρόνο που αναμένεται να αφιερωθεί σε αυτή τη θέση∙ και

(ii) αποφασίζει ως προς τον καθορισμό στόχου για την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό συμβούλιο και ετοιμάζει πολιτική για το πως θα αυξηθεί ο αριθμός των προσώπων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό συμβούλιο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός· ο στόχος, η πολιτική και η εφαρμογή τους δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το Άρθρο 435, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

(iii) εκτιμά, κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως, τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού συμβουλίου και απευθύνει συστάσεις στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τυχόν μεταβολές· και

(iv) εκτιμά, κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως, τις γνώσεις, τις ικανότητες και την εμπειρία αυτών καθ’ αυτών των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του διοικητικού συμβουλίου ως συνόλου, και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο διοικητικό συμβούλιο· και

(v) επανεξετάζει, κατά περιόδους, την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό συμβούλιο για την επιλογή και το διορισμό ανώτερων στελεχών και κάνει συστάσεις στο διοικητικό συμβούλιο· και

(vi) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη της, στο βαθμό που είναι δυνατόν και σε συνεχή βάση, την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό συμβούλιο δεν κυριαρχείται από ένα πρόσωπο ή μικρή ομάδα προσώπων κατά τρόπο που θίγει τα συμφέροντα της ΚΕΠΕΥ ως σύνολο· και

(vii) δύναται να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε είδος πόρων κρίνει κατάλληλο, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων, και να λαμβάνει τη δέουσα χρηματοδότηση προς το σκοπό αυτό.

(3) Το εδάφιο (2) δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που, βάσει του κυπριακού δικαίου, το διοικητικό συμβούλιο δεν έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα επί της διαδικασίας επιλογής και διορισμού οποιουδήποτε εκ των μελών του.

Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές

11.-(1)(α) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από την αιτήτρια, μέχρις ότου πληροφορηθεί για την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων ή μελών με ειδική συμμετοχή, είτε πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα, καθώς και για το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.

(β) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εάν, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διοίκηση της ΚΕΠΕΥ, δεν έχει ικανοποιηθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές.

(γ) Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αιτήτριας και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Επιτροπή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

(2) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η αιτήτρια έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

(3) Εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι δυνατό να αποβεί σε βάρος της ορθής και συνετής διοίκησης της ΚΕΠΕΥ, η Επιτροπή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί η εν λόγω κατάσταση. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν αιτήσεις έκδοσης δικαστικών διαταγμάτων ή την επιβολή κυρώσεων κατά διευθυντών και αυτών που είναι υπεύθυνων για τη διοίκηση, ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή μέλη.

Γνωστοποίηση σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής

12.-(1)(α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (το οποίο αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 13 και 14 ως «ο υποψήφιος αποκτών»), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΚΕΠΕΥ, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, τέτοια ειδική συμμετοχή σε ΚΕΠΕΥ, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20 %, του 30 %, ή του 50 %, ή με αποτέλεσμα η ΚΕΠΕΥ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (που αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 13 και 14 ως «η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει προηγουμένως γραπτή γνωστοποίηση στην Επιτροπή, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και παρέχοντας τις σχετικές πληροφορίες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14(4).

(β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΚΕΠΕΥ, απευθύνει προηγουμένως γραπτή γνωστοποίηση στην Επιτροπή, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το εν λόγω πρόσωπο γνωστοποιεί επίσης στην Επιτροπή την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, 30 % ή 50 %, ή με αποτέλεσμα η ΚΕΠΕΥ να παύσει να είναι θυγατρική του.

(γ) Κατά την αξιολόγηση, εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 11 και του παρόντος άρθρου, δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές που κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και διάθεσης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και, αφετέρου, μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

(2)(α) Η Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 14(1) (η οποία αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 13 και 14 ως «η αξιολόγηση»), διαβουλεύεται εκτενώς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αποκτών είναι-

(i) Πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής·

(ii) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ, εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή διαχειριστή οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής· ή

(iii) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή διαχειριστή οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής.

(β) Η Επιτροπή παρέχει στις αρμόδιες αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη ή σχετική με την αξιολόγηση. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες.

(γ) Στο πλαίσιο διαβούλευσής της με άλλες αρμόδιες αρχές κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 11, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η Επιτροπή, ως η αρμόδια αρχή που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της ΚΕΠΕΥ για την οποία επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, επισημαίνει στην απόφασή της τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση του υποψήφιου αποκτώντος.

(3)(α) Εάν η ΚΕΠΕΥ λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή διάθεσης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται οποιονδήποτε από τα όρια που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, την Επιτροπή.

(β) Τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί, επίσης, στην Επιτροπή τα ονόματα των μετόχων και μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και μελών, ή από την εφαρμογή των ρυθμίσεων που ισχύουν για τις εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

(4) Η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα, παρόμοια με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11(3), κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Επιτροπής, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν, η Επιτροπή αποφασίζει είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου είτε την ακύρωση των αντίστοιχων ψήφων.

Περίοδος αξιολόγησης

13.-(1)(α) Η Επιτροπή, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της γνωστοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 12(1), καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, επιβεβαιώνει γραπτώς στον υποψήφιο αποκτώντα την παραλαβή τους.

(β) Η Επιτροπή διενεργεί την αξιολόγηση εντός προθεσμίας εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της γνωστοποίησης και όλων των εγγράφων που η Επιτροπή απαιτεί να επισυνάπτονται στη γνωστοποίηση βάσει του καταλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 14(4) (η οποία θα αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο ως «η περίοδος αξιολόγησης»).

(γ) Η Επιτροπή ενημερώνει τον υποψήφιο αποκτώντα, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

(2)(α) Η Επιτροπή δύναται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται γραπτώς και προσδιορίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

(β) Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή ζητεί πληροφορίες και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αποκτώντα, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Η Επιτροπή δύναται να υποβάλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή την αποσαφήνιση των πληροφοριών, αυτό όμως δεν συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

(3) Η Επιτροπή δύναται να παρατείνει τη διακοπή στην οποία αναφέρεται η παράγραφος (β) του εδαφίου (2) έως 30 εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αποκτών είναι ένα από τα ακόλουθα:

(α) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

(β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία συνάδει με την Οδηγία 2009/65/ΕΚ, την Οδηγία 2009/138/ΕΚ, την Οδηγία 2011/61/ΕE, την Οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την Οδηγία 2014/65/ΕE.

(4) Εάν η Επιτροπή, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει γραπτώς τον υποψήφιο αποκτώντα, εντός δύο εργασίμων ημερών, και πριν τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης της Επιτροπής δύναται να δημοσιοποιείται, είτε κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος, είτε κατά την κρίση της Επιτροπής.

(5) Εάν η Επιτροπή δεν αντιταχθεί γραπτώς στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

(6) Η Επιτροπή δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, όπου ενδείκνυται.

Αξιολόγηση

14.-(1) Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 12(1), και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 13(2), η Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ΚΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αποκτώντα στην ΚΕΠΕΥ, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αποκτώντα και την ορθότητα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) Τη φήμη του υποψήφιου αποκτώντα·

(β) τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ΚΕΠΕΥ ως αποτέλεσμα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής·

(γ) την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αποκτώντα, ειδικότερα ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την ΚΕΠΕΥ για την οποία επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής·

(δ) την ικανότητα της ΚΕΠΕΥ να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος Νόμου και, όπου εφαρμόζεται, βάσει της περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, Εταιρειών Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων ή Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων, οδηγίας (ΟΔ 144-2007-16 του 2015) της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία (ΟΔ 144-2007-16(Α) του 2015) της Επιτροπής και βάσει κυπριακής νομοθεσίας που μεταφέρει Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, ιδίως όσον αφορά το κατά πόσο ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμοδίων αρχών·

(ε) το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2(1) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή ότι η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θα μπορούσε να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

(2) Η Επιτροπή δύναται να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για αυτό με βάση τα κριτήρια του εδαφίου (1) ή εφόσον οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αποκτώντα δεν είναι πλήρεις.

(3) Η Επιτροπή δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζει τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(4) Η Επιτροπή δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή κατά τη στιγμή της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 12(1). Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αποκτώντα και της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής. Η Επιτροπή δεν απαιτεί πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

(5) Ανεξάρτητα από το άρθρο 13(1), (2) και (3), εάν κοινοποιηθούν στην Επιτροπή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ΚΕΠΕΥ, η Επιτροπή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αποκτώντες χωρίς διακρίσεις.

Συμμετοχή σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης επενδυτών

15.-(1) Η Επιτροπή εξακριβώνει ότι κάθε αιτήτρια συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της βάσει της Οδηγίας 1997/9/ΕΚ, κατά το χρόνο που της χορηγείται η άδεια λειτουργίας.

(2) Η υποχρέωση του εδαφίου (1) εκπληρώνεται σε σχέση με δομημένες καταθέσεις, όταν η δομημένη κατάθεση εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος συστήματος εγγύησης καταθέσεων το οποίο είναι αναγνωρισμένο βάσει του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016 και τυχόν άλλης νομοθεσίας που ενσωματώνει την Οδηγία 2014/49/ΕΕ.

Αρχικό κεφάλαιο

16.Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας, εκτός εάν η αιτήτρια έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 9 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή επενδυτικής δραστηριότητας.

Οργανωτικές απαιτήσεις

17.-(1) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να συμμορφώνεται με τις οργανωτικές απαιτήσεις που καθορίζονται στα εδάφια (2) έως (10) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 18.

(2) Η ΚΕΠΕΥ εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της, συμπεριλαμβανομένων των στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, με τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει βάσει του παρόντος Νόμου, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.

(3)(α) Η ΚΕΠΕΥ καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών, λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 24.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, η οποία παράγει χρηματοοικονομικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διαθέτει, χρησιμοποιεί και επανεξετάζει μια διαδικασία για την έγκριση κάθε χρηματοοικονομικού μέσου και των σημαντικών προσαρμογών που επιφέρει σε υφιστάμενα χρηματοοικονομικά μέσα, πριν τα προωθήσει στην αγορά ή τα διανείμει σε πελάτες.

(γ) Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων καθορίζει μια προσδιορισμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της σχετικής κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοοικονομικό μέσο, και εξασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτήν την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται, καθώς και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ επανεξετάζει επίσης, σε τακτική βάση, τα χρηματοοικονομικά μέσα που προσφέρει ή προωθεί εμπορικά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει σοβαρά το δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, έτσι ώστε να αξιολογεί, τουλάχιστον, κατά πόσο το χρηματοοικονομικό μέσο συνεχίζει να συνάδει με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι η κατάλληλη.

(ε) Η ΚΕΠΕΥ που παράγει χρηματοοικονομικά μέσα διαθέτει στους διανομείς όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρηματοοικονομικό μέσο και τη διαδικασία έγκρισης του προϊόντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του χρηματοοικονομικού μέσου.

(στ) Όταν μια ΚΕΠΕΥ προσφέρει ή εισηγείται χρηματοοικονομικά μέσα που δεν παράγει η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος (ε) και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοοικονομικό μέσο.

(ζ) Οι πολιτικές, διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο εφαρμόζονται χωρίς επηρεασμό κάθε άλλης απαίτησης βάσει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την κοινοποίηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, τον εντοπισμό και διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.

(4) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να εξασφαλίζεται η συνεχής και τακτική παροχή και άσκηση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτό, η ΚΕΠΕΥ χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, να λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να αποφεύγεται κάθε αδικαιολόγητη επιδείνωση του λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου της ΚΕΠΕΥ ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής να εποπτεύει τη συμμόρφωση της ΚΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της.

(β) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.

(γ) Χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος της Επιτροπής να απαιτεί πρόσβαση στις επικοινωνίες βάσει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι ΚΕΠΕΥ διαθέτουν υγιείς μηχανισμούς ασφαλείας, για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και πρόσβασης χωρίς άδεια και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, ώστε να τηρείται πάντοτε το απόρρητο των δεδομένων.

(6) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία με όλες τις υπηρεσίες που παρέχει και τις δραστηριότητες και συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή να ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα και να προβαίνει σε ενέργειες για την διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων της ΚΕΠΕΥ βάσει του παρόντος Νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, και ειδικότερα να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της ΚΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων που σχετίζονται με τους πελάτες ή δυνητικούς πελάτες και με την ακεραιότητα της αγοράς.

