1. Στο άρθρο 2(2)(γ) του βασικού νόμου με τους όρους “οφειλέτης” και “δανειστής” υποδηλώνεται, όπως στο Ελληνικό Δίκαιο, το πρόσωπο που είναι υποχρεωμένο (promisor) από κάθε συμβατική σχέση και το πρόσωπο που δικαιούται (promisee) από κάθε συμβατική σχέση, αντίστοιχα και όχι μόνο ο οφειλέτης και ο δανειστής από σύμβαση δανείου (βλέπε Π. Ζέπου, Ενοχικό Δίκαιο, Α’ Μέρος Γενικό, 1955, σελ. 27). Εξάλλου οι όροι “οφειλέτης χρέους” και “πιστωτής” χρησιμοποιούνται για απόδοση των αγγλικών όρων “debtor” και “creditor”, αντίστοιχα.
2. Στο άρθρο 2(2)(ε) στο Αγγλικό κείμενο, αντί της φράσης “set of promises” λόγω τυπογραφικού λάθους, αναγράφεται η φράση “act of promises”.
3. Στο Μέρος ΧΙΙ, άρθρο 106, ο όρος “παρακαταθήκη με ευρεία έννοια” και όχι απλώς “παρακαταθήκη”, χρησιμοποιήθηκε για απόδοση του bailment, διότι η έννοια του bailment στο Αγγλικό Δίκαιο είναι ευρύτερη από την παρακαταθήκη (deposit). Σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, bailment συνιστούν οι ακόλουθες κατηγορίες σύμβασης: (1) Η παρακαταθήκη (depositum), η σύμβαση με την οποία κάποιο πρόσωπο, το οποίο καλείται παρακαταθέτης, παραδίδει σε άλλο, το οποίο καλείται θεματοφύλακας, κινητό πράγμα για φύλαξη χωρίς αντάλλαγμα? (2) η εντολή (mandatum), δηλ. η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται εντολοδότης, αναθέτει στον άλλο, ο οποίος καλείται εντολοδόχος, τη διεξαγωγή υπόθεσης χωρίς αμοιβή? (3) το χρησιδάνειο (commodatum) δηλ. η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενος ο οποίος καλείται χρήστης, παρέχει στον άλλο, ο οποίος καλείται χρησάμενος, τη χρήση κινητού πράγματος χωρίς αντάλλαγμα? (4) το ενέχυρο (pignus) δηλ. η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται ενεχυριαστής, παραδίδει στον άλλο, ο οποίος καλείται ενεχυροδανειστής κινητό πράγμα για εξασφάλιση απαίτησης? (5) η μίσθωση (locatio conductio) δηλ. η σύμβαση με την οποία ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται εκμισθωτής, αναλαμβάνει την υποχρέωση να δώσει στον άλλο, ο οποίος καλείται μισθωτής, τη χρήση κινητού πράγματος αντί ορισμένου χρηματικού ανταλλάγματος το οποίο καλείται μίσθωμα (βλέπε Halsbury’s Laws of England, 3rd Ed., Vol. 2, p. 94, et seq. και Words and Phrases Legally Defined, Vol. I, p. 147 et seq.)
4. To άρθρο 247 του περί Συμβάσεων Νόμου, Αρ. 24 του 1930, που τροποποιήθηκε από τον περί Πωλήσεως Εμπορευμάτων Νόμο, Αρ. 25 του 1953, παραλείφθηκε από τον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 192 της Αναθεωρημένης Έκδοσης (1949) των Νόμων της Κύπρου. Το αναφερόμενο άρθρο κατάργησε τον περί Εμπορικού Κώδικα (Τροποποιητικό) Νόμο του 1917 και ορισμένες από τις διατάξεις του Μετζιελλέ και του Οθωμανικού Εμπορικού Κώδικα και προέβλεπε ότι ούτε η κατάργηση αυτή, ούτε οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου επηρεάζουν-
(α) οποιαδήποτε σύμβαση, συμφωνία, γραμμάτιο ή έγγραφο, που συνάφθηκε, καταρτίστηκε ή υπογράφτηκε και περιβλήθηκε τον αναγκαίο τύπο πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού ή
(β) οποιοδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον που αποκτήθηκε ή απόρρευσε δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος που καταργείται με το Νόμο αυτό ή
(γ) οποιοδήποτε δικαστικό μέτρο ή θεραπεία σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια σύμβαση, συμφωνία, γραμμάτιο, έγγραφο, δικαίωμα ή συμφέρον.