36. Σε μέλος του Σχεδίου, το οποίο αφυπηρετεί αναγκαστικά με την κατάργηση της θέσης που κατέχει ή έναντι της οποίας απασχολείται με σύμβαση ή ως ειδικός αστυνομικός για να διευκολυνθεί η βελτίωση της οργάνωσης του τμήματος της κρατικής υπηρεσίας ή του οργανισμού στον οποίο ανήκει, με την οποία δυνατό να επιτευχθεί αποτελεσματικότερη λειτουργία ή οικονομία, δύναται να χορηγηθεί-
(α) σύνταξη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος για συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε (5) ετών·
(β) πρόσθετη σύνταξη ίση με το ένα εξηκοστό (1/60) των συντάξιμων απολαβών του για κάθε περίοδο τριών (3) ετών συντάξιμης υπηρεσίας:
(i) η πρόσθετη σύνταξη δεν υπερβαίνει τα δέκα εξηκοστά (10/60)· και
(ii) το σύνολο της πρόσθετης σύνταξης και της σύνταξης δεν υπερβαίνει τη σύνταξη που θα εδικαιούτο, εάν συνέχιζε να υπηρετεί στη θέση την οποία κατείχε ή έναντι της οποίας απασχολείτο κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του και είχε αφυπηρετήσει με τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, λαμβάνοντας όλες τις προσαυξήσεις τις οποίες εδικαιούτο μέχρι την ημερομηνία αυτή.
37.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), σε περίπτωση που μέλος του Σχεδίου το οποίο αφυπηρετεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ε) του άρθρου 27, λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας και έχει κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία-
(α) πέντε (5) ή περισσότερων ετών αλλά λιγότερη των δέκα (10) ετών λογίζεται ότι συμπλήρωσε διπλάσια συντάξιμη υπηρεσία·
(β) δέκα (10) ή περισσότερων ετών αλλά λιγότερη των δεκαπέντε (15) ετών λογίζεται ότι συμπλήρωσε είκοσι (20) έτη συντάξιμης υπηρεσίας·
(γ) δεκαπέντε (15) ή περισσότερων ετών αλλά λιγότερη των είκοσι τριών (23) ετών, η συντάξιμη υπηρεσία του αυξάνεται κατά πέντε (5) έτη, με ανώτατο όριο συντάξιμης υπηρεσίας τα είκοσι πέντε (25) έτη·
(δ) είκοσι τριών (23) ή περισσότερων ετών αλλά λιγότερη των τριάντα (30) ετών, η συντάξιμη υπηρεσία του αυξάνεται κατά δύο (2) έτη, με ανώτατο όριο συντάξιμης υπηρεσίας τα τριάντα (30) έτη:
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση μέλους του Σχεδίου, το οποίο δικαιούται σε πρόσθετη σύνταξη λόγω αναπηρίας που οφείλεται σε τραυματισμό κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 47, εάν η πρόσθετη αυτή σύνταξη είναι μεγαλύτερη από το ωφέλημα που παρέχεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1).
38. Σε περίπτωση τερματισμού από το Υπουργικό Συμβούλιο ή το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο της υπηρεσίας μέλους του Σχεδίου για εξειδικευμένους λόγους δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, οποιαδήποτε νέα υπηρεσία του μέλους αυτού μετά από επαναδιορισμό ή επαναπρόσληψη σε οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μετά την αφυπηρέτησή του δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (στ) του άρθρου 27 δεν λογίζεται ως συνέχεια της προηγούμενης υπηρεσίας του, εκτός εάν ο Υπουργός Οικονομικών ή το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο ήθελε αποφασίσει διαφορετικά με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης, οπότε το μέλος του Σχεδίου επιστρέφει στο Ειδικό Ταμείο τα εις αυτό παραχωρηθέντα ωφελήματα, ώστε να αναγνωριστεί η προηγούμενη υπηρεσία του.
