ΕΠΕΙΔΗ, δυνάμει του Άρθρου 25 του Συντάγματος, η άσκηση του δικαιώματος οποιουδήποτε επαγγέλματος, απασχόλησης, εμπορίου ή επικερδούς εργασίας δύναται να υπαχθεί σε υπό νόμου τιθέμενους όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις για σκοπούς ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας ή των δημόσιων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των εγγυημένων υπό του Συντάγματος ή προς το δημόσιο συμφέρον, και
ΕΠΕΙΔΗ, μια τέτοια υπαγωγή υπό όρους που περιορίζει το εν λόγω δικαίωμα, όπως αυτό καθορίζεται στο Άρθρο 25.1 του Συντάγματος, είναι επιτρεπτή διά νόμου, μόνο αν ο νόμος αυτός δεν πλήττει τον πυρήνα του πιο πάνω αναφερόμενου δικαιώματος, ήτοι την ελευθερία ρύθμισης των οικονομικών σχέσεων φυσικών και νομικών προσώπων και την οικονομική λειτουργία επιχειρήσεων με στόχο την αποκόμιση οφέλους, και είναι αναλογικός προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, καθώς και απόλυτα αναγκαίος και όχι ευρύτερος από ό,τι χρειάζεται για την προαγωγή αυτού του σκοπού, και
ΕΠΕΙΔΗ, στις επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, που διαμορφώθηκαν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στο Άρθρο 25.1 του Συντάγματος υπάρχει σοβαρός κίνδυνος διακύβευσης του δικαιώματος αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής ασφάλειας τα οποία κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, η πιο πάνω διά νόμου παρέκκλιση όπως αυτή προβλέπεται στο Άρθρο 25.2 του Συντάγματος είναι επιβεβλημένη, και
ΕΠΕΙΔΗ, το Άρθρο 26 του Συντάγματος προβλέπει τη διά νόμου υπαγωγή του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι ελευθέρως σε όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις που τίθενται στη βάση των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων, καθώς και για σκοπούς πρόληψης της εκμετάλλευσης από πρόσωπα που διαθέτουν ιδιάζουσα οικονομική ισχύ, και
ΕΠΕΙΔΗ, λόγω των συνθηκών που επικρατούν σήμερα συνεπεία της οικονομικής κρίσης και κυρίως των διαφορετικών οικονομικών αναγκών και δυνατοτήτων εκάστου μέρους των συμβαλλομένων, δυνατόν να διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ των μερών αυτών αναφορικά με την άσκηση του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 26.1 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός συνομολογούμενων συμβάσεων να περιέχουν ρήτρες σε βάρος του ενός συμβαλλόμενου μέρους, επιβάλλεται η λήψη μέτρων για επαναφορά της ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των δύο μερών, και
ΕΠΕΙΔΗ, η κυπριακή έννομη τάξη, υιοθετώντας σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία, ουσιαστικά έχει διά νόμου προστατεύσει τα φυσικά πρόσωπα που εμπίπτουν στον ορισμό «καταναλωτής», απαγορεύοντας την περίληψη καταχρηστικών ρητρών σε συμβάσεις που το ένα μέρος είναι καταναλωτής, και
ΕΠΕΙΔΗ, η ενωσιακή νομοθεσία και ειδικότερα η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, η οποία ρυθμίζει τα δικαιώματα των καταναλωτών αναφορικά με την περίληψη καταχρηστικών ρητρών σε συμβάσεις, δεν απαγορεύει ρητά την επέκταση τέτοιων ρυθμίσεων πέραν των φυσικών προσώπων που εμπίπτουν στον ορισμό «καταναλωτής» και επειδή οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται στη Σύσταση 2003/361/ΕΚ, που δεν εμπίπτουν στον εν λόγω ορισμό, τυγχάνουν προστασίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τη μορφή προτιμησιακής μεταχείρισης, επιτρέποντας τη δημόσια στήριξη, καθώς και ορισμένες απαλλαγές και την καταβολή μειωμένων τελών, και
ΕΠΕΙΔΗ, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται οικονομικά στη Δημοκρατία αποτελούν την πλειοψηφία των επιχειρήσεων στη Δημοκρατία και συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη της οικονομίας, η προτιμησιακή μεταχείριση αυτών είναι προς το δημόσιο συμφέρον και ως εκ τούτου επιβάλλεται η λήψη μέτρων προστασίας τους,
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Επιχειρηματικές Συμβάσεις που Συνάπτονται από Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις Νόμος του 2019.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά-
«δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο∙
«εμπόριο» σημαίνει κάθε φύσεως οικονομική δραστηριότητα και περιλαμβάνει την προμήθεια αγαθών και την προμήθεια υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένων παντός είδους χρηματοοικονομικές υπηρεσίες∙
