62.-(1) Πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, δύναται με αίτηση τους στο δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας, η οποία εγείρεται αναφορικά με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, να αιτούνται την έκδοση διατάγματος με βάση το οποίο να απαγορεύεται σε οποιοδήποτε εμπορευόμενο συμπεριλαμβανομένου ιδιοκτήτη κώδικα, να παραβεί ή να συνεχίσει να παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(1Α) Το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπάγγελτα τον καταχρηστικό χαρακτήρα οποιασδήποτε συμβατικής ρήτρας ενδεχομένως να περιλαμβάνεται σε σύμβαση, που είναι αντικείμενο υπόθεσης εκδίκασης ενώπιόν του και εκδίδει διάταγμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3).
(2) Έννομο συμφέρον δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) έχουν οι κάτωθι:
(α) Ο Διευθυντής δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 57·
(β) οργανώσεις και /ή ενώσεις καταναλωτών που θεμελιώνουν επαρκώς έννομο συμφέρον για την προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού∙
(γ) καταναλωτές οι οποίοι επηρεάζονται άμεσα από την παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
(δ) ανταγωνιστές του καταγγελλόμενου προσώπου, εναντίον του οποίου ζητείται η έκδοση διατάγματος, σε περίπτωση κατά την οποία η παράβαση αφορά τα Μέρη ΙΙ και ΙΙΙ.
(3) Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ή αυτεπάγγελτα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1Α), έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή κανονισμών που τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτούς, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, συμπεριλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-
(α) την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης,
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του Δικαστηρίου μέτρων, προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η σχετική παράβαση,
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου, ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης, και /ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(4) Το διάταγμα, που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), δύναται να αφορά όχι μόνο τις συγκεκριμένες πράξεις, παραλείψεις ή τη συμπεριφορά του παραβάτη, αλλά και παρόμοιες μελλοντικές πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά αυτού.
(5) Οι διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που εφαρμόζονται σχετικά με αιτήσεις έκδοσης διαταγμάτων σε πολιτικές υποθέσεις, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν αναφορικά με τον τύπο, τη σύνταξη, την καταχώριση και την εκδίκαση της αίτησης που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 62.
63.-(1) Καταναλωτής του οποίου τα οικονομικά συμφέροντα έχουν θιγεί, συνεπεία οποιασδήποτε παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει δικαίωμα καταχώρισης αγωγής ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου ατομικά για καταβολή αποζημίωσης και/ή για υπαναχώρηση από τη σύμβαση και/ή για μείωση του τιμήματος του προϊόντος και/ή της υπηρεσίας το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης και/ή για οποιαδήποτε άλλη εύλογη απαίτηση ως θεραπεία και/ή ως αποκατάσταση και/ή ως επανόρθωση της βλάβης που έχει υποστεί.
(2) Η αγωγή, ως ορίζεται στο εδάφιο (1), δύναται να καταχωρισθεί εναντίον οποιουδήποτε εμπορευόμενου παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αγωγή, όπως ορίζεται στις διατάξεις του εδαφίου (1), έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή κανονισμών που τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτούς, να διατάξει τον εναγόμενο όπως προβεί στις ακόλουθες ενέργειες, ως θεραπεία και/ή ως αποκατάσταση και/ή ως επανόρθωση της βλάβης και/ή ζημίας που έχει υποστεί ο ενάγων:
(α) Να κηρύξει τη σύμβαση ως παράνομη∙ και/ή
(β) να μειώσει το τίμημα πώλησης του προϊόντος και/ή της υπηρεσίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης∙ και/ή
(γ) να καταβάλει στον ενάγοντα τέτοιο χρηματικό ποσό το οποίο ήθελε θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως εύλογη αποζημίωση∙ και/ή
(δ) να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, η οποία ήθελε θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως εύλογη.