109.-(1) Κάθε δήμος προβαίνει στις απαραίτητες διευθετήσεις για την εφαρμογή και τη λειτουργία συστήματος εσωτερικού ελέγχου για τις δραστηριότητες που είναι υπό την ευθύνη του, εφαρμοζομένων κατ’ αναλογία των διατάξεων του περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), κάθε δήμος συστήνει μονάδα εσωτερικού ελέγχου, εφαρμοζομένων των ακόλουθων διατάξεων:
(α) Ο επικεφαλής της μονάδας εσωτερικού ελέγχου του οικείου δήμου λογοδοτεί στην Επιτροπή Ελέγχου, που συστήνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66, για θέματα που αφορούν-
(i) την έγκριση καταστατικού χάρτη λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου (internal audit charter),
(ii) την έγκριση της στρατηγικής ελέγχου και της ετήσιας έκθεσης,
(iii) την έγκριση του ετήσιου προγράμματος ελέγχου με βάση την εκτίμηση κινδύνου,
(iv) τις κοινοποιήσεις για τα αποτελέσματα του εσωτερικού ελέγχου,
(v) τη διεξαγωγή κατάλληλης έρευνας στη διοίκηση για προσδιορισμό του κατά πόσο υπάρχουν περιορισμοί πλαισίου ή προϋπολογισμού, οι οποίοι εμποδίζουν τη λειτουργία της μονάδας εσωτερικού ελέγχου να ανταποκρίνεται στις ευθύνες της.
(β) Η διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων της μονάδας εσωτερικού ελέγχου δύναται να αναλαμβάνεται από μόνιμο και εξειδικευμένο προσωπικό του δήμου ή/και από εξειδικευμένα άτομα ή εξειδικευμένους οίκους, εφόσον η μονάδα εσωτερικού ελέγχου προβεί σε αγορά ή μίσθωση υπηρεσιών.
(γ) Η εμπλοκή των ατόμων που στελεχώνουν τη μονάδα εσωτερικού ελέγχου σε οποιαδήποτε άλλα λειτουργικά καθήκοντα, απαγορεύεται.
(3) Ο Έφορος Εσωτερικού Ελέγχου, ο οποίος διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 του περί Εσωτερικού Ελέγχου Νόμου, καθορίζει τα πρότυπα εσωτερικού ελέγχου που εφαρμόζει η μονάδα εσωτερικού ελέγχου κατά τη διενέργεια εσωτερικού ελέγχου.
110.-(1) Μετά τη λήξη κάθε oικovoμικoύ έτους και εv πάση περιπτώσει όχι αργότερα της 30ής Απριλίου τoυ επόμενου έτους, ετoιμάζovται από κάθε δήμο οικονομικές καταστάσεις, oι οποίες, αφού πιστoπoιηθoύv τόσο από διοριζόμενους από τον Γενικό Ελεγκτή εξωτερικούς ελεγκτές, όσο και από τον δήμαρχο και από τον Δημοτικό Ταμία, υπoβάλλovται για έλεγχο στον Γενικό Ελεγκτή:
(2) Οι oικovoμικές δοσοληψίες των συμβουλίων, οι λογαριασμοί και γενικότερα η oικovoμική διαχείρισή τους ελέγχονται από τον Γενικό Ελεγκτή.
(3) Μετά τov έλεγχο, o Γενικός Ελεγκτής υποβάλλει τους ελεγμέvoυς λογαριασμούς, μαζί με την έκθεσή του που ετοίμασε για αυτούς, στο συμβούλιο, στη Βουλή των Αvτιπρoσώπωv και στov Υπουργό, o oπoίoς μεριμνά για τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(4) Αφού οι λογαριασμοί αυτοί ελεγχθούν και αντίγραφό τους δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αυτοί θεωρούνται κλειστοί, και, μετά την εκπvoή ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της δημοσίευσης αυτής, κανένας δεν δύναται να τους αμφισβητήσει για οποιονδήποτε λόγο, εκτός μόvo για λόγους ανεντιμότητας ή δόλου ή για την ανάκτηση καθυστερημένων εσόδων.
(5) Τα έξοδα ελέγχου των λογαριασμών καθoρίζovται από τoν Γενικό Ελεγκτή και καταβάλλονται από το συμβούλιο κάθε δήμου στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
111. Για τους σκoπoύς οποιουδήποτε ελέγχου που διενεργείται από τον Γενικό Ελεγκτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων Νόμου.
112. Σε περίπτωση που-
(α) δήμος παραβιάσει οποιαδήποτε διάταξη του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου,
(β) οι πραγματικές δαπάνες του δήμου υπερβαίνουν σημαντικά την πρόβλεψη των δαπανών που υπέβαλε ο δήμος μέσω του προϋπολογισμού του,
(γ) οι δαπάνες του δήμου, που αποσκοπούν στη συντήρηση των σχολικών κτιρίων και υποδομών, δαπανώνται, ή πρόκειται να δαπανηθούν σε άλλους τομείς, παρά τα καθοριζόμενα στον προϋπολογισμό του δήμου,
(δ) δήμος δεν υποβάλει εντός του χρονικού πλαισίου, που θέτει ο Υπουργός ή/και ο Υπουργός Οικονομικών, τα στοιχεία που απαιτούνται για σκοπούς ελέγχου,
o Υπουργός δύναται, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών, να-
(i) ζητήσει από τον δήμο να επαναφέρει την πραγματική δαπάνη στο επίπεδο των αρχικών προβλέψεων για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή, σε περίπτωση που αυτό δεν καθίσταται άμεσα δυνατό, να υποβάλει για έγκριση στον Υπουργό και στον Υπουργό Οικονομικών, σχέδιο δράσης για άρση της υπέρβασης,
(ii) διορίσει οικονομικό διαχειριστή στον δήμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο οποίος έχει την εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις για τα κύρια οικονομικά θέματα, όπως αυτά καθορίζονται από τον Υπουργό Οικονομικών και ο εν λόγω οικονομικός διαχειριστής ενεργεί ως εκπρόσωπος του Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών και τελεί υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του Υπουργού,
(iii) απαγορεύσει ή περιορίσει την πρόσληψη λειτουργών ή άλλου προσωπικού στον δήμο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο,
(iv) αναστείλει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει την εξουσία του δήμου να δαπανά περισσότερα από την εγκεκριμένη πρόνοια του εγκεκριμένου κονδυλίου του προϋπολογισμού με εξοικονομήσεις από άλλο εγκεκριμένο κονδύλι,
(v) απαιτήσει την ετοιμασία επιπλέον εκθέσεων για παροχή οικονομικών και άλλων πληροφοριών και ζητήσει γενικά οποιεσδήποτε οικονομικής φύσεως ή άλλες πληροφορίες, επιπροσθέτως των προϋποθέσεων που απαιτείται να πληρούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού Νόμου, στη βάση προκαθορισμένου χρονοδιαγράμματος:
113.-(1) Δήμαρχος, αντιδήμαρχος ή σύμβουλος εναντίον του οποίου διερευνάται από τις διωκτικές αρχές αδίκημα που καθορίζεται στις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 ή αδίκημα που καθορίζεται ως κακούργημα σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου ο οποίος επιφέρει, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και άνω, τελεί αυτοδικαίως σε αργία από την ημέρα δημοσίευσης σχετικής γνωστοποίησης του Υπουργού:
(2) Η αργία που καθορίζεται στο εδάφιο (1) τερματίζεται με τη λήξη της έρευνας ή την πλήρη εκδίκαση της υπόθεσης και την απαλλαγή, αθώωση ή καταδίκη του δημάρχου, αντιδημάρχου ή συμβούλου, εναντίον του οποίου διεξάγεται έρευνα ή έχει καταχωρισθεί ποινική υπόθεση και προς τούτο δημοσιεύεται σχετική γνωστοποίηση από τον Υπουργό αναφορικά με τον τερματισμό της αργίας:
(3) Σε περίπτωση καταδίκης δημάρχου, αντιδημάρχου ή συμβούλου για τα καθοριζόμενα στο εδάφιο (1) αδικήματα, αυτός δεν δικαιούται ανάκτηση της αποκοπείσας αντιμισθίας, εκπίπτει αυτοδικαίως από τη θέση του και αυτή λογίζεται ως κενωθείσα για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και προς τούτο ο Υπουργός εκδίδει σχετική γνωστοποίηση.
114. Ελέγχων λειτουργός, ο οποίος χωρίς εύλογη αιτιολογία εξουσιοδοτεί τη διενέργεια δαπανών είτε που υπερβαίνουν τις εγκεκριμένες πιστώσεις του προϋπολογισμού είτε κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου, όπως σε περίπτωση που δεν χορηγείται η απαιτούμενη προηγούμενη εξουσιοδότηση του συμβουλίου, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
115.-(1) Ο υπάλληλoς ευθύvεται έvαvτι του δήμου για κάθε απώλεια ή ζημιά πoυ πρoξεvείται από τηv αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίvδυvη πράξη ή παράλειψή τoυ κατά τηv εκτέλεση τωv καθηκόvτωv τoυ και δύναται vα επιβαρυvθεί για oλόκληρo ή μέρoς της απώλειας ή ζημιάς πoυ πρoξεvήθηκε κατ' αυτόv τov τρόπo, εάv τo απoφασίσει το συμβούλιο, αφoύ λάβει τις απόψεις τoυ νομικού του συμβούλου και τoυ Γεvικoύ Ελεγκτή.
(2) Ο υπάλληλoς ευθύvεται επίσης έvαvτι του δήμου για τις απoζημιώσεις τις oπoίες ο δήμος κατέβαλε σε τρίτoυς για αλόγιστες, απερίσκεπτες ή επικίvδυvες πράξεις ή παραλείψεις τoυ υπαλλήλoυ κατά τηv εκτέλεση τωv καθηκόvτωv τoυ.
(3) Η αξίωση του δήμου για απoζημίωση έvαvτι των υπαλλήλων στις περιπτώσεις τωv πιo πάvω εδαφίωv παραγράφεται σε τρία (3) χρόνια και στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η τριετία αρχίζει, αφότoυ επήλθε η ζημιά ενώ στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2), αφότoυ ο δήμος κατέβαλε τηv απoζημίωση.
(4) Σε περίπτωση που ο υπάλληλος ενεργεί προς εκτέλεση οδηγιών ή/και κατ’ εξουσιοδότηση διοικητικά ανώτερου υπαλλήλου ή του δημάρχου ή μέλους του συμβουλίου, απαγορεύεται η θεμελίωση αστικής ευθύνης χωρίς να ευθύνεται παράλληλα και το πρόσωπο που παρείχε τις οδηγίες ή/και τη σχετική εξουσιοδότηση όσον αφορά τις πράξεις ή παραλείψεις του υπαλλήλου.
116.-(1) Οι ελέγχοντες λειτουργοί, μεταξύ άλλων-
(α) έχουν την ευθύνη υλοποίησης του οικείου προϋπολογισμού στη βάση των αρχών της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχείρισης, η οποία περιλαμβάνει-
(i) την αρχή της οικονομίας·
(ii) την αρχή της αποδοτικότητας· και
(iii) την αρχή της αποτελεσματικότητας,
(β) ενεργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του προϋπολογισμου του δήμου και δυνάμει γενικών και ειδικών κανονισμών, διατάξεων και οδηγιών που εκδίδονται εκάστοτε από το συμβούλιο,
(γ) έχουν την ευθύνη της είσπραξης των εσόδων του δήμου και λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την έγκαιρη είσπραξή τους,
(δ) λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η άμεση τιμολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών και η είσπραξη καθορισμένων τελών και φορολογιών,
(ε) λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η είσπραξη των καθυστερημένων εσόδων,
(στ) εξουσιοδοτούν τη διενέργεια δαπανών μόνο όταν υπάρχουν ανάλογες πιστώσεις και μόνο μέσα στα όρια των προβλεπόμενων κονδυλίων του οικείου προϋπολογισμού.
(2)(α) Ελέγχων λειτουργός ή/και οποιοσδήποτε άλλος υπάλληλος ο οποίος ασκεί έλεγχο επί των δαπανών, και εξουσιοδοτεί γραπτώς τη διενέργεια δαπάνης κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1), καθώς και ο αρμόδιος για την πληρωμή υπάλληλος, διαπράττουν αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης τους, υπόκεινται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.
(β) Ο ελέγχων λειτουργός ή/και οποιοσδήποτε άλλος υπάλληλος, που αναφέρεται πιο πάνω, καθώς και ο αρμόδιος για την πληρωμή υπάλληλος, έχουν αστική ευθύνη για κάθε πληρωμή η οποία διενεργείται κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.
(γ) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, κάθε έλλειμμα χρημάτων, αξιών ή υλικού, που διαπιστώνεται με την καθορισμένη διαδικασία, όπως αυτή προβλέπεται σε Κανονισμούς ή σε εγκυκλίους, αναπληρώνεται από τον ελέγχοντα λειτουργό ως αποτέλεσμα των οδηγιών ή ενεργειών του οποίου προέκυψε το έλλειμμα αυτό.
(δ) Κάθε έλλειμμα υλικού καταλογίζεται στον ελέγχοντα λειτουργό ή/και στον κατάλληλα εξουσιοδοτημένο από αυτόν εκπρόσωπό του σε χρήμα, με βάση την τρέχουσα τιμή κατά τον καταλογισμό, η δε τιμή αυτή προσδιορίζεται από τον δήμαρχο σε συνεννόηση με τον Δημοτικό Ταμία.
(ε) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως έλλειμμα λογίζεται και κάθε πληρωμή που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ελέγχοντος λειτουργού, η οποία διενεργείται καθ’ υπέρβαση της εξουσίας που του χορηγήθηκε.
117. Ο Υπουργός, ασκώντας καθηκόντως εποπτεία επί των δήμων, εάν, έπειτα από σχετική έρευνα, διαπιστώσει ότι όργανο του δήμου αμελεί ή παραλείπει να εκπληρώσει τα καθήκοντα που καθορίζει ο παρών Νόμος ή οποιοσδήποτε άλλος Νόμος ή Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει αυτών ή ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεών τους, καλεί το εν λόγω όργανο σε συμμόρφωση εντός τακτής προθεσμίας και, σε περίπτωση που το όργανο του δήμου εμμένει στην έκδηλα παράνομη συμπεριφορά του, ο Υπουργός δύναται να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την παράνομη απόφαση ή/και, ανάλογα με την περίπτωση, να διατάξει τη νόμιμη εκτέλεση παράνομης παράλειψης: