4.-(1) ΟΕΣΤ που έχει δημιουργηθεί από μεταβιβάζουσα οντότητα δύναται να ξεκινήσει τις δραστηριότητές της ως όχημα τιτλοποίησης στην ή από τη Δημοκρατία, μόνο όταν η μεταβιβάζουσα οντότητα γνωστοποιήσει γραπτώς στην Κεντρική Τράπεζα ότι σκοπεύει να προχωρήσει με μία ή περισσότερες πράξεις τιτλοποίησης, συνυποβάλλοντας τις πληροφορίες που καθορίζονται στην παρόντα Νόμο ή δυνάμει αυτού.
(2) Σε περίπτωση παραδοσιακής τιτλοποίησης, η μεταβιβάζουσα οντότητα υποβάλλει προς την Κεντρική Τράπεζα, ώστε αυτή να είναι σε θέση να αξιολογήσει κατά πόσο ο διαχειριστής διαθέτει επαρκείς πόρους για την άσκηση των δραστηριοτήτων του και ότι επιτυγχάνεται η ορθή και συνετή διαχείριση της ΟΕΣΤ, τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Το ποσό και το είδος των πιστωτικών διευκολύνσεων που πρόκειται να τιτλοποιηθούν.
(β) το ποσό της θέσης τιτλοποίησης που πρόκειται να παραμείνει στην κυριότητα της μεταβιβάζουσας οντότητας.
(γ) τα καταστατικά και τα ιδρυτικά έγγραφα της ΟΕΣΤ.
(δ) στοιχεία σχετικά με τη δομή της προτεινόμενης τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσο η διαχείριση της τιτλοποίησης πρόκειται να διεξάγεται από τη μεταβιβάζουσα οντότητα ή εάν πρόκειται να ανατεθεί σε άλλον διαχειριστή.
(ε) πληροφορίες σχετικά με τον διαχειριστή και τη σχετική σύμβαση διαχείρισης.
(στ) πληροφορίες σε σχέση με τον επίτροπο εμπιστεύματος και περίληψη των κύριων διατάξεων που περιλαμβάνονται στην προτεινόμενη σύμβαση εμπιστεύματος στην περίπτωση κατά την οποία η μεταφορά των ανοιγμάτων θα γίνει μέσω εμπιστεύματος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21·
(ζ) τους όρους των χρηματοοικονομικών μέσων που πρόκειται να εκδοθούν από την ΟΕΣΤ, υποδεικνύοντας εάν πρόκειται να τοποθετηθούν ιδιωτικά ή δημόσια και εάν πρόκειται να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε χρηματιστήριο ή άλλη ρυθμιζόμενη αγορά ή εάν πρόκειται να τυγχάνουν διαπραγμάτευσης σε άλλον τόπο διαπραγμάτευσης και, όπου εφαρμόζεται, τους όρους οποιασδήποτε πιστωτικής διευκόλυνσης παραχωρηθεί προς την ΟΕΣΤ.
(η) οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες η Κεντρική Τράπεζα κρίνει χρήσιμες.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί τις πληροφορίες που της υποβάλλονται σε σχέση με σκοπούμενη τιτλοποίηση, με γνώμονα την ομαλή λειτουργία της αγοράς τιτλοποιήσεων στην ή από τη Δημοκρατία και την τήρηση του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και κατευθυντήριων γραμμών.
(4) Κάθε ΟΕΣΤ πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) Το καταστατικό ή άλλα ιδρυτικά έγγραφα της ΟΕΣΤ πρέπει να προβλέπουν ότι οι δραστηριότητες της ΟΕΣΤ περιορίζονται σε αυτές που εύλογα απαιτούνται για τη διενέργεια συναλλαγών που αποσκοπούν ή χρειάζονται για την πραγματοποίηση της τιτλοποίησης και άλλων συναφών ή παρεπόμενων δραστηριοτήτων.
(β) το διοικητικό όργανο της ΟΕΣΤ πρέπει να απαρτίζεται από πρόσωπα τα οποία διαθέτουν εχέγγυα ήθους και εντιμότητας και τα οποία δεν είναι μέλη του διοικητικού οργάνου της μεταβιβάζουσας οντότητας·
(γ) o διαχειριστής της ΟΕΣΤ είναι οντότητα που διεξάγει τις δραστηριότητες διαχειριστή σύμφωνα με το Μέρος VI και είναι μόνο οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 7.
