1. Ο παρών Διαδικαστικός Κανονισμός θα αναφέρεται ως ο περί της Ενάσκησης της Πειθαρχικής Εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 2000.
2. ΟΡΙΣΜΟΙ:
"Ανώτατο Δικαστήριο" σημαίνει το υπό του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο περιβάλλεται με και ασκεί τις δικαιοδοσίες, αρμοδιότητες και εξουσίες των υπό του Συντάγματος προβλεπομένων Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. (Μέρος IX του Συντάγματος) και Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) (Μέρος Χ του Συντάγματος).
"Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο" σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του Άρθρου 157 του Συντάγματος.
"Δικαστής" σημαίνει τον Πρόεδρο και Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
"Δικαστικός Λειτουργός" σημαίνει Δικαστή κατώτερου Δικαστηρίου.
"Έρευνα" σημαίνει την προβλεπόμενη από τον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό έρευνα. Υποκείμενο της έρευνας είναι Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος είναι ενδεχόμενο να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά, ή να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα ή να έχει καταστεί ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντά του.
"Ερευνών δικαστής" σημαίνει Δικαστή ή Δικαστικό Λειτουργό, στον οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή έρευνας.
"Κατώτερο Δικαστήριο" σημαίνει το Επαρχιακό και κάθε άλλο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθιδρυόμενο διά νόμου.
"Πειθαρχικό παράπτωμα" περιλαμβάνει την άρνηση, παράλειψη, ολιγωρία ή παρέκκλιση από την εκτέλεση του δικαστικού καθήκοντος και, γενικά, συμπεριφορά απαράδεκτη από Δικαστικό Λειτουργό. Ειδικότερα, σοβαρή παραβίαση των προνοιών του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, υπό τους όρους που τίθενται στην παρ. Β.3 του Οδηγού, δυνατό να συνιστά "πειθαρχικό παράπτωμα".
Όροι, οι οποίοι δεν ορίζονται, έχουν τη σημασία η οποία τους αποδίδεται από το Σύνταγμα, τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμον του 1964, (Ν.33/64) και τον περί Δικαστηρίων Νόμον του 1960 (Ν. 14/60).
3. Οποτεδήποτε περιέρχεται σε γνώση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την ενάσκηση των δικαιοδοσιών, αρμοδιοτήτων και εξουσιών του ή κατόπιν παραπόνου, ότι Δικαστικός Λειτουργός δυνατό -
(α) Να έχει καταστεί ανίκανος,
(β) να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά,
(γ) να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα,
θέτει υπόψη του Δικαστικού αυτού Λειτουργού τα εις χείρας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στοιχεία ή τους προβληθέντες ισχυρισμούς και ζητά τις απόψεις του μέσα σε καθορισμένη προθεσμία.
4. Αφού λάβει τις απόψεις του Δικαστικού Λειτουργού ή, μετά την εκπνοή της προθεσμίας που έχει οριστεί, σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψής του να τις καταθέσει, το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν τη διεξαγωγή έρευνας ως προς το ενδεχόμενο ο Δικαστικός Λειτουργός να έχει καταστεί ανίκανος ή να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά ή να έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.
5. Εφόσον κριθεί ότι δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας, αυτή διενεργείται, με τον τρόπο που ορίζεται πιο κάτω. Σε αντίθετη περίπτωση, η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου γνωστοποιείται στο Δικαστικό Λειτουργό και στον παραπονούμενο, εάν το θέμα ηγέρθη με παράπονο, που υποβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο.
(α) Εφόσον διαταχθεί η διεξαγωγή έρευνας, ορίζεται ερευνών δικαστής, στον οποίο ανατίθεται η διερεύνηση του θέματος:
6. Ο ερευνών δικαστής λαμβάνει καταθέσεις και συλλέγει στοιχεία από κάθε πρόσωπο, που είναι σε θέση να παράσχει στοιχεία και πληροφορίες, ως προς το αντικείμενο της έρευνας:
7. Οι καταθέσεις, οι οποίες λαμβάνονται, και τα στοιχεία τα οποία συλλέγονται, τίθενται υπόψη του υπό διερεύνηση Δικαστικού Λειτουργού, στον οποίο παρέχεται η ευκαιρία να προβεί, εάν το επιθυμεί, σε συμπληρωματική κατάθεση μέσα σε καθορισμένη προθεσμία.
8. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, ο ερευνών δικαστής υποβάλλει μέσα σε 15 μέρες έκθεση, στην οποία συνοψίζεται η συλλεγείσα μαρτυρία. Η έκθεση συνοδεύεται από τις καταθέσεις που έχουν ληφθεί, περιλαμβανομένης και οποιασδήποτε συμπληρωματικής κατάθεσης του υπό διερεύνηση Δικαστικού Λειτουργού.
9. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίζει, υπό το φως των ενώπιόν του καταθέσεων, στοιχείων και πληροφοριών, κατά πόσο δικαιολογείται η παραπομπή του υπό διερεύνηση Δικαστικού Λειτουργού σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, για να αποφασιστεί κατά πόσο έχει καταστεί ανίκανος, ή έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά, ή έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, ανάλογα με την περίπτωση.
10. Εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι δε δικαιολογείται η παραπομπή του Δικαστικού Λειτουργού σε δίκη, τούτο γνωστοποιείται στον υπό διερεύνηση Δικαστικό Λειτουργό και στον παραπονούμενο, εάν η έρευνα είχε ως αφετηρία υποβληθέν παράπονο.
(α) Εφόσον αποφασιστεί η δίωξη Δικαστικού Λειτουργού για ανάρμοστη συμπεριφορά ή για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, καταρτίζεται κατηγορητήριο, στο οποίο εκτίθενται η κατηγορία ή οι κατηγορίες, ως η περίπτωση, και συνοπτικά οι λεπτομέρειες που τις στοιχειοθετούν.
(β) Εφόσον αποφασιστεί η παραπομπή Δικαστικού Λειτουργού σε δίκη, για να αποφασιστεί αν είναι ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντά του, καταρτίζεται αναφορά, στην οποία εκτίθενται η ανικανότητα και συνοπτικά τα γεγονότα που τη στοιχειοθετούν.
11. Το κατηγορητήριο ή η αναφορά, ως η περίπτωση, επιδίδεται στο Δικαστικό Λειτουργό, προς τον οποίο στρέφεται, από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί, μαζί με την έκθεση του ερευνώντος δικαστή και όλα τα στοιχεία που επισυνάπτονται σ' αυτή.
12. Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται κατά την κρίση του, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των κατηγοριών ή τη φύση της ανικανότητας του Δικαστικού Λειτουργού, αναλόγως της περίπτωσης, να αποφασίσει ότι ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός θα απέχει, εκκρεμούσης της δίκης του, από τα δικαστικά του καθήκοντα.
13. Κατά τη δίκη, ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός έχει όλα τα δικαιώματα, που εξασφαλίζει το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος σε πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για τη διάπραξη αδικήματος.
14. Οποτεδήποτε ο ερευνών δικαστής είναι μέλος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αυτός δε μετέχει στη σύνθεσή του κατά τη δίκη.
15. Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός καλείται να απαντήσει στην κατηγορία, ή στις κατηγορίες, ή στην αναφορά, ως η περίπτωση. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, ορίζεται ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης. Εάν η απάντηση είναι καταφατική, ο Αρχιπρωτοκολλητής ή ο αντικαταστάτης του καταθέτει όλες τις καταθέσεις, στοιχεία και πληροφορίες, που έχουν συλλέγει και αφού το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ακούσει τον υπό δίωξη ή τον υπό αναφορά Δικαστικό Λειτουργό, εκδίδει την απόφασή του.
16. Κατά τη δίκη, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο καλεί διαδοχικά και ακούει τους μάρτυρες, οι οποίοι έχουν προβεί σε καταθέσεις και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κατέχει στοιχεία ή είναι σε θέση να διαφωτίσει σε σχέση με τα επίδικα θέματα. Οι μάρτυρες δίδουν το νενομισμένο όρκο ή βεβαίωση να πουν στο Δικαστήριο την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Η μαρτυρία τους εισάγεται με ερωτήσεις οι οποίες υποβάλλονται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και συμπληρωματικά από τα Μέλη του:
17. Μετά την εισαγωγή της μαρτυρίας του, ο μάρτυρας υπόκειται σε αντεξέταση από τον υπό δίωξη ή τον υπό αναφορά Δικαστικό Λειτουργό.
18. Μετά την αντεξέταση, ο Πρόεδρος καθώς και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου μπορεί να υποβάλουν διευκρινιστικές ερωτήσεις, μετά το πέρας των οποίων παρέχεται, ωσαύτως στον υπό δίωξη ή στον υπό αναφορά Δικαστικό Λειτουργό το δικαίωμα υποβολής συμπληρωματικών ερωτήσεων.
19. Μετά το πέρας των καταθέσεων των μαρτύρων, στους οποίους βασίζεται η κατηγορία ή η αναφορά, ως η περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει αν έχει στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του διωκόμενου ή του υπό αναφορά Δικαστικού Λειτουργού.
20. Εφόσον αποφασιστεί ότι έχει στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του υπό δίωξη ή του υπό αναφορά Δικαστικού Λειτουργού, παρέχεται σ' αυτόν η ευκαιρία να προβάλει την υπεράσπισή του. Ο υπό δίωξη ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός δικαιούται να καταθέσει ενόρκως ή να προβεί σε ανώμοτη δήλωση και να καλέσει μάρτυρες. Τόσο ο υπό δίωξη ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος καταθέτει ενόρκως, όπως και κάθε άλλος μάρτυρας υπεράσπισης, υπόκειται σε εξέταση από τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου, μετά το πέρας της οποίας παρέχεται στον υπό δίωξη ή στον υπό αναφορά Δικαστικό Λειτουργό η ευκαιρία να προβεί, εφόσον πρόκειται για τον ίδιο, σε συμπληρωματική διευκρινιστική δήλωση, ή, αν πρόκειται για μάρτυρα τον οποίο έχει καλέσει, να του υποβάλει διευκρινιστικές ή συμπληρωματικές ερωτήσεις.
21. Μετά την ολοκλήρωση της υπεράσπισης, ο υπό δίωξη ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός έχει το δικαίωμα αγόρευσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.
22. Μετά το πέρας της δίκης, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, στην περίπτωση δίωξης, κατά πόσο έχει αποδειχθεί ότι ο υπό δίωξη Δικαστικός Λειτουργός είναι ένοχος -
(α) Ανάρμοστης συμπεριφοράς· ή
(β) πειθαρχικού παραπτώματος,
ως η περίπτωση, και, στην περίπτωση αναφοράς, κατά πόσο ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός είναι ανίκανος.
23. Εφόσον το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί η κατηγορία ή οι κατηγορίες εναντίον του υπό δίωξη Δικαστικού Λειτουργού, το Δικαστήριο τον αθωώνει και τον απαλλάττει.
24. Εφόσον το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός είναι ανίκανος, απορρίπτει την αναφορά.
25. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος, ακούεται πριν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο χωρήσει στην επιβολή της ποινής.
26. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ανίκανος ή ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς, ακούεται πριν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο χωρήσει στα περαιτέρω.