142. (1)(α) Οι σύμβουλοι μεριμνούν ώστε να καταρτίζεται για κάθε εταιρεία ένα πλήρες σύνολο οικονομικών καταστάσεων, ως το σύνολο αυτό ορίζεται στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
(β) Κάθε εταιρεία, η οποία έχει θυγατρικές, ενοποιεί τις οικονομικές καταστάσεις της με τις καταστάσεις των θυγατρικών της ως ορίζεται στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, οι δε κατά τον τρόπο αυτό ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις παρουσιάζονται ενώπιον της μητρικής εταιρείας σε γενική συνέλευση.
(γ) Πέραν των επιβαλλομένων από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα πληροφοριών, στις οικονομικές καταστάσεις, και κατά προτίμηση στις σημειώσεις, παρουσιάζεται και πληροφόρηση σχετικά με:
(i) τα απαιτούμενα από τα άρθρα 183 έως 189 στοιχεία,
(ii) την αμοιβή των ελεγκτών, καθώς και όσα ποσά δαπανήθηκαν σε σχέση με τα έξοδα αυτών. Παρουσιάζονται ξεχωριστά οι συνολικές αμοιβές που χρέωσε κατά το οικονομικό έτος ο ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών, οι συνολικές αμοιβές που χρεώθηκαν για άλλες υπηρεσίες διαβεβαίωσεων, οι συνολικές αμοιβές που χρεώθηκαν για υπηρεσίες φορολογικών συμβουλών και οι συνολικές υπηρεσίες που χρεώθηκαν για λοιπές μη ελεγκτικές υπηρεσίες.
(δ) Τα συγκροτήματα μικρού μεγέθους εξαιρούνται από την υποχρέωση ετοιμασίας ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου.
(ε) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, ο όρος «συγκρότημα μικρού μεγέθους» σημαίνει συγκρότημα εταιρειών, του οποίου οι υποκείμενες σε ενοποίηση εταιρείες-
(i) Δεν είναι δημόσιες∙
(ii) η ετοιμασία των ενοποιημένων οικονομικών τους καταστάσεων δεν διέπεται από άλλη νομοθεσία∙ και
(iii) πληρούν, στο σύνολό τους, κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού της μητρικής εταιρείας, τα δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:
(αα) Το σύνολο των εμφανιζομένων στον ισολογισμό στοιχείων του ενεργητικού (και χωρίς να έχουν αφαιρεθεί στοιχεία του παθητικού) δεν υπερβαίνει το ποσό των 17.500.000 (δεκαεπτά εκατομμυρίων πεντακόσιων χιλιάδων) Ευρώ∙
(ββ) το καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών δεν υπερβαίνει το ποσό των 35.000.000 (τριάντα πέντε εκατομμυρίων) Ευρώ∙ και
(γγ) οι απασχολούμενοι, κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια της χρήσεως, δεν υπερβαίνουν τους 250.
(στ) Συγκροτήματα εταιρειών των οποίων οι τελικές ιθύνουσες ή μητρικές εταιρείες δημοσιεύουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις με βάση Γενικά Παραδεκτές Λογιστικές Αρχές εξαιρούνται από την υποχρέωση ετοιμασίας ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
(2) (α) Οι οικονομικές καταστάσεις παρουσιάζονται το αργότερο δεκαοκτώ μήνες μετά τη σύσταση της εταιρείας και στη συνέχεια τουλάχιστον μία φορά ανά ημερολογιακό έτος.
(β) Σε περίπτωση που δεν συμπίπτουν οι ημερομηνίες καταρτίσεως των οικονομικών καταστάσεων της μητρικής και της θυγατρικής ή των θυγατρικών, πρέπει να γίνονται οι προσαρμογές που ορίζονται από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
(γ) Επιτρέπεται η κατάρτιση και παρουσίαση περιοδικών καταστάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται όλες οι σχετικές προβλέψεις των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.
(3) Κατά τον καταρτισμό των οικονομικών καταστάσεων─
(α) Στο «αποθεματικό» δεν περιλαμβάνονται τα ποσά που αποσβέστηκαν ή κατακρατήθηκαν για απόσβεση ή για τη δημιουργία προβλέψεων.
Νοείται, σε περίπτωση που όταν οποιοδήποτε ποσό κατακρατηθεί ως απόσβεση ή πρόβλεψη και αποδειχθεί εκ των υστέρων (κατά τη γνώμη των συμβούλων) ότι είναι μεγαλύτερο εκείνου που είναι εύλογα αναγκαίο για τον σκοπό αυτό, η υπέρβαση αυτή θεωρείται αποθεματικό.
(β) στο «κεφαλαιουχικό αποθεματικό» δεν περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ποσό θεωρήθηκε ως ελεύθερο για διανομή.
(γ) κάθε αποθεματικό εκτός του κεφαλαιουχικού αποθεματικού θεωρείται «εισοδηματικό αποθεματικό»·
(δ) αναφορά σε «πρόβλεψη» γίνεται αποδίδοντας στον όρο αυτό την έννοια που του αποδίδεται στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
(4) (α)Οι σύμβουλοι κάθε εταιρείας έχουν συλλογικά το καθήκον έναντί της να μεριμνούν ότι οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και, ανάλογα με την περίπτωση, οι ετήσιες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις συντάσσονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
(β) Άνευ επηρεασμού της συλλογικής αστικής ευθύνης των συμβούλων έναντι της εταιρείας η οποία υπάρχει σε περίπτωση παραβίασης του καθήκοντος που αναφέρεται στην παράγραφο (α), αν σύμβουλος εταιρείας παραλείπει να λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για συμμόρφωση με το καθήκον που αναφέρεται στην παράγραφο (α), διαπράττει αδίκημα και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές:
Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου ειδικού νόμου, σε οποιαδήποτε διαδικασία εναντίον προσώπου σχετικά με το προβλεπόμενο στην παρούσα παράγραφο αδίκημα, αποτελεί υπεράσπιση η απόδειξη ότι το πρόσωπο αυτό είχε εύλογη αιτία να πιστεύει και πίστευε ότι ικανό και υπεύθυνο πρόσωπο, που ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον να μεριμνά για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παραγράφου (α), ήταν σε θέση να εκτελεί το καθήκον εκείνο.