(7)(α) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (6) αρχεία περιλαμβάνουν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που σχετίζονται, τουλάχιστον, με συναλλαγές που συνάφθηκαν κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και με την παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών πελατών.

(β) Οι αναφερόμενες στην παράγραφο (α) τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και ηλεκτρονικές επικοινωνίες περιλαμβάνουν επίσης αυτές που αποσκοπούν να καταλήξουν σε συναλλαγές που συνάπτονται κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση εντολών πελατών, ακόμα και αν οι εν λόγω συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες δεν καταλήγουν στην εκτέλεση των εν λόγω συναλλαγών ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών.

(γ) Για τους σκοπούς των παραγράφων (α) και (β), η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την καταγραφή σχετικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνται, αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω τεχνικού εξοπλισμού που παρέχει η ΚΕΠΕΥ σε υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη, ή μέσω τεχνικού εξοπλισμού του οποίου η χρήση από υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη εγκρίνεται ή επιτρέπεται από την ΚΕΠΕΥ.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί στους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και των πελατών της, οι οποίες καταλήγουν ή ενδέχεται να καταλήξουν στην πραγματοποίηση συναλλαγών. Η γνωστοποίηση αυτή δύναται να παρέχεται μία φορά, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε νέους και υφιστάμενους πελάτες.

(ε) Η ΚΕΠΕΥ δεν παρέχει από το τηλέφωνο επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες σε πελάτες που δεν έχουν ενημερωθεί, εκ των προτέρων, σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή επικοινωνιών τους, εφόσον οι εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αφορούν τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών του πελάτη.

(στ) Εντολές δύνανται να εισάγονται από πελάτες μέσω άλλων διαύλων, ωστόσο τέτοιου είδους επικοινωνίες οφείλουν να πραγματοποιούνται σε σταθερό μέσο, όπως ταχυδρομικές επιστολές, τηλεομοιοτυπικά, ηλεκτρονικά μηνύματα ή τεκμηρίωση των εντολών πελατών που δόθηκαν δια ζώσης σε συναντήσεις. Ιδίως, το περιεχόμενο των σχετικών προσωπικών συνδιαλέξεων με πελάτη δύναται να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται από το τηλέφωνο.

(ζ) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να αποτρέπει υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη της να πραγματοποιεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να αποστέλλει ή να λαμβάνει ηλεκτρονικά μηνύματα με ιδιωτικό τεχνικό εξοπλισμό, μέσω του οποίου η ΚΕΠΕΥ δεν μπορεί να καταγράψει ή να αντιγράψει τις συνδιαλέξεις ή τις επικοινωνίες αυτές.

(η) Τα προβλεπόμενα στο παρόν εδάφιο αρχεία παρέχονται στον εμπλεκόμενο πελάτη, κατόπιν αιτήματος, και φυλάσσονται για μέγιστη περίοδο πέντε ετών και, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, για μέγιστη περίοδο επτά ετών.

(8) Εάν κατέχει χρηματοοικονομικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της ΚΕΠΕΥ, και για να αποτρέπει τη χρησιμοποίηση χρηματοοικονομικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.

(9) Εάν κατέχει κεφάλαια πελατών, η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύει τα δικαιώματα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, για να αποτρέπει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.

(10) Η ΚΕΠΕΥ δεν συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την ασφάλεια ή κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, πραγματικών ή ενδεχόμενων ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.

(11)(α) Τα εδάφια (6) και (7) εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε υποκατάστημα ΕΠΕΥ το οποίο είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, η δε Επιτροπή διασφαλίζει την συμμόρφωση του υποκαταστήματος με τα εν λόγω εδάφια όσον αφορά τις συναλλαγές τις οποίες εκτελεί το υποκατάστημα, χωρίς επηρεασμό της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής της σχετικής ΕΠΕΥ να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.

(β) Η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, με οδηγίες της, να επιβάλει πρόσθετες απαιτήσεις σε ΚΕΠΕΥ όσον αφορά τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών της, επιπλέον των απαιτήσεων που προβλέπονται στα εδάφια (8), (9) και (10) του παρόντος άρθρου και στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δυνάμει του Άρθρου 16, παράγραφος 12, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις πρέπει να αιτιολογούνται αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι ΚΕΠΕΥ φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς στη Δημοκρατία.

(γ) Η Επιτροπή γνωστοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε απαίτηση την οποία προτίθεται να επιβάλει σύμφωνα με την παράγραφο (β), τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των ΚΕΠΕΥ, τα οποία καθορίζονται στα Άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Εξαιρέσεις από απαιτήσεις παρακολούθησης προϊόντων

17Α. ΚΕΠΕΥ εξαιρείται από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους (β) έως (ε) του εδαφίου (3) του άρθρου 17 και στο εδάφιο (2) του άρθρου 25, σε περίπτωση που οι επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχει αφορούν ομόλογα χωρίς κανένα άλλο ενσωματωμένο παράγωγο εκτός από τη ρήτρα πλήρους αποκατάστασης ή σε περίπτωση που τα χρηματοοικονομικά μέσα διατίθενται στην αγορά ή διανέμονται αποκλειστικά σε επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους.

Αλγοριθμικές συναλλαγές

18.-(1) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, καθιερώνει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου, κατάλληλους για τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα διαπραγμάτευσής της είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια διαπραγμάτευσης και αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία των συστημάτων κατά τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει ή να συμβάλει στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Μια τέτοια ΚΕΠΕΥ καθιερώνει επίσης αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα διαπραγμάτευσης δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή με τους κανόνες ενός τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο αυτή συνδέεται. Η εν λόγω ΚΕΠΕΥ καθιερώνει αποτελεσματικούς μηχανισμούς συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας για την αντιμετώπιση κάθε αστοχίας στα συστήματα διαπραγμάτευσής της και διασφαλίζει ότι τα συστήματά της έχουν υποβληθεί σε πλήρεις δοκιμές και παρακολουθούνται κατάλληλα ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος εδαφίου.

(2)(α)(i) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η ΚΕΠΕΥ, ως μέλος ή συμμετέχουσα του τόπου διαπραγμάτευσης, δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών.

(ii) Η ΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλος ή συμμετέχουσα σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της και την Επιτροπή.

(β) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από την ΚΕΠΕΥ να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή της φύσης των στρατηγικών των αλγοριθμικών συναλλαγών που ακολουθεί, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους διαπραγμάτευσης ή τα όρια διαπραγμάτευσης στα οποία υπόκειται το σύστημα, τους βασικούς ελέγχους συμμόρφωσης και ελέγχους κινδύνου που χρησιμοποιεί για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων του εδαφίου (1) και λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Η Επιτροπή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από την ΚΕΠΕΥ σχετικά με τη διενέργεια των αλγοριθμικών συναλλαγών της και τα συστήματα που χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές αυτές.

(γ)(i) Η Επιτροπή κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν σχετικού αιτήματος από την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης, στον οποίο η ΚΕΠΕΥ, ως μέλος ή συμμετέχουσα του τόπου διαπραγμάτευσης, δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο (β) και τις οποίες η Επιτροπή λαμβάνει από ΚΕΠΕΥ που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών.

(ii) Σε περίπτωση όπου ΕΠΕΥ, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, η Επιτροπή δύναται να αιτηθεί, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω ΕΠΕΥ, την κοινοποίηση των πληροφοριών οι οποίες αναφέρονται στο Άρθρο 17, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τις οποίες η εν λόγω αρμόδια αρχή λαμβάνει από την ΕΠΕΥ.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και εξασφαλίζει ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή, ώστε η Επιτροπή να μπορεί να ελέγχει τη συμμόρφωσή της με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.

(ε) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω τεχνικής κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, τηρεί, σε εγκεκριμένη μορφή, ακριβή και κατά χρονική ακολουθία αρχεία όσον αφορά όλες τις εντολές που έχουν εισαχθεί, περιλαμβανομένων των εντολών που ακυρώθηκαν, των εντολών που εκτελέστηκαν και των προσφορών τιμών σε τόπους διαπραγμάτευσης, και τα διαθέτει στην Επιτροπή, κατόπιν σχετικού αιτήματος.

(3) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών για να ακολουθήσει στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του μέσου που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης-

(α) Ακολουθεί αυτήν την ειδική διαπραγμάτευση συνεχώς κατά τη διάρκεια καθορισμένης αναλογίας των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και προβλέψιμη βάση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης·

(β) συνάπτει δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης, στην οποία προσδιορίζονται, τουλάχιστον, οι υποχρεώσεις της ΚΕΠΕΥ σύμφωνα με την παράγραφο (α)·και

(γ) εφαρμόζει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για να διασφαλίσει ότι εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της δυνάμει της συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο (β) ανά πάσα στιγμή.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 49 η ΚΕΠΕΥ που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών θεωρείται ότι ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης όταν, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, η στρατηγική της, σε περίπτωση που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβάνει την εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων ζευγών εντολών συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης ή σε πλειάδα τόπων διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συχνή βάση στο σύνολο της αγοράς.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, καθιερώνει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους που διασφαλίζουν ορθή αξιολόγηση και επανεξέταση της καταλληλότητας των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία, ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία εμποδίζονται από το να υπερβούν κατάλληλα προκαθορισμένα συναλλακτικά και πιστωτικά όρια, ότι οι συναλλαγές από πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως και ότι με τους κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ΚΕΠΕΥ ή που μπορούν να οδηγήσουν ή να συμβάλλουν στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ή μπορούν να έρθουν σε αντίθεση με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση χωρίς τους ελέγχους αυτούς απαγορεύεται.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, είναι υπεύθυνη να διασφαλίζει ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν αυτήν την υπηρεσία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η ΚΕΠΕΥ παρακολουθεί τις συναλλαγές προκειμένου να εντοπίζει παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή συμπεριφορά που ενδέχεται να συνιστά κατάχρηση της αγοράς και την οποία η ΚΕΠΕΥ οφείλει να αναφέρει στην Επιτροπή. Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και του πελάτη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και ότι, βάσει αυτής της συμφωνίας, η ΚΕΠΕΥ διατηρεί την ευθύνη βάσει του παρόντος Νόμου.

(γ)(i) Η ΚΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η ΚΕΠΕΥ παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση.

(ii) Η ΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της και την Επιτροπή.

(δ) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από την ΚΕΠΕΥ να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή των συστημάτων και των ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), καθώς και αποδεικτικά στοιχεία για την εφαρμογή τους.

(ε)(i) Η Επιτροπή κοινοποιεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αρμόδιας αρχής ενός τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η ΚΕΠΕΥ προσφέρει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) και τις οποίες λαμβάνει από την ΚΕΠΕΥ.

(ii) Σε περίπτωση όπου ΕΠΕΥ προσφέρει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, η Επιτροπή δύναται να αιτηθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ΕΠΕΥ την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο Άρθρο 17, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τις οποίες η εν λόγω αρμόδια αρχή λαμβάνει από την ΕΠΕΥ.

(στ) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και εξασφαλίζει ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή να μπορεί να ελέγχει τη συμμόρφωσή της με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.

(6) Η ΚΕΠΕΥ, που ενεργεί ως γενικό εκκαθαριστικό μέλος για άλλα πρόσωπα, καθιερώνει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης εφαρμόζονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά, ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για την ΚΕΠΕΥ και την αγορά. Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και του προσώπου σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.

Διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίηση των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΜΟΔ

19.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 17 -

(α) Θεσπίζουν διαφανείς κανόνες και διαδικασίες δίκαιης και εύρυθμης διαπραγμάτευσης και θεσπίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποδοτική εκτέλεση εντολών∙ και

(β) διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την υγιή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, περιλαμβανομένης της θέσπισης αποτελεσματικών μηχανισμών έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων.

(2)(α) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοοικονομικών μέσων των οποίων η διαπραγμάτευση επιτρέπεται στα πλαίσια των συστημάτων τους.

(β) Όπου εφαρμόζεται, οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των χρηστών και τα είδη των υπό διαπραγμάτευση χρηματοοικονομικών μέσων, παρέχουν επαρκείς πληροφορίες που είναι δημόσια διαθέσιμες, ή βεβαιώνονται ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες του ΠΜΔ ή ΜΟΔ να διαμορφώνουν επενδυτική κρίση.

(3) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ θεσπίζουν, δημοσιεύουν, διατηρούν και εφαρμόζουν διαφανείς και χωρίς διακρίσεις, βάσει αντικειμενικών κριτήριων, κανόνες οι οποίοι διέπουν την πρόσβαση στο σύστημά τους.

