10. Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, κτηνοτροφικές περιοχές οι οποίες εγκρίθηκαν δυνάμει των διατάξεων του περί της Ίδρυσης Κτηνοτροφικών Συνδέσμων και Εγκατάστασης Κτηνοτροφικών Περιοχών Νόμου δεν επηρεάζονται και συνεχίζουν να λειτουργούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
11. Η αρμόδια αρχή δεν φέρει ευθύνη για ζημιά η οποία προκαλείται από κτηνοτρόφο ή ζώα ή μηχανήματα του κτηνοτρόφου σε περιουσία η οποία βρίσκεται εντός ή εκτός της κτηνοτροφικής περιοχής.
12.-(1) Πριν από τον τερματισμό της σύμβασης μίσθωσης κτηνοτροφικού οικοπέδου, ο δικαιούχος κατεδαφίζει οικοδομές οι οποίες βρίσκονται εντός του εκμισθωμένου σε αυτόν οικοπέδου, αφού εξασφαλίσει προς τούτο άδεια κατεδάφισης από την αρμόδια οικοδομική αρχή δυνάμει των διατάξεων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, τηρώντας όλους τους αναγκαίους όρους της εν λόγω άδειας, περιλαμβανομένης της εκκένωσης, καθαρισμού και απορρύπανσης, δυνάμει των διατάξεων του περί Αποβλήτων Νόμου, εκτός εάν του ζητηθεί διαφορετικά από την αρμόδια αρχή και σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (2).
(2) Οικοδομή η οποία έχει ανεγερθεί επί της εκμισθωθείσας ιδιοκτησίας είτε νόμιμα είτε χωρίς την εξασφάλιση άδειας οικοδομής, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 9, αυτοδικαίως, μετά τη λήξη ή τον τερματισμό της σύμβασης μίσθωσης κτηνοτροφικού οικοπέδου, περιέρχεται στην ιδιοκτησία της Δημοκρατίας:
13. Απαγορεύεται η είσοδος προσώπου σε μισθωθέν κτηνοτροφικό οικόπεδο χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του μισθωτή ή χωρίς την παρουσία του μισθωτή, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στη σύμβαση μίσθωσης κτηνοτροφικού οικοπέδου ή στις διατάξεις του παρόντα ή/και οποιουδήποτε άλλου Νόμου.
14. Πρόσωπο το οποίο εισέρχεται σε υποστατικό κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 13 ή κατέχει και χρησιμοποιεί κτηνοτροφικό οικόπεδο το οποίο βρίσκεται σε κτηνοτροφική περιοχή και το οποίο δεν είναι μισθωμένο σε αυτόν, διαπράττει αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18.
15.-(1) Κτηνοτροφική περιοχή καταργείται δυνάμει απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, όταν παύει να πληροί τους σκοπούς για τους οποίους δημιουργήθηκε.
(2) Η ως άνω προβλεπόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου περιλαμβάνει σχέδιο αποκατάστασης της περιοχής και σχέδιο αποζημίωσης και μετεγκατάστασης σε άλλη περιοχή βάσει καθορισμένων κριτηρίων τα οποία αποφασίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, τηρουμένων των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου αναφορικά με τις κρατικές ενισχύσεις.
(3) Ο Διευθυντής ενημερώνει γραπτώς τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών μετά την κατάργηση της κτηνοτροφικής περιοχής.
16. Οι υποχρεώσεις του μισθωτή είναι οι ακόλουθες:
(α) Η κατάθεση αίτησης για εξασφάλιση άδειας οικοδομής των υποστατικών και των βοηθητικών κατασκευών εντός του μισθωθέντος κτηνοτροφικού οικοπέδου για τους σκοπούς οι οποίοι προβλέπονται στη σύμβαση μίσθωσης κτηνοτροφικού οικοπέδου, εντός χρονικής περιόδου η οποία δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος από την ημερομηνία της μίσθωσης·
(β) η ολοκλήρωση της ανέγερσης των κτηνοτροφικών υποστατικών και των βοηθητικών κατασκευών εντός του μισθωθέντος κτηνοτροφικού οικοπέδου για τους σκοπούς οι οποίοι προβλέπονται στη σύμβαση μίσθωσης κτηνοτροφικού οικοπέδου, εντός χρονικής περιόδου η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη από την ημερομηνία έναρξης της μίσθωσης, εκτός εάν ο μισθωτής εξασφαλίσει προηγουμένως ειδική για τον σκοπό αυτό γραπτή άδεια του Διευθυντή·
(γ) η συνεχής χρήση του μισθωθέντος κτηνοτροφικού οικοπέδου για τους σκοπούς οι οποίοι προνοούνται στη σύμβαση μίσθωσής του:
(δ) η χρήση του μισθωθέντος κτηνοτροφικού οικοπέδου αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους αυτή έχει μισθωθεί·
(ε) η διατήρηση της καθαριότητας και ο περιορισμός της ρύπανσης και οχληρίας·
(στ) η καταβολή του ετήσιου αγοραίου ενοικίου εντός της τεθείσας προθεσμίας, ως επίσης και η καταβολή όλων των οφειλόμενων φόρων, τελών, δικαιωμάτων και κάθε φύσης επιβαρύνσεων που βαραίνουν το μισθωθέν κτηνοτροφικό οικόπεδο και τα κτηνοτροφικά υποστατικά και τις βοηθητικές κατασκευές που υπάρχουν σε αυτό·
(ζ) η εκτροφή στο μισθωθέν κτηνοτροφικό οικόπεδο του είδους των ζώων που προβλέπονται ρητά στη σύμβαση μίσθωσής του· και