5.-(1) Σε περίπτωση υποβολής γνωστοποίησης που δεν είναι δεόντως συμπληρωμένη κατά το άρθρο 4, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει συναφώς τη μεταβιβάζουσα οντότητα εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα παραλαβής της γνωστοποίησης και, με απόφασή της, καθορίζει χρονική περίοδο εντός της οποίας δέον να της υποβληθούν όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες και στοιχεία που καθορίζονται από τον παρόντα Νόμο ή από οδηγία εκδιδόμενη δυνάμει αυτού.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει τη μεταβιβάζουσα οντότητα για την απόφασή της να αντιταχθεί ή όχι στη δραστηριοποίηση της τιτλοποίησης εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρως συμπληρωμένης γνωστοποίησης.
(3) Σε σχέση με ΟΕΣΤ που δεν αρχίζει να λειτουργεί εντός είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα εξέδωσε θετική απόφαση κατά το εδάφιο (2), υποβάλλονται εκ νέου όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 4.
6. Σε περίπτωση σύνθετης τιτλοποίησης, οι κατά το άρθρο 4(1) γνωστοποιήσεις από τη μεταβιβάζουσα οντότητα πρέπει να συνοδεύονται από τέτοιες πληροφορίες, που να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του Νόμου ή με τις οδηγίες που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά των διατάξεων των άρθρων 4 και 5.
7. Τα ακόλουθα νομικά πρόσωπα επιτρέπεται να ενεργούν ως διαχειριστές της τιτλοποίησης δυνάμει του παρόντος Νόμου:
(α) Εταιρείες περιορισμένης ευθύνης που συστάθηκαν στη Δημοκρατία και στις οποίες χορηγήθηκε άδεια από την Κεντρική Τράπεζα, δυνάμει του άρθρου 9, να ενεργούν ως αδειοδοτημένοι διαχειριστές∙
(β) διαχειριστές τιτλοποιημένων ανοιγμάτων οι οποίοι έχουν αδειοδοτηθεί για τον σκοπό αυτό από αρμόδια αρχή και οι οποίοι γνωστοποιούν στην Κεντρική Τράπεζα την πρόθεσή τους να προσφέρουν υπηρεσίες μέσω υποκαταστήματος προς ΟΕΣΤ, παρέχοντας επίσης πληροφόρηση αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς και την οργάνωση του διαχειριστή·
(γ) πιστωτικά ιδρύματα∙
(δ) εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων των οποίων η άδεια λειτουργίας τους το επιτρέπει∙
(ε) χρηματοδοτικά ιδρύματα των οποίων η άδεια λειτουργίας τους το επιτρέπει.
8.-(1) Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που συστάθηκε στη Δημοκρατία και προτίθεται να δραστηριοποιηθεί ως διαχειριστής τιτλοποιημένων ανοιγμάτων αιτείται άδειας άσκησης της δραστηριότητας αυτής από την Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τις σχετικές οδηγίες που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα.
(2) H αιτήτρια εταιρεία υποβάλλει αίτηση προς την Κεντρική Τράπεζα, η οποία συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα:
(α) Το καταστατικό και τα ιδρυτικά έγγραφα της αιτήτριας εταιρείας, τα οποία πρέπει να προβλέπουν ή να μην περιορίζουν με οποιονδήποτε τρόπο τη διεξαγωγή της δραστηριότητας της διαχείρισης των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων και να απαγορεύουν ρητά την έκδοση μετοχών προς τον κομιστή∙
(β) εκτός εάν η αιτήτρια εταιρεία είναι 100% θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας εξαγοράς πιστώσεων, την ταυτότητα όλων των άμεσων και έμμεσων μετόχων που κατέχουν ειδική συμμετοχή, καθώς και το ποσό αυτών των συμμετοχών ή, αν δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές, την ταυτότητα των είκοσι (20) μεγαλύτερων μετόχων της αιτήτριας εταιρείας μαζί με ορθά συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο ατομικό ή εταιρικό ερωτηματολόγιο των μετόχων από έκαστον μέτοχο, βάσει υποδειγμάτων που είναι δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας∙
(γ) την ταυτότητα των μελών του διοικητικού οργάνου και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών της αιτήτριας εταιρείας μαζί με ορθά συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο ατομικό ερωτηματολόγιο από τα εν λόγω πρόσωπα, βάσει υποδειγμάτων που είναι δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας∙
(δ) την οργανωτική δομή της αιτήτριας εταιρείας∙
(ε) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της αιτήτριας εταιρείας∙
(στ) πιστοποιητικό του εκδομένου και καταβεβλημένου κεφαλαίου της αιτήτριας εταιρείας, το οποίο δεν είναι μικρότερο από εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000), ή βεβαίωση από πιστωτικό ίδρυμα ότι έχει κατατεθεί το ελάχιστο ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) για τον σκοπό αυτό και το οποίο θα παραμείνει δεσμευμένο καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέτασης της αίτησης από την Κεντρική Τράπεζα∙
(ζ) πληροφορίες σχετικά με οποιαδήποτε ανάθεση εργασιών σε τρίτους μαζί με τη σχετική σύμβαση ανάθεσης·
(η) οποιαδήποτε πρόσθετη πληροφορία που η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί απαραίτητη για την εξέταση της αίτησης.
9.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγήσει άδεια σε εταιρεία, για να διεξάγει τη δραστηριότητα του διαχειριστή, εάν είναι ικανοποιημένη ότι-
(α) Aνεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 81 του περί Εταιρειών Νόμου, το καταστατικό της εταιρείας δεν επιτρέπει την έκδοση μετοχών προς τον κομιστή∙
(β) η εταιρεία θα είναι σε θέση να συμμορφώνεται πλήρως με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιασδήποτε οδηγίας ή κανονισμού εκδίδεται δυνάμει αυτού∙
(γ) οι μέτοχοι που κατέχουν ειδική συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας χαίρουν καλής φήμης και επιπρόσθετα ικανοποιούν τα ακόλουθα εχέγγυα εντιμότητας και καταλληλότητας:
(i) Διαθέτουν λευκό ποινικό μητρώο∙
(ii) δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση στο παρελθόν, εκτός σε περίπτωση που έχουν αποκατασταθεί σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία∙
(iii) δεν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη συμμετοχή τους στην αιτήτρια εταιρεία, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 4 ή 5 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, ή αυξάνεται ο κίνδυνος μιας τέτοιας διάπραξης∙
(δ) τα μέλη του διοικητικού οργάνου και οι επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών χαίρουν καλής φήμης, έχουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία, για να ασκούν τις αρμοδιότητές τους, και πληρούν κατ’ αναλογία τα κριτήρια της ικανότητας και καταλληλότητας, όπως αυτά καθορίζονται στην περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας Μελών του Διοικητικού Οργάνου και Διευθυντών των Αδειοδοτημένων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγία του 2014 ή άλλη οδηγία, όπως εκάστοτε ισχύει·
(ε) η εταιρεία διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινείς και διαφανείς γραμμές ευθύνης, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, η δε Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί τις διαδικασίες εσωτερικής διακυβέρνησης που θα εφαρμόζουν οι εταιρείες, αφού λάβει υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της εταιρείας, και εφαρμόζει κατ’ αναλογία τις πρόνοιες της περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Οδηγίας του 2014, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων της εν λόγω Οδηγίας για την ανάθεση εργασιών σε τρίτους ή άλλης οδηγίας, όπως εκάστοτε ισχύει·
(στ) το προτεινόμενο πρόγραμμα δραστηριοτήτων δεν εγείρει αμφιβολίες ή ανησυχίες σε σχέση με τη δυνατότητα της εταιρείας να ενεργεί ως διαχειριστής, καθώς και σε σχέση με τη δυνατότητα δημιουργίας δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη Δημοκρατία∙
(ζ) δεν υπάρχουν στενοί δεσμοί, λόγω επαγγελματικών ή άλλων σχέσεων, μεταξύ της αιτήτριας εταιρείας και οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου που, κατά την άποψη της Κεντρικής Τράπεζας, ενδέχεται να εμποδίσουν την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας της.