(4) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ διαθέτουν μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που δύναται να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή για τα μέλη ή τους συμμετέχοντες και χρήστες του, κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων του ΠΜΔ, του ΜΟΔ, των ιδιοκτητών τους ή της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ και, αφετέρου, της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

(5) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ συμμορφώνονται με τα άρθρα 49 και 50 και καθιερώνουν όλα τα απαραίτητα αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς για να το πετύχουν.

(6) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ -

(α) Ενημερώνουν σαφώς τα μέλη ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του εν λόγω συστήματος∙ και

(β) καθιερώνουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποδοτικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στα πλαίσια των συστημάτων του εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

(7) Οι ΠΜΔ και οι ΜΟΔ έχουν τουλάχιστον τρία ουσιωδώς ενεργά μέλη ή χρήστες, καθένας από τους οποίους έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών.

(8) Εάν κινητή αξία εισαχθείσα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελεί επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση όσον αφορά την αρχική, συνεχή ή κατά περίπτωση κοινοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με τον εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

(9) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ συμμορφώνονται αμέσως με κάθε εντολή της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 70(2), για την αναστολή της διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου.

(10) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρέχουν στην Επιτροπή λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, περιλαμβανομένων, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 21(1), (4) και (5), κάθε είδους δεσμού με ή συμμετοχής από ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή που ανήκει στην ίδια ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς, καθώς και κατάλογο των μελών, των συμμετεχόντων ή/και χρηστών τους. Η Επιτροπή διαθέτει, μετά από σχετικό αίτημα, τις πληροφορίες αυτές στην ΕΑΚΑΑ. Κάθε χορήγηση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας γνωστοποιείται από την Επιτροπή στην ΕΑΚΑΑ.

Ειδικές απαιτήσεις για τους ΠΜΔ

20.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ, επιπροσθέτως της εκπλήρωσης των απαιτήσεων των άρθρων 17 και 19, θεσπίζουν και εφαρμόζουν μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες για την εκτέλεση εντολών στο σύστημα.

(2) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας διασφαλίζουν ότι οι κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 19(3) και διέπουν την πρόσβαση σε ΠΜΔ, συμμορφώνονται με τους όρους του άρθρου 54(3).

(3) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμούς ώστε-

(α) Να έχουν κατάλληλα μέσα που να τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, να εφαρμόζουν κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων· και

(β) να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να διευκολύνουν την αποδοτική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα συστήματα τους∙ και

(γ) να διαθέτουν, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας τους και σε συνεχή βάση, επαρκείς οικονομικούς πόρους για να διευκολύνεται η εύρυθμη λειτουργία τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και το μέγεθος των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του φάσματος και του βαθμού των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι.

(4) Τα άρθρα 25 και 26, το άρθρο 28(1), (2) και (4) έως (10) και το άρθρο 29 δεν εφαρμόζονται στις συναλλαγές που διενεργούνται βάσει των κανόνων που διέπουν έναν ΠΜΔ, μεταξύ των μελών του ή συμμετεχόντων σε αυτόν, ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του ή των συμμετεχόντων σε αυτόν σε σχέση με τη χρήση του ΠΜΔ. Ωστόσο, τα μέλη ενός ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτόν συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα άρθρα 25, 26, 28 και 29 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των συστημάτων ενός ΠΜΔ.

(5) Απαγορεύεται στις ΚΕΠΕΥ και στους διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό.

Ειδικές απαιτήσεις για τους ΜΟΔ

21.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΜΟΔ θεσπίζουν μηχανισμούς που να αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ένα ΜΟΔ έναντι των ιδίων κεφαλαίων της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ή οποιασδήποτε οντότητας που αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας.

(2)(α) ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ομόλογα, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και ορισμένα παράγωγα, μόνον εφόσον ο πελάτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη διαδικασία.

(β) Η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δεν δύναται, για την εκτέλεση εντολών πελατών στο πλαίσιο του ΜΟΔ, να καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό επί παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το Άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ θεσπίζει μηχανισμούς που εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τον ορισμό του όρου «αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό» στο άρθρο 2(1).

(3) Η ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, πέραν της κατάρτισης αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, μόνο όσον αφορά κρατικούς χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει ρευστή αγορά.

(4) Απαγορεύεται η λειτουργία ΜΟΔ και συστηματικού εσωτερικοποιητή εντός της ίδιας νομικής οντότητας. Απαγορεύεται ένας ΜΟΔ να συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή, κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εντολών στον ΜΟΔ και των εντολών ή των προσφορών στον συστηματικό εσωτερικοποιητή. Απαγορεύεται ένας ΜΟΔ να συνδέεται με άλλον ΜΟΔ, κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΜΟΔ.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να εμπλέκει άλλη ΕΠΕΥ για την παροχή ειδικής διαπραγμάτευσης στον ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση.

(β) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ΕΠΕΥ δεν θεωρείται ότι παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση, εάν έχει στενούς δεσμούς με την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ.

(6)(α) Η εκτέλεση εντολών σε ΜΟΔ διεξάγεται στη βάση διακριτικής ευχέρειας.

(β) ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ ασκεί διακριτική ευχέρεια μόνο σε οποιαδήποτε ή και στις δυο από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i) Όταν αποφασίζει την εισαγωγή ή απόσυρση εντολής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται·

(ii) όταν αποφασίζει να μην αντιστοιχίσει συγκεκριμένη εντολή πελάτη με άλλες εντολές που είναι διαθέσιμες στα συστήματα σε δεδομένη στιγμή, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από τον πελάτη και με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 28.

(γ) Για το σύστημα που διασταυρώνει εντολές πελατών, η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να αποφασίζει εάν, πότε και πόσες εκ των δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να ταυτίσει εντός του συστήματος. Σύμφωνα με τα εδάφια (1), (2), (4) και (5) και χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (3), για σύστημα που ρυθμίζει συναλλαγές σε μη μετοχικές αξίες, η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ δύναται να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών, προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών συναλλακτικών συμφερόντων σε μια συναλλαγή.

(δ) Η κατά την παράγραφο (α) υποχρέωση εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των άρθρων 19 και 28.

(7) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί, είτε όταν μια ΚΕΠΕΥ ή ένας διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας αιτείται άδεια για τη λειτουργία ΜΟΔ είτε κατά περίπτωση, λεπτομερή περιγραφή των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί σε και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής, καθώς και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται η διακριτική ευχέρεια, ειδικότερα πότε μια εντολή στον ΜΟΔ δύναται να αποσυρθεί και πότε και πώς δύο ή περισσότερες εντολές πελατών θα ταυτίζονται στον ΜΟΔ. Επιπλέον, η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας ενός ΜΟΔ παρέχει στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Η Επιτροπή επιβλέπει την κατάρτιση αντιστοιχισμένων συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό από την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, ώστε να εξασφαλίζει τη συνέχιση της συμμόρφωσης του με τον ορισμό του όρου «αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό» στο άρθρο 2(1) και ότι η κατάρτιση αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό δεν προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας και των πελατών τους.

(8) Τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται σε έναν ΜΟΔ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ - Όροι Λειτουργίας για τις ΚΕΠΕΥ
ΤΜΗΜΑ 1 - Γενικές διατάξεις
Τακτική επανεξέταση των όρων χορήγησης της άδειας λειτουργίας

22.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ οφείλουν να συμμορφώνονται διαρκώς με τους όρους που τίθενται στο Κεφάλαιο I για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

(2) Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλληλες μεθόδους για να παρακολουθεί κατά πόσον οι ΚΕΠΕΥ συμμορφώνονται με την κατά το εδάφιο (1) υποχρέωσή τους. Οι ΚΕΠΕΥ γνωστοποιούν στην Επιτροπή κάθε ουσιαστική μεταβολή στους όρους χορήγησης της άδειας λειτουργίας.

Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία

23.-(1) Η Επιτροπή εποπτεύει τις δραστηριότητες των ΚΕΠΕΥ με τρόπο που να της επιτρέπει να αξιολογεί τη συμμόρφωση με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο. Η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει οποιεσδήποτε πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για σκοπούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης των ΚΕΠΕΥ με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

(2)(α) Η Επιτροπή, ως η αρμόδια αρχή για την αδειοδότηση και εποπτεία των δραστηριοτήτων των εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσίευσης, όπως ορίζονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 34) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, με παρέκκλιση σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού και των εγκεκριμένων μηχανισμών αναφορών, όπως ορίζονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 36) του εν λόγω Κανονισμού, με παρέκκλιση σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, παρακολουθεί τις δραστηριότητες των εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσίευσης και των εγκεκριμένων μηχανισμών αναφορών, ώστε να αξιολογεί τη συμμόρφωσή τους με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον εν λόγω Κανονισμό.

(β) Η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει οποιεσδήποτε πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για σκοπούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης των εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσίευσης και των εγκεκριμένων μηχανισμών αναφορών με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον εν λόγω Κανονισμό.

Συγκρούσεις συμφερόντων

24.-(1) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τον εντοπισμό και την αποφυγή ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ αφενός αυτής της ίδιας περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών και υπαλλήλων της, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων της και οποιουδήποτε προσώπου που συνδέεται μαζί της άμεσα ή έμμεσα με σχέση ελέγχου, και αφετέρου των πελατών της, ή μεταξύ δύο πελατών της, κατά την παροχή οποιασδήποτε επενδυτικής υπηρεσίας και παρεπόμενης υπηρεσίας ή συνδυασμού αυτών των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων αυτών που οφείλονται στη λήψη αντιπαροχών από τρίτους ή στα συστήματα αποδοχών της ΚΕΠΕΥ ή παροχής κινήτρων.

(2) Σε περίπτωση που οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει η ΚΕΠΕΥ, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17(3), για να αποφευχθούν οι αρνητικές συνέπειες των συγκρούσεων συμφερόντων στα συμφέροντα του πελάτη της, δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί με εύλογη βεβαιότητα η αποφυγή των κινδύνων να επηρεασθούν αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών, η ΚΕΠΕΥ κοινοποιεί σαφώς στον πελάτη τη γενική φύση ή/και τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για το μετριασμό αυτών των κινδύνων, προτού αναλάβει να ασκήσει δραστηριότητες για λογαριασμό του.

(3) Η κοινοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (2)-

(α) Πραγματοποιείται σε σταθερό μέσο· και

(β) περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του πελάτη, ώστε να μπορεί ο πελάτης να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την υπηρεσία, στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.

ΤΜΗΜΑ 2 - Διατάξεις για την προστασία των επενδυτών
Γενικές αρχές και πληροφόρηση πελατών

25.-(1) Η ΚΕΠΕΥ ενεργεί δίκαια, με εντιμότητα και επαγγελματισμό κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή, όπου εφαρμόζεται, παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών της, και να συμμορφώνεται ιδίως με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 26.

(2)(α) Οι ΚΕΠΕΥ, που παράγουν χρηματοοικονομικά μέσα προς πώληση σε πελάτες -

(i) Διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω χρηματοοικονομικά μέσα σχεδιάζονται με τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας προσδιορισμένης αγοράς-στόχου τελικών πελατών, εντός της σχετικής κατηγορίας ή πελατών∙ και

(ii) διασφαλίζουν ότι η στρατηγική για τη διανομή των χρηματοοικονομικών μέσων είναι συμβατή με την προσδιορισμένη αγορά-στόχο∙ και

(iii) λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα χρηματοοικονομικά μέσα διανέμονται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο.

(β) Η ΚΕΠΕΥ κατανοεί τα χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία προσφέρει ή συνιστά, αξιολογεί τη συμβατότητα των χρηματοοικονομικών μέσων με τις ανάγκες των πελατών στους οποίους παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας υπόψη και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, που αναφέρεται στο άρθρο 17(3) και διασφαλίζει ότι τα χρηματοοικονομικά μέσα προσφέρονται ή συνιστώνται μόνο όταν αυτό είναι προς το συμφέρον του πελάτη.

(3) Οι ΚΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι -

(α) Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες απευθύνουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές∙ και

(β) οι διαφημιστικές ανακοινώσεις μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.