(η) η διατήρηση εντός του μισθωθέντος κτηνοτροφικού οικοπέδου αριθμού παραγωγικών ζώων μεγαλύτερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) του αριθμού των παραγωγικών ζώων που αναλογούν στην έκταση του κτηνοτροφικού οικοπέδου, σύμφωνα με τις οδηγίες του αρμόδιου κτηνοτροφικού κλάδου της αρμόδιας αρχής, εκτός στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποδεδειγμένα υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες για την πλήρη αξιοποίηση όλου του κτηνοτροφικού οικοπέδου:
17.-(1) Ο Υπουργός δύναται να ορίζει ως επιθεωρητές λειτουργούς της αρμόδιας αρχής, περιλαμβανομένου και έκτακτου προσωπικού, για διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών.
(2) Για σκοπούς διασφάλισης της υποχρέωσης του μισθωτή η οποία προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (ε) του άρθρου 16, ο Υπουργός δύναται να ορίζει ως επιθεωρητές υπαλλήλους της οικείας αρχής τοπικής διοίκησης, μετά από σύστασή της, για να ασκούν τις εξουσίες των επιθεωρητών, εντός των διοικητικών ορίων της.
(3) Επιθεωρητής ο οποίος ορίζεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου διενεργεί ελέγχους, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή αυτεπάγγελτα, σε μισθωθέν κτηνοτροφικό οικόπεδο για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(4) Επιθεωρητής ο οποίος ορίζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), δύναται να συνοδεύεται από κατάλληλα εξουσιοδοτημένο λειτουργό της αρμόδιας αρχής.
(5) Ο Διευθυντής παραχωρεί σε έκαστο επιθεωρητή πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνεται η ιδιότητά του, με την επίδειξη του οποίου ο επιθεωρητής δύναται, σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο, να εισέρχεται σε οποιοδήποτε κτηνοτροφικό οικόπεδο με σκοπό την εξακρίβωση της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, καθώς και των όρων της σχετικής σύμβασης μίσθωσης κτηνοτροφικού οικοπέδου.
18. Πρόσωπο το οποίο-
(α) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 9, 14 και τις υποχρεώσεις του μισθωτή οι οποίες προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 16·
(β) παρεμποδίζει επιθεωρητή ή την αρμόδια αρχή στην εκτέλεση των καθηκόντων τους·
(γ) αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλα δεδομένα∙
(δ) παρεμποδίζει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο συνοδεύει τον επιθεωρητή, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 17, να εισέλθει σε υποστατικό ή να παράσχει βοήθεια στον επιθεωρητή∙
(ε) αρνείται να παράσχει στον επιθεωρητή ή σε πρόσωπο το οποίο τον συνοδεύει, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 17, ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος των υποστατικών·
(στ) αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οδηγία ή εντολή του επιθεωρητή,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
19.-(1)(α) Επιθεωρητής ο οποίος έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μισθωτής δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του κατά παράβαση των διατάξεων των παραγράφων (ε) και (ζ) του άρθρου 16, έχει εξουσία να επιβάλει εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(β) Το ποσό της εξώδικης ρύθμισης το οποίο καθορίζει ο επιθεωρητής ανέρχεται στα πεντακόσια (€500) ευρώ.
(2) Για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης η οποία προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1), ο επιθεωρητής επιδίδει στο πρόσωπο το οποίο πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα σχετική ειδοποίηση στην οποία καθορίζεται το όνομα, ο αριθμός ταυτότητας και η διεύθυνση του προσώπου, το αδίκημα και ο χρόνος διάπραξής του, τα γεγονότα σε συντομία και το ποσό για την πληρωμή του προστίμου για σκοπούς μη άσκησης ποινικής δίωξης και στην οποία τον καλεί όπως μέσα σε χρονική προθεσμία τριάντα (30) ημερών καταβάλει αυτό, συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του επιθεωρητή και αποφύγει επανάληψή του στο μέλλον.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η πράξη ή η παράλειψη, την οποία ο επιθεωρητής θεωρεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ότι συνιστά αδίκημα, επαναληφθεί για δεύτερη φορά, ο επιθεωρητής δύναται να καθορίσει ποσό εξώδικου προστίμου διπλάσιο του ποσού το οποίο καθορίστηκε κατά την πρώτη παράβαση και, σε περίπτωση κατά την οποία η πράξη ή η παράλειψη επαναληφθεί για τρίτη φορά, ο επιθεωρητής προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(4) Ποσό το οποίο καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε για το σχετικό αδίκημα.
(5) Με την καταβολή του ποσού το οποίο προβλέπεται στο παρόν άρθρο στο λογιστήριο της αρμόδιας αρχής ή σε οποιαδήποτε εμπορική τράπεζα, ο ταμίας της αρμόδιας αρχής εκδίδει σχετική απόδειξη στο πρόσωπο που το καταβάλει, στην οποία αναγράφονται τα ακόλουθα:
(α) Το όνομα του προσώπου το οποίο θεωρείται ότι διέπραξε το αδίκημα·
(β) συνοπτική αναφορά του αδικήματος·
(γ) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος· και
(δ) το ποσό το οποίο καταβλήθηκε.
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία το χρηματικό ποσό το οποίο προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) ή (3) καταβληθεί πριν από τη χρονική προθεσμία των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της έκδοσης της ειδοποίησης και εκδοθεί η ως άνω προβλεπόμενη απόδειξη, ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος.
(7) Μετά από την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού και την έκδοση της προβλεπόμενης στις διατάξεις του εδαφίου (5) απόδειξης, δεν χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω ποινική διαδικασία σχετικά με το εν λόγω αδίκημα και η προσαγωγή στο δικαστήριο της εν λόγω απόδειξης αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων τα οποία αναφέρονται σε αυτήν.
(8) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις δεν θεωρείται καταδίκη.
20.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία, μετά τη διενέργεια των ελέγχων του επιθεωρητή οι οποίοι προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 17, η αρμόδια αρχή διαπιστώσει παραβίαση των όρων της σύμβασης μίσθωσης κτηνοτροφικού οικοπέδου, έχει εξουσία να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες, ανάλογα με τη φύση, διάρκεια και βαρύτητα της παράβασης:
(α) Να προβεί σε σύσταση προς το πρόσωπο το οποίο έχει διαπράξει την παράβαση, ώστε να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του επιθεωρητή και τερματίσει αυτήν μέσα σε χρονική προθεσμία εξήντα (60) ημερών, καθώς και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον·
(β) σε περίπτωση μη άρσης της παράβασης εντός της χρονικής προθεσμίας η οποία προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (α), να τερματίσει μονομερώς τη σύμβαση μίσθωσης κτηνοτροφικού οικοπέδου και να ζητήσει από το πρόσωπο εντός τριάντα (30) ημερών να εγκαταλείψει το κτηνοτροφικό οικόπεδο.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι ενέργειες του μισθωτή έχουν ως αποτέλεσμα να κληθεί η αρμόδια αρχή να καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, ο Διευθυντής δύναται να ανακτήσει τις εν λόγω δαπάνες με δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.
(3) Η αρμόδια αρχή επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) με αιτιολογημένη απόφασή της, η οποία κοινοποιείται στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, και στην οποία περιλαμβάνεται-
(α) η γενόμενη παράβαση. και
(β) αναφορά στο δικαίωμα του επηρεαζόμενου προσώπου να προσφύγει στον Γενικό Διευθυντή εντός συγκεκριμένης χρονικής προθεσμίας.
(4) Σε περίπτωση επιβολής της κύρωσης η οποία προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και μη εγκατάλειψης από το επηρεαζόμενο πρόσωπο του κτηνοτροφικού οικοπέδου εντός της τεθείσας σε αυτήν προθεσμίας, η αρμόδια αρχή δύναται να κινήσει τη νομική διαδικασία για έκδοση διατάγματος έξωσής του από αυτό:
21.-(1) Σε περίπτωση επιβολής διοικητικής κύρωσης η οποία προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 20, το επηρεαζόμενο πρόσωπο δύναται, εντός είκοσι μίας (21) ημερών, να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή κατά της απόφασης της αρμόδιας αρχής στον Γενικό Διευθυντή.
(2) Ο Γενικός Διευθυντής εξετάζει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την προσφυγή η οποία ασκείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και ακούει το επηρεαζόμενο πρόσωπο ή δίνει σε αυτό την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.
(3) Ο Γενικός Διευθυντής, αποφασίζει για κάθε προσφυγή το ταχύτερο δυνατό και κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφασή του στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, με την οποία δύναται να επικυρώσει ή να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση.
(4) Σε περίπτωση ακύρωσης της προσβληθείσας απόφασης, ο Γενικός Διευθυντής παραπέμπει εντός δεκαπέντε (15) ημερών το θέμα στην αρμόδια αρχή, η οποία το επανεξετάζει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.