39. Σε περίπτωση αναγκαστικής αφυπηρέτησης μέλους του Σχεδίου που υπηρετεί ή απασχολείται στην κρατική υπηρεσία, το θέμα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων υποβάλλεται από τον Υπουργό Οικονομικών στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει για τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που θα παραχωρηθούν, καθώς και τον χρόνο έναρξης της καταβολής τούτων, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης:
40. Σε περίπτωση αφυπηρέτησης μέλους του Σχεδίου για λόγους αναίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, καταβάλλονται σε αυτό συνταξιοδοτικά ωφελήματα βάσει της πραγματικής του υπηρεσίας.
41.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του Σχεδίου αφυπηρετεί για ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος που είναι ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση την οποία κατέχει ή στην οποία απασχολείται με σύμβαση ή ως ειδικός αστυνομικός, στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το μέλος αυτό, σε κάθε περίπτωση, λαμβάνει για την υπηρεσία του σύνταξη και εφάπαξ ποσό δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος για συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας και ο χρόνος καταβολής του εφάπαξ ποσού και ο χρόνος έναρξης καταβολής της σύνταξης καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 45 του παρόντος Νόμου:
(2) Οποιαδήποτε νέα υπηρεσία αναληφθεί από πρόσωπο, στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μετά την αφυπηρέτησή του, δεν λογίζεται ως συνέχεια της προηγούμενης υπηρεσίας του.
42. Μέλος του Σχεδίου που παραιτείται από την κρατική υπηρεσία ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με σκοπό να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει συντάξιμη υπηρεσία όχι λιγότερη των πέντε (5) ετών και ο διορισμός του σε θέση έχει επικυρωθεί, σε περίπτωση που απαιτείται τέτοια επικύρωση από το νόμο ή Κανονισμούς που διέπουν τους όρους του διορισμού του, δικαιούται είτε να μεταφέρει τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 είτε να λάβει τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που καταβάλλονται στην περίπτωση οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησης:
43.-(1) Μέλος του Σχεδίου που αφυπηρετεί για ανάληψη καθηκόντων σε μόνιμη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δικαιούται από τη μονιμοποίησή του και μέχρι την ημερομηνία που θεμελιώνει δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας κατά την έννοια του Κανονισμού 77 του Κανονισμού (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962, να ενεργήσει, ώστε να καταβληθεί από τη Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσό που αντικατοπτρίζει την κεφαλαιακή αξία των ωφελημάτων που έχει διασφαλίσει με βάση το σύστημα συντάξεων των υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα με αναγωγή του ποσού αυτού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του:
(2) Το προβλεπόμενο στις διατάξεις του εδαφίου (1) ποσό ισούται με το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε εκατέρωθεν από τον εργοδότη και κάθε μέλος του Σχεδίου στο Ειδικό Ταμείο, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14:
(3) Με τη λήψη επιστολής από την Ευρωπαϊκή Ένωση για μεταφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από το σύστημα συντάξεων των υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο σύστημα συνταξιοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πιο πάνω επιστολής, κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ενδιαφερόμενο, τις απαραίτητες πληροφορίες σε σχέση με την εν λόγω μεταφορά, καθώς και το σχετικό έντυπο αιτήσεως για διεκπεραίωση της μεταφοράς, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2.
(4) Ο ενδιαφερόμενος, εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία που φέρει το εν λόγω έγγραφο κοινοποίησης, δηλώνει εγγράφως προς το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν αποδέχεται τη μεταφορά του σχετικού ποσού από το σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων στο σύστημα συνταξιοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η δήλωση αυτή είναι οριστική και αμετάκλητη, η δε πραγματική μεταφορά του κεφαλαίου από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας διενεργείται εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία αποδοχής της μεταφοράς, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ εάν η πραγματική μεταφορά διενεργηθεί μετά το πέρας της περιόδου των έξι (6) μηνών, το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας καταβάλλει σχετικό τόκο προς όσο επιτόκιο εκάστοτε ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών.