(4)(α) Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι παρέχει, στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες, εγκαίρως κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με την ΚΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοοικονομικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, τους τόπους εκτέλεσης και το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις, και ότι η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει τα εξής:

(i) Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η ΚΕΠΕΥ οφείλει, εγκαίρως πριν από την παροχή των επενδυτικών συμβουλών, να ενημερώνει τον πελάτη-

(Α) κατά πόσο οι συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση ή όχι· και

(Β) κατά πόσο οι συμβουλές στηρίζονται σε ευρεία ή πιο περιορισμένη ανάλυση των διαφόρων τύπων χρηματοοικονομικών μέσων και, ιδίως, εάν το εύρος αυτό περιορίζεται στα χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδονται ή διατίθενται από οντότητες που έχουν στενούς δεσμούς με την ΚΕΠΕΥ ή οποιεσδήποτε άλλες νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως τόσο στενές συμβατικές σχέσεις ώστε να υπάρχει ο κίνδυνος επηρεασμού της ανεξάρτητης βάσης των παρεχομένων συμβουλών·

(Γ) κατά πόσο η ΚΕΠΕΥ θα παρέχει στον πελάτη περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοοικονομικών μέσων που προτείνονται στον εν λόγω πελάτη·

(ii) οι πληροφορίες για τα χρηματοοικονομικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές πρέπει να περιλαμβάνουν κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που σχετίζονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω μέσα ή με την υιοθέτηση συγκεκριμένων επενδυτικών στρατηγικών και να αναφέρουν κατά πόσο το χρηματοοικονομικό μέσο απευθύνεται σε ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη την προσδιορισμένη αγορά-στόχο σύμφωνα με το εδάφιο (2)·

(iii) οι πληροφορίες για όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες που να σχετίζονται τόσο με τις επενδυτικές υπηρεσίες όσο και με τις παρεπόμενες υπηρεσίες, περιλαμβανομένου του κόστους των συμβουλευτικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, του κόστους του χρηματοοικονομικού μέσου που προτείνεται ή διαφημίζεται στον πελάτη, και του τρόπου με τον οποίο ο πελάτης δύναται να το πληρώσει, περιλαμβάνοντας και όλες τις πληρωμές προς τρίτους.

(β) Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την επενδυτική υπηρεσία και το χρηματοοικονομικό μέσο και που δεν προκαλούνται από την εμφάνιση υποκείμενου κινδύνου της αγοράς, αθροίζονται για να επιτρέψουν στον πελάτη να κατανοήσει το συνολικό κόστος καθώς και τη σωρευτική επίδρασή του στην απόδοση της επένδυσης και, εάν το ζητήσει ο πελάτης, συνοδεύονται από αναλυτική καταγραφή του κόστους. Όπου εφαρμόζεται, οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στον πελάτη σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, κατά τη διάρκεια ισχύος της επένδυσης.

(γ)  Σε περίπτωση που η συμφωνία για αγορά χρηματοοικονομικού μέσου έχει συναφθεί μέσω επικοινωνίας εξ αποστάσεως, που δεν καθιστά δυνατή την εκ των προτέρων παράδοση πληροφοριών σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις, η ΚΕΠΕΥ δικαιούται να παρέχει τέτοιου είδους πληροφορίες κόστους και επιβαρύνσεων είτε σε ηλεκτρονική μορφή, είτε σε έντυπη μορφή, εφόσον το ζητήσει ιδιώτης πελάτης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Ο πελάτης έχει συμφωνήσει να λάβει τις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής∙

(ii) η ΚΕΠΕΥ έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει την ολοκλήρωση της συναλλαγής έως ότου ο πελάτης λάβει τις πληροφορίες:

Νοείται ότι, επιπροσθέτως των προϋποθέσεων που καθορίζονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii), η ΚΕΠΕΥ υποχρεούται να παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να λαμβάνει τις πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις τηλεφωνικώς πριν από τη σύναψη της συναλλαγής.

(5) Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (4) και (9) παρέχονται σε κατανοητή μορφή κατά τρόπο ώστε οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες να είναι εύλογα σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου τύπου του προσφερόμενου χρηματοοικονομικού μέσου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί μιας εμπεριστατωμένης βάσης. Οι πληροφορίες αυτές δύνανται να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή.

(5Α)(α) Η ΚΕΠΕΥ παρέχει σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες όλες τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε ηλεκτρονική μορφή, εκτός εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης είναι ιδιώτης πελάτης ή δυνητικός ιδιώτης πελάτης που έχει ζητήσει να λαμβάνει τις πληροφορίες σε έντυπη μορφή, οπότε στην περίπτωση αυτή η ΚΕΠΕΥ παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες δωρεάν σε έντυπη μορφή.

(β) Η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τους ιδιώτες πελάτες ή τους δυνητικούς ιδιώτες πελάτες ότι έχουν την επιλογή να λαμβάνουν τις πληροφορίες σε έντυπη μορφή.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει-

(i) τους υφιστάμενους ιδιώτες πελάτες που λαμβάνουν τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε έντυπη μορφή, σχετικά με το γεγονός ότι θα λαμβάνουν τις εν λόγω πληροφορίες σε ηλεκτρονική μορφή τουλάχιστον οκτώ (8) εβδομάδες πριν από την αποστολή των εν λόγω πληροφοριών σε ηλεκτρονική μορφή·

(ii) τους  υφιστάμενους ιδιώτες πελάτες ότι έχουν τη δυνατότητα είτε να συνεχίσουν να λαμβάνουν πληροφορίες σε έντυπη μορφή, είτε να επιλέξουν να λαμβάνουν τις πληροφορίες σε ηλεκτρονική μορφή·

(iii)τους υφιστάμενους ιδιώτες πελάτες ότι θα υπάρξει αυτόματη μετάβαση σε ηλεκτρονική μορφή, εάν δεν ζητήσουν τη συνέχιση της παροχής των πληροφοριών σε έντυπη μορφή εντός της εν λόγω περιόδου των οκτώ (8) εβδομάδων:

Νοείται ότι, οι υφιστάμενοι ιδιώτες πελάτες που λαμβάνουν ήδη τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου σε ηλεκτρονική μορφή, δεν χρειάζεται να ενημερώνονται.

(6) Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοοικονομικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη, όσον αφορά τις απαιτήσεις πληροφόρησης, η εν λόγω υπηρεσία δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με τα εδάφια (3), (4) και (5) υποχρεώσεις.

(7) Όταν η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη ότι παρέχονται επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση, η εν λόγω ΚΕΠΕΥ-

(α) Αξιολογεί ένα επαρκώς ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών μέσων που είναι διαθέσιμα στην αγορά και τα οποία πρέπει να είναι επαρκώς διαφορετικά ως προς τον τύπο και τους εκδότες τους ή τους παρόχους των προϊόντων, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι επενδυτικοί στόχοι του πελάτη μπορούν να επιτευχθούν κατάλληλα, και δεν πρέπει να περιορίζεται στα χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδονται ή παρέχονται από-

(i) την ίδια την ΚΕΠΕΥ ή οντότητες που συνδέονται με στενούς δεσμούς με την ΚΕΠΕΥ· ή

(ii) άλλες οντότητες με τις οποίες η ΚΕΠΕΥ έχει τέτοιες στενές νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως για παράδειγμα συμβατικές σχέσεις, ώστε να υπάρχει ο κίνδυνος επηρεασμού της ανεξάρτητης βάσης των παρεχομένων συμβουλών·

(β) δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο μέρος ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου μέρους, σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες∙ ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε να μην μπορεί να κριθεί ότι επηρεάζουν τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της ΚΕΠΕΥ να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να κοινοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από την παρούσα παράγραφο.

(8) Κατά την παροχή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η ΚΕΠΕΥ δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο μέρος ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου μέρους σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε να μην μπορεί να κριθεί ότι επηρεάζουν τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της ΚΕΠΕΥ να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να κοινοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από το παρόν εδάφιο.

(9)(α) Οι ΚΕΠΕΥ δεν θεωρείται ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του άρθρου 24 ή δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, όταν καταβάλλουν ή εισπράττουν οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή δέχονται οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος, σε σχέση με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας, προς ή από οιοδήποτε μέρος πλην του πελάτη ή ενός προσώπου για λογαριασμό του πελάτη, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η πληρωμή ή το όφελος-

(i) Έχει σχεδιαστεί για την ενίσχυση της ποιότητας της εν λόγω υπηρεσίας προς τον πελάτη∙ και

(ii) δεν επηρεάζει τη συμμόρφωση με την υποχρέωση των ΚΕΠΕΥ να ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών τους.

(β) Η ύπαρξη, η φύση και το ποσό της αμοιβής ή του οφέλους που αναφέρεται στην παράγραφο (α) ή, εάν το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μέθοδος υπολογισμού του εν λόγω ποσού, πρέπει να κοινοποιούνται σαφώς στον πελάτη, με περιεκτικό, ακριβή και κατανοητό τρόπο, πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας. Όπου εφαρμόζεται, η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει επίσης τον πελάτη σχετικά με τους μηχανισμούς για τη μεταφορά στον πελάτη της αμοιβής, της προμήθειας ή του χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους που έχει λάβει σε σχέση με την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας.

(γ) Η καταβολή αμοιβής ή οφέλους, που επιτρέπει ή είναι αναγκαία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, όπως τα έξοδα φύλαξης, τα τέλη διακανονισμού και τα χρηματιστηριακά τέλη, τα ρυθμιστικά τέλη ή τα νομικά έξοδα, και η οποία αμοιβή ή όφελος δεν μπορεί από τη φύση του να οδηγήσει σε σύγκρουση με την υποχρέωση της ΚΕΠΕΥ να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της, δεν υπόκειται στις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο (α).

(9Α)(α) Η παροχή έρευνας από τρίτους σε ΚΕΠΕΥ που παρέχει διαχείριση χαρτοφυλακίου ή άλλες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες θεωρείται ότι πληροί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1), σε περίπτωση που-

(i) πριν από την παροχή υπηρεσιών εκτέλεσης ή έρευνας, έχει συναφθεί συμφωνία μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και του παρόχου έρευνας, στην οποία προσδιορίζεται το μέρος τυχόν συνδυασμένων επιβαρύνσεων ή από κοινού πληρωμών που αντιστοιχεί στην έρευνα· και

(ii) η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με τις από κοινού πληρωμές για υπηρεσίες εκτέλεσης και έρευνες που πραγματοποιούνται σε τρίτους παρόχους έρευνας· και

(iii) η έρευνα για την οποία καταβάλλονται οι συνδυασμένες επιβαρύνσεις ή πραγματοποιείται η από κοινού πληρωμή αφορά εκδότες των οποίων η χρηματιστηριακή αξία κατά τη διάρκεια των τριάντα έξι (36) μηνών που προηγούνται της παροχής έρευνας δεν υπερβαίνει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ (€1.000.000.000), όπως προκύπτει από τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους κατά τη διάρκεια των ετών κατά τα οποία είναι ή ήταν εισηγμένες ή από τα ίδια κεφάλαια κατά τη διάρκεια των οικονομικών ετών κατά τα οποία δεν είναι ή δεν ήταν εισηγμένες.

(β) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η έρευνα καλύπτει υλικό ή υπηρεσίες έρευνας που αφορούν ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία ή τους εκδότες ή εν δυνάμει εκδότες χρηματοοικονομικών μέσων ή ότι καλύπτει υλικό ή υπηρεσίες έρευνας που συνδέονται στενά με έναν συγκεκριμένο κλάδο ή αγορά, ώστε να τεκμηριώνει απόψεις για τα χρηματοοικονομικά μέσα, τα περιουσιακά στοιχεία ή τους εκδότες στο πλαίσιο του εν λόγω κλάδου ή της εν λόγω αγοράς.

(γ) Η έρευνα περιλαμβάνει υλικό ή υπηρεσίες που συνιστούν ή υποδεικνύουν ρητώς ή σιωπηρώς μια επενδυτική στρατηγική και παρέχουν τεκμηριωμένη γνώμη σχετικά με την παρούσα ή τη μελλοντική αξία ή την τιμή χρηματοοικονομικών μέσων ή περιουσιακών στοιχείων ή περιέχουν, υπό άλλη μορφή, ανάλυση και πρωτότυπες ιδέες και καταλήγουν σε συμπεράσματα με βάση νέες ή υφιστάμενες πληροφορίες που δύνανται να χρησιμοποιηθούν για να τεκμηριωθεί μια επενδυτική στρατηγική και να είναι συναφής και ικανή να προσθέσει αξία στις αποφάσεις της ΚΕΠΕΥ για λογαριασμό των πελατών που χρεώνονται για την εν λόγω έρευνα.

