ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β - ΕΓΚΡΙΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Συγκατάθεση για την εκτέλεση πράξης πληρωμής και άρση της συγκατάθεσης

64.-(1) Η πράξη πληρωμής θεωρείται εγκεκριμένη, μόνο εάν ο πληρωτής έχει συναινέσει στην εκτέλεσή της:

Νοείται ότι, η πράξη πληρωμής επιτρέπεται να εγκρίνεται από τον πληρωτή πριν ή, εφόσον έχουν συμφωνήσει ο πληρωτής και ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, μετά την εκτέλεσή της.

(2) Η συγκατάθεση για την εκτέλεση πράξης πληρωμής ή σειράς πράξεων πληρωμής δίνεται υπό τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ του πληρωτή και του οικείου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και επιτρέπεται να παρέχεται μέσω του δικαιούχου ή του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής:

Νοείται ότι, στην απουσία συγκατάθεσης, η πράξη πληρωμής θεωρείται μη εγκεκριμένη.

(3) Η συγκατάθεση επιτρέπεται να ανακληθεί από τον πληρωτή σε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά όχι αργότερα από το χρονικό σημείο έναρξης του ανεκκλήτου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80.

(4) Η συγκατάθεση που παρέχεται για την εκτέλεση μιας σειράς πράξεων πληρωμής επιτρέπεται να ανακληθεί, οπότε κάθε μελλοντική πράξη πληρωμής θεωρείται μη εγκεκριμένη.

(5) Η διαδικασία με την οποία δίνεται η συγκατάθεση συμφωνείται μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου ή των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών.

Επιβεβαίωση σχετικά με τη διαθεσιμότητα των κεφαλαίων

65.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, κατόπιν αιτήματος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει μέσα πληρωμών με κάρτα, επιβεβαιώνει, αμέσως μόλις του ζητηθεί, κατά πόσο το ποσό που απαιτείται για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής με κάρτα είναι διαθέσιμο στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή είναι προσβάσιμος μέσω διαδικτύου κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης∙

(β) ο πληρωτής έχει δώσει ρητή συγκατάθεση στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να ανταποκρίνεται στο αίτημα συγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να επιβεβαιώνει ότι το ποσό που αντιστοιχεί σε ορισμένες πράξεις πληρωμής με κάρτα είναι διαθέσιμο στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή·

(γ) η συναίνεση που αναφέρεται στην παράγραφο (β) έχει δοθεί πριν από τη διατύπωση της πρώτης αίτησης επιβεβαίωσης.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να ζητεί την επιβεβαίωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Ο πληρωτής έχει δώσει ρητή συγκατάθεση στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να ζητήσει την επιβεβαίωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1)∙

(β) ο πληρωτής έχει διενεργήσει την έναρξη της πράξης πληρωμής με κάρτα για το εν λόγω ποσό με ένα μέσο πληρωμής με κάρτα που εκδίδεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών·

(γ) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επαληθεύει την ταυτότητά του στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του χρήστη πριν από κάθε αίτημα επιβεβαίωσης και επικοινωνεί με ασφάλεια με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 98, παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας.

(3) Σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμο, η επιβεβαίωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) συνίσταται σε μια απλή θετική ή αρνητική απάντηση μόνο και όχι σε αντίγραφο κίνησης λογαριασμού, η οποία δεν αποθηκεύεται, αλλά ούτε και χρησιμοποιείται για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της πράξης πληρωμής με κάρτα.

(4) Η επιβεβαίωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να δεσμεύει κεφάλαια στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή.

(5) Ο πληρωτής επιτρέπεται να ζητά από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να κοινοποιεί στον πληρωτή την ταυτοποίηση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και τη σχετική απάντηση.

(6) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις πράξεις πληρωμής που κινούνται διαμέσου μέσων πληρωμών με κάρτες, στα οποία είναι αποθηκευμένο ηλεκτρονικό χρήμα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου.

Κανόνες για την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών σε περίπτωση υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών

66.-(1) Ο πληρωτής δικαιούται να χρησιμοποιεί έναν πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, όπως αναφέρεται στο σημείο 7 του Παραρτήματος Ι και το εν λόγω δικαίωμα του πληρωτή δεν εφαρμόζεται όταν ο λογαριασμός πληρωμών δεν είναι προσβάσιμος διαδικτυακά.