44.-(1) Εφόσον υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος με βάση τον Κανονισμό (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962, θεμελίωσε δικαίωμα σε σύνταξη, διοριστεί στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δικαιούται από την ημερομηνία επικύρωσης του διορισμού του, σε περίπτωση που απαιτείται τέτοια επικύρωση από το νόμο ή Κανονισμούς που διέπουν τους όρους διορισμού του, να μεταφέρει, στο σύστημα συντάξεων των υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το αναλογιστικό ισοδύναμο ποσό των δικαιωμάτων σε σύνταξη αρχαιότητας που έχει αποκτήσει για την υπηρεσία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτό υπολογίζεται με βάση τον Κανονισμό (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962 και σε τέτοια περίπτωση, η υπηρεσία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία δυνάμει του συστήματος σύνταξης των υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
(2) Με τη λήψη επιστολής για μεταφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από το σύστημα συνταξιοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύστημα σύνταξης των υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αποστέλλεται στον ενδιαφερόμενο έντυπο αιτήσεως για μεταφορά των εν λόγω ωφελημάτων, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2.
(3) Με τη λήψη του συμπληρωμένου και υπογεγραμμένου εντύπου αιτήσεως για μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο σύστημα συντάξεων των υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας αποστέλλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ενδιαφερόμενο όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τη διεκπεραίωση της μεταφοράς.
45.-(1) Μέλος του Σχεδίου με συντάξιμη υπηρεσία όχι λιγότερη των πέντε (5) ετών και νοουμένου ότι ο διορισμός του σε θέση έχει επικυρωθεί, σε περίπτωση που απαιτείται τέτοια επικύρωση από τον νόμο ή Κανονισμούς που διέπουν τους όρους διορισμού του, αποκτά δικαίωμα για υποβολή αίτησης για οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση.
(2) Σε περίπτωση που μέλος του Σχεδίου υποβάλλει αίτηση για οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 30, η οποία εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο, καταβάλλεται σε αυτό εφάπαξ ποσό και σύνταξη όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 26 και ο χρόνος καταβολής του εφάπαξ ποσού και ο χρόνος έναρξης καταβολής της σύνταξης, καθορίζονται ως ακολούθως:
(i) Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται στο μέλος μόλις συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα (60) ετών· και
(ii) το εφάπαξ ποσό με τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα (50) ετών:
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του Σχεδίου δεν ικανοποιεί τους άλλους όρους του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, αλλά έχει συντάξιμη υπηρεσία όχι μικρότερη των τριών (3) ετών και παραιτείται από τη θέση του με άδεια του αρμόδιου οργάνου, λαμβάνει αμέσως μετά την παραίτησή του εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο (1/12) του μέσου όρου των ετήσιων ακαθάριστων συντάξιμων απολαβών του συνόλου της συντάξιμης υπηρεσίας του από την ημερομηνία πρόσληψης έως την ημερομηνία αφυπηρέτησής του, αναπροσαρμοσμένων κατά την αξία της εκάστοτε ισχύουσας ασφαλιστικής μονάδας του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για κάθε συμπληρωμένο μήνα συντάξιμης υπηρεσίας:
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του Σχεδίου για το οποίο εφαρμόζονται τα εδάφια (1) και (2) ασθενήσει κατά οποιονδήποτε χρόνο πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας που απαιτείται για την έναρξη καταβολής σε αυτό της σύνταξης, ο Υπουργός Οικονομικών, εάν ικανοποιηθεί από ιατρική έκθεση ιατροσυμβουλίου ότι υποφέρει από σωματική ή πνευματική αναπηρία, η οποία είναι κατά πάσα πιθανότητα μόνιμη και τέτοιας φύσεως, ώστε να μην δύναται να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα, δύναται να επιτρέψει την καταβολή της σύνταξης αμέσως και σε τέτοια περίπτωση οι διατάξεις του άρθρου 37 για αύξηση σύνταξης σε περιπτώσεις αφυπηρέτησης λόγω ασθένειας, δεν εφαρμόζονται και η σύνταξη υπολογίζεται και αυξάνεται, όπως προβλέπεται στην επιφύλαξη του εδαφίου (2).