(10) Η ΚΕΠΕΥ που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτες διασφαλίζει ότι η απόδοση του προσωπικού της δεν αμείβεται ούτε αξιολογείται κατά τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με το καθήκον της να ενεργεί προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της. Ειδικότερα, τέτοια ΚΕΠΕΥ δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε ρύθμιση υπό τη μορφή αμοιβών, στόχων πωλήσεων ή υπό άλλη μορφή, που θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο για το προσωπικό της να συστήσει ένα συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο σε ιδιώτη πελάτη, ενώ η ΚΕΠΕΥ θα μπορούσε να προσφέρει διαφορετικό χρηματοοικονομικό μέσο το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του πελάτη.

(11)(α) Εάν μια επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται σε συνδυασμό με άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως όρος για την ίδια συμφωνία ή πακέτο, η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα αγοράς των διάφορων στοιχείων χωριστά, και παρέχει χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις επιβαρύνσεις κάθε στοιχείου.

(β) Όταν οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την αναφερόμενη στην παράγραφο (α) συμφωνία ή πακέτο που προσφέρεται σε ιδιώτη πελάτη είναι πιθανόν να διαφέρουν από τους κινδύνους που σχετίζονται με κάθε στοιχείο χωριστά, η ΚΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των διαφορετικών στοιχείων της συμφωνίας ή πακέτου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους μεταβάλλει τους κινδύνους.

(12)(α) Η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με οδηγίες της να επιβάλει πρόσθετες απαιτήσεις στις ΚΕΠΕΥ, σε σχέση με θέματα που καλύπτονται από το παρόν άρθρο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να αιτιολογούνται αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται ορισμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς στη Δημοκρατία.

(β) Η Επιτροπή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε απαίτηση την οποία προτίθεται να επιβάλει σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία έναρξης ισχύος της απαίτησης. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των ΚΕΠΕΥ όπως αυτά ορίζονται στα Άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας και ενημέρωση προς τους πελάτες

26.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ διασφαλίζουν, και αποδεικνύουν στην Επιτροπή κατόπιν απαίτησής της, ότι τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή πληροφόρηση, σχετικά με χρηματοοικονομικά μέσα, επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες, σε πελάτες για λογαριασμό της ΚΕΠΕΥ, διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, βάσει του άρθρου 25 και του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή δημοσιεύει, με την έκδοση οδηγίας της, τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των εν λόγω γνώσεων και ικανοτήτων.

(2)(α) Όταν η ΚΕΠΕΥ παρέχει επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνει στη διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλει να αντλεί τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα, σε σχέση με το συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας, σχετικά με τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, περιλαμβανομένης της δυνατότητάς του να υποστεί ζημίες, καθώς και σχετικά με τους επενδυτικούς του στόχους, περιλαμβανομένου του επιπέδου ανοχής κινδύνου, ώστε να μπορεί η ΚΕΠΕΥ να του συστήσει τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοοικονομικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του και, ιδίως, που είναι σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου και με τη δυνατότητά του να υποστεί ζημίες.

(β) Όταν η ΚΕΠΕΥ παρέχει επενδυτικές συμβουλές, στο πλαίσιο των οποίων συστήνει πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων, σύμφωνα με το άρθρο 25(11), διασφαλίζει ότι το συνολικό πακέτο είναι κατάλληλο για τον πελάτη.

(γ)(i) Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών ή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, που περιλαμβάνουν την αλλαγή χρηματοοικονομικών μέσων, η ΚΕΠΕΥ οφείλει να αντλεί τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις επενδύσεις του πελάτη και να αναλύει το κόστος και τα οφέλη της αλλαγής χρηματοοικονομικών μέσων·

(ii) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη εάν τα οφέλη της αλλαγής χρηματοοικονομικών μέσων είναι μεγαλύτερα από το κόστος που συνεπάγεται η εν λόγω αλλαγή.

(3)(α) Όταν η ΚΕΠΕΥ παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, άλλες από αυτές που προβλέπονται στο εδάφιο (2), οφείλει να ζητεί από τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη να δίνει πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα, σε σχέση με το συγκεκριμένο τύπο προσφερόμενου ή αιτούμενου προϊόντος ή υπηρεσίας, ώστε να μπορεί η ΚΕΠΕΥ να εκτιμήσει κατά πόσο η προτεινόμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι συμβατά με τον πελάτη. Όταν πρόκειται για πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 25(11), η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι στην εκτίμηση εξετάζεται κατά πόσο το συνολικό πακέτο είναι συμβατό.

(β) Εάν η ΚΕΠΕΥ κρίνει, βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει σύμφωνα με την παράγραφο (α), ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν είναι συμβατά με τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη, οφείλει να τον προειδοποιήσει σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

(γ) Εάν οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες δεν παράσχουν τις κατά την παράγραφο (α) πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία τους, ή αν παράσχουν ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, η ΚΕΠΕΥ οφείλει να τους προειδοποιεί ότι δεν είναι σε θέση να διαπιστώσει κατά πόσον η προτεινόμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι συμβατά με αυτούς. Η προειδοποίηση αυτή δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

(4) Η ΚΕΠΕΥ, όταν παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών του πελάτη ή τη λήψη και διαβίβασή τους, με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, εξαιρουμένης της χορήγησης δανείων ή πιστώσεων, όπως καθορίζεται στο σημείο 2 του Μέρους ΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος, τα οποία δάνεια ή πιστώσεις δεν αποτελούνται από υφιστάμενα πιστωτικά όρια δανείων, τρεχούμενων λογαριασμών και διευκολύνσεων υπεραναλήψεων πελατών, δύναται να παρέχει τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες της, χωρίς να έχει αναγκαστικά λάβει τις πληροφορίες ή προβεί στη διαπίστωση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3), εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Οι υπηρεσίες σχετίζονται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χρηματοοικονομικά μέσα:

(i) Μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εφόσον πρόκειται για μετοχές εταιρειών και εξαιρουμένων μετοχών σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που δεν είναι ΟΣΕΚΑ και μετοχών στις οποίες ενσωματώνονται παράγωγα·

(ii) ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εξαιρουμένων εκείνων στις οποίες ενσωματώνονται παράγωγα ή στις οποίες περιλαμβάνονται δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του εμπλεκόμενου κινδύνου·

(iii) μέσα χρηματαγοράς, εξαιρουμένων εκείνων στα οποία ενσωματώνονται παράγωγα ή στα οποία περιλαμβάνονται δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του εμπλεκόμενου κινδύνου·

(iv) μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕΚΑ εξαιρουμένων των δομημένων ΟΣΕΚΑ όπως αναφέρονται στο Άρθρο 36, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού (EE) αριθ. 583/2010·

(v) δομημένες καταθέσεις, εξαιρουμένων εκείνων στις οποίες περιλαμβάνονται δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του κινδύνου για την απόδοση ή του κόστους της πρόωρης εξόδου από το προϊόν·

(vi) άλλα μη πολύπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου∙

για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά, εάν πληρούνται οι απαιτήσεις και η διαδικασία του Άρθρου 25, παράγραφος 4, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(β) η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη·

(γ) ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΚΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να εκτιμήσει την συμβατότητα του χρηματοοικονομικού μέσου ή της υπηρεσίας που παρέχεται ή προσφέρεται και ότι, επομένως, ο ίδιος δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας∙ η εν λόγω προειδοποίηση δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή·

(δ) η ΚΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 24 υποχρεώσεις της.

(5) Η ΚΕΠΕΥ τηρεί αρχείο όπου περιλαμβάνονται έγγραφο ή έγγραφα που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και του πελάτη, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους άλλους όρους υπό τους οποίους η ΚΕΠΕΥ θα παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών δύνανται να περιλαμβάνονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.

(6)(α) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να χορηγεί στους πελάτες της επαρκείς αναφορές, σε σταθερό μέσο, σχετικά με τις υπηρεσίες που τους παρέχει. Στις αναφορές αυτές περιλαμβάνονται περιοδικές ανακοινώσεις προς τους πελάτες, λαμβανομένων υπόψη του τύπου και της πολυπλοκότητας των συναφών χρηματοοικονομικών μέσων και της φύσης της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη, και περιλαμβάνεται, όπου εφαρμόζεται, το κόστος των συναλλαγών και των υπηρεσιών που εκτελούνται ή παρέχονται για λογαριασμό του πελάτη.

(β) Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η ΚΕΠΕΥ παρέχει στον πελάτη, πριν από τη συναλλαγή, δήλωση, σε σταθερό μέσο, σχετικά με την καταλληλότητα, όπου προσδιορίζονται οι συμβουλές που δίνονται και ο τρόπος με τον οποίο οι εν λόγω συμβουλές ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις, τους στόχους και άλλα χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.

(γ) Εάν η συμφωνία για αγορά ή πώληση χρηματοοικονομικού μέσου έχει συναφθεί μέσω επικοινωνίας εξ αποστάσεως, κάτι που εμποδίζει την εκ των προτέρων παράδοση της δήλωσης καταλληλότητας, η ΚΕΠΕΥ δύναται να παρέχει τη γραπτή δήλωση σχετικά με την καταλληλότητα, σε σταθερό μέσο, αμέσως μετά που ο πελάτης δεσμεύεται με οποιαδήποτε συμφωνία, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Ο πελάτης έχει συγκατατεθεί να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής·

(ii) η ΚΕΠΕΥ έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη συναλλαγή, ώστε να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας πριν από την ολοκλήρωσή της.

(δ) Εάν η ΚΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή έχει ενημερώσει τον πελάτη ότι θα πραγματοποιεί περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, η περιοδική αναφορά περιέχει επικαιροποιημένη δήλωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η επένδυση ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις, τους στόχους και άλλα χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.

(7) Εάν μια πιστωτική συμφωνία που σχετίζεται με στεγαστική ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία υπόκειται στις διατάξεις σχετικά με την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας για καταναλωτές που καθορίζεται στην Οδηγία 2014/17/ΕΕ, έχει ως προϋπόθεση την παροχή στον ίδιο καταναλωτή μιας επενδυτικής υπηρεσίας σε σχέση με ενυπόθηκες ομολογίες που εκδίδονται ειδικά για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της πιστωτικής συμφωνίας και έχουν τους ίδιους όρους με αυτήν την πιστωτική συμφωνία η οποία σχετίζεται με τη στεγαστική ακίνητη ιδιοκτησία, ούτως ώστε το δάνειο να είναι πληρωτέο, να αναχρηματοδοτείται ή να εξοφλείται, η υπηρεσία αυτή δεν υπόκειται στις υποχρεώσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

Παροχή υπηρεσιών μέσω άλλης ΕΠΕΥ

27.-(1)(α) Η ΚΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες, για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη, μέσω άλλης ΕΠΕΥ, δύναται να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που της γνωστοποιεί η εν λόγω ΕΠΕΥ.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, μέσω της οποίας μεταφέρονται οδηγίες σε άλλη ΕΠΕΥ για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη, παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.

(2)(α) Η ΚΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες να παράσχει υπηρεσίες για λογαριασμό ενός πελάτη, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1), δύναται επίσης να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστάσεις σχετικά με την υπηρεσία ή τη συναλλαγή που έχουν δοθεί στον πελάτη από άλλη ΕΠΕΥ.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, μέσω της οποίας μεταφέρονται οδηγίες σε άλλη ΕΠΕΥ ούτως ώστε να παράσχει υπηρεσίες για λογαριασμό ενός πελάτη, σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1), παραμένει υπεύθυνη για την καταλληλότητα για τον πελάτη των συστάσεων ή συμβουλών που παρέχονται.

(3) Η ΚΕΠΕΥ, που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές ενός πελάτη μέσω άλλης ΕΠΕΥ, παραμένει υπεύθυνη για την ολοκλήρωση της υπηρεσίας ή της συναλλαγής, βάσει οποιωνδήποτε τέτοιων πληροφοριών ή συστάσεων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος Τίτλου.

Υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους

28.-(1)(α) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να λαμβάνει όλα τα επαρκή μέτρα ώστε να επιτυγχάνει, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες της, λαμβανομένων υπόψη της τιμής, του κόστους, της ταχύτητας, της πιθανότητας εκτέλεσης και διακανονισμού, του όγκου, της φύσης και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής. Εντούτοις, όταν υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, η ΚΕΠΕΥ εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.

(β) Όταν η ΚΕΠΕΥ εκτελεί εντολή για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα προσδιορίζεται συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη την τιμή του χρηματοοικονομικού μέσου και το κόστος που συνδέεται με την εκτέλεση, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, περιλαμβανομένων των τελών του τόπου εκτέλεσης, των τελών εκκαθάρισης και διακανονισμού και κάθε άλλης λοιπής αμοιβής που καταβάλλεται σε τρίτους που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής.