(2) Στην περίπτωση που ο πληρωτής δίνει ρητή συγκατάθεση για την εκτέλεση πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 64, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού εκτελεί τις ενέργειες που προβλέπονται στο εδάφιο (4), ούτως ώστε να διασφαλίζει το δικαίωμα του πληρωτή να χρησιμοποιεί την υπηρεσία εκκίνησης πληρωμής.

(3) Ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής οφείλει-

(α) Να μη διακρατά ποτέ κεφάλαια του πληρωτή σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής∙

(β) να διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι, με εξαίρεση αυτά του χρήστη και του εκδότη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας, προσβάσιμα σε άλλα μέρη και ότι διαβιβάζονται από τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής μέσω ασφαλών και αποτελεσματικών διαύλων·

(γ) να διασφαλίζει ότι οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, που λαμβάνονται κατά την παροχή υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, χορηγούνται μόνο στον δικαιούχο και μόνο με τη ρητή συγκατάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

(δ) κάθε φορά που διενεργείται έναρξη πληρωμών, να ταυτοποιείται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή και να επικοινωνεί με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, τον πληρωτή και τον δικαιούχο κατά τρόπο ασφαλή, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 98, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας·

(ε) να μην αποθηκεύει τα ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

(στ) να μη ζητεί από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών οποιοδήποτε άλλο στοιχείο πέραν αυτών που είναι αναγκαία για την παροχή της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμών∙

(ζ) να αποφεύγει τη χρήση, πρόσβαση και αποθήκευση δεδομένων για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμών που ζητεί ρητά ο πληρωτής·

(η) να μην τροποποιεί το ποσό, τον δικαιούχο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της συναλλαγής.

(4) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού οφείλει-

(α) Να επικοινωνεί με ασφάλεια με τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και εγκρίνονται σύμφωνα με το Άρθρο 98, παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας∙

(β) αμέσως μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, να παρέχει ή να καθιστά διαθέσιμες όλες τις πληροφορίες σχετικά με την έναρξη της πράξης πληρωμής και όλες τις πληροφορίες που είναι προσβάσιμες στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής στον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής·

(γ) να αντιμετωπίζει τις εντολές πληρωμής που διαβιβάζονται μέσω των υπηρεσιών παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής χωρίς καμία διάκριση, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, ιδίως όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, την προτεραιότητα ή τις επιβαρύνσεις σε σχέση με τις εντολές πληρωμών που διαβιβάστηκαν απευθείας από τον πληρωτή.

(5) Η παροχή υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών δεν επιτρέπεται να εξαρτάται από την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των παρόχων υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον σκοπό αυτό.

Κανόνες για την πρόσβαση και χρήση των πληροφοριών λογαριασμού πληρωμής σε περίπτωση υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού

67.-(1) Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δικαιούται να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες πληροφοριών που επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες λογαριασμού, όπως αναφέρεται στο σημείο 8 του Παραρτήματος I:

Νοείται ότι, το εν λόγω δικαίωμα δεν εφαρμόζεται, όταν ο λογαριασμός πληρωμών δεν είναι προσβάσιμος μέσω διαδικτύου.

(2)Ο πάροχος υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού οφείλει-

(α) Να παρέχει υπηρεσίες μόνο με βάση τη ρητή συγκατάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

(β) να διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι, με εξαίρεση αυτά του χρήστη και του εκδότη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας, προσβάσιμα σε άλλα μέρη και ότι, κατά τη διαβίβασή τους από τον πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού, αυτό γίνεται μέσω ασφαλών και αποτελεσματικών διαύλων·

(γ) για κάθε κύκλο επικοινωνίας να ταυτοποιείται στον πάροχο ή στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και να επικοινωνεί με ασφάλεια με τον πάροχο ή τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού και τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και εγκρίνονται σύμφωνα με το Άρθρο 98, παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας·

(δ) να έχει πρόσβαση μόνο στις πληροφορίες από καθορισμένους λογαριασμούς πληρωμών και τις συναφείς πράξεις πληρωμής·

(ε) να μη ζητεί ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών που συνδέονται με τους λογαριασμούς πληρωμών·

(στ) να αποφεύγει τη χρήση, πρόσβαση ή αποθήκευση δεδομένων για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού που έχει ζητήσει ρητά ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας των δεδομένων.