(2) Σε περίπτωση υποβολής ελλιπώς συμπληρωμένης αίτησης, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει συναφώς την αιτήτρια εταιρεία εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης και ζητεί όπως υποβληθούν, εντός χρόνου τον οποίο καθορίζει με απόφασή της, όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία.
(3) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας για τη χορήγηση ή την άρνηση χορήγησης άδειας κοινοποιείται γραπτώς στην αιτήτρια εταιρεία εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρως συμπληρωμένης αίτησης για αδειοδότηση.
(4) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν έχει πεισθεί ότι η αιτήτρια εταιρεία πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο εδάφιο (1), δεν χορηγεί άδεια και παρέχει σε αυτήν την πλήρως αιτιολογημένη απόφασή της.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, οποιουσδήποτε από τους όρους επιβάλλονται σε άδεια ή να επιβάλει οποιουσδήποτε νέους όρους αυτή κρίνει σκόπιμο, σε περίπτωση που τα δεδομένα που είχαν ληφθεί υπόψη για την αδειοδότηση έχουν διαφοροποιηθεί.
(6) Η Κεντρική Τράπεζα διατηρεί έναν πλήρως ενημερωμένο κατάλογο στην ιστοσελίδα της με τα ονόματα και τα στοιχεία όλων των διαχειριστών και των ΟΕΣΤ που λειτουργούν στη Δημοκρατία.
10.-(1) Ο αδειοδοτημένος διαχειριστής οφείλει να γνωστοποιεί, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, στην Κεντρική Τράπεζα οποιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή η οποία επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών, στοιχείων και εντύπων που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 8(2) και αποτέλεσαν προϋπόθεση για τη χορήγηση σε αυτόν της άδειάς του.
(2) Κανένα πρόσωπο δεν δύναται να ενεργεί ως μέλος διοικητικού οργάνου αδειοδοτημένου διαχειριστή ή να κατέχει ειδική συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο αυτού, χωρίς να έχει λάβει την εκ των προτέρων έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αντιταχθεί σε ουσιαστικές μεταβολές που αναφέρονται στο εδάφιο (1), εάν κρίνει ότι δεν πληρούνται πλέον τα κριτήρια αδειοδότησης ή ότι δεν πληρούνται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οδηγιών εκδιδόμενων δυνάμει αυτού και, σε τέτοια περίπτωση, κοινοποιεί γραπτώς στον αδειοδοτημένο διαχειριστή, εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της μεταβολής, τη σχετική απόφασή της.
11.-(1) Σε περίπτωση που πρόσωπο αποφασίζει να αποκτήσει ή να αυξήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αδειοδοτημένο διαχειριστή, που έχει ως αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου που κατέχει να φθάσει ή να υπερβεί το είκοσι τοις εκατό, το τριάντα τοις εκατό ή το πενήντα τοις εκατό ή ώστε ο αδειοδοτημένος διαχειριστής να καταστεί θυγατρική του, γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή το ποσοστό της συμμετοχής που προκύπτει στην περίπτωση αυτή, υποβάλλοντας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και/ή έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των ερωτηματολογίων δεόντως συμπληρωμένων και υπογεγραμμένων.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα, εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των πλήρως συμπληρωμένων πληροφοριών και των εγγράφων που καταδεικνύονται στα ερωτηματολόγια, ενημερώνει για την απόφασή της και δύναται να επιτρέψει ή να μην επιτρέψει την άμεση ή έμμεση απόκτηση ή αύξηση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), ιδίως με βάση την αξιολόγηση της Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά την καταλληλόλητα των νέων μετόχων.
(3) Σε περίπτωση που πρόσωπο αποκτά ή αυξάνει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αδειοδοτημένο διαχειριστή, χωρίς να συμμορφώνεται με την υποχρέωση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λάβει μέτρα εναντίον του εν λόγω προσώπου, τα οποία περιλαμβάνουν την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχει το εν λόγω πρόσωπο.
(4) Σε περίπτωση που πρόσωπο αποφασίζει να μειώσει ή να διαθέσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αδειοδοτημένο διαχειριστή, ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί κάτω από το είκοσι τοις εκατό, το τριάντα τοις εκατό ή το πενήντα τοις εκατό ή ώστε ο αδειοδοτημένος διαχειριστής να παύσει να είναι θυγατρική του, το γνωστοποιεί άμεσα στην Κεντρική Τράπεζα.
(5) Ο αδειοδοτημένος διαχειριστής, αμέσως μόλις περιέλθει στην αντίληψή του, ενημερώνει την Κεντρική Τράπεζα για οποιαδήποτε απόκτηση ή διάθεση συμμετοχών ως αποτέλεσμα των οποίων αυτές οι συμμετοχές υπερβαίνουν ή μειώνονται κάτω από οποιοδήποτε από τα όρια που αναφέρονται στο εδάφιο (1) ή (4) ή δημιουργούν αλλαγή στον έλεγχο του αδειοδοτημένου διαχειριστή.
(6) Εάν, καθ’ οιονδήποτε χρόνο, η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι οι άμεσοι ή έμμεσοι μέτοχοι με ειδική συμμετοχή στον αδειοδοτημένο διαχειριστή ενεργούν σε βάρος της ορθής και συνετής διοίκησης αδειοδοτημένου διαχειριστή, δύναται να απαιτήσει την απομάκρυνση των εν λόγω προσώπων από το διοικητικό όργανο του αδειοδοτημένου διαχειριστή ή/και τον τερματισμό της συμμετοχής τους με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στη διοίκηση του αδειοδοτημένου διαχειριστή, για να τερματιστεί η κατάσταση αυτή, εάν δε η απαίτηση της Κεντρικής Τράπεζας δεν τύχει συμμόρφωσης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 46.
12.-(1) Σε περίπτωση που διαχειριστής αποφασίσει να τερματίσει τις δραστηριότητές του, υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα σχέδιο δράσης για τη διαδικασία τερματισμού, το οποίο περιλαμβάνει τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων του σε άλλον διαχειριστή.
(2) Η ΟΕΣΤ οφείλει να πληροφορήσει την Κεντρική Τράπεζα ότι το σχέδιο δράσης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), καθώς και ο τερματισμός των δραστηριοτήτων έχουν εγκριθεί από διοικητικό όργανο της ΟΕΣΤ, καθώς και να ενημερώσει πάραυτα την Κεντρική Τράπεζα για την ταυτότητα του νέου διαχειριστή.
(3) Σε περίπτωση που οι εργασίες του αδειοδοτημένου διαχειριστή τερματίζονται ως αποτέλεσμα της λήξης και αποπληρωμής ή άλλης διευθέτησης των υποκείμενων δανείων των τιτλοποιήσεων της ΟΕΣΤ, ο αδειοδοτημένος διαχειριστής υποβάλλει γνωστοποίηση στην Κεντρική Τράπεζα.
13.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αναστείλει την άδεια αδειοδοτημένου διαχειριστή-
(α) Όταν υφίσταται υποψία παράβασης του παρόντος Νόμου ή/και των οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας ή/και των όρων της άδειας του αδειοδοτημένου διαχειριστή, ή/και
(β) σε περίπτωση κατά την οποία, σταθμίζοντας τη βαρύτητα των παραβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 14(1)(α) έως (γ), αποφασίσει να μην προχωρήσει με την ανάκληση της άδειας του αδειοδοτημένου διαχειριστή.
(2) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να θέσει εύλογη προθεσμία, η οποία δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της αναστολής της άδειας, ώστε ο αδειοδοτημένος διαχειριστής να λάβει διορθωτικά μέτρα.
(3) Ο αδειοδοτημένος διαχειριστής, εντός της προθεσμίας που ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με το εδάφιο (2), ενημερώνει και παρουσιάζει στοιχεία στην Κεντρική Τράπεζα για τα μέτρα που έλαβε για τη συμμόρφωσή του με τον παρόντα Νόμο, τις σχετικές οδηγίες και τους όρους της άδειάς του.
(4) Όταν η Κεντρική Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι ο αδειοδοτημένος διαχειριστής έλαβε τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα και συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου, των σχετικών οδηγιών και τους όρους της άδειάς του, τερματίζει την αναστολή της άδειας και ενημερώνει γραπτώς την ΟΕΣΤ και τον αδειοδοτημένο διαχειριστή.
(5) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν ικανοποιηθεί ότι ο αδειοδοτημένος διαχειριστής συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και των σχετικών οδηγιών, καθώς και τους όρους της άδειάς του, παρατείνει άμεσα την αναστολή της άδειας και ενεργοποιεί τη διαδικασία ανάκλησης.
(6) Κατά την περίοδο της αναστολής της άδειας, ο αδειοδοτημένος διαχειριστής δεν επιτρέπεται να αναλάβει τη διαχείριση νέων τιτλοποιήσεων.
(7) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας να αναστείλει την άδεια αδειοδοτημένου διαχειριστή δεν θίγει τα δικαιώματα οποιουδήποτε υποκείμενου δανειολήπτη, της μεταβιβάζουσας οντότητας, των επενδυτών και του παρόχου υπηρεσιών προς την ΟΕΣΤ ή της ΟΕΣΤ.
14.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει την άδεια που χορηγήθηκε σε αδειοδοτημένο διαχειριστή, εάν κατά την κρίση της αποδειχθεί ότι ο εν λόγω αδειοδοτημένος διαχειριστής-
(α) Εξασφάλισε την άδεια βάσει ψευδών ή/και παραπλανητικών στοιχείων ή/και με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο ή/και υπέβαλε ή/και γνωστοποίησε ή/και άλλως πως δημοσιοποίησε με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ή/και παραπλανητικές πληροφορίες ή/και ψευδή ή/και παραπλανητικά στοιχεία ή/και έγγραφα, ή/και
(β) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες του χορηγήθηκε η άδεια, ή/και
(γ) έχει διαπράξει σοβαρές ή/και επανειλημμένες παραβάσεις σε σχέση με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου ή/και των οδηγιών που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα ή/και της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και των όρων της άδειας, ή/και
(δ) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός ενός (1) έτους, παραιτείται ρητώς απ’ αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει προϋπόθεση ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια παύει να ισχύει.
(2) Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας, ο αδειοδοτημένος διαχειριστής παύει άμεσα την ενασχόληση με τιτλοποιήσεις, με την επιφύλαξη του εδαφίου (6).
(3) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας για ανάκληση της άδειας δεν θίγει τα δικαιώματα της μεταβιβάζουσας οντότητας, οποιουδήποτε υποκείμενου δανειολήπτη, οποιουδήποτε επενδυτή, οποιουδήποτε παρόχου υπηρεσιών προς την ΟΕΣΤ ή της ΟΕΣΤ.
(4) Η ΟΕΣΤ και ο αδειοδοτημένος διαχειριστής έχουν, μαζί και ξεχωριστά, υποχρέωση να μεριμνήσουν για την υποβολή στην Κεντρική Τράπεζα, το συντομότερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή της ειδοποίησης ανάκλησης από την Κεντρική Τράπεζα της άδειας του αδειοδοτημένου διαχειριστή, σχεδίου δράσης το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη μεταφορά, το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή σχεδίου δράσης στην Κεντρική Τράπεζα, των λειτουργιών του αδειοδοτημένου διαχειριστή σε άλλον διαχειριστή.
(5) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας να ανακαλέσει την άδεια του αδειοδοτημένου διαχειριστή δεν συνεπάγεται τη διάλυση των τιτλοποιήσεων της ΟΕΣΤ.
(6) Αδειοδοτημένος διαχειριστής του οποίου η άδεια έχει ανακληθεί αρχίζει αμέσως τις λειτουργίες του σε νέο διαχειριστή, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (4), και παραμένει υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας μέχρις ότου η Κεντρική Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι έχει μεταφέρει πλήρως και ολοκληρωτικά τις δραστηριότητές του στον νέο διαχειριστή.