(γ) Για τους σκοπούς της επίτευξης του βέλτιστου δυνατού αποτελέσματος σύμφωνα με την παράγραφο (α), όταν υπάρχουν περισσότεροι του ενός ανταγωνιστικοί τόποι για την εκτέλεση μιας εντολής που αφορά χρηματοοικονομικό μέσο, προκειμένου να αξιολογηθούν και να συγκριθούν τα αποτελέσματα για τον πελάτη που θα επιτυγχάνονταν με την εκτέλεση της εντολής σε κάθε έναν από τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών της ΚΕΠΕΥ και που μπορούν να εκτελέσουν τη σχετική εντολή, στην εν λόγω αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη οι προμήθειες που εισπράττει η ίδια η ΚΕΠΕΥ και τα κόστη για την εκτέλεση της εντολής σε κάθε έναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης.

(2) H ΚΕΠΕΥ δεν λαμβάνει καμία αμοιβή, έκπτωση ή μη χρηματικό όφελος για να δρομολογεί εντολές πελατών σε έναν συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτέλεσης, κατά παράβαση των απαιτήσεων σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων ή τις αντιπαροχές, που ορίζονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, στο άρθρο 17(3) και στα άρθρα 24 και 25.

(3) Κάθε τόπος διαπραγμάτευσης και κάθε συστηματικός εσωτερικοποιητής, όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά μέσα που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τα Άρθρα 23 και 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και κάθε τόπος εκτέλεσης, όσον αφορά τα λοιπά χρηματοοικονομικά μέσα, οφείλει να διαθέτει στο κοινό, χωρίς οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις και τουλάχιστον σε ετήσια βάση, δεδομένα που σχετίζονται με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών που διενεργούνται στο συγκεκριμένο τόπο. Οι εν λόγω περιοδικές αναφορές περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με τις τιμές, το κόστος, την ταχύτητα και την πιθανότητα εκτέλεσης μεμονωμένων χρηματοοικονομικών μέσων. Η ΚΕΠΕΥ, μετά την εκτέλεση μιας συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, πληροφορεί τον πελάτη σε ποιον τόπο εκτελέστηκε η εντολή.

(4) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να καταρτίζει και να εφαρμόζει αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τη συμμόρφωσή της με το εδάφιο (1). Ειδικότερα, η ΚΕΠΕΥ οφείλει να καταρτίζει και να εφαρμόζει πολιτική εκτέλεσης εντολών που να της επιτρέπει να επιτυγχάνει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών της, σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(5)(α) Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικών μέσων, πληροφορίες σχετικά με τους διάφορους τόπους όπου η ΚΕΠΕΥ εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή τόπου εκτέλεσης, και περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους όπου η ΚΕΠΕΥ δύναται συστηματικά να επιτυγχάνει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για την εκτέλεση των εντολών των πελατών.

(β) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να παρέχει στους πελάτες της κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί και να λαμβάνει εκ των προτέρων τη συναίνεση των πελατών της σχετικά με την εν λόγω πολιτική εκτέλεσης εντολών. Οι εν λόγω πληροφορίες επεξηγούν σαφώς, με επαρκείς λεπτομέρειες και με τρόπο εύκολα κατανοητό από τους πελάτες, πώς οι εντολές εκτελούνται από την ΚΕΠΕΥ για λογαριασμό του πελάτη.

(γ) Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών των πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, η ΚΕΠΕΥ οφείλει, ειδικότερα, να ενημερώνει τους πελάτες της για τη δυνατότητα αυτή και να εξασφαλίζει εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών της, προτού εκτελέσει τις εντολές πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Η ΚΕΠΕΥ δύναται να εξασφαλίζει την εν λόγω συναίνεση υπό μορφή γενικής συμφωνίας ή για μεμονωμένες συναλλαγές.

(6) Η ΚΕΠΕΥ που εκτελεί εντολές πελατών συνοψίζει και δημοσιοποιεί σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικών μέσων, τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών, στους οποίους εκτέλεσε εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και πληροφορίες για την ποιότητα εκτέλεσης που επιτεύχθηκε.

(7) Η ΚΕΠΕΥ που εκτελεί εντολές πελατών οφείλει να παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθεί ως προς την εκτέλεση εντολών, ώστε να εντοπίζει και, όπου κρίνεται σκόπιμο, να διορθώνει τυχόν ανεπάρκειες. Ειδικότερα, η ΚΕΠΕΥ οφείλει να αξιολογεί, σε τακτική βάση, κατά πόσο οι τόποι εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες της, ή κατά πόσο χρειάζεται να επιφέρει αλλαγές στις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που δημοσιεύονται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (3) και (6). Η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί στους πελάτες, με τους οποίους έχει συνεχή πελατειακή σχέση, κάθε ουσιαστική αλλαγή των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθεί ως προς την εκτέλεση εντολών.

(8) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να είναι σε θέση να αποδείξει στους πελάτες της, εάν αυτοί το ζητήσουν, ότι έχει εκτελέσει τις εντολές τους σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί η ΚΕΠΕΥ και να αποδείξει στην Επιτροπή, εάν αυτή το ζητήσει, τη συμμόρφωσή της με το παρόν άρθρο.

Κανόνες χειρισμού των εντολών πελατών

29.-(1) Η ΚΕΠΕΥ, που έχει λάβει άδεια να εκτελεί εντολές για λογαριασμό πελατών, εφαρμόζει διαδικασίες και μηχανισμούς που παρέχουν έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών των πελατών της, σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών της ή τις θέσεις διαπραγμάτευσης της ίδιας. Οι εν λόγω διαδικασίες ή μηχανισμοί επιτρέπουν την εκτέλεση κατά τα άλλα συγκρίσιμων εντολών πελατών με βάση το χρόνο λήψης τους από την ΚΕΠΕΥ.

(2) Σε περίπτωση οριακής εντολής πελάτη που αφορά μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και που δεν εκτελείται αμέσως με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, η ΚΕΠΕΥ οφείλει, εκτός εάν ο πελάτης δώσει ρητά άλλες οδηγίες, να λάβει μέτρα για να διευκολύνει την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής, δημοσιοποιώντας αμέσως την οριακή εντολή του πελάτη με τρόπο εύκολα προσβάσιμο στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Η ΚΕΠΕΥ θεωρείται ότι εκπλήρωσε την εν λόγω υποχρέωσή της εάν έχει διαβιβάσει την οριακή εντολή του πελάτη σε τόπο διαπραγμάτευσης. Η Επιτροπή δύναται να απαλλάσσει από την υποχρέωση δημοσιοποίησης της οριακής εντολής που είναι μεγάλου μεγέθους, σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς, σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Υποχρεώσεις των ΚΕΠΕΥ όταν ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους

30.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (5), η ΚΕΠΕΥ δύναται να ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους για την προώθηση των υπηρεσιών της, για την προσέλκυση πελατών ή δυνητικών πελατών ή τη λήψη εντολών από πελάτες ή δυνητικούς πελάτες και τη διαβίβασή τους, για τη διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων και για την παροχή συμβουλών σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα και υπηρεσίες που προσφέρει η ΚΕΠΕΥ.

(2)(α) Η ΚΕΠΕΥ, που αποφασίζει να ορίσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, εξακολουθεί να ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη του συνδεδεμένου αντιπροσώπου, όταν αυτός ενεργεί για λογαριασμό της. Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος κοινοποιεί την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί και την ΚΕΠΕΥ την οποία αντιπροσωπεύει όποτε έρχεται σε επαφή με πελάτη ή δυνητικό πελάτη ή προτού συναλλαχθεί μαζί του.

(β) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να ελέγχει τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, ώστε να διασφαλίζει ότι η ίδια συνεχίζει να συμμορφώνεται με τον παρόντα Νόμο ακόμα και όταν ενεργεί μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

(3)(α) Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία εγγράφονται στο δημόσιο μητρώο που συστήνει η Επιτροπή.

(β) Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι γίνονται δεκτοί για εγγραφή στο δημόσιο μητρώο μόνο εφόσον διαπιστωθεί ότι έχουν επαρκώς καλή φήμη και κατέχουν τις κατάλληλες γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες που τους επιτρέπουν να παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία και να ανακοινώνουν με ακρίβεια στον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη όλες τις σχετικές πληροφορίες για την προτεινόμενη υπηρεσία.

(γ) Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά και είναι δημόσια διαθέσιμο.

(4) Η ΚΕΠΕΥ, που ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, οφείλει να λαμβάνει επαρκή μέτρα ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στον παρόντα Νόμο δραστηριοτήτων του συνδεδεμένου αντιπροσώπου στις δραστηριότητες που αυτός ασκεί για λογαριασμό της ΚΕΠΕΥ.

(5) Η ΚΕΠΕΥ ορίζει ως συνδεδεμένους αντιπροσώπους μόνο πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο εδάφιο (3) ή στα αντίστοιχα δημόσια μητρώα άλλων κρατών μελών τα οποία έχουν συσταθεί δυνάμει των οικείων νομοθεσιών τους που θεσπίζονται προς συμμόρφωση με το Άρθρο 29, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(6) Η Επιτροπή δύναται με οδηγίες της να θεσπίζει διατάξεις αυστηρότερες από τις οριζόμενες στο παρόν άρθρο ή να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις για τους εγγεγραμμένους εντός της Δημοκρατίας συνδεδεμένους αντιπροσώπους.

Παροχή υπηρεσιών σε επαγγελματίες πελάτες

30Α.-(1) Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 25-

(α) εφαρμόζονται επί επενδυτικών συμβουλών και επί της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, και

(β) δεν εφαρμόζονται επί άλλων υπηρεσιών που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες.

(2) Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) και στο εδάφιο (6) του άρθρου 26 δεν εφαρμόζονται επί υπηρεσιών που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες, εκτός εάν οι εν λόγω πελάτες ενημερώσουν εγγράφως την ΚΕΠΕΥ είτε σε ηλεκτρονική μορφή, είτε σε έντυπη μορφή ότι επιθυμούν να επωφεληθούν από τα δικαιώματα που προβλέπονται στις συγκεκριμένες διατάξεις.

(3) Η ΚΕΠΕΥ τηρεί αρχείο των ανακοινώσεων πελατών που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

Συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους

31.-(1)(α) ΚΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια να εκτελεί εντολές για λογαριασμό πελατών και/ή να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό και/ή να λαμβάνει και να διαβιβάζει εντολές, δύναται να διακανονίζει ή να διενεργεί συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 25, εξαιρουμένου του εδαφίου (5Α) αυτού, του άρθρου 26, του άρθρου 28 και του εδαφίου (1) του άρθρου 29, όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.

(β) Στη σχέση της με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, η ΚΕΠΕΥ ενεργεί δίκαια, με εντιμότητα και επαγγελματισμό και επικοινωνεί με τρόπο που είναι ακριβής, σαφής και μη παραπλανητικός, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου και τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

(2)(α) Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, είναι οι ΚΕΠΕΥ, οι λοιπές ΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ΟΣΕΚΑ, οι εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι εταιρείες διαχείρισής τους και άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από κράτος μέλος ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις κυπριακού δικαίου ή δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εθνικές κυβερνήσεις και τα αντίστοιχα γραφεία τους, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες, η Κεντρική Τράπεζα και οι υπερεθνικοί οργανισμοί.

(β) Η κατηγοριοποίηση ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου βάσει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου δε θίγει το δικαίωμα των οντοτήτων αυτών να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την ΚΕΠΕΥ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 25, 26, 28 και 29.

(3)(α) Η Επιτροπή αναγνωρίζει ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους άλλες επιχειρήσεις που πληρούν προκαθορισμένες αναλογικές απαιτήσεις, περιλαμβανομένων και ποσοτικών ορίων. Σε περίπτωση συναλλαγής στην οποία οι δυνητικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι εγκατεστημένοι σε τόπους διαφορετικών δικαιοδοσιών, η ΚΕΠΕΥ αποδέχεται το καθεστώς της άλλης επιχείρησης όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία ή τις πράξεις του κράτους μέλους εγκατάστασης της επιχείρησης αυτής.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, όταν διενεργεί συναλλαγές με τέτοιες επιχειρήσεις, σύμφωνα με την παράγραφο (α), λαμβάνει από το δυνητικό της αντισυμβαλλόμενο ρητή επιβεβαίωση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος. Η επιβεβαίωση αυτή λαμβάνεται είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή.

