23.-(1) Εγγεγραμμένο ΙΕΣΠ επιτρέπεται να ασκεί διασυνοριακές δραστηριότητες και να δέχεται χρηματοδότηση από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος.
(2) Επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία μπορούν να χρηματοδοτούν ΙΕΣΠ εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, το οποίο προτίθεται να ασκήσει ή ασκεί διασυνοριακές δραστηριότητες στη Δημοκρατία.
(3) Το ΙΕΣΠ το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1) και που προτίθεται να ασκήσει διασυνοριακές δραστηριότητες και να δέχεται χρηματοδότηση από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να έχει την προηγούμενη έγκριση του Εφόρου.
(4) Στην περίπτωση ΙΕΣΠ, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1) και που προτίθεται να ασκήσει διασυνοριακές δραστηριότητες και να δέχεται χρηματοδότηση από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από το μέγεθος του ΙΕΣΠ και χωρίς καμία εξαίρεση, όλες οι διατάξεις παρόντος Νόμου.
(5) Οι κατά το εδάφιο (2) διασυνοριακές δραστηριότητες ασκούνται με την επιφύλαξη της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας της Δημοκρατίας σε θέματα οργάνωσης των ΙΕΣΠ, συμπεριλαμβανομένων της υποχρεωτικής συμμετοχής σε αυτά, όπου αυτή προβλέπεται, και των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
24.-(1) Το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) του άρθρου 23 ΙΕΣΠ γνωστοποιεί στον Έφορο την πρόθεση του να ασκήσει διασυνοριακές δραστηριότητες και να δέχεται χρηματοδότηση από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) γνωστοποίηση υποβάλλεται στον εγκεκριμένο από τον Έφορο τύπο και περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Το όνομα του κράτους μέλους ,ή των κρατών μελών, υποδοχής, που προσδιορίζεται, όπου αυτό ισχύει, από τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση.
(β) Την επωνυμία και τον τόπο εγκατάστασης της έδρας της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.
(γ) Τα κύρια χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου που θα διαχειριστεί το ΙΕΣΠ για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης:
(3) Όταν ο Έφορος ειδοποιηθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (1), και εφόσον δεν έχει εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση περί του ότι η διοικητική δομή ή η οικονομική κατάσταση του ΙΕΣΠ ή η φήμη ή τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του ΙΕΣΠ δεν είναι συμβατά με την επιδιωκόμενη διασυνοριακή δραστηριότητα, ο Έφορος εντός τριμήνου αφ' ότου λάβει όλες τις πληροφορίες του εδαφίου (2), τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει αρμοδίως το ΙΕΣΠ.
(4) Η αιτιολογημένη απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (3), εκδίδεται εντός τριών μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (2).
(5) Εάν ο Έφορος δεν κοινοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της ενέργειας αυτής στο ενδιαφερόμενο ΙΕΣΠ εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των εν λόγω πληροφοριών.
(6) Το ενδιαφερόμενο ΙΕΣΠ έχει το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, εναντίον της κατά το εδάφιο (5) απόφασης του Εφόρου για μη κοινοποίηση των πληροφοριών.
(7) Τα εγγεγραμμένα ΙΕΣΠ, που ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα, υπόκεινται στις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών του Μέρους ΧIV, οι οποίες επιβάλλονται από το κράτος μέλος υποδοχής σε σχέση με τα υποψήφια μέλη, τα μέλη και τους δικαιούχους τους οποίους αφορά η εν λόγω διασυνοριακή δραστηριότητα.
(8) Πριν ένα ΙΕΣΠ αρχίσει να ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα στη Δημοκρατία, ο Έφορος, εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή των αναφερόμενων στο εδάφιο (2) πληροφοριών, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής για τις διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας της Δημοκρατίας, σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά σχέδια, οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά τη διαχείριση του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και για τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που αναφέρονται στο Μέρος ΧIV, οι οποίες ισχύουν για τη διασυνοριακή δραστηριότητα. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει τις πληροφορίες αυτές στο ΙΕΣΠ.
(9) Μόλις το αναφερόμενο στο εδάφιο (8) ΙΕΣΠ λάβει την ανακοίνωση που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο, ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία διαβίβασης της ανακοίνωσης που προβλέπεται στο εδάφιο (8) από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, το ΙΕΣΠ μπορεί να αρχίσει να ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας της Δημοκρατίας στον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών σχεδίων και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (8).
(10) Ο Έφορος ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΙΕΣΠ, που ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα στη Δημοκρατία, για κάθε σημαντική μεταβολή των διατάξεων της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας της Δημοκρατίας στον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών σχεδίων, η οποία μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου, κατά το μέρος εκείνο που αφορά τη διασυνοριακή δραστηριότητα, και για κάθε σημαντική μεταβολή των απαιτήσεων παροχής πληροφοριών, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (8). Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει τις εν λόγω πληροφορίες στο ΙΕΣΠ.
(11) Το ΙΕΣΠ που ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα στη Δημοκρατία, υπόκειται σε συνεχή εποπτεία από τον Έφορο όσον αφορά τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων του με τις απαιτήσεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας της Δημοκρατίας, σχετικά με τα επαγγελματικά συντα-ξιοδοτικά σχέδια, και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (8). Εφόσον κατά την εποπτεία αυτή προκύψουν παρατυπίες, ο Έφορος ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνει, σε συντονισμό με τον Έφορο, τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το ΙΕΣΠ θα τερματίσει τη διαπιστωθείσα παράβαση.
(12) Εάν, παρά την εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής λήψη των μέτρων ή ελλείψει κατάλληλων μέτρων στο κράτος μέλος καταγωγής, το αναφερόμενο στο εδάφιο (11) ΙΕΣΠ εξακολουθεί να παραβιάζει τις εφαρμοστέες διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας της Δημοκρατίας, σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά σχέδια ή τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (8), ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να τιμωρηθούν περαιτέρω παραβάσεις, δύναται δε ακόμη, εάν είναι απολύτως αναγκαίο, να απαγορεύσει στο ΙΕΣΠ να λειτουργεί στη Δημοκρατία, καθόσον αφορά τη χρηματο-δοτούσα επιχείρηση.
(13) Ο Έφορος δύναται να εκδώσει Οδηγία για ρύθμιση θεμάτων σχετικών με την άσκηση της εποπτείας του σε ΙΕΣΠ που ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες στη Δημοκρατία.