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του Σχεδίου για το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) αποβιώσει σε οποιονδήποτε χρόνο πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας που απαιτείται για την έναρξη καταβολής σε αυτό της σύνταξης, καταβάλλεται στη χήρα και τα τέκνα του που δικαιούνται σύνταξη, εάν υπάρχουν, σύνταξη χήρας και τέκνων σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VI, χωρίς να εφαρμόζεται η πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 54 αναφορικά με πρόσθετη υπηρεσία στον υπολογισμό του ποσοστού της σύνταξης χήρας και η σύνταξη υπολογίζεται και αυξάνεται όπως προβλέπεται στην επιφύλαξη του εδαφίου (2).
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του Σχεδίου για το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) επαναδιοριστεί ή επαναπροσληφθεί στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα πριν από την καταβολή οποιασδήποτε σύνταξης και τελικά αφυπηρετήσει σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία δικαιούται σύνταξη δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27, η προηγούμενη υπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξής του κατά την τελική αφυπηρέτηση, νοουμένου ότι η περίοδος υπηρεσίας του αμέσως πριν από την τελική αφυπηρέτησή του δεν είναι μικρότερη των πέντε (5) ετών και ότι το μέλος, αμέσως μετά τον επαναδιορισμό ή την επαναπρόσληψή του, επιλέξει να επιστρέψει οποιοδήποτε εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα του χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3):
46.-(1) Η σύνταξη και το εφάπαξ ποσό ή το φιλοδώρημα μέλους του Σχεδίου, το οποίο αφυπηρετεί ή παραιτείται πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, μειώνονται κατά ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό ίσο με αυτό που εκτίθεται στον Δεύτερο Πίνακα, αναλόγως της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 30 και σε συνάρτηση με την ηλικία καταβολής του εφάπαξ ποσού και της έναρξης καταβολής της σύνταξης όπως προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 45.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση θανάτου μέλους του Σχεδίου ή σε περίπτωση αφυπηρέτησής του με απόφαση του αρμοδίου προς τούτο οργάνου μετά από σχετική έκθεση ιατροσυμβουλίου, σύμφωνα με την οποία το μέλος δεν δύναται να εκτελεί τα καθήκοντά του λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας και η ανικανότητα αυτή πιθανόν να είναι μόνιμη ή στην περίπτωση μέλους του Σχεδίου που αφυπηρετεί οικειοθελώς πρόωρα ή παραιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, διασφαλίζοντας δικαίωμα μόνο σε φιλοδώρημα.
47.-(1) Σε περίπτωση που μέλος του Σχεδίου καταστεί μόνιμα ανάπηρο συνεπεία τραύματος που υπέστη-
(α) κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντός του·
(β) χωρίς δική του αμέλεια· και
(γ) λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντός του,
το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται-
(i) εάν η αφυπηρέτησή του καταστεί αναγκαία ή επιταχυνθεί ουσιαστικά και η συνολική του υπηρεσία είναι μικρότερη των πέντε (5) ετών, να αποφασίσει τη χορήγηση σε αυτό, αντί φιλοδωρήματος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 29, σύνταξης και εφάπαξ ποσού δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26, με βάση το μήκος της υπηρεσίας του, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος για συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε (5) ετών·
(ii) να αποφασίσει τη χορήγηση στο μέλος του Σχεδίου με την αφυπηρέτησή του, πρόσθετης σύνταξης που υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες απολαβές του κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του ως ακολούθως:
σε περίπτωση που η αναπηρία είναι-
(αα) ελαφρά - πέντε εξηκοστά (5/60) των συντάξιμων απολαβών·
(ββ) σοβαρή - δέκα εξηκοστά (10/60)·
(γγ) πολύ σοβαρή - δεκαπέντε εξηκοστά (15/60)·
(δδ) πλήρης - είκοσι εξηκοστά (20/60):
«ελαφρά αναπηρία» σημαίνει βαθμό αναπηρίας μεταξύ δέκα τοις εκατό (10%) και τριάντα τοις εκατό (30%) και των δύο ποσοστών συμπεριλαμβανομένων·
«σοβαρή αναπηρία» σημαίνει βαθμό αναπηρίας πάνω από τριάντα τοις εκατό (30%) μέχρι και πενήντα τοις εκατό (50%) συμπεριλαμβανομένου·
«πολύ σοβαρή αναπηρία» σημαίνει βαθμό αναπηρίας πάνω από πενήντα τοις εκατό (50%) μέχρι και εβδομήντα τοις εκατό (70%) συμπεριλαμβανομένου·
«πλήρης αναπηρία» σημαίνει βαθμό αναπηρίας πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%)·
όπως η αναπηρία και οι βαθμοί της καθορίζονται στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο:
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του Σχεδίου που κατέστη ανάπηρο σύμφωνα με τα πιο πάνω και κατά την ημερομηνία του τραύματος κατείχε θέση επί δοκιμασία, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται κατά την αφυπηρέτησή του να χορηγήσει σε αυτό σύνταξη ποσού ίσου με την πρόσθετη σύνταξη που μπορούσε να χορηγηθεί στο μέλος αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), εάν ο διορισμός του είχε επικυρωθεί.
(3) Οποιαδήποτε πρόσθετη σύνταξη πληρωτέα δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ii) του εδαφίου (1), μαζί με οποιαδήποτε σύνταξη πληρωτέα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου μαζί με το ετήσιο ποσό του ωφελήματος που καταβάλλεται λόγω αναπηρίας ως σύνταξη δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, δεν δύναται να υπερβαίνουν τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές του μέλους κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του.
(4) H δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) παρεχόμενη εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο, όσον αφορά τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ασκείται κατ’ αναλογίαν από τα αρμόδια κατά περίπτωση όργανα.
48.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του Σχεδίου αποβιώσει στην υπηρεσία, χορηγείται στον νόμιμο προσωπικό του αντιπρόσωπο εφάπαξ ποσό που δεν υπερβαίνει τις ετήσιες συντάξιμές του απολαβές κατά την ημερομηνία του θανάτου του ή της λήξης της άδειας την οποία τυχόν είχε σε πίστη του κατά την ημερομηνία αυτή ή το εφάπαξ ποσό το οποίο θα εδικαιούτο εάν είχε αφυπηρετήσει λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ε) του άρθρου 27 κατά την ημερομηνία του θανάτου του ή της λήξης της άδειας την οποία τυχόν είχε σε πίστη του κατά την ημερομηνία αυτή, οποιοδήποτε από τα ποσά αυτά είναι το μεγαλύτερο:
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του Σχεδίου στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη ή φιλοδώρημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους αποβιώσει μετά την αφυπηρέτησή του και το συνολικό ποσό που πληρώθηκε ή είναι πληρωτέο σε αυτό έως την ημερομηνία του θανάτου του υπό μορφή σύνταξης ή φιλοδωρήματος ή άλλου ωφελήματος αφυπηρέτησης είναι μικρότερο από τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές που λάμβανε κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του, χορηγείται στον νόμιμο προσωπικό του αντιπρόσωπο φιλοδώρημα ίσο με τη διαφορά.
49.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των διατάξεων του άρθρου 50, σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του Σχεδίου αποβιώσει, ενώ διατελούσε στην υπηρεσία, συνεπεία τραύματος το οποίο υπέστη-
(α) κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντός του·
(β) χωρίς δική του αμέλεια· και
(γ) λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντός του,
το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει τη χορήγηση, επιπρόσθετα από το φιλοδώρημα που τυχόν χορηγήθηκε στο νόμιμο προσωπικό του αντιπρόσωπό δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 48-
(i) εάν το μέλος που απεβίωσε καταλείπει χήρα, σύνταξη σε αυτή, εφόσον παραμένει ανύπανδρη, το ποσό της οποίας δεν υπερβαίνει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των ετήσιων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία θανάτου του·
(ii) εάν το μέλος που απεβίωσε καταλείπει χήρα στην οποία χορηγείται σύνταξη δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (i) και τέκνο ή τέκνα, σύνταξη για κάθε τέκνο, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έκτο (1/6) του ποσού της σύνταξης που καθορίζεται στην παράγραφο (i)·
(iii) εάν το μέλος που απεβίωσε καταλείπει τέκνο ή τέκνα, αλλά δεν καταλείπει χήρα ή εάν δεν χορηγείται σύνταξη στη χήρα, σύνταξη για κάθε τέκνο, το ποσό της οποίας είναι διπλάσιο του ποσού που καθορίζεται από την παράγραφο (ii)·
(iv) εάν το μέλος που απεβίωσε καταλείπει τέκνο ή τέκνα και χήρα στην οποία χορηγείται σύνταξη δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (i) και η χήρα μετά αποβιώσει, σύνταξη για κάθε τέκνο από την ημερομηνία του θανάτου της χήρας διπλάσια από το ποσό που καθορίζεται στην παράγραφο (ii)·
(v) εάν το μέλος που απεβίωσε δεν καταλείπει χήρα ή δεν χορηγείται σύνταξη στη χήρα και εάν οι γονείς του ή οποιοσδήποτε εξ’ αυτών εξαρτάτο πλήρως ή κυρίως από αυτό για τη συντήρησή του, σύνταξη στον πατέρα ή τη μητέρα ή και στους δύο, εφόσον αυτοί ή οποιοσδήποτε από αυτούς στερούνται επαρκών μέσων συντήρησης και το ποσό της σύνταξης γονέων δεν υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που θα μπορούσε να χορηγηθεί στη χήρα του:
Νοείται ότι-
(α) σύνταξη δεν καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου σε οποιονδήποτε χρόνο για περισσότερα από τρία (3) τέκνα·
(β) σε περίπτωση σύνταξης που χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (v) του παρόντος εδαφίου, εάν οποιοσδήποτε από τους δύο γονείς ήταν χήρος κατά τον χρόνο χορήγησης της σύνταξης και μετά τελέσει γάμο εκ νέου, η σύνταξη αυτή τερματίζεται από την ημερομηνία που τέλεσε τον νέο γάμο· εάν, κατά την κρίση του Υπουργού Οικονομικών, σε οποιονδήποτε χρόνο οποιοσδήποτε από τους γονείς στον οποίο χορηγήθηκε σύνταξη δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (v) έχει άλλους επαρκείς πόρους συντήρησης, η σύνταξη αυτή τερματίζεται από την ημερομηνία που ορίζει ο Υπουργός Οικονομικών·
(γ) ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να διατάξει τον τερματισμό καταβολής σύνταξης που χορηγήθηκε δυνάμει του παρόντος εδαφίου σε τέκνο, σε περίπτωση κατά την οποία το τέκνο τελέσει γάμο·
(δ) ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να διατάξει-
(i) τη συνέχιση καταβολής σύνταξης για τέκνο το οποίο, αν και έπαυσε να είναι δικαιούχο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, υπέστη, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εδικαιούτο σύνταξη, πνευματική ή σωματική αναπηρία που πιστοποιείται από ιατροσυμβούλιο ότι το καθιστά ανίκανο να κερδίζει τα αναγκαία προς το ζην·
(ii) τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (α) και (γ) της παρούσας επιφύλαξης, την καταβολή σύνταξης για τέκνο το οποίο ανεξαρτήτως ηλικίας, κατά τον χρόνο του θανάτου του πατέρα του, υποφέρει από πνευματική ή σωματική αναπηρία η οποία πιστοποιείται από ιατροσυμβούλιο ότι το καθιστά ανίκανο να κερδίζει τα αναγκαία προς το ζην:
(2) Ο Υπουργός Οικονομικών καθορίζει την ελάχιστη σύνταξη που χορηγείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και στο ποσό αυτό υπολογίζονται και οι συντάξεις που χορηγούνται στα τέκνα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η δε ελάχιστη αυτή σύνταξη δεν υπόκειται στην τιμαριθμική αύξηση που προβλέπεται στο άρθρο 57.