(4)(α) Η Επιτροπή αναγνωρίζει ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους οντότητες τρίτων χωρών οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις κατηγορίες οντοτήτων που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(β) Η Επιτροπή αναγνωρίζει ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους επιχειρήσεις τρίτων χωρών, όπως εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (3), υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και με τις ίδιες απαιτήσεις που ορίζονται στο εδάφιο (3).

ΤΜΗΜΑ 3 - Διαφάνεια και ακεραιότητα της αγοράς
Παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ και προς άλλες εκ του νόμου υποχρεώσεις

32.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες σχετικά με τους συγκεκριμένους ΠΜΔ ή ΜΟΔ, για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών, συμμετεχόντων ή χρηστών τους προς τους κανόνες του ΠΜΔ ή ΜΟΔ. Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που καταρτίζουν τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι χρήστες τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοοικονομικό μέσο, και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της εν λόγω παρακολούθησης.

(2)(α) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων του, ή συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοοικονομικό μέσο.

(β) Η Επιτροπή ανακοινώνει στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α).

(γ) Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η Επιτροπή πρέπει να είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά, προτού ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ.

(3) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, παρέχουν, επίσης, πλήρη υποστήριξη στην Επιτροπή για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών.

Αναστολή και διαγραφή χρηματοοικονομικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ

33.-(1) Χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος της Επιτροπής, κατά το άρθρο 70(2), να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοοικονομικού μέσου, ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δύναται να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει χρηματοοικονομικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, εκτός εάν η αναστολή ή η διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

(2)(α) Οι ΚΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ και που αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν ένα χρηματοοικονομικό μέσο, οφείλουν να αναστείλουν τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψουν και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος και τα οποία σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοοικονομικού μέσου. Οι ΚΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δημοσιοποιούν την απόφαση σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοοικονομικού μέσου και κάθε συναφούς παραγώγου, και ανακοινώνουν τις σχετικές αποφάσεις στην Επιτροπή.

(β) Όπου η αναστολή ή διαγραφή αποφασίστηκε στη Δημοκρατία, η Επιτροπή απαιτεί από τις ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας, άλλους ΠΜΔ, άλλους ΜΟΔ και τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της και στους οποίους τυγχάνει διαπραγμάτευσης το εν λόγω χρηματοοικονομικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου και σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοοικονομικό μέσο κατά παράβαση των Άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός εάν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

(γ) Η Επιτροπή αμέσως δημοσιοποιεί και ανακοινώνει στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (β).

(δ) Όπου η αναστολή ή διαγραφή αποφασίστηκε σε άλλο κράτος μέλος και η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους γνωστοποιεί σχετική απόφαση στην Επιτροπή, η Επιτροπή απαιτεί από τις ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας, άλλους ΠΜΔ, άλλους ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της και στους οποίους τυγχάνει διαπραγμάτευσης το εν λόγω χρηματοοικονομικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου που σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοοικονομικό μέσο, κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός εάν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

(ε) Η Επιτροπή, όταν λαμβάνει την κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (δ) γνωστοποίηση από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, ανακοινώνει την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβάνοντας και μια αιτιολόγηση, εάν ελήφθη απόφαση να μην ανασταλεί η διαπραγμάτευση ή να μη διαγραφεί το χρηματοοικονομικό μέσο ή τα αναφερόμενα στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος παράγωγα τα οποία σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο.

(στ) Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται, επίσης, όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος και που σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο .

(ζ) Η διαδικασία γνωστοποίησης που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο εφαρμόζεται, επίσης, στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή ή διαγραφή από τη διαπραγμάτευση ενός χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος και που σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, λαμβάνεται από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιγ) ή (ιδ).

ΤΜΗΜΑ 4 - Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ
Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ

34.-(1) Ο διαχειριστής ενός ΠΜΔ στη Δημοκρατία δύναται να υποβάλει στην Επιτροπή αίτηση για εγγραφή του ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ.

(2) Η Επιτροπή δύναται να εγγράψει τον ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, εάν η Επιτροπή λάβει την αίτηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και ικανοποιηθεί ότι ο ΠΜΔ πληροί τις απαιτήσεις του εδαφίου (3).

(3) Οι ΠΜΔ υπόκεινται σε αποτελεσματικούς κανόνες, συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι πληρούνται τα εξής:

(α) Τουλάχιστον 50% των εκδοτών, των οποίων τα χρηματοοικονομικά μέσα εισάγονται προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ, είναι ΜΜΕ, κατά τον χρόνο που το ΠΜΔ εγγράφεται ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος·

(β) ορίζονται κατάλληλα κριτήρια για την αρχική εισαγωγή προς διαπραγμάτευση και τη μετέπειτα παραμονή των χρηματοοικονομικών μέσων των εκδοτών στην αγορά·

(γ) κατά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρηματοοικονομικών μέσων στην αγορά, διατίθενται επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που να επιτρέπουν στους επενδυτές να λαμβάνουν εμπεριστατωμένη απόφαση για το αν θα επενδύσουν ή όχι στα χρηματοοικονομικά μέσα, είτε διατίθεται κατάλληλο πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής είτε ενημερωτικό δελτίο, εφόσον εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου , σχετικά με δημόσια προσφορά που πραγματοποιείται σε συνδυασμό με την αρχική εισαγωγή του χρηματοοικονομικού μέσου προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ·

(δ) υπάρχει κατάλληλη συνεχής περιοδική χρηματοοικονομική πληροφόρηση από ή για λογαριασμό ενός εκδότη στην αγορά, παραδείγματος χάριν ελεγμένες ετήσιες εκθέσεις·

(ε) εκδότες στην αγορά όπως ορίζονται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 21), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη όπως ορίζονται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 25) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, και οι έχοντες στενό δεσμό με αυτά όπως ορίζονται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 26) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις που εφαρμόζονται για αυτούς βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

(στ) οι ρυθμιστικές πληροφορίες σχετικά με τους εκδότες στην αγορά αποθηκεύονται και διαδίδονται δημόσια·

(ζ) υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα και έλεγχοι με στόχο την αποφυγή και τον εντοπισμό της κατάχρησης της αγοράς για τη συγκεκριμένη αγορά όπως απαιτείται από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

(4) Τα κριτήρια που προβλέπονται στο εδάφιο (3) δεν θίγουν τη συμμόρφωση της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζεται ΠΜΔ, με άλλες υποχρεώσεις βάσει του παρόντος Νόμου σχετικά με τη λειτουργία των ΠΜΔ. Επίσης, δεν αποτρέπουν την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζεται τον ΠΜΔ, από την επιβολή πρόσθετων απαιτήσεων εκτός των καθοριζόμενων στο εν λόγω εδάφιο.

(5) Η Επιτροπή δύναται να διαγράψει από το μητρώο έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:

(α) Η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται την αγορά αιτείται τη διαγραφή του·

(β) οι απαιτήσεις του εδαφίου (3) δεν πληρούνται πλέον όσον αφορά τον ΠΜΔ.

(6) Στην περίπτωση που η Επιτροπή καταχωρίσει ή διαγράψει έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, βάσει του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί όσο το δυνατόν συντομότερα στην ΕΑΚΑΑ την εν λόγω καταχώριση ή διαγραφή.

(7) Στην περίπτωση που ένα χρηματοοικονομικό μέσο ενός εκδότη εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε μία αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, το χρηματοοικονομικό μέσο δύναται επίσης να διαπραγματεύεται σε άλλη αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, εφόσον ο εκδότης έχει ενημερωθεί και δεν έχει φέρει αντίρρηση. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση ή την αρχική, συνεχή ή κατά περίπτωση κοινοποίηση, όσον αφορά την άλλη αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III - Δικαιώματα των ΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων
Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης δραστηριοτήτων

35.-(1) Κάθε ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή, προκειμένου περί πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, δύναται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες ελεύθερα στη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή/και επενδυτική δραστηριότητα.

(2)(α) Κάθε ΚΕΠΕΥ που επιθυμεί να παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκήσει επενδυτικές δραστηριότητες σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία για πρώτη φορά ή να τροποποιήσει το φάσμα των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που ήδη παρέχει με τον τρόπο αυτό, διαβιβάζει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

(i) Το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δραστηριοποιηθεί·

(ii) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ειδικότερα οι επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες, καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες, που προτίθεται να παρέχει/ασκήσει στο εν λόγω κράτος μέλος και κατά πόσον προτίθεται να το πράξει μέσω της χρήσης συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία∙ εάν η ΚΕΠΕΥ προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, διαβιβάζει στην Επιτροπή την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

(β) Όταν μια ΚΕΠΕΥ προτίθεται να χρησιμοποιήσει, σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία, η Επιτροπή διαβιβάζει, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η ΚΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος μέλος.

(γ) Όταν μια ΕΠΕΥ προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη Δημοκρατία, στην οποία προτίθεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της, η Επιτροπή δημοσιεύει την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, κατόπιν διαβίβασής της εν λόγω ταυτότητας στην Επιτροπή από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ΕΠΕΥ.

(3)(α) Η Επιτροπή, εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2), τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(β) Η ΕΠΕΥ που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δύναται να αρχίσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες στη Δημοκρατία, όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της διαβιβάσει στην Επιτροπή τις σχετικές με την ΕΠΕΥ πληροφορίες που αναφέρονται στο Άρθρο 34, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(4) Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2), η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην Επιτροπή, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή αυτή. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για την εν λόγω μεταβολή.

(5)(α) Κάθε αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να παρέχει, μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς επίσης και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες, σύμφωνα με το Άρθρο 34, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, διαβιβάζει στην Κεντρική Τράπεζα την ταυτότητα των εν λόγω αντιπροσώπων.

(β) Όταν ένα αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να χρησιμοποιήσει, σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που το πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών στο εν λόγω κράτος μέλος.

(γ) Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να χρησιμοποιήσει, στη Δημοκρατία στην οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής του, η Κεντρική Τράπεζα δημοσιεύει την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, κατόπιν διαβίβασής της εν λόγω ταυτότητας στην Κεντρική Τράπεζα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.

(6) ΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δύναται να παρέχει στη Δημοκρατία κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία.

(7) Η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ανακοινώνει στην Επιτροπή το άλλο κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει μηχανισμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (6). H Επιτροπή διαβιβάζει, εντός μηνός, την πληροφορία αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου ο ΠΜΔ ή ο ΜΟΔ προτίθεται να παρέχει τέτοιους μηχανισμούς. Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΠΜΔ, γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής του ΠΜΔ, την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

Εγκατάσταση υποκαταστήματος

36.-(1) ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα δύναται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τους περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμους του 1997 έως 2016 ως διορθώθηκαν, μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε με τη χρήση συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου στη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην ΕΠΕΥ ή στο πιστωτικό ίδρυμα, στο άλλο κράτος μέλος καταγωγής της/του. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή/και επενδυτική δραστηριότητα.

(2)(α) Κάθε ΚΕΠΕΥ που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, οφείλει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην Επιτροπή και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) Τα άλλα κράτη μέλη στα οποία προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά·

(ii) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων οι επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται·

(iii) στην περίπτωση υποκαταστήματος, την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, καθώς και κατά πόσο το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων·

(iv) στην περίπτωση χρησιμοποίησης συνδεδεμένων αντιπροσώπων σε ένα κράτος μέλος στο οποίο η ΚΕΠΕΥ δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προτιθέμενης χρήσης των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εντάσσονται στην εταιρική δομή της ΚΕΠΕΥ·

(v) τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, από την οποία είναι δυνατόν να παραλαμβάνονται έγγραφα·

(vi) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου.

(β) Όταν μια ΕΠΕΥ χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής της ΕΠΕΥ, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται με υποκατάστημα, σε περίπτωση που έχει εγκατασταθεί υποκατάστημα, και υπόκειται, σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Εκτός εάν η Επιτροπή έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ΚΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθενται να ασκηθούν, διαβιβάζει, εντός τριών μηνών από τη λήψη τους, όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και ενημερώνει σχετικά την ΚΕΠΕΥ.

(4) Επιπρόσθετα από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), η Επιτροπή διαβιβάζει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής στοιχεία σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η ΚΕΠΕΥ είναι μέλος, σύμφωνα με την Οδηγία 1997/9/ΕΚ. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

(5) Εάν η Επιτροπή αρνηθεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη ΚΕΠΕΥ εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

(6) Με τη λήψη από την Επιτροπή ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το Άρθρο 35, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ελλείψει τέτοιας λήψης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής στην Επιτροπή, το υποκατάστημα δύναται να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία.

(7)(α) Κάθε αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, καθώς και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, το γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα και της παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(β) Εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος, διαβιβάζει, εντός τριών μηνών από τη λήψη τους, όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και ενημερώνει σχετικά το αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα.

(γ) Εάν η Κεντρική Τράπεζα αρνηθεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

(δ) Με τη λήψη από την Επιτροπή ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το Άρθρο 35, παράγραφος 7, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ελλείψει τέτοιας λήψης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής στην Επιτροπή, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος δύναται να αρχίσει τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία. Ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(8)(α) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει στη Δημοκρατία το υποκατάστημα μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος άλλου κράτους μέλους, αντιστοίχως, συνάδουν με τις υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλουν τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 του παρόντος Νόμου και τα Άρθρα 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και με οποιεσδήποτε πρόσθετες απαιτήσεις επιβληθούν από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, με οδηγίες της, δυνάμει του άρθρου 25(12) του παρόντος Νόμου.

(β) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος άλλου κράτους μέλους, αντιστοίχως, και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλουν τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 του παρόντος Νόμου και τα Άρθρα 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή τους, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες που παρέχει στη Δημοκρατία το υποκατάστημα.

(9) Σε περίπτωση ΕΠΕΥ με εγκατάσταση υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω ΕΠΕΥ δύναται, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, και, αφού ενημερώσει την Επιτροπή, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα της ΕΠΕΥ στη Δημοκρατία.

(10) Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με το εδάφιο (2), η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει γραπτώς την Επιτροπή για τη μεταβολή αυτή, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.

Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας

37. ΕΠΕΥ, κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας για να εκτελεί εντολές πελατών ή να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό δύναται να γίνει μέλος ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή να έχει πρόσβαση σε αυτήν, με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) Άμεσα, με την εγκατάσταση υποκαταστήματος στη Δημοκρατία·

(β) αποκτώντας την ιδιότητα του εξ’ αποστάσεως μέλους ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή το δικαίωμα εξ αποστάσεως πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, χωρίς υποχρέωση εγκατάστασης της ΕΠΕΥ στη Δημοκρατία, όταν οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της εν λόγω αγοράς δεν απαιτούν φυσική παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών στην αγορά.

Πρόσβαση στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού και δικαίωμα επιλογής του συστήματος διακανονισμού

38.-(1)(α) Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι ΕΠΕΥ έχουν δικαίωμα άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού στη Δημοκρατία για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα.

(β) Η άμεση ή έμμεση πρόσβαση των ΕΠΕΥ στα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) συστήματα υπόκειται στα ίδια, χωρίς διακρίσεις, διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια, όπως αυτά που εφαρμόζονται στα τοπικά μέλη ή τους συμμετέχοντές τους. Η χρήση των εν λόγω συστημάτων ουδόλως περιορίζεται στην εκκαθάριση και το διακανονισμό των συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα που διενεργούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης στη Δημοκρατία.

(2) Ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας οφείλει να προσφέρει σε όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντές της το δικαίωμα να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα οι οποίες διενεργούνται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Υπάρχουν τόσοι σύνδεσμοι και ρυθμίσεις, μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής, όσοι απαιτούνται για την εξασφάλιση αποδοτικού και οικονομικού διακανονισμού της συγκεκριμένης συναλλαγής·

(β) η Επιτροπή συμφωνεί ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις, για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας μέσω συστήματος διακανονισμού άλλου από εκείνο που επιλέγει η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, είναι τέτοιες που να επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών:

Νοείται ότι η εν λόγω εκτίμηση της Επιτροπής δεν θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών ως εποπτών των συστημάτων διακανονισμού ή άλλων εποπτικών αρχών που έχουν αρμοδιότητα για αυτά τα συστήματα, και ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία που ήδη ασκούν αυτοί οι φορείς, ώστε να μην υπάρχει αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας.

Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού ως προς τους ΠΜΔ

39.-(1)(α) Οι ΚΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ δύνανται να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού, κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή/και το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στην αγορά στο πλαίσιο των συστημάτων τους.

(β) Οι ΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος μέλος για να διαχειρίζονται ΠΜΔ δύνανται να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού της Δημοκρατίας κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή/και το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στην αγορά στο πλαίσιο των συστημάτων τους.

(2)(α) Η Επιτροπή δεν δύναται να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης ή/και συστημάτων διακανονισμού άλλου κράτους μέλους από ΚΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 38(2) προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.

(β) Για να μην υπάρχει αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επόπτες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες τυχόν εποπτικές αρχές που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω συστήματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV - Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών
ΤΜΗΜΑ 1 - Παροχή υπηρεσιών ή άσκηση δραστηριοτήτων μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος
Εγκατάσταση υποκαταστήματος

40.-(1) Επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει στη Δημοκρατία επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες προς ιδιώτες πελάτες ή προς επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Μέρους II του Δεύτερου Παραρτήματος, οφείλει να εγκαταστήσει, για τον σκοπό αυτό, υποκατάστημα στη Δημοκρατία.

(2) Το υποκατάστημα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) λαμβάνει, κατά περίπτωση, προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή δυνάμει του παρόντος Νόμου ή από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως 2016 ως διορθώθηκαν, σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας ζητά άδεια λειτουργίας υπόκειται σε χορήγηση άδειας λειτουργίας και εποπτεία στην τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και η αιτούσα επιχείρηση έχει λάβει κατάλληλη άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει δεόντως υπόψη οποιεσδήποτε συστάσεις της Financial Action Task Force (FATF) για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

(β) έχουν συμφωνηθεί, μεταξύ αφενός της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας και αφετέρου της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση, ρυθμίσεις συνεργασίας που συμπεριλαμβάνουν πρόνοιες για την ανταλλαγή πληροφοριών για το σκοπό της διατήρησης της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών·

(γ) το υποκατάστημα έχει στη διάθεσή του επαρκές αρχικό κεφάλαιο·

(δ) ένα ή περισσότερα πρόσωπα ορίζονται υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος, και συμμορφώνονται όλα με τις απαιτήσεις των άρθρων 9 και 10 του παρόντος Νόμου·

(ε) η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας έχει συνάψει συμφωνία με τη Δημοκρατία, η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του Υποδείγματος Φορολογικής Σύμβασης Εισοδήματος και Κεφαλαίου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών·

(στ) η επιχείρηση συμμετέχει σε σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που έχει συσταθεί ή αναγνωριστεί σύμφωνα με την Οδηγία 1997/9/ΕΚ.

(3) Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) υποβάλλει την αίτησή της στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση.

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών

41. Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, παρέχει στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, τα εξής:

(α) Το όνομα της αρμόδιας εποπτικής αρχής στην οικεία τρίτη χώρα και, όταν για την εποπτεία είναι υπεύθυνες περισσότερες από μία αρχές, λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων·

(β) όλα τα σχετικά στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, νομική μορφή, εγγεγραμμένο γραφείο και διεύθυνση, μέλη του διοικητικού οργάνου, μέτοχοι) και πρόγραμμα δραστηριοτήτων με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, και την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, περιλαμβανομένης της περιγραφής οποιασδήποτε εξωτερικής ανάθεσης σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών σε τρίτους·

(γ) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος και τα σχετικά έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 9 και 10·

(δ) πληροφορίες σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του το υποκατάστημα.

Χορήγηση άδειας λειτουργίας

42.-(1)(α) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εφόσον ικανοποιηθεί ότι-

(i) πληρούνται οι όροι του άρθρου 40∙ και

(ii) το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας δύναται να συμμορφώνεται με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3).

(β) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης κατά πόσο της χορηγείται ή όχι η άδεια λειτουργίας.

(2)(α) Υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που του χορηγείται άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 17, 18, 19, 20, 21, 24, 25, 26, 28, 29(1), 31, 32 και 33 του παρόντος Νόμου, στα Άρθρα 3 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και στα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του εν λόγω Κανονισμού ή/και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και υπόκειται στην εποπτεία της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση.

(β) Η οργάνωση και λειτουργία υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας για θέματα που ρυθμίζονται από τον παρόντα Νόμο δεν υπόκεινται σε επιπρόσθετες απαιτήσεις και το υποκατάστημα δεν τυγχάνει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τις ενωσιακές επιχειρήσεις.

(γ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, γνωστοποιούν στην ΕΑΚAA, σε ετήσια βάση, κατάλογο των υποκαταστημάτων επιχειρήσεων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία.

(3) Υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας, που του χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), υποβάλλει στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, σε ετήσια βάση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Την κλίμακα και το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων από το υποκατάστημα στη Δημοκρατία·

(β) για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που εκτελούν τη δραστηριότητα του σημείου 3 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, το μηνιαίο ελάχιστο, μέσο και μέγιστο άνοιγμά τους σε αντισυμβαλλόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση·

(γ) για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που παρέχουν μία ή αμφότερες τις υπηρεσίες του σημείου 6 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, τη συνολική αξία των χρηματοοικονομικών μέσων που προέρχονται από αντισυμβαλλόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο αναδοχής ή τοποθετήθηκαν με δέσμευση ανάληψης τους προηγούμενους δώδεκα (12) μήνες·

(δ) τον κύκλο εργασιών και τη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·

(ε) λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων για την προστασία των επενδυτών που διατίθενται στους πελάτες του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των πελατών που προκύπτουν από το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 40·

(στ) την πολιτική του υποκαταστήματος για τη διαχείριση κινδύνων και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται από το υποκατάστημα για τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·

(ζ) τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος·

(η) κάθε άλλη πληροφορία που κρίνεται αναγκαία από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.

(4) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, παρέχει στην ΕΑΚΑΑ κατόπιν αιτήματός της τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Τις άδειες λειτουργίας για τα υποκαταστήματα που τους χορηγήθηκε άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και κάθε μεταγενέστερη αλλαγή των εν λόγω αδειών·

(β) την κλίμακα και το φάσμα των υπηρεσιών που παρέχονται και των δραστηριοτήτων που ασκούνται από αδειοδοτημένο υποκατάστημα στη Δημοκρατία·

(γ) τον κύκλο εργασιών και τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (β)· και

(δ) την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που του έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).

(5) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται στενά με τις αρμόδιες αρχές των οντοτήτων που αποτελούν μέλη του ομίλου στον οποίο ανήκει υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που του έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι όλες οι δραστηριότητες του  ομίλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπόκεινται σε πλήρη, συνεπή και αποτελεσματική εποπτεία, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2019/2033 και τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ ή/και με την Οδηγία (ΕΕ) 2019/2036 νομοθετικές διατάξεις.

Παροχή υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη

43.-(1) Σε περίπτωση που, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη, κατά την έννοια του Μέρους II του Δεύτερου Παραρτήματος, εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας, η απαίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 40 δεν εφαρμόζεται για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, περιλαμβανομένης της σχέσης που αφορά συγκεκριμένα στην παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή στην άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας.

(2) Σε περίπτωση που επιχείρηση τρίτης χώρας, χωρίς επηρεασμό των σχέσεων εντός του ομίλου της, προσεγγίζει πελάτες ή δυνητικούς πελάτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταξύ άλλων, είτε μέσω οντότητας που ενεργεί για λογαριασμό της είτε μέσω οντότητας που διατηρεί στενούς δεσμούς μαζί της είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό της οντότητας,  η εν λόγω προσέγγιση δεν λογίζεται ως υπηρεσία που παρέχεται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη.

(3) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) πρωτοβουλία πελάτη δεν παρέχει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στον συγκεκριμένο πελάτη με άλλον τρόπο, εκτός μέσω υποκαταστήματος, νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών.

ΤΜΗΜΑ 2 - Ανάκληση άδειας λειτουργίας
Ανάκληση άδειας λειτουργίας

44.-(1) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας εάν η επιχείρηση τρίτης χώρας-

(α) Δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι μήνες· ή

(β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο· ή

(γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας· ή

(δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικών με τη λειτουργία των ΕΠΕΥ διατάξεων οι οποίες εφαρμόζονται και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών και οι οποίες διατάξεις προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ· ή

(ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες η κυπριακή νομοθεσία, δια της οποίας ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου, προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.