«επιχείρηση» περιλαμβάνει κάθε μονάδα/ φορέα, ανεξάρτητα από τη νομική του μορφή, και τον τρόπο χρηματοδότησής του, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία, όπως ενδεικτικά είναι οι μονάδες που ασκούν βιοτεχνική ή άλλη δραστηριότητα, ατομικά ή οικογενειακά, προσωπικές εταιρείες ή ενώσεις προσώπων που ασκούν τακτικά μια οικονομική δραστηριότητα, είτε είναι νομικά είτε είναι φυσικά πρόσωπα∙
«πολύ μικρές επιχειρήσεις» σημαίνει επιχειρήσεις οι οποίες κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια τουλάχιστον των δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:
α) σύνολο ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων): επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000),
β) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000),
γ) μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: τρία (3) άτομα∙
«οικονομική δραστηριότητα» σημαίνει δραστηριότητα που ασκείται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με σκοπό τον προσπορισμό εισοδήματος και κέρδους στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, όπως ενδεικτικά είναι η παραγωγή και διακίνηση αγαθών, η παροχή υπηρεσιών, η διεξαγωγή εμπορίου, η εκτέλεση έργων και άλλων συναφών μορφών νόμιμων δραστηριοτήτων, που αποσκοπούν στον προσπορισμό εισοδήματος ή κέρδους∙
«προμηθευτής» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο προμηθεύει αγαθά ή υπηρεσίες και το οποίο κατά την κατάρτιση σύμβασης στην οποία εφαρμόζεται ο παρών Νόμος, ενεργεί για σκοπούς σχετικούς με την άσκηση της επιχείρησής του∙
«πωλητής» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο πωλεί αγαθά και το οποίο κατά τη σύναψη σύμβασης στην οποία εφαρμόζεται ο παρών Νόμος ενεργεί για σκοπούς σχετικούς με την άσκηση της επιχείρησής του.
4. Από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου εξαιρούνται-
(α)Οι συμβάσεις εργασίας·
(β)οι συμβάσεις που αφορούν κληρονομικά δικαιώματα·
(γ)οι συμβάσεις που αφορούν θέματα οικογενειακού δικαίου·
(δ)οι συμβάσεις που αφορούν τη σύσταση και την οργάνωση εταιρειών ή συνεταιρισμών∙ και
(ε)οι ρήτρες που ενσωματώθηκαν με σκοπό τη συμμόρφωση με-
(i)νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις της Δημοκρατίας, ή
(ii)πρόνοιες ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες η Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος.
8. Παρά την ύπαρξη οποιασδήποτε συμβατικής ρήτρας η οποία καθιστά ή σκοπεί να καταστήσει εφαρμοστέο στη σύμβαση το δίκαιο άλλης επικράτειας, πλην των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο παρών Νόμος τυγχάνει εφαρμογής, αν εκάτερον ή και τα δύο από τα πιο κάτω συντρέχουν, δηλαδή:
(α) Η ρήτρα αυτή, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή δικαίου κατώτερης προστασίας από την προστασία που παρέχεται με τον παρόντα Νόμο, ή
(β) κατά τη σύναψη της σύμβασης η πολύ μικρή επιχείρηση είχε έδρα είτε τη Δημοκρατία είτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα αναγκαία μέτρα για τη σύναψη ή την εκπλήρωση της σύμβασης είχαν ληφθεί στη Δημοκρατία είτε σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την πολύ μικρή επιχείρηση ή από άλλους για λογαριασμό της πολύ μικρής επιχείρησης.
9.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7, το δικαστήριο δύναται να εξετάζει κατόπιν αίτησης κατά πόσο οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική.
(2) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει του εδαφίου (1) έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-
(α) Την άμεση παύση και/ή τη μη επανάληψη της χρησιμοποίησης της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας, και/ή
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του δικαστηρίου, μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η χρησιμοποίηση της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας, και/ή
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης, με σκοπό την εξάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της χρησιμοποίησης της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας, και/ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο κρίνεται αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.