57. Ανεξαρτήτως των διατάξεων των Μερών III, IV, V και VI, χορηγούνται αυξήσεις στις συντάξεις των συνταξιούχων και στις συντάξεις των εξαρτωμένων τους, κατά το ίδιο ποσοστό, με τους ίδιους όρους και από την ίδια ημερομηνία που χορηγούνται αυξήσεις στις συντάξεις των συνταξιούχων του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάξεων, καθώς και στις συντάξεις των εξαρτωμένων τους:
58.-(1) Οι δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου παρεχόμενες συντάξεις μειώνονται κατά το ποσό της αντίστοιχης συμπληρωματικής παροχής που καταβάλλεται στον συνταξιούχο ή αναφορικά προς αυτόν δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αναφορικά προς τις ασφαλιστέες αποδοχές πάνω στις οποίες καταβλήθηκαν εισφορές από την 6η Οκτωβρίου 1980.
(2) Από το φιλοδώρημα, το οποίο παρέχεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε μέλος του Σχεδίου στο οποίο δεν καταβάλλεται σύνταξη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου αφαιρείται, κατά τον χρόνο της χορήγησης του φιλοδωρήματος, η εισφορά που κατέβαλε ο εργοδότης πάνω στις εκάστοτε ασφαλιστέες αποδοχές του για το αναλογικό μέρος της σύνταξής του δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, μαζί με τόκο, το επιτόκιο του οποίου καθορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών.
(3) Σε περίπτωση θανάτου στην υπηρεσία μέλους του Σχεδίου που δεν καταλείπει δικαιούχο δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, δεν αφαιρείται η εισφορά που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
59.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου ή Κανονισμών που ρυθμίζουν θέματα μισθοδοσίας, ο μισθός των υπαλλήλων που είναι μέλη του Σχεδίου, οι οποίοι συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών, κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και οι οποίοι είναι δικαιούχοι αναλογικής σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μειώνεται κατά το ύψος της αναλογικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε υπηρεσία στην κρατική υπηρεσία και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ανάλογα με την υπηρεσία έκαστου υπαλλήλου μέλους του Σχεδίου.
(2) Ο Υπουργός Οικονομικών έχει εξουσία να αποφασίζει για την άρση ανωμαλιών και την επίλυση προβλημάτων που δυνατό να προκύψουν από την εφαρμογή της παρούσας ρύθμισης.
60.-(1) Μέλος του Σχεδίου, το οποίο πριν από την αφυπηρέτησή του συμπληρώνει συντάξιμη υπηρεσία όχι μικρότερη από τετρακόσιους (400) μήνες, παύει, από την ημερομηνία που συμπληρώνει την εν λόγω υπηρεσία, να θεωρείται ότι υπάγεται σε επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων και οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 5, καθώς και οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 93 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, παύουν να εφαρμόζονται στην περίπτωσή του από την πρώτη ημέρα του μήνα, ο οποίος ακολουθεί την ημερομηνία αυτή.
(2) Για τις περιπτώσεις μελών του Σχεδίου και συνταξιούχων, στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (1), δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 93 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, αναφορικά με οποιαδήποτε συντάξιμη υπηρεσία, κατά την οποία θεωρούνται ότι δεν υπάγονται σε επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων.
61. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου-
(α) ετήσια σύνταξη και εφάπαξ ποσό καταβάλλεται στα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού που αφυπηρετούν στις βαθμίδες του Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή και τα οποία έχουν κατά την αφυπηρέτησή τους συντάξιμη υπηρεσία τουλάχιστον πέντε (5) ετών·
(β) στα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού που αφυπηρετούν στις βαθμίδες του Λέκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή χορηγείται μόνο ένα φιλοδώρημα, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 45, χωρίς να απαιτείται ελάχιστος χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας:
(γ) τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού αφυπηρετούν υποχρεωτικά κατά τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους εντός του οποίου συμπληρώνουν την ηλικία των εξήντα επτά (67) ετών· και
(δ) η σύνταξη που χορηγείται σε μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού που αφυπηρετεί πριν τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης στις βαθμίδες του Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή αρχίζει να καταβάλλεται με τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα δύο (62) ετών ή σε οποιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο του επιτραπεί να αφυπηρετήσει.
62. Κάθε συνταξιούχος, χήρα/ος, τέκνο ή γονέας, μετά την απόκτηση δικαιώματος παροχής ετήσιας σύνταξης, προσκομίζει απόδειξη ότι βρίσκεται εν ζωή και οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά πιστοποιητικά καθορίζει ο Γενικός Λογιστής, ενώ σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να αναστείλει την καταβολή της σύνταξης.
63. Λεπτομέρειες που αφορούν στην υπηρεσία μέλους του Σχεδίου, οι οποίες δεν δύνανται να επαληθευτούν με βάση τα υφιστάμενα αρχεία, βεβαιώνονται με την προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία ήθελε καθορίσει ο Υπουργός Οικονομικών.
64. Σε περίπτωση που καθορίζεται οποιαδήποτε περίοδος ή ημερομηνία στον παρόντα Νόμο εντός ή κατά την οποία πρέπει να ασκηθεί οποιοδήποτε δικαίωμα επιλογής, ο Υπουργός Οικονομικών ή το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο δύναται, μετά από γραπτή αίτηση προς αυτόν/ό, ανεξαρτήτως εάν η περίοδος αυτή έχει εκπνεύσει ή η ημερομηνία έχει παρέλθει, να παρατείνει την περίοδο αυτή ή να καθορίσει μεταγενέστερη ημερομηνία για την υποβολή αίτησης ή την άσκηση του δικαιώματος επιλογής.
65. Οποιοδήποτε ποσό είναι οφειλόμενο στο Ειδικό Ταμείο από οργανισμό εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στον παρόντα Νόμο ή εισπράττεται από οργανισμό σε σχέση με το Ειδικό Ταμείο, μεταφέρεται στο Ειδικό Ταμείο, όχι αργότερα από το τέλος του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τον μήνα για τον οποίο καθίσταται οφειλόμενο ή κατά τον οποίο εισπράχθηκε.
66. Κάθε οργανισμός, ο οποίος παραλείπει να μεταφέρει στο Ειδικό Ταμείο οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό εντός της προθεσμίας που καθορίζει ο παρών Νόμος, καταβάλλει πρόσθετο τέλος ποσοστού ύψους τρία τοις εκατό (3%) επί του οφειλόμενου ποσού για καθυστέρηση μέχρι ένα μήνα και τρία τοις εκατό (3%) για κάθε τέτοιο διάστημα περαιτέρω καθυστέρησης:
67. Το ποσοστό χρηματοδότησης που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 αρχίζει να καταβάλλεται από τον εργοδότη και κάθε μέλος του Σχεδίου από τον Ιανουάριο του έτους 2023 και μετέπειτα και το ποσοστό χρηματοδότησης που καθίσταται οφειλόμενο στο Ειδικό Ταμείο για την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και της 31ης Δεκεμβρίου 2022, λογίζεται ως ποσοστό χρηματοδότησης που είναι καταβλητέο αναδρομικά από τον εργοδότη και κάθε μέλος του Σχεδίου, σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 14.