(3) Οποιεσδήποτε συντάξεις πληρωτέες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου μειώνονται κατά ποσό ίσο με το ένα τρίτο (1/3) του ετήσιου ποσού ωφελήματος που καταβάλλεται ως σύνταξη λόγω θανάτου δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
(4) Οποιεσδήποτε συντάξεις πληρωτέες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου μαζί με το ετήσιο ποσό κάθε ωφελήματος που καταβάλλεται ως σύνταξη δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, δεν υπερβαίνουν τις συντάξιμες απολαβές του αποβιώσαντος μέλους του Σχεδίου κατά την ημερομηνία του θανάτου του.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ο όρος «τέκνα» σημαίνει τα νόμιμα ή νομιμοποιηθέντα ή εξώγαμα ή αναγνωρισθέντα ή υιοθετηθέντα ή φυσικά τέκνα της συζύγου, εφόσον δεν υπερβαίνουν το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας τους ή το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος της ηλικίας τους εάν φοιτούν σε σχολή, κολλέγιο, πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή εξασκούνται από οποιοδήποτε πρόσωπο σε οποιοδήποτε επιτήδευμα, επάγγελμα ή τέχνη, κάτω από συνθήκες που απαιτούν να αφιερώνουν στην φοίτηση ή εξάσκησή τους το σύνολο του χρόνου τους ή βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά δυνάμει των διατάξεων του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου και στον όρο αυτό περιλαμβάνονται και επιγενόμενα τέκνα.
(6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου μέλους του Σχεδίου, εάν η χήρα ή τα τέκνα αυτού ή οι εξαρτώμενοί του γονείς είναι δικαιούχοι σε συντάξεις δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VI:
(7) H δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) άρθρου παρεχόμενη εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο, όσον αφορά τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ασκείται κατ’ αναλογίαν από τα αρμόδια κατά περίπτωση όργανα.
50. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 49, για συντάξεις σε εξαρτωμένους σε περίπτωση κατά την οποία μέλος της Αστυνομίας ή μέλος της Πυροσβεστικής που συμπλήρωσε πέντε (5) ή περισσότερα έτη υπηρεσίας αποβιώσει ενώ διατελούσε σε υπηρεσία-
(α) κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντός του·
(β) χωρίς δική του αμέλεια· και
(γ) λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντός του,
η σύνταξη που χορηγείται στη χήρα και στο τέκνο αυτού είναι αυτή που θα καταβαλλόταν εάν το μέλος του Σχεδίου που απεβίωσε εξακολουθούσε να βρίσκεται σε υπηρεσία και απεβίωσε κατά την ημερομηνία συμπλήρωσης της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, η δε σύνταξη αυτή υπολογίζεται με βάση την ανώτατη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας του αμέσως ανώτερου βαθμού από τον βαθμό που το αποβιώσαν μέλος κατείχε κατά την ημερομηνία που απεβίωσε και η περίοδος υπηρεσίας που προστίθεται λογίζεται ως υπηρεσία για την οποία καταβλήθηκαν τα ποσά που προβλέπονται στο άρθρο 14: