Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με τα Άρθρα 7 και 8 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο -

«Κανονισμός (ΕΕ) 2018/302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2018 για την αντιμετώπιση του αδικαιολόγητου γεωγραφικού αποκλεισμού και άλλων μορφών διακριτικής μεταχείρισης με βάση την ιθαγένεια, τον τόπο διαμονής ή τον τόπο εγκατάστασης των πελατών εντός της εσωτερικής αγοράς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ».

H Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Αντιμετώπισης του Αδικαιολόγητου Γεωγραφικού Αποκλεισμού Νόμος του 2020.

Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αρμόδια αρχή» σημαίνει το Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανίας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας και οποιοδήποτε λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας εξουσιοδοτημένο γραπτώς από το Διευθυντή να ενεργεί εκ μέρους αυτούˑ

«Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή Κύπρου» σημαίνει το μέλος του Δικτύου των Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτή με έδρα του την Κύπροˑ

«Κανονισμός» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) 2018/302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2018 για την αντιμετώπιση του αδικαιολόγητου γεωγραφικού αποκλεισμού και άλλων μορφών διακριτικής μεταχείρισης με βάση την ιθαγένεια, τον τόπο διαμονής ή τον τόπο εγκατάστασης των πελατών εντός της εσωτερικής αγοράς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚˑ

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας.

(2) Όροι οι οποίοι χρησιμοποιούνται στον παρόντα Νόμο και δεν ερμηνεύονται διαφορετικά έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στον Κανονισμό.

Βοήθεια στους καταναλωτές

3. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή Κύπρου ορίζεται ως υπεύθυνος φορέας για την παροχή πρακτικής βοήθειας στους καταναλωτές σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ καταναλωτή και εμπορευομένου που προκύπτει από την εφαρμογή του Κανονισμού.

Εξέταση παραπόνων και επιβολή διοικητικών προστίμων

4.-(1) Η αρμόδια αρχή έχει καθήκον και αρμοδιότητα να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα, τυχόν παραβάσεις διατάξεων του Κανονισμού:

Νοείται ότι, όταν η αρμόδια αρχή καλείται να εξετάσει ζήτημα νομιμότητας του περιορισμού των παθητικών πωλήσεων που ανακύπτει στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού, οφείλει να λαμβάνει υπόψη και τη γνώμη της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού της Δημοκρατίας.

(2) Όταν η αρμόδια αρχή, κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση παραπόνου ή αυτεπάγγελτη έρευνα, διαπιστώσει παράβαση του Κανονισμού, έχει εξουσία να προβαίνει στις πιο κάτω ενέργειες:

(α) Να διατάσσει ή να συστήνει στον παραβάτη ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση της, ενέχεται ή ευθύνεται για την παράβαση αυτή όπως, άμεσα ή μέσα σε τακτή προθεσμία, τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλονˑ

(β) να δημοσιεύει ή να απαιτεί από τον παραβάτη τη δημοσίευση απόφασής της, στο σύνολό της ή εν μέρει, με τη μορφή και τον τρόπο που κρίνει κατάλληλαˑ

(γ) να απαιτεί επιπλέον από τον παραβάτη τη δημοσίευση, μέσα σε τακτή προθεσμία, επανορθωτικής δήλωσης με τη μορφή και τον τρόπο που κρίνει υπό τις περιστάσεις κατάλληλαˑ

(δ) να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, ύψους μέχρι και το πέντε τοις εκατόν (5%) του κύκλου εργασιών του παραβάτη κατά το αμέσως προηγούμενο της παράβασης έτος ή πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000):

Νοείται ότι, αναφορικά με ίδρυμα ή οργανισμό που κρίνεται ότι δεν έχει κύκλο εργασιών, για τον υπολογισμό του πιο πάνω διοικητικού προστίμου χρησιμοποιείται ως βάση, αντί του κύκλου εργασιών, το πέντε τοις εκατόν (5%) του συνόλου του ενεργητικού του:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε καμία περίπτωση το διοικητικό πρόστιμο δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000)ˑ

(ε) να αποφασίζει ότι, σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, θα επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο μέχρι και χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτήςˑ

(στ) να ζητεί με αίτησή της προς το Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου, την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο, κατά την κρίση της, ενέχεται στην παράβαση αυτή ή ευθύνεται για την εν λόγω παράβαση.

Ελάχιστες εξουσίες των αρμόδιων αρχών

5.-(1) Η αρμόδια αρχή διαθέτει τις ελάχιστες εξουσίες έρευνας και επιβολής που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 του Κανονισμού.

(2) Οι εξουσίες έρευνας και επιβολής που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού είναι αναλογικές και κατάλληλες για τη φύση της παράβασης του νομοθετικού πλαισίου για την αντιμετώπιση του γεωγραφικού αποκλεισμού και τη συνολική πραγματική ή δυνητική βλάβη που αυτή επιφέρει και ασκούνται σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού.

(3) Στο μέτρο που η άσκηση των εξουσιών έρευνας και επιβολής, περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οποιαδήποτε επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές τηρεί τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου:

Νοείται ότι δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, παρά μόνο δυνάμει δικαστικού εντάλματος.

Επιβολή διοικητικών προστίμων και άσκηση ιεραρχικής προσφυγής

6.-(1) Τα προβλεπόμενα στις παραγράφους (δ) και (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 4 διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται στον παραβάτη με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον παραβάτη ή εκπρόσωπό του να ακουστεί, προφορικά ή/και γραπτά.

(2) Κατά της απόφασης της αρμόδιας αρχής για επιβολή διοικητικού προστίμου επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον παραβάτη.