(3) Σε σχέση με λογαριασμούς πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού οφείλει-

(α) Να επικοινωνεί με ασφάλεια με τους παρόχους υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και εγκρίνονται σύμφωνα με το Άρθρο 98, παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας∙

(β) να αντιμετωπίζει τα αιτήματα που διαβιβάζονται μέσω παρόχου υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού χωρίς καμία διάκριση, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

(4) Η παροχή υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού δεν επιτρέπεται να εξαρτάται από την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον σκοπό αυτό.

Όρια στη χρήση του μέσου πληρωμών και στην πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών

68.-(1) Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται συγκεκριμένο μέσο πληρωμών για την κοινοποίηση της συγκατάθεσης, ο πληρωτής και ο αντίστοιχος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να συμφωνήσουν όρια δαπάνης όσον αφορά τις πράξεις πληρωμής που εκτελούνται μέσω αυτού του μέσου πληρωμών.

(2) Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να επιφυλάσσεται του δικαιώματος να αναστείλει τη χρήση του μέσου πληρωμών για αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους, σχετικούς με την ασφάλεια του μέσου πληρωμών, την υπόνοια μη εγκεκριμένης ή δόλιας χρήσης του μέσου πληρωμών ή, στην περίπτωση μέσου πληρωμών με πιστωτικό άνοιγμα, σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να ενδέχεται να μην είναι ο πληρωτής σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις πληρωμής του.

(3) Στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το εδάφιο (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον πληρωτή για την αναστολή του μέσου πληρωμών, όπως και για τους λόγους που έγινε η ενέργεια αυτή με τρόπο που έχει συμφωνηθεί, ει δυνατόν, προτού ανασταλεί η χρήση του μέσου πληρωμών ή, το αργότερο, αμέσως μετά, εκτός αν η εν λόγω ενημέρωση αντιβαίνει σε αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους ασφαλείας ή απαγορεύεται από άλλη συναφή διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

(4) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αίρει την αναστολή του μέσου πληρωμών ή το αντικαθιστά με νέο μέσο πληρωμών, μόλις οι λόγοι της αναστολής πάψουν να υφίστανται.

(5) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιτρέπεται να αρνηθεί σε πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών ή σε πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών για αντικειμενικά δικαιολογημένους και δεόντως τεκμηριωμένους λόγους που σχετίζονται με τη μη εγκεκριμένη ή παράνομη πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών, είτε από τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού είτε από τον εν λόγω πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της μη εγκεκριμένης ή της δόλιας έναρξης της πράξης πληρωμής.

(6) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (5), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού ενημερώνει τον πληρωτή για την άρνηση πρόσβασης στον λογαριασμό πληρωμών, όπως και για τους λόγους που έγινε η ενέργεια αυτή με τον τρόπο που έχει συμφωνηθεί.

(7) Η κατά το εδάφιο (6) ενημέρωση παρέχεται στον πληρωτή, ει δυνατόν, προτού υπάρξει άρνηση πρόσβασης ή, το αργότερο, αμέσως μετά, εκτός αν η εν λόγω ενημέρωση αντιβαίνει σε αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους ασφαλείας ή απαγορεύεται από άλλη συναφή διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

(8) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιτρέπει την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών, μόλις εκλείψουν οι λόγοι για την άρνηση της πρόσβασης.

(9) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα εδάφια (5) έως (8), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού αναφέρει αμέσως το περιστατικό που σχετίζεται με τον πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού ή τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής στην Κεντρική Τράπεζα με τις λεπτομέρειες της υπόθεσης και τους λόγους για την ανάληψη δράσης.

(10) Η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί την υπόθεση και, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

Υποχρεώσεις του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα μέσα πληρωμών και τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας

69.-(1) Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών-

(α) Χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του, οι οποίοι πρέπει να είναι αντικειμενικοί, χωρίς διακρίσεις και αναλογικοί∙

(β) ειδοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών ή τον φορέα που αυτός ορίζει, μόλις υποπέσει στην αντίληψή του η απώλεια, η κλοπή, η υπεξαίρεση ή η μη εγκεκριμένη χρήση του μέσου πληρωμών.

(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), μόλις ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών λάβει το μέσο πληρωμών, λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την ασφαλή φύλαξη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας.

Υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα μέσα πληρωμών

70.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει το μέσο πληρωμών οφείλει-

(α) Να διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας δεν είναι προσβάσιμα σε οποιοδήποτε άλλο μέρος παρά μόνο στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών που έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών, χωρίς επηρεασμό των κατά το άρθρο 69 υποχρεώσεων του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών∙

(β) να μην αποστέλλει μέσο πληρωμών που δεν έχει ζητηθεί, εκτός αν αυτό αποστέλλεται προς αντικατάσταση μέσου που κατέχει ήδη ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών·

(γ) να διασφαλίζει ανά πάσα στιγμή στον χρήστη τα κατάλληλα μέσα για να προβαίνει σε γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 69(1)(β), ή να ζητεί άρση της αναστολής της χρήσης του μέσου πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 68(4), και κατόπιν αιτήματος να παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τα μέσα για να αποδείξει, εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από τη γνωστοποίηση, ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών όντως προέβη στην εν λόγω γνωστοποίηση·

(δ) να παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τη δυνατότητα να προβεί σε γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 69(1)(β) χωρίς επιβάρυνση και να χρεώνει μόνο, αν όχι καθόλου, το κόστος αντικατάστασης που αποδίδεται άμεσα στο μέσο πληρωμών·

(ε) να αποτρέπει κάθε χρήση του μέσου πληρωμών μόλις πραγματοποιηθεί η γνωστοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 69(1)(β).

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επωμίζεται τον κίνδυνο της αποστολής μέσου πληρωμών ή κάθε εξατομικευμένου διαπιστευτηρίου ασφαλείας που σχετίζεται με τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

Γνωστοποίηση και αποκατάσταση μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένα εκτελεσθείσων πράξεων πληρωμής

71.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποκαθιστά μία μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο αν ο τελευταίος ειδοποιήσει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, μόλις πληροφορηθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει δικαίωμα απαίτησης, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπομένων στο άρθρο 89, και το αργότερο έως δεκατρείς (13) μήνες από την ημερομηνία χρέωσης.

(2) Τα χρονικά περιθώρια για την ειδοποίηση, που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δεν εφαρμόζονται, όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρείχε ούτε κατέστησε διαθέσιμες τις πληροφορίες για την πράξη αυτή σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ.

(3) Σε περίπτωση που εμπλέκεται πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών λαμβάνει την αποκατάσταση από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, σύμφωνα με το εδάφιο (1), χωρίς επηρεασμό του άρθρου 73(3) και (4) και του άρθρου 89(1).

Στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γνησιότητα και την εκτέλεση πράξεων πληρωμών

72.-(1) Στην περίπτωση που ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής ή ισχυρίζεται ότι η πράξη πληρωμής δεν εκτελέστηκε σωστά, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποδεικνύει ότι εξακριβώθηκε η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς, καταχωρίστηκε στους λογαριασμούς και δεν επηρεάσθηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία της υπηρεσίας που παρέχεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

(2) Σε περίπτωση που η έναρξη της πράξης πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής φέρει το βάρος της απόδειξης ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει εξακριβωθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με την υπηρεσία πληρωμών με την οποία έχει επιφορτισθεί.

(3) Σε περίπτωση που χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής, η χρήση ενός μέσου πληρωμών που έχει καταγραφεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένου κατά περίπτωση του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, δεν αποτελεί αναγκαστικά, αφ’ εαυτού της, επαρκή απόδειξη ότι ο πληρωτής είχε εγκρίνει την πράξη πληρωμής ή ότι ενήργησε με δόλο ή δεν εκπλήρωσε από πρόθεση ή βαριά αμέλεια μία ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 69.

(4) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη απάτης ή βαριάς αμέλειας από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής

73.-(1) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 71, σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επιστρέφει στον πληρωτή το ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, μετά από ενημέρωση ή ειδοποίηση σχετικά με τη συναλλαγή, εκτός αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή έχει βάσιμες υπόνοιες απάτης και κοινοποιεί τους λόγους αυτούς στην Κεντρική Τράπεζα γραπτώς.

(2) Κατά περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επαναφέρει τον λογαριασμό πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν η μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής δεν είχε πραγματοποιηθεί, ενέργεια η οποία διασφαλίζει ότι η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία χρεώθηκε το ποσό.

(3) Σε περίπτωση που η έναρξη της πράξης πληρωμής έχει διενεργηθεί μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιστρέφει αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας το ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, επαναφέρει τον λογαριασμό χρέωσης των πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν, εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής.

(4) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ευθύνεται για τη μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, αποζημιώνει αμέσως τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, κατόπιν αιτήματός του, για τις ζημιές που υπέστη ή τα ποσά που κατέβαλε ως αποτέλεσμα της επιστροφής στον πληρωτή, περιλαμβανομένου του ποσού της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής και, σύμφωνα με το άρθρο 72(1) και (2), ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής φέρει το βάρος της απόδειξης ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει εξακριβωθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με την υπηρεσία πληρωμών με την οποία έχει επιφορτισθεί.

(5) Η χορήγηση περαιτέρω οικονομικής αποζημίωσης επιτρέπεται να καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, κατά περίπτωση.

Ευθύνη του πληρωτή για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής

74.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 73, ο πληρωτής επιτρέπεται να υποχρεωθεί να αναλάβει όλες τις ζημιές που σχετίζονται με μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής μέχρι ανώτατου ποσού πενήντα ευρώ (€50) για τις ζημιές που απορρέουν από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών ή από υπεξαίρεση μέσου πληρωμών, με εξαίρεση την περίπτωση-

(α) Απώλειας, κλοπής ή υπεξαίρεσης του μέσου πληρωμών, η οποία δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί από τον πληρωτή πριν από την πληρωμή και εφόσον ο πληρωτής δεν ενήργησε με δόλο· ή

(β) ζημιάς που προκλήθηκε από πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλου, αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή οντότητας στην οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε αναθέσει τις δραστηριότητές του.

(2) Ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημιές που σχετίζονται με μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής, εφόσον οι ζημιές αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι ενήργησε με δόλο ή δεν εκπλήρωσε μία ή περισσότερες από τις κατά το άρθρο 69 υποχρεώσεις του από πρόθεση ή βαριά αμέλεια.

(3) Στις κατά το εδάφιο (2) αναφερόμενες περιπτώσεις δεν εφαρμόζεται το ανώτατο χρηματικό ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

(4) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν απαιτεί αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, ο πληρωτής ευθύνεται για τυχόν οικονομικές συνέπειες μόνο σε περίπτωση που ενήργησε με δόλο, και, σε περίπτωση που ο δικαιούχος ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου αδυνατεί να δεχτεί αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, οφείλει να αποζημιώσει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή για την οικονομική ζημιά που υπέστη.

(5) Ο πληρωτής δεν επωμίζεται οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση του απολεσθέντος, κλαπέντος ή υπεξαιρεθέντος μέσου πληρωμών μετά την ειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 69(1)(β), εκτός αν ο πληρωτής έχει ενεργήσει με δόλο.

(6) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέχει τα κατάλληλα μέσα, τα οποία να επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή την ειδοποίηση για την απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 70(1)(γ), ο πληρωτής δεν ευθύνεται για τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση του εν λόγω μέσου, εκτός εάν ο πληρωτής ενήργησε με δόλο.

Πράξεις πληρωμής στις οποίες το ποσό της πράξης δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων

75.-(1) Στην περίπτωση που διενεργείται έναρξη πράξης πληρωμής από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού στο πλαίσιο πράξης πληρωμής με κάρτα και το ακριβές ποσό δεν είναι γνωστό τη στιγμή που ο πληρωτής συναινεί να εκτελεστεί η πράξη πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επιτρέπεται να δεσμεύσει χρηματικά ποσά στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, μόνο στην περίπτωση που αυτός έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για το ακριβές ύψος του ποσού που πρόκειται να δεσμευτεί.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή αποδεσμεύει πάραυτα τα χρηματικά ποσά που έχουν δεσμευτεί στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή δυνάμει του εδαφίου (1), χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και εν πάση περιπτώσει μόλις λάβει την πληροφορία για το ακριβές ποσό της πράξης πληρωμής, ήτοι το αργότερο αμέσως μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής.

Επιστροφές χρηματικών ποσών για πράξεις πληρωμής των οποίων η έναρξη διενεργείται από δικαιούχο ή μέσω αυτού

76.-(1) Ο πληρωτής έχει το δικαίωμα επιστροφής, από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν σε εγκεκριμένη πράξη πληρωμής της οποίας η έναρξη διενεργήθηκε από δικαιούχο ή μέσω δικαιούχου και η οποία έχει ήδη εκτελεσθεί, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Κατά την έγκριση δεν προσδιορίστηκε το ακριβές ποσό της πράξης πληρωμής·

(β) το ποσό της πράξης πληρωμής υπερβαίνει το ποσό που θα ανέμενε εύλογα ο πληρωτής, λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες χρεώσεις του, τους όρους της σύμβασης-πλαισίου και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης.

(2) Κατόπιν αιτήματος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο πληρωτής φέρει την ευθύνη να αποδείξει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

(3) Η επιστροφή των χρηματικών ποσών, που προβλέπονται στο εδάφιο (1), αφορά ολόκληρο το ποσό της εκτελεσθείσας πράξης πληρωμής και η ημερομηνία αξίας, για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή, δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία χρεώθηκε το ποσό.

(4) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (6), επιπροσθέτως του δικαιώματος που προβλέπεται στα εδάφια (1) έως (3), για τις άμεσες χρεώσεις, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, ο πληρωτής τηρεί ανεπιφύλακτο δικαίωμα επιστροφής χρηματικών ποσών εντός των χρονικών προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 77.

(5) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (4), για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), ο πληρωτής δεν επικαλείται λόγους που συνδέονται με μετατροπή συναλλάγματος, εφόσον εφαρμόσθηκε η ισοτιμία αναφοράς που έχει συμφωνήσει με τον οικείο του πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 45(1)(δ) και το άρθρο 52(γ)(ii).

(6) Στη σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να συμφωνείται ότι ο πληρωτής δεν δικαιούται την επιστροφή χρηματικών ποσών που προβλέπονται στο εδάφιο (1), σε περίπτωση που-

(α) Ο πληρωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για να εκτελεστεί η πράξη πληρωμής απευθείας στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του∙ και

(β) κατά περίπτωση, οι πληροφορίες για τη μελλοντική πράξη πληρωμής παρέχονται ή τίθενται στη διάθεση του πληρωτή, κατά τον συμφωνηθέντα τρόπο, τουλάχιστον τέσσερις (4) εβδομάδες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή από τον δικαιούχο.

Αιτήσεις επιστροφής χρηματικών ποσών για πράξεις πληρωμής των οποίων η έναρξη διενεργείται από δικαιούχο ή μέσω αυτού

77.-(1) Ο πληρωτής δύναται να ζητήσει την επιστροφή των χρηματικών ποσών που προβλέπονται στο άρθρο 76 και η οποία αντιστοιχεί σε εγκεκριμένη πράξη πληρωμής η οποία κινήθηκε από δικαιούχο ή μέσω αυτού εντός οκτώ (8) εβδομάδων από την ημερομηνία χρέωσης των χρηματικών ποσών.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης επιστροφής, είτε επιστρέφει ολόκληρο το ποσό της πράξης πληρωμής είτε κοινοποιεί στον πληρωτή αιτιολογημένη άρνηση επιστροφής, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τα όργανα στα οποία μπορεί να προσφύγει ο πληρωτής, σύμφωνα με τα άρθρα 98 έως 101, σε περίπτωση που δεν αποδέχεται την παρεχόμενη αιτιολόγηση.

(3) Το δικαίωμα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του εδαφίου (2) να αρνείται επιστροφή χρηματικών ποσών δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του άρθρου 76(4).