16.-(1) Συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους εγγεγραμμένους οστεοπαθητικούς.
(2) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από-
(α) δύο (2) μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας που υποδεικνύονται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας· και
(β) τέσσερις (4) εγγεγραμμένους οστεοπαθητικούς που εκλέγονται από τη γενική συνέλευση του Συλλόγου.
(3) Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι το ένα μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας που υποδεικνύεται προς τούτο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και, σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινού κωλύματός του, καθήκοντα Προέδρου ασκεί το άλλο μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.
(4) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου διορίζονται από τον Υπουργό.
(5) Η θητεία των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι διετής.
(6) Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή το μέλος που ασκεί καθήκοντα Προέδρου και δυο (2) άλλα μέλη αποτελούν απαρτία.
(7) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Πρόεδρος ή ο προεδρεύων της συνεδρίασης έχει νικώσα ψήφο.
17. Εγγεγραμμένος οστεοπαθητικός υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη-
(α) εάν καταδικαστεί από Δικαστήριο για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα∙ ή
(β) εάν, κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, επέδειξε κατά την άσκηση του επαγγέλματός του διαγωγή επονείδιστη ή ασυμβίβαστη με το επάγγελμα του οστεοπαθητικού∙ ή
(γ) εάν παραβεί τις υποχρεώσεις που του επιβάλλονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού.
18.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία υποβληθεί στο Συμβούλιο καταγγελία ή περιπέσει στην αντίληψη του Συμβουλίου ότι εγγεγραμμένος οστεοπαθητικός δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, το Συμβούλιο διορίζει το ταχύτερο εγγεγραμμένο οστεοπαθητικό, ως ερευνώντα λειτουργό, για να διεξαγάγει πειθαρχική έρευνα.
(2) Ο ερευνών λειτουργός διεξάγει την έρευνα το ταχύτερο και κατά τη διεξαγωγή της έρευνας έχει εξουσία να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να λάβει έγγραφες καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο.
(3) Ο καταγγελθείς εγγεγραμμένος οστεοπαθητικός δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση και παρέχεται σε αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί.
(4) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας, ο ερευνών λειτουργός υποβάλλει την έκθεσή του στο Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει κατά πόσο μπορεί να απαγγελθεί πειθαρχική κατηγορία εναντίον του οστεοπαθητικού που έχει καταγγελθεί και, σε περίπτωση καταφατικής απόφασης, προβαίνει στην απαγγελία της κατηγορίας και παραπέμπει την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
19.-(1) Μέσα σε δυο (2) εβδομάδες από την ημερομηνία λήψης της πειθαρχικής κατηγορίας από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, τούτο μεριμνά όπως εκδοθεί και επιδοθεί προς τον καταγγελθέντα κλήση, κατά τον τύπο που καθορίζεται στο Παράρτημα Ε.
(2) Η εκδίκαση της υπόθεσης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο διεξάγεται, τηρουμένων των αναλογιών, με τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά:
(3) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει εξουσία να-
(α) καλεί μάρτυρες και να απαιτεί την προσέλευσή τους και την προσέλευση του καταγγελθέντος. και
(β) απαιτεί την προσαγωγή κάθε εγγράφου που σχετίζεται με την κατηγορία.
(4) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι αιτιολογημένη και υπογράφεται από τον Πρόεδρό του.
20.-(1) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε περίπτωση που κρίνει τον καταγγελθέντα ένοχο πειθαρχικού αδικήματος, μπορεί να του επιβάλει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες ποινές:
(α) Προφορική ή έγγραφη επίπληξη. ή
(β) καταβολή, υπό τύπο διοικητικού προστίμου, χρηματικού ποσού που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000). ή
(γ) αναστολή της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του οστεοπαθητικού για χρονική περίοδο την οποία το Πειθαρχικό Συμβούλιο ήθελε κρίνει πρέπουσα, η οποία να μην υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. ή
(δ) διαγραφή του ονόματός του από το Μητρώο.
(2) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει διάταγμα για την καταβολή των εξόδων της ενώπιόν του πειθαρχικής διαδικασίας.
(3) Κάθε ποσό που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) κατατίθεται στο Ταμείο του Συμβουλίου για τους σκοπούς του Συμβουλίου.