(3) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή και, αφού ακούσει τους ενδιαφερόμενους ή δώσει την ευκαιρία σ’ αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους, αποφασίζει σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.

(4) Ο Υπουργός μπορεί να εκδώσει μία από τις ακόλουθες αποφάσεις:

(α) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφασηˑ

(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφασηˑ

(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφασηˑ

(δ) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.

(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή, όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών, η οποία αρχίζει να μετρείται από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή, σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, από την κοινοποίηση της απόφασης του Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της απόφασης της αρμόδιας αρχής.

(6) Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 4 εισπράττονται ως χρηματικές ποινές επιβαλλόμενες από Δικαστήριο κατά την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας.

Έκδοση διαταγμάτων από το Δικαστήριο

7.-(1) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση, δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή κανονισμών τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτούς, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, συμπεριλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-

(α) Tην άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασηςˑ

(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η σχετική παράβασηˑ

(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασηςˑ και /ή

(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

(2) Το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δύναται να αφορά όχι μόνο τις συγκεκριμένες πράξεις, παραλείψεις ή τη συμπεριφορά του παραβάτη, αλλά και παρόμοιες μελλοντικές πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά αυτού.

(3) Οι διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που εφαρμόζονται σχετικά με αιτήσεις έκδοσης διαταγμάτων σε πολιτικές υποθέσεις, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν αναφορικά με τον τύπο, τη σύνταξη, την καταχώριση και την εκδίκαση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4 αίτησης.

Επίδοση απόφασης

8.-(1) Κάθε απόφαση της αρμόδιας αρχής ή του Υπουργού δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται να επιδοθεί σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο-

(α) Mε διά χειρός παράδοση ή με την εναπόθεση της απόφασης στην προσήκουσα διεύθυνση ή με την αποστολή της απόφασης διά συστημένου ταχυδρομείου∙ ή

(β) αν το πρόσωπο αυτό είναι νομικό πρόσωπο, με επίδοση της απόφασης, σύμφωνα με την παράγραφο (α), στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή σ’ οποιοδήποτε διευθύνοντα σύμβουλο∙ ή

(γ) αν πρόκειται για ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία, με επίδοση του εγγράφου, σύμφωνα με την παράγραφο (α), σ’ έναν από τους εταίρους ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας αυτής.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η προσήκουσα διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου στο οποίο μπορεί να επιδοθεί απόφαση δυνάμει του παρόντος Νόμου είναι η τελευταία γνωστή διεύθυνση αυτού, εξαιρουμένων των επόμενων περιπτώσεων:

(α) Σε περίπτωση επίδοσης σε νομικό πρόσωπο ή στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή στο διευθύνοντα σύμβουλό του, η προσήκουσα διεύθυνση θα είναι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου ή του κεντρικού γραφείου του νομικού προσώπου·

(β) σε περίπτωση επίδοσης σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία ή σε εταίρο ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας αυτής, η προσήκουσα διεύθυνση θα είναι το κεντρικό γραφείο της εταιρείας αυτής.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), το κεντρικό γραφείο ενός νομικού προσώπου εγγεγραμμένου εκτός της Δημοκρατίας ή μιας εταιρείας η οποία διεξάγει εργασία εκτός της Δημοκρατίας θα είναι το κεντρικό γραφείο αυτών στη Δημοκρατία.

Τεκμηρίωση ισχυρισμών

9. Κατά την εκδίκαση της ιεραρχικής προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 4, ο Υπουργός, δύναται:

(α) Nα ζητά από τον εμπορευόμενο να προσκομίσει, μέσα σε εύλογο υπό τις περιστάσεις χρονικό διάστημα, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αναφέρονται σε μία εμπορική πρακτική, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, στη βάση των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του εμπορευομένου και των λοιπών επηρεαζομένων∙ και

(β) να θεωρεί ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που ζητούνται, σύμφωνα με την παράγραφο (α) δεν προσκομιστούν έγκαιρα ή θεωρηθούν ανεπαρκή από τον Υπουργό.

Δικαίωμα προσφυγής από οργανισμούς

10.-(1) Πρόσωπα τα οποία έχουν προς τούτο έννομο συμφέρον δύνανται:

(α) Nα καταγγείλουν την πρακτική για την οποία έχουν εύλογες υποψίες ότι δυνατό να παραβιάζει τις διατάξεις του Κανονισμού στην αρμόδια αρχή·

(β) να υποβάλουν αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, σε περίπτωση που παραβιάζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Έννομο συμφέρον δυνάμει του εδαφίου (1) έχουν:

(α) Kαταναλωτές και όσοι εμπορεύονται ή αγοράζουν αγαθά και επηρεάζονται άμεσα από την παράνομη πρακτικήˑ και

(β) οι ανταγωνιστές του καταγγελλόμενου προσώπου κατά του οποίου ζητείται η έκδοση διατάγματος.

Εξουσία αρμόδιας αρχής για διάδοση πληροφοριών

11. Η αρμόδια αρχή μεριμνά για τη διάδοση τέτοιων πληροφοριών και συμβουλών, περιλαμβανομένων των αποφάσεών της αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένων των πληροφοριών που κρίνονται ως απόρρητες, τις οποίες αυτή θεωρεί χρήσιμες για την εξυπηρέτηση ή την ενημέρωση των καταναλωτών, καθώς και όλων των προσώπων που ενδεχομένως να επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Ευθύνη αξιωματούχων, υπαλλήλων και άλλων νομικών προσώπων

12. Όταν οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται ότι αυτή έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, συνενοχή ή έγκριση ή έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου που φαίνεται ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, το φυσικό αυτό πρόσωπο είναι επίσης ένοχο της προαναφερθείσας παράβασης.