ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Συμβάσεων Νόμος.

Γενικός κανόνας ερμηνείας του Νόμου

2.-(1) Ο Νόμος αυτός ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε αυτόν θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια, την οποία απέδωσε σε αυτές το αγγλικό δίκαιο, και τυγχάνουν ανάλογης ερμηνείας στο μέτρο κατά το οποίο η ερμηνεία αυτή δεν αντίκειται στο περιεχόμενο του κειμένου και νοουμένου ότι δεν προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια.

(2) Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, οι ακόλουθες λέξεις και εκφράσεις χρησιμοποιούνται με την ακόλουθη έννοια:

(α) πρόσωπο το οποίο δηλώνει σε άλλο τη βούληση του για πράξη ή αποχή, με σκοπό να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του άλλου στην πράξη αυτή ή αποχή, θεωρείται ότι προβαίνει σε πρόταση~

(β) η πρόταση θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, δηλώσει τη συγκατάθεση του σε αυτή. Η πρόταση όταν γίνει αποδεκτή, καθίσταται υπόσχεση~

(γ) το πρόσωπο που προτείνει καλείται “οφειλέτης”, και το πρόσωπο που αποδέχεται την πρόταση “δανειστής”~

(δ) όταν, με απαίτηση του οφειλέτη, ο δανειστής ή οποιοσδήποτε τρίτος προέβηκε ή προβαίνει ή υπόσχεται να προβεί σε πράξη ή αποχή, η πράξη αυτή ή αποχή καλείται “αντιπαροχή” για την υπόσχεση~

(ε) κάθε υπόσχεση και κάθε σύνολο υποσχέσεων, οι οποίες συνιστούν την αντιπαροχή μεταξύ τους, είναι συμφωνία~

(στ) αμοιβαίες υποσχέσεις καλούνται οι υποσχέσεις, οι οποίες συνιστούν την αντιπαροχή ή μέρος της αντιπαροχής μεταξύ τους~

(ζ) συμφωνία νομικά μη εκτελεστή, είναι άκυρη~

(η) συμφωνία νομικά εκτελεστή, είναι σύμβαση~

(θ) συμφωνία νομικά εκτελεστή κατ’ εκλογή ενός ή περισσότερων μερών, όχι όμως κατ’ εκλογή του άλλου ή άλλων, είναι ακυρώσιμη σύμβαση~

(ι) σύμβαση η οποία παύει να είναι νομικά εκτελεστή, καθίσταται άκυρη όταν αυτή παύσει να είναι εκτελεστή~

(3) “Εκπρόσωποι αποθανόντα” σημαίνει τους διαδόχους της περιουσίας του αποθανόντα σύμφωνα με το νόμο.

“προίκα” σημαίνει περιουσία που δίδεται από τον ένα των συζύγων ή μελλόντων συζύγων ή από τρίτο πρόσωπο χάριν του ενός των συζύγων ή του ενός των μελλόντων συζύγων στον άλλο σύζυγο ή, ανάλογα με την περίπτωση, στον άλλο μέλλοντα σύζυγο, με αντάλλαγμα την τέλεση γάμου.

“προικοσύμφωνο” σημαίνει συμφωνία για την παροχή προίκας.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ, ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
Κοινοποίηση, αποδοχή και ανάκληση πρότασης

3. Η κοινοποίηση της πρότασης, η αποδοχή της πρότασης, και η ανάκληση της πρότασης και της αποδοχής αντίστοιχα, θεωρείται ότι έγινε με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη του προσώπου που προτείνει, αποδέχεται ή ανακαλεί, με την οποία αυτό προτίθεται να κοινοποιήσει την εν λόγω πρόταση, αποδοχή ή ανάκληση η οποία επάγεται κοινοποίηση αυτής.

Πότε συντελείται η κοινοποίηση

4.-(1) Η κοινοποίηση της πρότασης συντελείται όταν αυτή περιέλθει σε γνώση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται.

(2) Η κοινοποίηση της αποδοχής συντελείται-

(α) έναντι του προσώπου που πρότεινε, όταν αυτή τεθεί στην οδό της διαβίβασης προς αυτό, ώστε αυτή να φύγει από την εξουσία του προσώπου που αποδέχεται~

(β) έναντι του προσώπου που αποδέχεται, όταν αυτή περιέλθει σε γνώση του προσώπου που πρότεινε~

(3) Η κοινοποίηση της ανάκλησης συντελείται-

(α) έναντι του προσώπου που ανακαλεί, όταν αυτή τεθεί στην οδό της διαβίβασης προς το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται ώστε αυτή να φύγει από την εξουσία του προσώπου που ανακαλεί~

(β) έναντι του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται, όταν περιέλθει σε γνώση του.

Ανάκληση πρότασης και αποδοχής

5. Η πρόταση δύναται να ανακληθεί σε οποιοδήποτε χρόνο προτού συντελεστεί η κοινοποίηση για αποδοχή της έναντι του προσώπου που πρότεινε, αλλά όχι αργότερα.

Η αποδοχή δύναται να ανακληθεί σε οποιοδήποτε χρόνο προτού συντελεστεί η κοινοποίηση αυτής έναντι του προσώπου που αποδέχεται, αλλά όχι αργότερα.

Τρόπος ανάκλησης

6. Η πρόταση ανακαλείται-

(α) με την κοινοποίηση δήλωσης ανάκλησης προς το άλλο μέρος από το πρόσωπο που πρότεινε~

(β) με την πάροδο της προθεσμίας που καθορίστηκε στην πρόταση για αποδοχή ή σε περίπτωση που δεν καθορίστηκε τέτοια προθεσμία, με την πάροδο εύλογου χρόνου από τη διενέργεια της πρότασης, χωρίς κοινοποίηση της αποδοχής~

(γ) με τη μη εκπλήρωση από το πρόσωπο που αποδέχεται, αναβλητικής αίρεσης της αποδοχής~ ή

(δ) με το θάνατο ή τη φρενοπάθεια του προσώπου που πρότεινε, αν ο θάνατος ή η φρενοπάθεια περιέλθει σε γνώση του προσώπου που αποδέχεται πριν από την αποδοχή.

Η αποδοχή πρέπει να είναι απόλυτη

7. Για να μετατραπεί η πρόταση σε υπόσχεση, η αποδοχή πρέπει-

(α) να είναι απόλυτη και ανεπιφύλακτη~

(β) να εκδηλώθηκε κατά το συνήθη και εύλογο τρόπο, εκτός αν η πρόταση καθορίζει συγχρόνως και τον τρόπο της αποδοχής. Αν η πρόταση καθορίζει τον τρόπο της αποδοχής, και η αποδοχή δεν έγινε σύμφωνα με τον τρόπο που καθορίστηκε, το πρόσωπο που προτείνει δύναται, εντός εύλογου χρόνου από την κοινοποίηση της αποδοχής σε αυτό, να εμμείνει όπως η πρόταση του γίνει αποδεκτή κατά τον τρόπο που καθορίστηκε και όχι με άλλο τρόπο~ αν όμως δεν εμμείνει, αποδέχεται την αποδοχή.

Αποδοχή με εκπλήρωση όρων ή με λήψη αντιπαροχής

8. Η εκπλήρωση των όρων της πρότασης ή η αποδοχή οποιασδήποτε αντιπαροχής για αμοιβαία υπόσχεση που τυχόν προσφέρθηκε με την πρόταση συνιστά αποδοχή της πρότασης.

Υποσχέσεις, ρητές και σιωπηρές

9. Ρητή θεωρείται η υπόσχεση, στο μέτρο που η πρόταση ή η αποδοχή γίνεται γραπτά ή προφορικά. Σιωπηρή θεωρείται η υπόσχεση, στο μέτρο που η πρόταση ή η αποδοχή γίνεται με άλλον τρόπο και όχι γραπτά ή προφορικά.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ, ΑΚΥΡΩΣΙΜΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΚΥΡΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ
Ποιες συμφωνίες συνιστούν συμβάσεις

10.-(1) Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες~ τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών.

(2) Καμία από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο Νόμο αυτό δεν επηρεάζει Νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία και ο οποίος δεν καταργείται ρητά από το Νόμο αυτό, με τον οποίο απαιτείται όπως οποιαδήποτε σύμβαση καταρτιστεί γραπτώς ή στην παρουσία μαρτύρων, ή την ισχύ οποιουδήποτε Νόμου που αφορά την καταχώριση εγγράφων.

Ικανότητα προς το συμβάλλεσθαι

11. Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ικανός προς το συμβάλλεσθαι είναι όποιος-

(α) έχει σώες τις φρένες~ και

(β) δεν στερείται της ικανότητας του συμβάλλεσθαι, δυνάμει οποιουδήποτε Νόμου.

(2) Το δίκαιο που ισχύει εκάστοτε στην Αγγλία, και αφορά συμβάσεις που συνάπτονται με ανήλικο, εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε το δέκατο όγδοο έτος:

Νοείται ότι έγγαμο πρόσωπο δεν θεωρείται ανίκανο προς το συμβάλλεσθαι από μόνο το λόγο ότι δεν συμπλήρωσε το δέκατο όγδοο έτος.

Ορισμός συμβαλλόμενου που έχει σώες τις φρένες

12. Πρόσωπο θεωρείται ότι έχει σώες τις φρένες για σκοπούς κατάρτισης σύμβασης, αν κατά το χρόνο της κατάρτισης της, δύναται να αντιληφθεί αυτήν και να διαμορφώσει λογική κρίση για τις συνέπειες της επί των συμφερόντων του.

Πρόσωπο το οποίο δεν έχει συνήθως σώες τις φρένες, αλλά έχει σώες τις φρένες κατά διαλείμματα, δύναται να καταρτίσει σύμβαση κατά το χρόνο που έχει σώες τις φρένες.

Πρόσωπο το οποίο συνήθως έχει σώες τις φρένες αλλά κατά διαλείμματα δεν έχει σώες τις φρένες, δεν δύναται να καταρτίσει σύμβαση κατά το χρόνο που δεν έχει σώες τις φρένες.

Ορισμός “συναίνεσης”

13. Δύο οι περισσότεροι θεωρούνται ότι συναινούν, όταν συμφωνούν για το ίδιο πράγμα με την ίδια έννοια.

Ορισμός “ελεύθερης συναίνεσης”

14. Η συναίνεση θεωρείται ελεύθερη, όταν δεν προκαλείται με-

(α) εξαναγκασμό, όπως ορίζεται στο άρθρο 15~ ή

(β) ψυχική πίεση, όπως ορίζεται στο άρθρο 16~ ή

(γ) απάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 17~ ή

(δ) ψευδή παράσταση όπως ορίζεται στο άρθρο 18~ ή

(ε) πλάνη, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 20, 21 και 22.

Συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, εφόσον αυτή δεν θα παρεχόταν ελλείψει του εν λόγω εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης, απάτης, ψευδούς παράστασης ή πλάνης.

Ορισμός “εξαναγκασμού”

15.-(1) “Εξαναγκασμός” είναι η διάπραξη ή η απειλή διάπραξης πράξης απαγορευμένης από τον Ποινικό Κώδικα ή από τροποποίηση του, ή η παράνομη κατακράτηση, ή η απειλή κατακράτησης, περιουσιακού στοιχείου, προς βλάβη οποιουδήποτε προσώπου, η οποία γίνεται με πρόθεση να αναγκαστεί άλλος να συνάψει συμφωνία.

(2) Είναι αδιάφορο κατά πόσο ο Ποινικός Κώδικας ή οποιαδήποτε τροποποίηση του, είναι σε ισχύ ή όχι στον τόπο όπου ασκείται ο εξαναγκασμός.

Ορισμός “ψυχικής πίεσης”

16.-(1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία “ψυχικής πίεσης” όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-

(α) έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου. ή

(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.

Ορισμός “απάτης”

17.-(1) “Απάτη” περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω πράξεις οι οποίες διαπράττονται από κάποιο από τους συμβαλλόμενους, ή με τη συγκατάθεση αυτού, ή από τον αντιπρόσωπο του, με σκοπό εξαπάτησης άλλου συμβαλλόμενου ή του αντιπροσώπου του, ή εξώθησης αυτού στη σύναψη σύμβασης-

(α) την παράσταση αναληθούς γεγονότος ως αληθούς, από πρόσωπο που δεν πιστεύει ότι αυτό είναι αληθές~

(β) την ενεργό απόκρυψη γεγονότος από πρόσωπο που γνωρίζει το γεγονός ή πιστεύει αυτό~

(γ) υπόσχεση που δόθηκε χωρίς πρόθεση εκπλήρωσης της~

(δ) κάθε άλλη πράξη επιτήδεια προς εξαπάτηση~

(ε) κάθε πράξη ή παράλειψη που ορίζεται ειδικά από το νόμο ως απάτη.

(2) Απλή σιωπή ως προς γεγονότα, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν τη βούληση προσώπου προς σύναψη σύμβασης, δεν συνιστά απάτη, εκτός αν οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε, λαμβανομένων αυτών υπόψη, το πρόσωπο που σιωπά να έχει υποχρέωση να δηλώσει αυτά ή εκτός αν η σιωπή αυτού ισοδυναμεί από μόνη της με δήλωση.

Ορισμός “ψευδούς παράστασης”

18. “Ψευδής παράσταση” περιλαμβάνει-

(α) τη θετική βεβαίωση κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τις πληροφορίες του προσώπου που βεβαιώνει, γεγονότος αναληθούς παρόλο ότι το πρόσωπο που βεβαιώνει πιστεύει ότι είναι αληθές~

(β) κάθε παράβαση καθήκοντος, η οποία, χωρίς πρόθεση εξαπάτησης, επιφέρει όφελος στον υπαίτιο ή σε οποιοδήποτε ο οποίος αξιώνει μέσω αυτού, με την παραπλάνηση άλλου προς βλάβη αυτού ή προς βλάβη οποιουδήποτε που αξιώνει μέσω αυτού~

(γ) την πρόκληση, έστω και ανυπαίτια, πλάνης ως προς την ουσία του αντικειμένου της συμφωνίας σε μέρος αυτής.

Ακυρώσιμο συμφωνιών που συνάπτονται χωρίς ελεύθερη συναίνεση

19.-(1) Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

(2) Ο συμβαλλόμενος, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε συνεπεία απάτης ή ψευδούς παράστασης, δύναται αν θεωρεί αυτό σκόπιμο, να εμμείνει στην εκπλήρωση της σύμβασης και να αποκατασταθεί στη θέση που θα βρισκόταν αν οι παραστάσεις που έγιναν ήταν αληθείς.

(3) Αν η συναίνεση αυτή παρασχέθηκε συνεπεία ψευδούς παράστασης ή τήρησης σιωπής, που συνιστά απάτη εντός της έννοιας του άρθρου 17, η σύμβαση, παρόλα αυτά, δεν είναι ακυρώσιμη, αν το μέρος του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό, ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια.

(4) Απάτη ή ψευδής παράσταση η οποία δεν προκάλεσε τη συναίνεση προς σύναψη σύμβασης του μέρους επί του οποίου ασκήθηκε η απάτη, ή στο οποίο έγινε η ψευδής παράσταση, δεν καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη.

Εξουσία ακύρωσης σύμβασης που συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης

20.-(1) Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του μέρους του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

(2) Η σύμβαση αυτή δύναται να ακυρωθεί είτε απόλυτα είτε, αν το μέρος που δικαιούται σε ακύρωση αποκόμισε δυνάμει αυτής οποιοδήποτε όφελος, με τέτοιους όρους ως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο να επιβάλει.

Συμφωνία καθίσταται άκυρη αν και τα δύο μέρη τελούν σε πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός. Συνέπειες νομικής πλάνης

21.-(1) Αν και τα δύο μέρη της συμφωνίας τελούν σε πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός, ουσιώδες στη συμφωνία, η συμφωνία είναι άκυρη.

Πεπλανημένη αντίληψη αναφορικά με την αξία του αντικειμένου της συμφωνίας, δεν θεωρείται ως πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός.

(2) Η σύμβαση δεν είναι ακυρώσιμη επειδή συνάφθηκε συνεπεία πλάνης αναφορικά με οποιοδήποτε νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία~ πλάνη όμως για νόμο που δεν ισχύει στη Δημοκρατία επιφέρει τις ίδιες συνέπειες, όπως και η πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός.

Σύμβαση που συνάφθηκε συνεπεία πλάνης ενός από τους συμβαλλόμενους για πραγματικό γεγονός

22. Η σύμβαση δεν είναι ακυρώσιμη από μόνο το λόγο ότι συνάφθηκε από ένα από τους συμβαλλόμενους ο οποίος τελούσε σε πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός.

Αντιπαροχές και σκοποί νόμιμοι και μη

23. Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν-

(α) είναι απαγορευμένος από νόμο~ ή

(β) είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου~ ή

(γ) συνιστά απάτη~ ή

(δ) επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου~ ή

(ε) το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική.

Σε καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος. Κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, είναι άκυρη.

Άκυρες Συμφωνίες
Συμφωνία καθίσταται άκυρη αν ο σκοπός και η αντιπαροχή είναι μερικώς παράνομη

24. Αν οποιοδήποτε μέρος μιας και μόνης αντιπαροχής για ένα ή περισσότερους σκοπούς ή μία οποιαδήποτε αντιπαροχή ή οποιοδήποτε μέρος μιας από περισσότερες αντιπαροχές για ένα και μόνο σκοπό, είναι παράνομος, η συμφωνία είναι άκυρη.

Συμφωνία χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη εκτός αν είναι γραπτή

25.-(1) Συμφωνία που συνάφθηκε χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη, εκτός αν-

(α) καταρτιστεί γραπτώς και υπογραφτεί από το μέρος που φέρει το βάρος αυτής και συνάπτεται λόγω φυσικής αγάπης και στοργής μεταξύ των μερών, οι οποίοι έχουν στενή συγγένεια μεταξύ τους~ ή εκτός αν

(β) είναι υπόσχεση αποζημίωσης, εν όλω ή εν μέρει, προσώπου το οποίο ήδη έπραξε κάτι εκούσια για τον οφειλέτη ή έπραξε κάτι το οποίο ο οφειλέτης θα μπορούσε νομικά να υποχρεωθεί να πράξει~ ή εκτός αν

(γ) είναι υπόσχεση, που παρέχεται γραπτώς και υπογράφεται από το μέρος που φέρει το βάρος αυτής, για ολική ή μερική καταβολή χρέους, την καταβολή του οποίου ο πιστωτής θα μπορούσε να επιβάλει ελλείψει οποιουδήποτε νόμου που ισχύει εκάστοτε και αφορά την παραγραφή.

Σε κάθε τέτοια περίπτωση η συμφωνία συνιστά σύμβαση.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν το έγκυρο, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ δωρητή και δωρεοδόχου, δωρεάς που ήδη έγινε.

(3) Συμφωνία που συνάφθηκε με την ελεύθερη συναίνεση του οφειλέτη δεν είναι άκυρη από μόνο το λόγο, ότι η αντιπαροχή είναι ανεπαρκής~ η ανεπάρκεια όμως της αντιπαροχής δύναται να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο κατά την κρίση του ζητήματος κατά πόσο η συναίνεση του οφειλέτη παρασχέθηκε ελεύθερα.

Συμφωνία περιοριστική της ελευθερίας προς γάμο είναι άκυρη

26. Κάθε συμφωνία περιοριστική της ελευθερίας προς γάμο είναι άκυρη.

Προικοσύμφωνο έγγραφο και συμβάσεις παρόμοιας φύσης άκυρες

26Α. Κάθε προικοσύμφωνο έγγραφο και κάθε σύμβαση παρόμοιας φύσης, το κύρος των οποίων διέπεται από το κυπριακό δίκαιο, και με τις οποίες αναλαμβάνεται υποχρέωση όπως αιτία γάμου παρασχεθεί περιουσία σε μελλόνυμφους ή σε κάθε ένα ξεχωριστά από αυτούς είναι άκυρες:

Νοείται ότι το παρόν άρθρο δεν τυγχάνει εφαρμογής επί συμβάσεων αιτία γάμου μεταξύ Μωαμεθανών αναλαμβανομένων κατά την πρακτική, την κρατούσα στα Τουρκικά Οικογενειακά Δικαστήρια.

Συμφωνία περιοριστική του εμπορίου είναι άκυρη. Επιφυλάξεις

27.-(1) Κάθε συμφωνία στο μέτρο που είναι περιοριστική της ελευθερίας προς άσκηση νόμιμου επαγγέλματος, εμπορίου ή οποιασδήποτε φύσης επιχείρησης, είναι άκυρη.

(2)(α) Το πρόσωπο που πωλεί την εμπορική εύνοια επιχείρησης δύναται να συμφωνήσει με τον αγοραστή να απέχει από την άσκηση παρόμοιας επιχείρησης, εντός ορισμένων τοπικών ορίων, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο, ο αγοραστής ή ο δικαιοδόχος αυτού στην εμπορική εύνοια, ασκεί εντός των ορίων αυτών παρόμοια επιχείρηση, νοουμένου ότι τα όρια αυτά θα κριθούν από το Δικαστήριο εύλογα, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της επιχείρησης~

(β) με τη διάλυση ή επί τη προόψει διάλυσης ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, οι συνεταίροι δύνανται να συμφωνήσουν ότι μερικοί από αυτούς ή όλοι δεν θα ασκήσουν επιχείρηση παρόμοια με αυτήν που ασκείται από την εταιρεία, εντός τέτοιων τοπικών ορίων, όπως αναφέρονται στο εδάφιο (α)~

(γ) οι συνεταίροι δύνανται να συμφωνήσουν ότι, υφιστάμενης της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, μερικοί από αυτούς ή όλοι δεν θα ασκήσουν επιχείρηση άλλη από αυτή που ασκείται από την εταιρεία.

Συμφωνίες περιοριστικές της ελευθερίας προς λήψη δικαστικών μέτρων είναι άκυρες

28.-(1) Κάθε συμφωνία, στο μέτρο που περιορίζει απόλυτα την ελευθερία οποιουδήποτε από τα μέρη προς επιβολή των δικαιωμάτων αυτού δυνάμει ή σε σχέση με οποιαδήποτε σύμβαση, μέσω των συνήθων δικαστικών μέτρων, ή στο μέτρο που περιορίζει την προθεσμία της επιβολής των εν λόγω δικαιωμάτων, είναι άκυρη.

(2) Το άρθρο αυτό δεν καθιστά παράνομη σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότεροι συμφωνούν ότι οποιαδήποτε διαφορά η οποία δυνατό να προκύψει μεταξύ αυτών σχετικά με οποιοδήποτε θέμα ή κατηγορία θεμάτων, θα παραπέμπεται σε διαιτησία και ότι μόνο το ποσό που επιδικάζεται στη διαιτησία δύναται να ανακτηθεί σχετικά με τη διαφορά που παραπέμφθηκε με τον τρόπο αυτό.

Αφού καταρτιστεί η σύμβαση αυτή, δύνανται να ληφθούν δικαστικά μέτρα για ειδική εκτέλεση αυτής, αν όμως ληφθούν δικαστικά μέτρα άλλα από αυτά που αφορούν ειδική εκτέλεση της σύμβασης ή ανάκτηση του ποσού που επιδικάστηκε με τον τρόπο αυτό, από ένα από τους συμβαλλόμενους εναντίον άλλου σχετικά με οποιοδήποτε θέμα το οποίο συμφωνήθηκε να παραπεμφθεί σε διαιτησία, η ύπαρξη της σύμβασης αυτής συνιστά κώλυμα στα δικαστικά μέτρα που λήφθηκαν.

(3) Το άρθρο αυτό δεν καθιστά παράνομη έγγραφη σύμβαση με την οποία δύο ή περισσότεροι συμφωνούν να παραπέμψουν σε διαιτησία οποιοδήποτε ζήτημα που έχει ήδη προκύψει μεταξύ τους, ούτε επηρεάζει οποιαδήποτε διάταξη νόμου που ισχύει εκάστοτε και αφορά παραπομπές σε διαιτησία.

Συμφωνίες άκυρες λόγω αοριστίας

29. Συμφωνίες, των οποίων το νόημα δεν είναι σαφές ή δεν δύναται να καταστεί σαφές, είναι άκυρες.

Συμφωνίες υπό τύπο στοιχήματος είναι άκυρες

30. Συμφωνίες υπό τύπο στοιχήματος είναι άκυρες και κανένα δικαστικό μέτρο δεν δύναται να ληφθεί προς αναζήτηση ο,τιδήποτε για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι κερδίθηκε από στοίχημα ή εμπιστεύτηκε σε άλλον εν αναμονή του αποτελέσματος οποιουδήποτε παιγνιδιού ή άλλου αβέβαιου γεγονότος επί του οποίου στηρίζεται το στοίχημα.

ΜΕΡΟΣ IV ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΥΠΟ ΑΙΡΕΣΗ
Ορισμός “σύμβασης υπό αίρεση”

31. “Σύμβαση υπό αίρεση” είναι σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη, αν γεγονός συνακόλουθο της σύμβασης επέλθει ή δεν επέλθει.

Εκτελεστό σύμβασης υπό την αίρεση επέλευσης γεγονότος

32. Σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της επέλευσης μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος δεν είναι νομικά εκτελεστή μέχρι την επέλευση του γεγονότος.

Εκτελεστό σύμβασης υπό την αίρεση της μη επέλευσης γεγονότος..

33. Σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη, υπό την αίρεση της μη επέλευσης μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος καθίσταται εκτελεστή, όταν η επέλευση του γεγονότος καταστεί αδύνατη και όχι προηγουμένως.

Αίρεση εξαρτώμενη από μελλοντική συμπεριφορά προσώπου που βρίσκεται στη ζωή

34. Αν το μελλοντικό γεγονός, από το οποίο εξαρτάται η σύμβαση, είναι ο τρόπος συμπεριφοράς προσώπου σε ακαθόριστο χρόνο, το γεγονός θεωρείται ότι κατέστη αδύνατο όταν το πρόσωπο αυτό πράξει κάτι, το οποίο καθιστά αδύνατη τη συμπεριφορά αυτή σε οποιοδήποτε ορισμένο χρόνο ή διαφορετικά αν εκπληρωθούν περαιτέρω αιρέσεις.

Αίρεση εξαρτώμενη από την επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος εντός ορισμένου χρόνου..

35.-(1) Σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της επέλευσης ορισμένου αβέβαιου γεγονότος εντός ορισμένου χρόνου καθίσταται άκυρη αν, με την πάροδο του ορισμένου χρόνου, το γεγονός δεν επήλθε, ή αν πριν από τον ορισμένο χρόνο, το γεγονός κατέστη αδύνατο.

(2) Σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της μη επέλευσης ορισμένου αβέβαιου γεγονότος εντός ορισμένου χρόνου καθίσταται νομικά εκτελεστή, όταν με την πάροδο του ορισμένου χρόνου δεν επέλθει το γεγονός ή πριν από την πάροδο του ορισμένου χρόνου, αν καταστεί βέβαιο ότι το γεγονός δεν θα επέλθει.

Συμφωνία υπό αδύνατη αίρεση είναι άκυρη

36. Συμφωνία για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της επέλευσης αδύνατου γεγονότος είναι άκυρη, ανεξάρτητα αν κατά το χρόνο της σύναψης της συμφωνίας τα μέρη γνώριζαν ή όχι ότι η αίρεση ήταν αδύνατη.

ΜΕΡΟΣ V ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Συμβάσεις που χρήζουν εκπλήρωσης
Υποχρέωση των συμβαλλόμενων

37.-(1) Οι συμβαλλόμενοι έχουν υποχρέωση να εκπληρώσουν ή προσφερθούν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους, εκτός αν απαλλάσσονται ή εξαιρούνται από την εκτέλεση αυτή, δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(2) Εκτός αν από τη σύμβαση συνάγεται αντίθετη πρόθεση, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη πριν από την εκπλήρωση της σύμβασης, η υπόσχεση δεσμεύει τους εκπροσώπους αυτού.

Συνέπειες αποποίησης προσφοράς προς εκπλήρωση

38.-(1) Αν ο οφειλέτης προσφέρθηκε να εκπληρώσει, και ο δανειστής δεν αποδέχτηκε την προσφορά, ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για μη εκπλήρωση, ούτε χάνει τα δικαιώματα του από τη σύμβαση.

(2) Κάθε προσφορά προς εκπλήρωση πρέπει να πληρεί τις ακόλουθες προυποθέσεις-

(α) να είναι χωρίς όρους~

(β) να γίνεται σε κατάλληλο χρόνο και τόπο και υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε να παρέχεται εύλογη δυνατότητα στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται να διακριβώσει κατά πόσο αυτός που προσφέρεται να εκπληρώσει είναι ικανός και πρόθυμος κατά τον εν λόγω χρόνο και τόπο να εκπληρώσει κάθε τι το οποίο οφείλει δυνάμει της υπόσχεσης του~

(γ) αν η προσφορά αφορά την παράδοση πράγματος στο δανειστή, πρέπει να παρέχεται σε αυτόν, εύλογη δυνατότητα να εξετάσει κατά πόσο το πράγμα που προσφέρθηκε είναι αυτό το οποίο ο οφειλέτης οφείλει να παραδώσει δυνάμει της υπόσχεσης του.

(3) Προσφορά σε ένα από τους πολλούς συνδανειστές επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες όπως αν γινόταν σε όλους.

Συνέπειες άρνησης συμβαλλόμενου να εκπληρώσει την υπόσχεση στο σύνολο της

39. Αν ένας από τους συμβαλλόμενους αρνηθεί να εκπληρώσει, ή καταστήσει τον εαυτό του ανίκανο να εκπληρώσει, την υπόσχεση του στο σύνολο της, ο δανειστής δύναται να τερματίσει τη σύμβαση, εκτός αν εκδήλωσε προφορικά ή με συμπεριφορά, τη συγκατάθεση του για συνέχιση της σύμβασης.

Υπόχρεοι προς εκπλήρωση συμβάσεων
Υπόχρεος προς εκπλήρωση υπόσχεσης

40. Αν από τη φύση της σύμβασης προκύπτει ότι πρόθεση των συμβαλλόμενων ήταν όπως οποιαδήποτε υπόσχεση σε αυτή εκπληρωθεί προσωπικά από τον οφειλέτη, η υπόσχεση πρέπει να εκπληρωθεί από τον οφειλέτη. Σε άλλες περιπτώσεις ο οφειλέτης ή οι εκπρόσωποι αποβιώσαντος οφειλέτη δύνανται προς εκπλήρωση της υπόσχεσης, να χρησιμοποιήσουν ικανό πρόσωπο για αυτό.

Συνέπειες αποδοχής εκπλήρωσης από τρίτο

41. Αν ο δανειστής αποδεχτεί εκπλήρωση της υπόσχεσης από τρίτο, δεν δύναται έπειτα να στραφεί προς εκτέλεση εναντίον του οφειλέτη.

Μεταβίβαση κοινών υποχρεώσεων

42. Εκτός αν από τη σύμβαση συνάγεται αντίθετη πρόθεση, αν δύο ή περισσότεροι έδωσαν κοινή υπόσχεση, η υποχρέωση προς εκπλήρωση βαρύνει όλους αυτούς ενόσω βρίσκονται στη ζωή, ενώ μετά το θάνατο οποιουδήποτε από αυτούς, τους εκπροσώπους του αποβιώσαντος από κοινού με τον επιζώντα ή τους επιζώντες, και μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντα τους εκπροσώπους όλων των αποβιωσάντων από κοινού.

Καθένας από τους συνοφειλέτες δύναται να εξαναγκαστεί προς εκπλήρωση

43.-(1) Αν δύο ή περισσότεροι έδωσαν κοινή υπόσχεση, ο δανειστής δύναται, ελλείψει ρητής συμφωνίας για το αντίθετο, να εξαναγκάσει ένα ή περισσότερους από τους συνοφειλέτες να εκπληρώσουν την υπόσχεση στο σύνολο της.

(2) Εκτός αν από τη σύμβαση συνάγεται αντίθετη πρόθεση, καθένας από τους συνοφειλέτες δύναται να εξαναγκάσει οποιοδήποτε από τους υπόλοιπους να εισφέρει εξίσου λόγο με αυτόν στην εκπλήρωση της υπόσχεσης.

(3) Αν οποιοσδήποτε από τους συνοφειλέτες, παραλείψει να εισφέρει, η ζημιά από την παράλειψη βαρύνει σε ίσα μερίδια τους υπόλοιπους.

(4) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εμποδίζουν τον εγγυητή να αναζητήσει από τον πρωτοφειλέτη πληρωμές που έγιναν από τον εγγυητή για λογαριασμό του πρωτοφειλέτη, ούτε παρέχουν το δικαίωμα στον πρωτοφειλέτη να αναζητήσει οτιδήποτε από τον εγγυητή για πληρωμές που έγιναν από τον πρωτοφειλέτη.

Συνέπειες απαλλαγής ενός από τους συνοφειλέτες

44. Αν δύο ή περισσότεροι έδωσαν κοινή υπόσχεση, η απαλλαγή του ενός από το δανειστή δεν απαλλάσσει του υπόλοιπους, ούτε απελευθερώνει αυτόν που απαλλάχτηκε από την ευθύνη του έναντι των υπόλοιπων συνοφειλετών.

Μεταβίβαση κοινών δικαιωμάτων

45. Εκτός αν από τη σύμβαση συνάγεται αντίθετη πρόθεση, αν πρόσωπο έδωσε υπόσχεση σε δύο ή περισσότερους από κοινού, το δικαίωμα προς αξίωση εκπλήρωσης της υπόσχεσης, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αυτού και των μερών, έχουν όλοι οι συνδανειστές ενόσω βρίσκονται στη ζωή, ενώ μετά το θάνατο οποιουδήποτε από αυτούς, οι εκπρόσωποι του αποβιώσαντος, από κοινού με τον επιζώντα ή τους επιζώντες, και μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντα οι εκπρόσωποι όλων των αποβιωσάντων από κοινού.

Χρόνος και τόπος εκπλήρωσης
Χρόνος εκπλήρωσης όταν δεν απαιτείται όχληση και δεν ορίζεται χρόνος εκπλήρωσης

46. Αν δυνάμει της σύμβασης, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει την υπόσχεση χωρίς όχληση του δανειστή και δεν ορίζεται στη σύμβαση χρόνος εκπλήρωσης, η υποχρέωση πρέπει να εκπληρωθεί εντός εύλογου χρόνου.

Το “τι είναι εύλογος χρόνος”, αποτελεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πραγματικό ζήτημα.

Χρόνος και τόπος εκπλήρωσης όταν ορίζεται ο χρόνος αλλά δεν απαιτείται όχληση

47. Αν η υπόσχεση ορίστηκε να εκπληρωθεί σε ορισμένη ημέρα και ο οφειλέτης ανέλαβε να εκπληρώσει αυτή χωρίς όχληση του δανειστή, η εκπλήρωση δύναται να γίνει σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τις συνήθεις ώρες εργασίας της ημέρας αυτής και στον τόπο στον οποίο πρέπει να εκπληρωθεί.

Η όχληση προς εκπλήρωση σε ορισμένη ημέρα πρέπει να διενεργηθεί στον κατάλληλο χρόνο και τόπο

48. Αν η υπόσχεση ορίστηκε να εκπληρωθεί σε ορισμένη ημέρα και ο οφειλέτης δεν ανέλαβε να εκπληρώσει αυτήν χωρίς όχληση του δανειστή, ο δανειστής υποχρεούται να οχλήσει τον οφειλέτη προς εκπλήρωση στον κατάλληλο τόπο και κατά τις συνηθισμένες ώρες εργασίας.

Το “τι είναι κατάλληλος χρόνος και τόπος” αποτελεί, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πραγματικό ζήτημα.

Τόπος εκπλήρωσης όταν δεν απαιτείται όχληση και δεν ορίζεται τόπος εκπλήρωσης

49. Αν η υπόσχεση ορίστηκε να εκπληρωθεί χωρίς όχληση του δανειστή και δεν ορίστηκε τόπος εκπλήρωσης, ο οφειλέτης υποχρεούται να οχλήσει το δανειστή για να ορίσει εύλογο τόπο για την εκπλήρωση της υπόσχεσης και εκπληρώσει αυτήν στον τόπο αυτό.

Εκπλήρωση κατά τον τρόπο ή στο χρόνο που καθορίζεται ή εγκρίνεται από το δανειστή

50. Η εκπλήρωση της υπόσχεσης δύναται να γίνει κατ’ οποιοδήποτε τρόπο ή σε οποιοδήποτε χρόνο τον οποίο ορίζει ή εγκρίνει ο δανειστής.

Εκπλήρωση αμοιβαίων υποσχέσεων
Σε περίπτωση αμοιβαίων υποσχέσεων κανένας δεν υποχρεούται να εκπληρώσει εκτός αν και ο άλλος είναι έτοιμος και πρόθυμος να εκπληρώσει

51. Αν η σύμβαση συνίσταται από αμοιβαίες υποσχέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα, κανένας από τους οφειλέτες δεν υποχρεούται να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει εκτός αν ο άλλος είναι έτοιμος και πρόθυμος να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει.

Τάξη εκπλήρωσης αμοιβαίων υποσχέσεων

52. Σε περίπτωση που η σύμβαση ορίζει ρητά την τάξη κατά την οποία θα εκπληρωθούν οι αμοιβαίες υποσχέσεις, αυτές πρέπει να εκπληρώνονται κατά την οριζόμενη τάξη~ ελλείψει τέτοιου όρου στη σύμβαση, οι υποσχέσεις πρέπει να εκπληρώνονται κατά την τάξη που επιβάλλει η φύση της συναλλαγής.

Ευθύνη συμβαλλόμενου ο οποίος εμποδίζει την εκτέλεση της σύμβασης

53. Αν η σύμβαση περιέχει αμοιβαίες υποσχέσεις και ο ένας από τους συμβαλλόμενους εμποδίζει τον άλλο να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει, η σύμβαση καθίσταται ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του συμβαλλόμενου που εμποδίζεται και ο τελευταίος έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον άλλο για οποιαδήποτε ζημιά την οποία ήθελε υποστεί λόγω της μη εκπλήρωσης της σύμβασης.

Συνέπειες μη εκπλήρωσης υπόσχεσης η οποία έπρεπε να εκπληρωθεί πρώτη δυνάμει σύμβασης που συνίσταται από αμοιβαίες υποσχέσεις

54. Αν μια από τις αμοιβαίες υποσχέσεις από τις οποίες συνίσταται η σύμβαση, δεν δύναται να εκπληρωθεί ή η εκπλήρωση της δεν δύναται να αξιωθεί πριν από την εκπλήρωση της άλλης, το πρόσωπο που βαρύνεται με την άλλη αυτή υπόσχεση, αν παραλείψει να την εκπληρώσει, δεν δύναται να αξιώσει εκπλήρωση της υπόσχεσης με την οποία βαρύνεται ο άλλος από τους συμβαλλόμενους, υποχρεούται όμως να τον αποζημιώσει για κάθε ζημιά, την οποία ήθελε υποστεί, λόγω της μη εκπλήρωσης της σύμβασης.

Συνέπειες μη εκπλήρωσης εντός ορισμένου χρόνου, σε σύμβαση στην οποία ο χρόνος είναι ουσιώδης

55.-(1) Αν ένας από τους συμβαλλόμενους ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη ενέργεια εντός ορισμένου χρόνου ή πριν από το χρόνο αυτό, ή σε ορισμένες ενέργειες εντός ορισμένων χρόνων ή πριν από τους χρόνους αυτούς, και παραλείψει να προβεί σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια κατά ή πριν από τον ορισμένο χρόνο, η σύμβαση ή το μέρος της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε ακόμη καθίσταται ακυρώσιμο κατ’ εκλογή του δανειστή, αν πρόθεση των συμβαλλόμενων ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης.

(2) Aν πρόθεση των συμβαλλόμενων δεν ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης, η σύμβαση δεν καθίσταται ακυρώσιμη λόγω παράλειψης του οφειλέτη να ενεργήσει εντός του ορισμένου χρόνου ή πριν από αυτόν~ ο δανειστής όμως έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον οφειλέτη για κάθε ζημιά, την οποία ήθελε υποστεί λόγω της παράλειψης αυτής.

(3) Σε περίπτωση ακυρώσιμης σύμβασης λόγω παράλειψης του οφειλέτη να εκπληρώσει την υπόσχεση του στο χρόνο που συμφωνήθηκε, αν ο δανειστής αποδεχτεί εκπλήρωση της υπόσχεσης σε χρόνο άλλον από αυτόν που συμφωνήθηκε, τότε δεν δύναται να αξιώσει αποζημίωση για ζημιά που υπέστη λόγω μη εκπλήρωσης κατά το χρόνο που συμφωνήθηκε, εκτός αν, κατά το χρόνο της αποδοχής, γνωστοποιήσει στον οφειλέτη την πρόθεση του να αξιώσει αποζημίωση.

Συμφωνία τέλεσης αδύνατης πράξης

56.-(1) Συμφωνία προς τέλεση πράξης αφ’ εαυτής αδύνατης είναι άκυρη.

(2) Σύμβαση προς τέλεση πράξης, η οποία μετά την κατάρτιση της σύμβασης καθίσταται αδύνατη, ή παράνομη λόγω γεγονότος το οποίο ο οφειλέτης δεν μπορούσε να αποτρέψει, καθίσταται άκυρη μόλις η πράξη καταστεί αδύνατη ή παράνομη.

(3) Αν η υπόσχεση αφορά πράξη αδύνατη ή παράνομη και ο οφειλέτης γνώριζε ή αν κατέβαλλε εύλογη επιμέλεια, μπορούσε να γνώριζε το αδύνατο ή το παράνομο αυτής, ο δε δανειστής δεν γνώριζε ότι αυτή ήταν αδύνατη ή παράνομη, ο οφειλέτης υποχρεούται να αποζημιώσει το δανειστή για κάθε ζημιά, την οποία αυτός ήθελε υποστεί λόγω της μη εκπλήρωσης της υπόσχεσης.

Αμοιβαίες υποσχέσεις προς τέλεση πράξεων νόμιμων και παράνομων

57. Αν δυνάμει αμοιβαίων υποσχέσεων αναλήφθηκε υποχρέωση προς τέλεση, κατά πρώτο λόγο, ορισμένων πράξεων νόμιμων, κατά δεύτερο δε λόγο, υπό ορισμένες περιστάσεις, άλλων πράξεων παράνομων, το μέρος των υποσχέσεων που αφορά τις νόμιμες πράξεις συνιστά σύμβαση, ενώ το μέρος των υποσχέσεων που αφορά τις παράνομες πράξεις συνιστά άκυρη συμφωνία.

Διαζευκτική υπόσχεση της οποίας το ένα σκέλος είναι παράνομο

58. Στην περίπτωση διαζευκτικής υπόσχεσης, της οποίας το ένα σκέλος είναι νόμιμο και το άλλο παράνομο, μόνο το νόμιμο σκέλος είναι εκτελεστό.

Καταλογισμός πληρωμών
Καταλογισμός πληρωμής προς εξόφληση υποδειχθέντος χρέους

59. Αν οφειλέτης χρέους, ο οποίος χρωστεί διάφορα συγκεκριμένα χρέη στο ίδιο πρόσωπο, διενεργήσει οποιαδήποτε πληρωμή σε αυτό, είτε ορίζοντας ρητά είτε υπό περιστάσεις από τις οποίες συνάγεται ότι η πληρωμή πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση ειδικού χρέους, η πληρωμή, αν γίνει αποδεκτή, πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση του χρέους αυτού.

Καταλογισμός πληρωμής προς εξόφληση μη υποδειχθέντος χρέους

60. Αν ο οφειλέτης δεν ορίσει το χρέος το οποίο αφορά η πληρωμή που έγινε και αυτό δεν δύναται να συναχθεί από άλλες περιστάσεις, ο πιστωτής δύναται κατά βούληση να καταλογίσει την πληρωμή αυτή σε οποιοδήποτε νόμιμο χρέος του οφειλέτη αυτού, το οποίο είναι πληρωτέο προς αυτόν και απαιτητό, ανεξάρτητα αν η ανάκτηση αυτού εμποδίζεται ή όχι από τον εκάστοτε σε ισχύ νόμο που αφορά την παραγραφή.

Καταλογισμός πληρωμής σε περίπτωση που κανένας από τους ενδιαφερόμενους δεν προβεί σε καταλογισμό

61. Αν κανένας από τους ενδιαφερόμενους δεν προβεί στον καταλογισμό πληρωμής που έγινε, αυτή καταλογίζεται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας, ανεξάρτητα αν αυτά δύνανται ή όχι να ανακτηθούν κατ’ εφαρμογή του εκάστοτε σε ισχύ νόμου που αφορά την παραγραφή. Αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά αρχαιότητας, ο καταλογισμός της πληρωμής γίνεται συμμετρικά.

Συμβάσεις που δεν χρειάζονται εκπλήρωση
Συνέπειες ανανέωσης, υπαναχώρησης και τροποποίησης της σύμβασης

62. Αν οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να αντικαταστήσουν τη σύμβαση με νέα, ή να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση ή να τροποποιήσουν αυτήν, η αρχική σύμβαση δεν χρειάζεται εκπλήρωση.

Ο δανειστής δύναται να απαλλάξει τον οφειλέτη ή να παραιτηθεί από την αξίωση του προς εκπλήρωση

63. Ο δανειστής δύναται να απαλλάξει ολικά ή μερικά τον οφειλέτη από την υποχρέωση του προς εκπλήρωση ή δύναται να παραιτηθεί ολικά ή μερικά από την αξίωση του προς εκπλήρωση ή να παρατείνει το χρόνο της εκπλήρωσης ή να δεχτεί αντί αυτής οποιαδήποτε ικανοποίηση την οποία θεωρεί προσήκουσα.

Συνέπειες υπαναχώρησης από ακυρώσιμη σύμβαση

64. Αν ο συμβαλλόμενος κατ’ εκλογή του οποίου η σύμβαση είναι ακυρώσιμη υπαναχωρήσει από αυτή, ο αντισυμβαλλόμενος δεν υποχρεούται να εκπληρώσει οποιαδήποτε υπόσχεση που τον βαρύνει στη σύμβαση, Το πρόσωπο που υπαναχωρεί από ακυρώσιμη σύμβαση υποχρεούται, αν από αυτή προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος από άλλο συμβαλλόμενο, να αποκαταστήσει το όφελος αυτό, στο μέτρο του εφικτού, στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό.

Υποχρέωση οφειλέτη από άκυρη συμφωνία ή σύμβαση

65. Αν η συμφωνία αποδειχτεί εξ υπαρχής άκυρη, ή η σύμβαση καταστεί άκυρη, το πρόσωπο που προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό.

Τρόπος κοινοποίησης ή ανάκλησης υπαναχώρησης από ακυρώσιμη σύμβαση

66. Η υπαναχώρηση από ακυρώσιμη σύμβαση δύναται να κοινοποιηθεί ή ανακληθεί κατά τον ίδιο τρόπο και υπό τους ίδιους κανόνες, με εκείνους που διέπουν την κοινοποίηση ή ανάκληση πρότασης.

Συνέπειες παράλειψης του δανειστή να παράσχει στον οφειλέτη εύλογες διευκολύνσεις προς εκπλήρωση

67. Αν ο δανειστής παραλείψει ή αρνηθεί να παράσχει στον οφειλέτη εύλογες διευκολύνσεις προς εκπλήρωση της υπόσχεσης του, ο οφειλέτης δεν έχει καμιά ευθύνη για τη μη εκπλήρωση, η οποία οφείλεται στην εν λόγω παράλειψη ή άρνηση.

ΜΕΡΟΣ VI ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΟΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ
Απαίτηση για χρειώδη τα οποία προμηθεύτηκαν σε πρόσωπο ανίκανο προς το συμβάλλεσθαι ή για λογαριασμό του

68. Αυτός που εφοδιάζει πρόσωπο το οποίο στερείται της ικανότητας να συμβάλλεται ή άλλο πρόσωπο που συντηρείται κατά νόμο από το πρόσωπο αυτό, με τα χρειώδη τα οποία είναι κατάλληλα για τη θέση του στην κοινωνία, δικαιούται να αποζημιωθεί από την περιουσία του εν λόγω προσώπου.

Αποζημίωση προσώπου το οποίο καταβάλλει χρήματα που οφείλονται από άλλον

69. Πρόσωπο το οποίο έχει συμφέρον στην καταβολή χρημάτων που οφείλονται κατά νόμο από άλλον, και συνεπεία αυτού καταβάλλει αυτά, έχει δικαίωμα να αποζημιωθεί από τον άλλο.

Υποχρέωση προσώπου που προσπορίζεται όφελος από μη χαριστική πράξη

70. Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν ο,τιδήποτε, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε.

Ευθύνη ευρέτη

71. Πρόσωπο το οποίο ανευρίσκει αγαθά που ανήκουν σε άλλο, και θέτει αυτά υπό τη φύλαξη του, έχει την ίδια ευθύνη με την ευθύνη του θεματοφύλακα.

Ευθύνη προσώπου στο οποίο καταβλήθηκαν χρήματα ή παραδόθηκε πράγμα συνεπεία πλάνης ή εξαναγκασμού

72. Πρόσωπο στο οποίο καταβλήθηκαν χρήματα ή παραδόθηκε οτιδήποτε συνεπεία πλάνης ή εξαναγκασμού, οφείλει να τα επιστρέψει.

ΜΕΡΟΣ VII ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Αποζημίωση για απώλεια ή ζημιά που προκλήθηκε λόγω παράβασης της σύμβασης

73.-(1) Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης.

Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης.

(2) Το πρόσωπο το οποίο ζημιώνεται από τη μη εκπλήρωση υποχρέωσης που προσομοιάζει με τις συμβατικές, δικαιούται να λάβει από τον υπαίτιο την ίδια αποζημίωση, ωσάν να επρόκειτο για παράβαση σύμβασης.

(3) Κατά τον υπολογισμό της απώλειας ή της ζημιάς που προέκυψε από την παράβαση της σύμβασης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα μέσα τα οποία υπήρχαν για θεραπεία της δυσχέρειας η οποία προκλήθηκε συνεπεία της μη εκτέλεσης της σύμβασης.

Αποζημίωση για παράβαση σύμβασης η οποία διαλαμβάνει ποινική ρήτρα

74.-(1) Αν στη σύμβαση διαλαμβάνεται όρος ως προς το ποσό το οποίο πρέπει να καταβληθεί σε περίπτωση παράβασης αυτής ή ποινική ρήτρα, σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης από τον ένα από τους συμβαλλόμενους, ο άλλος δικαιούται, και αν ακόμη δεν αποδειχτεί ότι υπέστη από την παράβαση πραγματική ζημιά ή απώλεια, να λάβει από τον υπαίτιο εύλογη αποζημίωση που δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίστηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, ή ανάλογα με την περίπτωση, την ποινική ρήτρα.

Ρήτρα για καταβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία, δύναται να θεωρηθεί ως ποινική ρήτρα.

(2) Το πρόσωπο το οποίο συνομολογεί εγγυητικό γραμμάτιο, προσωπική υποχρέωση ή άλλο έγγραφο της ίδιας φύσης, ή δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου ή κατ’ εντολή της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρέχει έγγραφο ασφάλειας για την εκτέλεση δημόσιου καθήκοντος ή πράξης κοινού ενδιαφέροντος, υποχρεούται σε περίπτωση παράβασης του όρου οποιουδήποτε τέτοιου εγγράφου, να καταβάλει ολόκληρο το ποσό που αναφέρεται σε αυτό:

Νοείται ότι η σύναψη σύμβασης με την Κυβέρνηση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την ανάληψη δημόσιου καθήκοντος ή την υπόσχεση προς τέλεση πράξης κοινού ενδιαφέροντος.

Το πρόσωπο το οποίο υπαναχωρεί νόμιμα δικαιούται αποζημίωση

75. Το πρόσωπο το οποίο υπαναχωρεί νόμιμα από τη σύμβαση, δικαιούται αποζημίωση για κάθε ζημιά την οποία υπέστη συνεπεία της μη εκπλήρωσης της σύμβασης.

ΜΕΡΟΣ VIII ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Ειδική εκτέλεση σύμβασης και προϋποθέσεις

76.-(1) Η σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης από το Δικαστήριο αν-

(α) δεν είναι άκυρη δυνάμει του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου~ και

(β) είναι γραπτή~ και

(γ) υπογράφεται στο τέλος αυτής από το πρόσωπο που φέρει το βάρος αυτής~και

(δ) το Δικαστήριο κρίνει, ενόψει όλων των περιστάσεων, ότι η επιβολή ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης δεν θα ήταν παράλογη ή άλλως πως ανεπιεικής ή πρακτικά ανεφάρμοστη.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν επηρεάζουν την ειδική εκτέλεση συμβάσεων πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει των διατάξεων του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, ή οποιασδήποτε τροποποίησης αυτού.

ΜΕΡΟΣ ΙΧ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Προϋποθέσεις μισθώσεων και συμβάσεων λόγω γάμου

77.-(1) Σύμβαση που αφορά τη μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο που υπερβαίνει το ένα έτος δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή εκτός αν-

(α) είναι γραπτή~ και

(β) υπογράφεται στο τέλος αυτής, από το κάθε πρόσωπο που βαρύνεται από τη σύμβαση ή από πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι και το οποίο έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει εκ μέρους του πιο πάνω προσώπου στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, οι οποίοι και προσυπογράφουν τη σύμβαση ως μάρτυρες.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 26Α του παρόντος Νόμου, σύμβαση αιτία γάμου που δεν αποτελεί προικοσύμφωνο έγγραφο ή σύμβαση παρόμοιας φύσης, δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή εκτός αν-

(α) είναι γραπτή~ και

(β) υπογράφεται στο τέλος αυτής, από το κάθε πρόσωπο που βαρύνεται από τη σύμβαση ή από πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι και το οποίο έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει εκ μέρους του πιο πάνω προσώπου, στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων, ικανών προς το συμβάλλεσθαι, οι οποίοι και προσυπογράφουν τη σύμβαση ως μάρτυρες:

Νοείται ότι το εδάφιο αυτό δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις λόγω γάμου μεταξύ Μωαμεθανών που αναλαμβάνονται σύμφωνα με την πρακτική, που επικρατεί στα Τουρκικά Οικογενειακά Δικαστήρια.

Υποχρέωση κατάθεσης σύμβασης πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο

77Α(1). Τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου, πιστό αντίγραφο σύμβασης πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας πρέπει να κατατίθεται στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο από τον αγοραστή της εν λόγω ακίνητης ιδιοκτησίας μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία της υπογραφής της από τα συμβαλλόμενα μέρη:

Νοείται ότι, σε αντίθετη περίπτωση ο αγοραστής της εν λόγω ακίνητης ιδιοκτησίας θα υπόκειται σε αυξημένα τέλη μεταβίβασης κατά δέκα τοις εκατόν (10%) επί των τελών που επιβάλλονται με βάση τον Πίνακα του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που δεν επιβάλλονται μεταβιβαστικά τέλη ή επιβάλλονται μειωμένα τέλη δυνάμει των άρθρων 7 και 10 του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, η εν λόγω επιβάρυνση του δέκα τοις εκατόν (10%) επί των μεταβιβαστικών τελών θα επιβάλλεται στα τέλη που θα επιβάλλονταν δυνάμει του προαναφερόμενου Νόμου, ως εάν να μην ίσχυε η σχετική απαλλαγή και ή εξαίρεση:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο για συμβάσεις πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας που υπογράφονται από τα συμβαλλόμενα μέρη μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συμβάσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2013.

(2)Η σύμφωνα με το εδάφιο (1) κατάθεση του πιστού αντιγράφου της σύμβασης πώλησης στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο σημειώνεται έναντι της καταχώρισης του επηρεαζόμενου ακινήτου στα μητρώα του Γραφείου αυτού.

(3)Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-

“ακίνητη ιδιοκτησία” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο, που περιλαμβάνει εμπράγματο δικαίωμα που αποκτάται με την εγγραφή Σύμβασης Μίσθωσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του ίδιου Νόμου·

“Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

“πώληση” περιλαμβάνει ανταλλαγή, αντιπαροχή και ενοικιαγορά.

ΜΕΡΟΣ Χ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΣΥΝΗΘΟΥΣ ΤΥΠΟΥ
Ορισμοί “γραμματίου συνήθους τύπου”, “οφειλέτη χρέους” και “πιστωτή”, και ουσιώδη στοιχεία του γραμματίου

78. “Γραμμάτιο συνήθους τύπου” είναι γραπτή υπόσχεση, που παρέχεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, υπογράφεται από το πρόσωπο που την παρέχει στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για πληρωμή, σε πρώτη ζήτηση ή σε ορισμένο χρόνο ή σε προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο προς πρόσωπο το οποίο ορίζεται στο γραμμάτιο, ποσού χρημάτων, πλέον τόκο που ορίζεται σε αυτό κατά ανώτατο όριο προς εννέα τοις εκατό κατ’ έτος και, σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων επ’ αυτού, τα συναφή έξοδα, και αναφέρει την αντιπαροχή για την οποία παρέχεται η υπόσχεση.

Το πρόσωπο που παρέχει την υπόσχεση καλείται “οφειλέτης χρέους” ενώ το πρόσωπο στο οποίο παρέχεται η υπόσχεση καλείται “πιστωτής”.

Γραμμάτιο ασφαλισμένο με εγγύηση, ενέχυρο ή υποθήκη

79. Το γραμμάτιο συνήθους τύπου δεν είναι άκυρο από μόνο το λόγο ότι αυτό ασφαλίζεται με εγγύηση, ή ενέχυρο ή υποθήκη επί ακίνητης ιδιοκτησίας και περιλαμβάνει σχετικές προς τούτο ρήτρες.

Αμάχητο περιεχόμενο του γραμματίου

80. Σε κάθε δικαστικό μέτρο που λήφθηκε βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, το περιεχόμενο του εν λόγω γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό:

Νοείται ότι σε οποιοδήποτε τέτοιο δικαστικό μέτρο, αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπόγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του, ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.

Επιφύλαξη

81. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν επηρεάζουν, όσον αφορά γραμμάτια συνήθους τύπου, οποιαδήποτε εξουσία που δόθηκε ή δύναται να ασκηθεί από ή δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε από τους ακόλουθους νόμους ή οποιωνδήποτε τροποποιήσεων αυτών-

(α) του περί Τοκογλυφίας (Αγρότες) Νόμου~

(β) του περί Σχέσεων Εμπόρων και Γεωργών Νόμου.

ΜΕΡΟΣ ΧΙ ΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΗ
Ορισμός “σύμβασης κάλυψης”

82. Η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους υπόσχεται να καλύψει τον άλλο για ζημιά την οποία δυνατό να υποστεί από τη συμπεριφορά του ίδιου του οφειλέτη ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, καλείται “σύμβαση κάλυψης”.

Δικαιώματα εναχθέντα δανειστή από σύμβαση κάλυψης

83. Ο εκ συμβάσεως κάλυψης δανειστής, ενεργώντας εντός των ορίων της εξουσίας του, δικαιούται να αναζητήσει από τον οφειλέτη-

(α) όλη την αποζημίωση, την οποία αυτός δυνατό να υποχρεωθεί να καταβάλει σε οποιοδήποτε δικαστικό μέτρο αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα το οποίο καλύπτεται από την υπόσχεση κάλυψης~

(β) όλα τα έξοδα τα οποία αυτός δυνατό να υποχρεωθεί να καταβάλει σε οποιοδήποτε τέτοιο δικαστικό μέτρο, αν κατά τη λήψη αυτού ή κατά την προβολή υπεράσπισης σε αυτό, δεν παρέβει τις εντολές του οφειλέτη, και ενέργησε κατά τρόπο που θα ήταν σώφρον για το δανειστή να ενεργήσει ελλείψει σύμβασης κάλυψης, ή αν ο οφειλέτης τον εξουσιοδότησε να λάβει ή προβάλει υπεράσπιση στο δικαστικό μέτρο~

(γ) όλο το ποσό το οποίο αυτός δυνατό να καταβάλει δυνάμει των όρων συμβιβασμού που επιτεύχθηκε σε δικαστικό μέτρο, αν ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε δεν αντίκειται στις εντολές του οφειλέτη, και είναι συμβιβασμός, ο οποίος θα ήταν σώφρον για το δανειστή να γίνει ελλείψει σύμβασης κάλυψης, ή αν ο οφειλέτης τον εξουσιοδότησε να έρθει σε δικαστικό συμβιβασμό.

“Σύμβαση εγγύησης”, “εγγυητής”, “πρωτοφειλέτης” και “πιστωτής”

84. “Σύμβαση εγγύησης” είναι η σύμβαση προς εκπλήρωση της υπόσχεσης ή υποχρέωσης τρίτου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον τρίτο~ το πρόσωπο που παρέχει την εγγύηση καλείται “εγγυητής”, το πρόσωπο υπέρ του οποίου παρέχεται “πρωτοφειλέτης”, και το πρόσωπο προς το οποίο παρέχεται “πιστωτής”.

Αντιπαροχή εγγύησης

85. Κάθε πράξη ή υπόσχεση προς όφελος του πρωτοφειλέτη, δύναται να αποτελεί επαρκή αντιπαροχή για τον εγγυητή για παροχή της εγγύησης.

Ευθύνη εγγυητή

86. Εκτός αν προνοείται διαφορετικά στη σύμβαση, ο εγγυητής ευθύνεται στην έκταση που ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης.

“Συνεχής εγγύηση”

87. Εγγύηση η οποία εκτείνεται σε σειρά συναλλαγών, καλείται “συνεχής εγγύηση”.

Ανάκληση συνεχούς εγγύησης

88. Η συνεχής εγγύηση, δύναται να ανακληθεί οποτεδήποτε από τον εγγυητή, αναφορικά με μελλοντικές συναλλαγές, με ειδοποίηση προς τον πιστωτή.

Ανάκληση συνεχούς εγγύησης λόγω θανάτου του εγγυητή

89. Αν δεν υπάρχει συμβατικός όρος για το αντίθετο, ο θάνατος του εγγυητή ενεργεί, αναφορικά με μελλοντικές συναλλαγές, ως ανάκληση της συνεχούς εγγύησης.

Ευθύνη συνπρωτοφειλετών δεν επηρεάζεται από τη συμφωνία μεταξύ αυτών ότι ο ένας θα είναι εγγυητής σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον άλλο

90. Αν δύο συμβληθούν με τρίτο να αναλάβουν ορισμένη ευθύνη, και αν συμβληθούν επίσης μεταξύ τους ότι ο ένας από αυτούς ευθύνεται μόνο σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον άλλο, χωρίς ο τρίτος να είναι μέρος της σύμβασης αυτής, η ευθύνη καθενός από αυτούς έναντι του τρίτου δυνάμει της πρώτης σύμβασης δεν επηρεάζεται καθόλου από την ύπαρξη της δεύτερης έστω και αν ο τρίτος εγνώριζε την ύπαρξη αυτής.

Απαλλαγή εγγυητή με τη μεταβολή των όρων της σύμβασης

91. Κάθε μεταβολή των όρων της μεταξύ πρωτοφειλέτη και πιστωτή σύμβασης, η οποία γίνεται χωρίς τη συναίνεση του εγγυητή, απαλλάσσει τον εγγυητή από κάθε ευθύνη για συναλλαγές μεταγενέστερες της μεταβολής.

Απαλλαγή εγγυητή με απαλλαγή του πρωτοφειλέτη

92. Ο εγγυητής απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη με τη σύναψη σύμβασης μεταξύ πιστωτή και πρωτοφειλέτη, με την οποία απαλλάσσεται ο πρωτοφειλέτης, ή με πράξη ή παράλειψη του πιστωτή η οποία επιφέρει κατά νόμο απαλλαγή του πρωτοφειλέτη.

Απαλλαγή εγγυητή σε περίπτωση συμβιβασμού, παράτασης του χρόνου εκπλήρωσης, ή συμφωνίας για μη έγερση αγωγής εναντίον του πρωτοφειλέτη από τον πιστωτή

93. Σύμβαση μεταξύ πιστωτή και πρωτοφειλέτη με την οποία ο πιστωτής προβαίνει σε συμβιβασμό με τον πρωτοφειλέτη, ή υπόσχεται να δώσει παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ή να μην εναγάγει τον πρωτοφειλέτη, απαλλάσσει τον εγγυητή από κάθε ευθύνη, εκτός αν ο εγγυητής συγκατατίθεται στη σύναψη της σύμβασης αυτής.

Συμφωνία για παράταση του χρόνου εκπλήρωσης μεταξύ πιστωτή και τρίτου δεν απαλλάσσει τον εγγυητή

94. Αν η σύμβαση για παράταση του χρόνου εκπλήρωσης από τον πρωτοφειλέτη συναφθεί μεταξύ πιστωτή και τρίτου, και όχι με τον πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής δεν απαλλάσσεται.

Αποχή του πιστωτή από την έγερση αγωγής δεν απαλλάσσει τον εγγυητή

95. Αν στη σύμβαση της εγγύησης δεν υπάρχει όρος για το αντίθετο, απλή αποχή του πιστωτή από την έγερση αγωγής ή τη λήψη άλλων μέσων θεραπείας κατά του πρωτοφειλέτη, δεν απαλλάσσει τον εγγυητή.

Απαλλαγή ενός συνεγγυητή δεν απαλλάσσει τους υπόλοιπους

96. Όταν υπάρχουν συνεγγυητές, απαλλαγή του ενός από τον πιστωτή δεν συνεπάγεται απαλλαγή των υπολοίπων, ούτε ελευθερώνει αυτόν που απαλλάχτηκε από την ευθύνη του έναντι των υπόλοιπων εγγυητών.

Απαλλαγή εγγυητή λόγω πράξης ή παράλειψης του πιστωτή η οποία παραβλάπτει τελική ικανοποίηση του εγγυητή

97. Αν ο πιστωτής τελέσει πράξη ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του εγγυητή, ή παραλείψει να τελέσει πράξη η οποία επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του προς τον εγγυητή, και συνεπεία αυτού παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του ίδιου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής απαλλάσσεται.

Δικαιώματα εγγυητή σε περίπτωση καταβολής ή εκπλήρωσης

98. Αν το χρέος, για το οποίο δόθηκε η εγγύηση, καταστεί απαιτητό ή ο πρωτοφειλέτης παραλείψει να εκπληρώσει υποχρέωση που καλύπτεται από την εγγύηση, ο εγγυητής, με την καταβολή ή την εκπλήρωση όλων για τα οποία ευθύνεται, υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα του πιστωτή έναντι του πρωτοφειλέτη.

Δικαίωμα εγγυητή να επωφεληθεί των υπέρ του πιστωτή ασφαλειών. Επιφύλαξη

99.-(1) Ο εγγυητής δικαιούται το όφελος κάθε ασφάλειας την οποία ο πιστωτής είχε έναντι του πρωτοφειλέτη κατά τη σύναψη της σύμβασης εγγύησης, είτε ο εγγυητής γνώριζε την ύπαρξη της ασφάλειας αυτής είτε όχι~ και αν ο πιστωτής χάσει ή, χωρίς τη συναίνεση του εγγυητή, αποξενωθεί από αυτή, ο εγγυητής απαλλάσσεται κατά την έκταση της αξίας της ασφάλειας.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ή του προηγούμενου άρθρου δεν επηρεάζουν τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ή οποιασδήποτε τροποποίησης αυτού.

Εγγύηση που εξασφαλίστηκε με ψευδή παράσταση δεν είναι έγκυρη

100. Εγγύηση που εξασφαλίστηκε με ψευδή παράσταση που έγινε από τον πιστωτή, ή εν γνώσει και με τη συγκατάθεση αυτού, η οποία αφορά ουσιαστικό μέρος της συναλλαγής, δεν είναι έγκυρη.

Εγγύηση που εξασφαλίστηκε με απόκρυψη δεν είναι έγκυρη

101. Εγγύηση που εξασφαλίστηκε από τον πιστωτή τηρώντας σιωπή ως προς ουσιαστικό περιστατικό δεν είναι έγκυρη.

Εγγύηση υπό τον όρο προσχώρησης συνεγγυητή

102. Αν πρόσωπο δώσει εγγύηση με το συμβατικό όρο ότι ο πιστωτής δεν θα ασκήσει τα δικαιώματα του που απορρέουν από αυτή, μέχρις ότου προσχωρήσει άλλο πρόσωπο ως συνεγγυητής, η εγγύηση δεν είναι έγκυρη αν το άλλο αυτό πρόσωπο δεν προσχωρήσει.

Σιωπηρή υπόσχεση για κάλυψη εγγυητή

103. Σε κάθε σύμβαση εγγύησης περιέχεται σιωπηρή υπόσχεση του πρωτοφειλέτη για κάλυψη του εγγυητή, και ο εγγυητής δικαιούται να αναζητήσει από τον πρωτοφειλέτη κάθε ποσό καλώς καταβληθέν από αυτόν δυνάμει της εγγύησης, αλλά δεν δύναται να αναζητήσει ποσό κακώς καταβληθέν.

Συνεγγυητές ευθύνονται σε εισφορά εξίσου

104. Όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα είναι συνεγγυητές για το ίδιο χρέος ή υποχρέωση, είτε από κοινού είτε χωριστά, και είτε δυνάμει της ίδιας είτε δυνάμει διαφόρων συμβάσεων, και είτε εν γνώσει των υπολοίπων είτε όχι, οι συνεγγυητές, αν δεν υπάρχει συμβατικός όρος για το αντίθετο, ευθύνονται μεταξύ τους, εξίσου για την καταβολή ολόκληρου του οφειλόμενου χρέους ή του μέρους αυτού που δεν καταβλήθηκε ακόμη από τον πρωτοφειλέτη.

Συνεγγυητές οι οποίοι ευθύνονται για διαφορετικά ποσά

105. Συνεγγυητές οι οποίοι ευθύνονται για διαφορετικό ποσό, υποχρεούνται να καταβάλουν το οφειλόμενο εξίσου, εντός των ορίων των αντίστοιχων τους υποχρεώσεων.

ΜΕΡΟΣ ΧΙΙ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΜΕ ΕΥΡΕΙΑ ΕΝΝΟΙΑ
Ορισμοί “αγαθών”, “εταιρείας”, “παρακαταθήκης με ευρεία έννοια”, “παρακαταθέτη” και “θεματοφύλακα”

106.-(1) Στο Μέρος αυτό-

(α) “αγαθά” σημαίνει κινητή ιδιοκτησία κάθε είδους και περιλαμβάνει συναλλαγματικές, γραμμάτια εις διαταγή, γραμμάτια συνήθους ή όχι τύπου άλλα από αυτά που είναι ασφαλισμένα με υποθήκη επί ακίνητης ιδιοκτησίας, πιστοποιητικό μετοχών ή πιστοποιητικά μετοχών στον κομιστή σε εταιρεία~

“εταιρεία” σημαίνει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου ή οποιασδήποτε τροποποίησης αυτού ή οποιαδήποτε ανώνυμη εταιρεία η οποία αρχικά συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων του Οθωμανικού Εμπορικού Κώδικα~

(β) “παρακαταθήκη με ευρεία έννοια” είναι η παράδοση αγαθών από ένα πρόσωπο σε άλλο για κάποιο σκοπό, με το συμβατικό όρο ότι μόλις εκπληρωθεί ο σκοπός για τον οποίο παραδόθηκαν, αυτά θα επιστραφούν ή διατεθούν σύμφωνα με τις οδηγίες του προσώπου που τα παράδωσε. Το πρόσωπο που παράδωσε τα αγαθά καλείται “παρακαταθέτης” ενώ το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκαν “θεματοφύλακας”.

(2) Το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του αγαθά που ανήκουν σε άλλο, αν συμβληθεί να κρατήσει αυτά ως θεματοφύλακας, καθίσταται θεματοφύλακας των αγαθών, και ο κύριος καθίσταται παρακαταθέτης, έστω και αν δεν έγινε παράδοση των αγαθών με παρακαταθήκη με ευρεία έννοια.

Τρόπος παράδοσης

107. Η παράδοση στο θεματοφύλακα δύναται να γίνει με οποιαδήποτε πράξη, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να περιέλθουν τα αγαθά στην κατοχή του σκοπούμενου θεματοφύλακα ή άλλου εξουσιοδοτημένου προσώπου να κατέχει αυτά για λογαριασμό του.

Υποχρέωση παρακαταθέτη να γνωστοποιεί τα ελαττώματα των αγαθών που παρακατατέθηκαν

108.-(1) Ο παρακαταθέτης οφείλει να γνωστοποιήσει στο θεματοφύλακα τα ελαττώματα των αγαθών που παρακατατέθηκαν, τα οποία γνωρίζει ο παρακαταθέτης και τα οποία παραβλάπτουν ουσιωδώς τη χρήση αυτών ή εκθέτουν το θεματοφύλακα σε ασυνήθιστους κινδύνους~ αν ο παρακαταθέτης παραλείψει να γνωστοποιήσει τα ελαττώματα αυτά, ευθύνεται για κάθε ζημιά, την οποία ο θεματοφύλακας υφίσταται άμεσα από τα εν λόγω ελαττώματα.

(2) Αν τα αγαθά παρακατατέθηκαν επί μισθώσει, ο παρακαταθέτης ευθύνεται για τη ζημιά αυτή, ανεξάρτητα αν γνώριζε ή όχι την ύπαρξη των εν λόγω ελαττωμάτων στα αγαθά που παρακατατέθηκαν.

Επιμέλεια θεματοφύλακα

109. Σε όλες τις περιπτώσεις παρακαταθήκης με ευρεία έννοια, ο θεματοφύλακας υποχρεούται να καταβάλλει αναφορικά με τα αγαθά που παρακατατέθηκαν την επιμέλεια την οποία θα κατέβαλλε άνθρωπος συνηθισμένης σύνεσης υπό παρόμοιες περιστάσεις για τα δικά του αγαθά, του ίδιου όγκου, ποιότητας και αξίας με τα αγαθά που παρακατατέθηκαν.

Περιπτώσεις κατά τις οποίες ο θεματοφύλακας δεν ευθύνεται για απώλεια, κλπ., αγαθών που παρακατατέθηκαν

110. Αν δεν υπάρχει ειδικός συμβατικός όρος, ο θεματοφύλακας δεν φέρει καμιά ευθύνη για την απώλεια, καταστροφή ή τη χειροτέρευση των αγαθών που παρακατατέθηκαν, αν κατέβαλε την επιμέλεια που απαιτείται από το άρθρο 109.

Λύση παρακαταθήκης με ευρεία έννοια με πράξη του θεματοφύλακα ασυμβίβαστη με τους όρους αυτής

111. Η σύμβαση παρακαταθήκης εν ευρεία έννοια, είναι ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του παρακαταθέτη, αν ο θεματοφύλακας τελέσει οποιαδήποτε πράξη αναφορικά με τα αγαθά που παρακατατέθηκαν η οποία είναι ασυμβίβαστη με τους όρους της παρακαταθήκης.

Ευθύνη θεματοφύλακα ο οποίος χρησιμοποιεί τα αγαθά που παρακατατέθηκαν κατά τρόπο που δεν συνάδει με τους όρους της παρακαταθήκης με ευρεία έννοια

112. Ο θεματοφύλακας, ο οποίος χρησιμοποιεί τα αγαθά που παρακατατέθηκαν κατά τρόπο που δεν συνάδει με τους όρους της παρακαταθήκης με ευρεία έννοια, υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση στον παρακαταθέτη για κάθε ζημιά που προκαλείται στα αγαθά από ή κατά τη χρήση αυτή.

Συνέπειες ανάμιξης με τη συναίνεση του παρακαταθέτη των αγαθών που παρακατατέθηκαν με τα αγαθά του θεματοφύλακα

113. Αν ο θεματοφύλακας, με τη συναίνεση του παρακαταθέτη, αναμίξει τα αγαθά που παρακατατέθηκαν με τα δικά του, ο παρακαταθέτης και ο θεματοφύλακας θα έχουν επί του μείγματος που προέκυψε συμφέρον κατ’ αναλογία των μεριδίων τους.

Συνέπειες ανάμιξης, χωρίς τη συναίνεση του παρακαταθέτη, όταν τα αγαθά είναι δεκτικά διαχωρισμού

114. Αν ο θεματοφύλακας, χωρίς τη συναίνεση του παρακαταθέτη, αναμίξει τα αγαθά που παρακατατέθηκαν με τα δικά του, και τα αγαθά είναι δεκτικά διαχωρισμού ή διαίρεσης, η κυριότητα των αγαθών παραμένει ως είχε και προηγουμένως~ ο θεματοφύλακας όμως οφείλει να υποστεί τη δαπάνη του διαχωρισμού ή της διαίρεσης, καθώς και κάθε ζημιά που προκαλείται από την ανάμιξη.

Συνέπειες ανάμιξης, χωρίς τη συναίνεση του παρακαταθέτη, όταν τα αγαθά δεν είναι δεκτικά διαχωρισμού

115. Αν ο θεματοφύλακας, χωρίς τη συναίνεση του παρακαταθέτη, αναμίξει τα αγαθά που παρακατατέθηκαν με τα δικά του, κατά τρόπο ώστε να καταστεί αδύνατος ο διαχωρισμός των αγαθών που παρακατατέθηκαν από τα υπόλοιπα και η επιστροφή τους, ο παρακαταθέτης δικαιούται σε αποζημίωση από το θεματοφύλακα για την απώλεια των αγαθών.

Καταβολή αναγκαίων δαπανών από τον παρακαταθέτη

116. Αν οι όροι της παρακαταθήκης με ευρεία έννοια προβλέπουν φύλαξη, μεταφορά, ή εκτέλεση έργου επί των αγαθών που παρακατατέθηκαν από το θεματοφύλακα για τον παρακαταθέτη, και ο θεματοφύλακας δεν δικαιούται αμοιβή, ο παρακαταθέτης οφείλει να καταβάλει στο θεματοφύλακα τις αναγκαίες δαπάνες που υπέστη για τους σκοπούς της παρακαταθήκης.

Χρησιδάνειο

117. Το πρόσωπο το οποίο παραχώρησε σε άλλον πράγμα προς χρήση, δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να απαιτήσει την επιστροφή αυτού, αν το χρησιδάνειο έγινε για χαριστική αιτία και αν ακόμη παραχώρησε αυτό προς χρήση για ορισμένο χρόνο ή σκοπό. Αν όμως ο χρησάμενος, πιστεύοντας ότι το χρησιδάνειο συνάφθηκε για ορισμένο χρόνο ή σκοπό, ενέργησε κατά τρόπο ώστε η επιστροφή του πράγματος πριν από το χρόνο που συμφωνήθηκε θα προξενούσε σε αυτόν ζημιά η οποία υπερβαίνει το πραγματικό όφελος που απεκόμισε από το χρησιδάνειο, ο χρήστης, αν επιβάλει την επιστροφή του πράγματος, οφείλει να καλύψει τον χρησάμενο για τη ζημιά που προκλήθηκε στο ύψος που αυτή υπερβαίνει το όφελος που απεκόμισε.

Επιστροφή αγαθών που παρακατατέθηκαν με την παρέλευση του χρόνου ή την εκπλήρωση του σκοπού

118. Ο θεματοφύλακας υποχρεούται, χωρίς όχληση, να επιστρέψει ή να παραδώσει σύμφωνα με τις οδηγίες του παρακαταθέτη τα αγαθά που παρακατατέθηκαν, μόλις παρέλθει ο χρόνος ή εκπληρωθεί ο σκοπός για τον οποίο έγινε η παρακαταθήκη με ευρεία έννοια.

Ευθύνη παρακαταθέτη σε περίπτωση για μη προσήκουσα επιστροφή των αγαθών που παρακατατέθηκαν

119. Αν από παράλειψη του θεματοφύλακα, δεν επιστραφούν, παραδοθούν ή προσφερθούν προς παράδοση τα αγαθά που παρακατατέθηκαν στον κατάλληλο χρόνο, ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι του παρακαταθέτη, από τον εν λόγω χρόνο, για την απώλεια, καταστροφή ή χειροτέρευση των αγαθών που παρακατατέθηκαν.

Λύση χαριστικής παρακαταθήκης λόγω θανάτου

120. Η χαριστική παρακαταθήκη με ευρεία έννοια λύνεται με το θάνατο του παρακαταθέτη ή του θεματοφύλακα.

Ο παρακαταθέτης δικαιούται την αύξηση ή κέρδος από τα αγαθά που παρακατατέθηκαν

121. Αν δεν υπάρχει συμβατικός όρος για το αντίθετο, ο θεματοφύλακας οφείλει να παραδώσει στον παρακαταθέτη ή σύμφωνα με τις οδηγίες αυτού οποιαδήποτε αύξηση ή κέρδος που τυχόν προέκυψε από τα αγαθά που παρακατατέθηκαν.

Ευθύνη παρακαταθέτη έναντι θεματοφύλακα

122. Ο παρακαταθέτης ευθύνεται έναντι του θεματοφύλακα για κάθε ζημιά, την οποία ο θεματοφύλακας ήθελε υποστεί συνεπεία του ότι ο παρακαταθέτης δεν είχε το δικαίωμα να συστήσει την παρακαταθήκη με ευρεία έννοια, ή να λάβει πίσω τα αγαθά που παρακατατέθηκαν ή να δώσει οδηγίες σχετικά με αυτά.

Παρακαταθήκη με ευρεία έννοια από πολλούς συγκύριους

123. Αν πολλοί συγκύριοι παρακαταθέσουν αγαθά, ο θεματοφύλακας δύναται να επιστρέψει αυτά σε ένα από τους συγκύριους, ή σύμφωνα με τις οδηγίες αυτού, χωρίς τη συναίνεση όλων νοουμένου ότι δεν υπάρχει συμφωνία για το αντίθετο.

Ο θεματοφύλακας δεν ευθύνεται αν επιστρέψει τα αγαθά που παρακατατέθηκαν σε παρακαταθέτη που δεν έχει τίτλο

124. Αν ο παρακαταθέτης δεν έχει τίτλο επί των αγαθών που παρακατατέθηκαν, και ο θεματοφύλακας, καλή τη πίστει, επιστρέψει αυτά στον παρακαταθέτη ή σύμφωνα με τις οδηγίες του, ο θεματοφύλακας δεν έχει καμιά ευθύνη έναντι του ιδιοκτήτη αναφορικά με την επιστροφή αυτή.

Δικαίωμα τρίτου ο οποίος διεκδικεί τα αγαθά που παρακατατέθηκαν

125. Αν άλλος εκτός από τον παρακαταθέτη διεκδικεί τα αγαθά που παρακατατέθηκαν, δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα για να εμποδιστεί η παράδοση αυτών στον παρακαταθέτη, και για να εκδοθεί απόφαση αναφορικά με τον τίτλο των αγαθών που παρακατατέθηκαν.

Δικαιώματα ευρέτη~ δικαίωμα αγωγής για προσφερθείσα ειδική αμοιβή

126. Ο ευρέτης απωλολότος δεν έχει δικαίωμα αγωγής κατά του κυρίου προς αποζημίωση για την ενόχληση και δαπάνη την οποία εκούσια υπέστηκε για τη συντήρηση του απωλολότος και την αναζήτηση του κυρίου~ δύναται όμως να κατακρατήσει το ευρεθέν μέχρις ότου λάβει από τον κύριο τέτοια αποζημίωση~ στην περίπτωση που ο κύριος πρόσφερε ειδική αμοιβή για την επιστροφή του απωλολότος, ο ευρέτης δύναται να εναγάγει τον κύριο για την αμοιβή αυτή, και να κατακρατήσει το ευρεθέν μέχρις ότου λάβει την αμοιβή.

Περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ευρέτης δύναται να πωλήσει το ευρεθέν

127. Όταν το απωλολός είναι πράγμα το οποίο συνήθως αποτελεί αντικείμενο πώλησης, αν ο κύριος δεν δύναται να ανευρεθεί με την καταβολή εύλογης επιμέλειας ή αν ζητηθεί από αυτόν να καταβάλει στον ευρέτη καθετί το οποίο ο ευρέτης νόμιμα δικαιούται, και αρνηθεί, ο ευρέτης δύναται να πωλήσει το ευρεθέν-

(α) αν κινδυνεύει να υποστεί φθορά ή να χάσει το μεγαλύτερο μέρος της αξίας του~ή

(β) αν το ποσό το οποίο νόμιμα δικαιούται ανέρχεται στα δύο τρίτα της αξίας του.

Ειδικό δικαίωμα επίσχεσης του θεματοφύλακα

128. Αν δεν υπάρχει συμβατικός όρος για το αντίθετο, ο θεματοφύλακας, ο οποίος σύμφωνα με το σκοπό της παρακαταθήκης με ευρεία έννοια, παρέσχε υπηρεσία που συνεπάγετο την καταβολή μόχθου ή δεξιότητας σχετικά με τα αγαθά που παρακατατέθηκαν, δικαιούται να κατακρατήσει τα αγαθά που παρακατατέθηκαν μέχρι να λάβει την προσήκουσα αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν.

Γενικό δικαίωμα επίσχεσης τραπεζιτών, πρακτόρων και εποπτών προκυμαίας

129. Αν δεν υπάρχει συμβατικός όρος για το αντίθετο, τραπεζίτες, πράκτορες και επόπτες προκυμαίας, δύνανται να κατακρατήσουν ως ασφάλεια για γενικό υπόλοιπο λογαριασμού οποιαδήποτε αγαθά που παρακατατέθηκαν σε αυτούς~ αλλά κανένας άλλος δεν έχει δικαίωμα, παρά μόνο δυνάμει ρητού συμβατικού όρου, να κατακρατήσει ως ασφάλεια αγαθά που παρακατατέθηκαν σε αυτόν για το εν λόγω υπόλοιπο.

Ενέχυρο
Ορισμοί “ενεχύρου”, “ενεχυριαστή”, “ενεχυροδανειστή”

130. Η παράδοση αγαθών προς εξασφάλιση της πληρωμής χρέους ή της εκπλήρωσης υπόσχεσης καλείται “ενέχυρο”. Στην περίπτωση αυτή το πρόσωπο που παραδίδει τα αγαθά καλείται “ενεχυριαστής” και το πρόσωπο προς το οποίο παραδίνονται “ενεχυροδανειστής”.

Δικαίωμα ενεχυροδανειστή να κατακρατήσει τα αγαθά που έχουν ενεχυριαστεί

131. Ο ενεχυροδανειστής δύναται να κατακρατήσει τα αγαθά, που έχουν ενεχυριαστεί, όχι μόνο για την πληρωμή του χρέους ή την εκπλήρωση της υπόσχεσης, αλλά και για τον τόκο του χρέους, και για όλες τις αναγκαίες δαπάνες τις οποίες αυτός υπέστει σχετικά με την κατοχή ή τη συντήρηση των αγαθών που έχουν ενεχυριαστεί.

Ενέχυρο δεν καλύπτει χρέος ή υπόσχεση άλλη από αυτή για την οποία συστάθηκε. Τεκμήριο σε περίπτωση μεταγενέστερων καταβολών

132. Αν δεν υπάρχει συμβατικός όρος για αυτό, ο ενεχυροδανειστής δεν δύναται να κατακρατήσει τα αγαθά που έχουν ενεχυριαστεί για οποιοδήποτε χρέος ή υπόσχεση άλλη από την υποχρέωση ή το χρέος για τα οποία συστάθηκε το ενέχυρο~ αλλά ο συμβατικός αυτός όρος, αν δεν υπάρχει οτιδήποτε το αντίθετο, τεκμαίρεται ότι υπάρχει αναφορικά με ποσά που καταβλήθηκαν μεταγενέστερα από τον ενεχυροδανειστή.

Δικαίωμα ενεχυροδανειστή αναφορικά με έκτακτες δαπάνες

133. Ο ενεχυροδανειστής δικαιούται από τον ενεχυριαστή τις έκτακτες δαπάνες τις οποίες υπέστει για τη συντήρηση των αγαθών που έχουν ενεχυριαστεί.

Δικαίωμα ενεχυροδανειστή σε περίπτωση υπερημερίας του ενεχυριαστή

134.-(1) Αν ο ενεχυριαστής καταστεί υπερήμερος για την κατοβολή του χρέους ή την εκπλήρωση της υπόσχεσης, για την οποία έγινε το ενέχυρο, ο ενεχυροδανειστής δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα κατά του ενεχυριαστή βάσει του χρέους ή της υπόσχεσης, και να κατακρατήσει τα αγαθά που έχουν ενεχυριαστεί ως παράλληλη ασφάλεια, ή να πωλήσει αυτά αφού δώσει προηγουμένως στον ενεχυριαστή εύλογη ειδοποίηση για την πώληση.

(2) Αν το προϊόν της πώλησης είναι κατώτερο από το οφειλόμενο δυνάμει του χρέους ή της υπόσχεσης, ο ενεχυριαστής εξακολουθεί να ευθύνεται για το υπόλοιπο. Αν το προϊόν της πώλησης υπερβαίνει το εν λόγω οφειλόμενο ο ενεχυροδανειστής οφείλει να καταβάλει στον ενεχυριαστή το πλεόνασμα.

Δικαίωμα ενεχυριαστή να αποδεσμεύει αγαθά που έχουν ενεχυριαστεί σε περίπτωση υπερημερίας

135. Αν συμφωνήθηκε χρόνος για την καταβολή του χρέους, ή την εκπλήρωση της υπόσχεσης, για την οποία συστάθηκε το ενέχυρο, και ο ενεχυριαστής κατέστει υπερήμερος, αυτός δύναται να αποδεσμεύσει τα αγαθά που έχουν ενεχυριαστεί σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο πριν από την πραγματική πώληση τους~ στη περίπτωση όμως αυτή, οφείλει να καταβάλει επιπλέον κάθε δαπάνη που προέκυψε από την υπερημερία του.

Ενέχυρο από κάτοχο αγαθών ή εγγράφων τίτλου

136. Πρόσωπο το οποίο κατέχει οποιαδήποτε αγαθά, ή οποιαδήποτε φορτωτική, λιμενικό ένταλμα, πιστοποιητικό από αποθηκάριο, πιστοποιητικό επόπτη προκυμαίας, ή ένταλμα ή διαταγή προς παράδοση ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο τίτλου επί αγαθών, δύναται να συστήσει έγκυρο ενέχυρο επί των αγαθών αυτών ή εγγράφων, νοουμένου ότι ο ενεχυροδανειστής ενεργεί καλή τη πίστει, και υπό περιστάσεις οι οποίες δεν είναι τέτοιες ώστε να δημιουργούν εύλογο τεκμήριο ότι ο ενεχυριαστής ενεργεί χωρίς δικαίωμα, και ότι τα εν λόγω αγαθά ή έγγραφα δεν ελήφθηκαν από το νόμιμο κύριο τους ή από άλλον που έχει τη νόμιμη φύλαξη τους, με ποινικό αδίκημα ή απάτη.

Ενέχυρο από πρόσωπο το οποίο έχει περιορισμένο συμφέρον

137. Αν ο ενεχυριαστής έχει μόνο περιορισμένο συμφέρον επί των αγαθών που έχουν ενεχυριαστεί, το ενέχυρο είναι έγκυρο κατά την έκταση του συμφέροντος αυτού.

Προϋποθέσεις σύστασης ενεχύρου σε συναλλαγματικές, γραμμάτια εις διαταγή, κλπ.

138. Ενέχυρο σε-

(α) συναλλαγματικές, ή

(β) γραμμάτια εις διαταγή, ή

(γ) γραμμάτια συνήθους τύπου ή μη, άλλα από αυτά που είναι ασφαλισμένα με υποθήκη επί ακίνητης ιδιοκτησίας, ή

(δ) πιστοποιητικά μετοχών ή πιστοποιητικά μετοχών στον κομιστή σε εταιρεία, προς εξασφάλιση της καταβολής χρέους ή της εκπλήρωσης υπόσχεσης,

δεν είναι έγκυρο και εκτελεστό, εκτός αν η σύμβαση του ενεχύρου-

(i) είναι γραπτή, και

(ii) υπογράφεται στο τέλος αυτής από τον ενεχυριαστή, και

(iii) καταρτίζεται στην παρουσία δύο τουλάχιστον μαρτύρων, ικανών προς το συμβάλλεσθαι, οι οποίοι προσυπογράφουν αυτήν ως μάρτυρες.

(2) Ενέχυρο σε πιστοποιητικά μετοχών ή πιστοποιητικά μετοχών στον κομιστή σε εταιρεία που είναι μεταβιβάσιμα με τρόπο άλλο από την παράδοση, δεν είναι έγκυρο και εκτελεστό, εκτός αν, πέρα από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1), πληρούνται και οι πιο κάτω προϋποθέσεις-

(α) ο ενεχυροδανειστής αποστείλει στην εταιρεία ειδοποίηση για τη σύσταση του ενεχύρου, μαζί με επικυρωμένο αντίγραφο της σύμβασης του ενεχύρου, και

(β) η εταιρεία σημειώσει το ενέχυρο αυτό στο μητρώο των μετόχων έναντι των μετοχών στις οποίες αφορά η ειδοποίηση αυτή, και

(γ) η εταιρεία παραδώσει στον ενεχυροδανειστή πιστοποιητικό ότι έγινε σημείωση του ενεχύρου αυτού στο μητρώο σύμφωνα με τα πιο πάνω.

Δικαίωμα ενεχυροδανειστή σε περίπτωση υπερημερίας του ενεχυριαστή δυνάμει σύμβασης που καταρτίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 138

139. Αν δεν υπάρχει ρήτρα για το αντίθετο, σε σύμβαση ενεχύρου, η οποία καταρτίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 138, σε περίπτωση υπερημερίας του ενεχυριαστή για την καταβολή του χρέους ή την εκπλήρωση της υπόσχεσης, ο ενεχυροδανειστής έχει τα ίδια δικαιώματα και μέσα θεραπείας για το ενέχυρο έναντι τρίτων, τα οποία θα είχε ο ίδιος ο ενεχυριαστής αν δεν υπήρχε η σύμβαση του ενεχύρου, και κάθε πληρωμή που έγινε στον ενεχυροδανειστή από τρίτους για το ενέχυρο αυτό, είναι έγκυρη και αποτελεσματική ωσάν να γινόταν στον ίδιο τον ενεχυριαστή.

Δικαστικά μέτρα Θεματοφυλάκων ή Παρακαταθετών εναντίον Αδικοπραγούντων
Δικαστικά μέτρα παρακαταθέτη ή θεματοφύλακα εναντίον αδικοπραγούντα

140. Αν τρίτος αποστερήσει άδικα από τον θεματοφύλακα τη χρήση ή την κατοχή των αγαθών που παρακατατέθηκαν, ή προξενήσει σε αυτά βλάβη, ο θεματοφύλακας δικαιούται να χρησιμοποιήσει τα ίδια μέσα θεραπείας, τα οποία ο κύριος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε παρόμοια περίπτωση, αν δεν υπήρχε παρακαταθήκη με ευρεία έννοια~ ο καθένας από αυτούς, παρακαταθέτης ή θεματοφύλακας, δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον τρίτου προσώπου για την εν λόγω αποστέρηση ή βλάβη.

Καταμερισμός θεραπείας ή αποζημίωσης

141. Η θεραπεία ή αποζημίωση που επιδικάζεται σε περίπτωση λήψης των εν λόγω δικαστικών μέτρων καταμερίζεται μεταξύ του παρακαταθέτη και θεματοφύλακα, σύμφωνα με τα συμφέροντα του καθενός.

ΜΕΡΟΣ ΧΙΙΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ
Διορισμός και Πληρεξουσιότητα Αντιπροσώπων
Ορισμοί “αντιπροσώπου” και “αντιπροσωπευόμενου”

142. “Αντιπρόσωπος” είναι το πρόσωπο το οποίο προσλαμβάνεται για την τέλεση πράξης για λογαριασμό άλλου ή για αντιπροσώπευση άλλου σε συναλλαγές με τρίτους. Το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου τελείται η πράξη αυτή, ή το οποίο αντιπροσωπεύεται με τον τρόπο αυτό, καλείται “αντιπροσωπευόμενος”.

Ικανότητα πρόσληψης αντιπροσώπου

143. Αντιπρόσωπο δύναται να προσλάβει κάθε πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι.

Ικανότητα προς αντιπροσώπευση

144. Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και τρίτων, αντιπρόσωπος δύναται να καταστεί οποιοσδήποτε αλλά κανένα πρόσωπο το οποίο στερείται της ικανότητας προς το συμβάλλεσθαι δεν δύναται να γίνει αντιπρόσωπος, ώστε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου σύμφωνα με τις διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο αυτό.

Η αντιπαροχή δεν είναι αναγκαία για τη σύσταση αντιπροσωπείας

145. Δεν απαιτείται αντιπαροχή για τη σύσταση αντιπροσωπείας.

Η πληρεξουσιότητα δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή

146. Η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή.

Ορισμοί ρητής και σιωπηρής πληρεξουσιότητας

147. Η πληρεξουσιότητα θεωρείται ρητή, όταν αυτή παρέχεται προφορικά ή γραπτά. Η πληρεξουσιότητα θεωρείται σιωπηρή όταν αυτή συνάγεται από τα περιστατικά της υπόθεσης~ ο,τιδήποτε το οποίο έχει λεχθεί ή γραφτεί ή η συνήθης πορεία των συναλλαγών, δύνανται να θεωρηθούν ως περιστατικά της υπόθεσης.

Έκταση πληρεξουσιότητας

148.-(1) Η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου προς τέλεση πράξης περιέχει και πληρεξουσιότητα προς τέλεση κάθε νόμιμου πράγματος που είναι αναγκαίο για την τέλεση της πράξης αυτής.

(2) Η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου για άσκηση επιχείρησης περιέχει και πληρεξουσιότητα για τέλεση κάθε νόμιμου πράγματος που είναι αναγκαίο για το σκοπό αυτό ή που συνήθως τελείται κατά τη διεξαγωγή της εν λόγω επιχείρησης.

Πληρεξουσιότητα αντιπροσώπου σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης

149. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ο αντιπρόσωπος έχει πληρεξουσιότητα να τελέσει οποιαδήποτε πράξη για να προστατεύσει τον αντιπροσωπευόμενο από ζημιά, την οποία πρόσωπο συνήθους σύνεσης θα τελούσε για τις δικές του υποθέσεις υπό παρόμοιες περιστάσεις.

Υποκατάστατοι Αντιπρόσωποι
Πότε αποκλείεται η υποκατάσταση αντιπροσώπου

150. Ο αντιπρόσωπος δεν δύναται κατά νόμο να προσλάβει άλλο για την εκτέλεση πράξεων, τις οποίες ρητά ή σιωπηρά ανέλαβε να εκτελέσει αυτοπροσώπως, εκτός αν η πρόσληψη υποκατάστατου αντιπροσώπου επιτρέπεται από τα συναλλακτικά ήθη ή επιβάλλεται από τη φύση της αντιπροσωπείας.

Ορισμός “υποκατάστατου αντιπροσώπου”

151. “Υποκατάστατος αντιπρόσωπος”, είναι πρόσωπο ικανό προς το συμβάλλεσθαι το οποίο προσλήφθηκε και ενεργεί υπό τον έλεγχο του αρχικού αντιπροσώπου κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας.

Αντιπροσώπευση από κατάλληλα διορισμένο αντιπρόσωπο

152.-(1) Aν ο υποκατάστατος αντιπρόσωπος διοριστεί κατάλληλα, ο αντιπροσωπευόμενος, όσον αφορά τρίτους, αντιπροσωπεύεται από τον υποκατάστατο αντιπρόσωπο, δεσμεύεται από τις πράξεις του και ευθύνεται για αυτές, ωσάν να επρόκειτο για αντιπρόσωπο που διορίστηκε αρχικά από τον αντιπροσωπευόμενο.

(2) Ο αντιπρόσωπος ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευόμενου για τις πράξεις του υποκατάστατου αντιπροσώπου.

(3) Ο υποκατάστατος αντιπρόσωπος ευθύνεται για τις πράξεις, έναντι του αντιπροσώπου, όχι όμως έναντι του αντιπροσωπευομένου, παρά μόνο σε περίπτωση απάτης ή αδικήματος που διαπράχτηκε εσκεμμένα.

Ευθύνη αντιπροσώπου για υποκατάστατο αντιπρόσωπο που διορίστηκε χωρίς εξουσιοδότηση

153. Αν ο αντιπρόσωπος διόρισε υποκατάστατο αντιπρόσωπο, χωρίς να έχει εξουσιοδότηση γι’ αυτό, ο αντιπρόσωπος βρίσκεται έναντι του προσώπου που διορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό σε σχέση αντιπροσωπευόμενου προς αντιπρόσωπο, και ευθύνεται για τις πράξεις αυτού τόσο έναντι του αντιπροσωπευόμενου όσο και έναντι τρίτων~ ο αντιπροσωπευόμενος δεν αντιπροσωπεύεται από το πρόσωπο αυτό που διορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό ούτε ευθύνεται για τις πράξεις αυτού, το πρόσωπο όμως που διορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό δεν ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευόμενου.

Σχέση μεταξύ αντιπροσωπευόμενου και προσώπου που διορίστηκε κατάλληλα από τον αντιπρόσωπο για διεξαγωγή της αντιπροσωπείας

154. Αν ο αντιπρόσωπος, έχοντας ρητή ή σιωπηρή εξουσιοδότηση να διορίσει άλλο πρόσωπο για να ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας, διόρισε άλλο πρόσωπο, το πρόσωπο που διορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό δεν θεωρείται υποκατάστατος αντιπρόσωπος, αλλά αντιπρόσωπος του αντιπροσωπευόμενου κατά την έκταση των εργασιών της αντιπροσωπείας που του εμπιστεύτηκαν.

Υποχρέωση αντιπροσώπου κατά την επιλογή του εν λόγω προσώπου

155. Κατά την επιλογή του εν λόγω αντιπροσώπου, ο αντιπρόσωπος οφείλει να επιδείξει την ίδια περίσκεψη την οποία θα επιδείκνυε άνθρωπος συνήθους σύνεσης στις δικές του υποθέσεις~ αν επιδείξει τέτοια περίσκεψη, δεν ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευόμενου για τις πράξεις ή την αμέλεια του αντιπροσώπου που επιλέγηκε κατά τον τρόπο αυτό.

Έγκριση
Έγκριση και συνέπειες έγκρισης

156. Όταν κάποιο πρόσωπο τελεί πράξεις για λογαριασμό άλλου προσώπου χωρίς τη γνώση ή πληρεξουσιότητα του, το πρόσωπο αυτό δύναται είτε να εγκρίνει είτε να αποκηρύξει την πράξη αυτή~ πράξη που εγκρίθηκε επιφέρει τις ίδιες συνέπειες, ωσάν να ετελείτο δυνάμει πληρεξουσιότητας.

Έγκριση ρητή ή σιωπηρή

157. Η έγκριση δύναται να είναι ρητή ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά του προσώπου για λογαριασμό του οποίου τελέστηκε η πράξη.

Γνώση των γεγονότων προϋπόθεση για το έγκυρο της έγκρισης

158. Η έγκριση δεν δύναται να διενεργηθεί έγκυρα από πρόσωπο που έχει ουσιωδώς ατελή γνώση των γεγονότων της υπόθεσης.

Συνέπειες έγκρισης, πράξης, που τελέστηκε χωρίς πληρεξουσιότητα, η οποία συνιστά μέρος συναλλαγής

159. Το πρόσωπο που εγκρίνει πράξη που τελέστηκε για λογαριασμό του χωρίς πληρεξουσιότητα, εγκρίνει συγχρόνως και ολόκληρη τη συναλλαγή της οποίας η πράξη αυτή αποτελεί μέρος.

Έγκριση πράξης που τελέστηκε χωρίς πληρεξουσιότητα δεν δύναται να βλάψει τρίτο

160. Πράξη που τελέστηκε για λογαριασμό άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητα αυτού, η οποία αν ετελείτο δυνάμη πληρεξουσιότητας θα επέφερε την πρόκληση ζημιάς σε τρίτο ή την απόσβεση δικαιώματος ή συμφέροντος τρίτου, δεν δύναται να επιφέρει τις συνέπειες αυτές με έγκριση.

Ανάκληση Πληρεξουσιότητας
Λύση αντιπροσωπείας

161. Η αντιπροσωπεία λύνεται με την ανάκληση της πληρεξουσιότητας από τον αντιπροσωπευόμενο~ ή με την καταγγελία της αντιπροσωπείας από τον αντιπρόσωπο~ ή με την αποπεράτωση των εργασιών της αντιπροσωπείας~ ή με το θάνατο ή τον κλονισμό του λογικού του αντιπροσωπευόμενου ή του αντιπροσώπου~ ή με την κήρυξη του αντιπροσωπευόμενου από το δικαστήριο σε κατάσταση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου που ισχύει εκάστοτε, ο οποίος αφορά την πτώχευση ή την αφερεγγυότητα.

Λύση αντιπροσωπείας όταν ο αντιπρόσωπος έχει συμφέρον επί του αντικειμένου της αντιπροσωπείας

162. Αν ο αντιπρόσωπος έχει συμφέρον στην περιουσία, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της αντιπροσωπείας, ελλείψει ρητού συμβατικού όρου, η αντιπροσωπεία δεν δύναται να λυθεί προς βλάβη του συμφέροντος αυτού.

Ανάκληση πληρεξουσιότητας

163. Εκτός αν άλλως προνοείται βάσει του άρθρου 162, ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να ανακαλέσει οποτεδήποτε την πληρεξουσιότητα που έδωσε στον αντιπρόσωπο πριν αυτή ασκηθεί κατά τρόπο που να δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο.

Ανάκληση πληρεξουσιότητας μετά τη μερική άσκηση της

164. Ο αντιπροσωπευόμενος δεν δύναται να ανακαλέσει την πληρεξουσιότητα που έδωσε στον αντιπρόσωπο μετά τη μερική άσκηση της, όσον αφορά πράξεις και υποχρεώσεις που προκύπτουν από πράξεις που ήδη τελέστηκαν σχετικά με την αντιπροσωπεία.

Αποζημίωση για ανάκληση πληρεξουσιότητας ή καταγγελία αντιπροσωπείας

165. Αν υπάρχει ρητός ή σιωπηρός συμβατικός όρος για ορισμένη χρονική διάρκεια της αντιπροσωπείας, ο αντιπροσωπευόμενος ή ο αντιπρόσωπος οφείλει να αποζημιώσει τον άλλο για την άκαιρη, χωρίς επαρκή λόγο, ανάκληση της πληρεξουσιότητας ή καταγγελία της αντιπροσωπείας, ανάλογα με την περίπτωση.

Προειδοποίηση για ανάκληση ή καταγγελία

166. Σε περίπτωση ανάκλησης ή καταγγελίας πρέπει να δίνεται προς τούτο εύλογη προειδοποίηση~ το πρόσωπο που ανακαλεί ή καταγγέλλει ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς εύλογη προειδοποίηση, υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημιάς που προξενήθηκε στον άλλο συνεπεία τούτου.

Ανάκληση και καταγγελία δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή

167. Η ανάκληση και η καταγγελία δύναται να είναι ρητή ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά του αντιπροσωπευόμενου ή του αντπροσώπου αντίστοιχα.

Πότε καθίσταται ενεργός η παύση πληρεξουσιότητας ως προς τον αντιπρόσωπο και τους τρίτους

168. Η παύση της πληρεξουσιότητας, όσον αφορά τον αντιπρόσωπο, δεν καθίσταται ενεργός, πριν αυτή περιέλθει σε γνώση του, και όσον αφορά τρίτους πριν περιέλθει σε γνώση τους.

Υποχρέωση αντιπροσώπου σε περίπτωση λύσης της αντιπροσωπείας με το θάνατο ή τη φρενοπάθεια του αντιπροσωπευόμενου

169. Αν η αντιπροσωπεία λυθεί με το θάνατο ή τον κλονισμό του λογικού του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπρόσωπος οφείλει να λάβει για λογαριασμό των εκπροσώπων του αποθανόντα αντιπροσωπευόμενου κάθε εύλογο μέτρο για την προστασία και συντήρηση των συμφερόντων που του εμπιστεύθηκαν.

Παύση πληρεξουσιότητας υποκατάστατου αντιπροσώπου

170. Τηρουμένων των κανόνων που περιλαμβάνονται στο Μέρος αυτό και που αφορούν την παύση της πληρεξουσιότητας αντιπροσώπου, η παύση της πληρεξουσιότητας αυτής επιφέρει και την παύση της πληρεξουσιότητας όλων των υποκατάστατων αντιπροσώπων που διορίστηκαν από αυτόν.

Υποχρέωση αντιπροσώπου έναντι αντιπροσωπευόμενου
Υποχρέωση αντιπροσώπου κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του αντιπροσωπευόμενου

171. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να διεξάγει τις εργασίες του αντιπροσωπευόμενου σύμφωνα με τις οδηγίες του ή ελλείψει τέτοιων οδηγιών, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούν στις εργασίες του ίδιου είδους, στον τόπο όπου ο αντιπρόσωπος διεξάγει τις εργασίες αυτές. Αντιπρόσωπος που ενεργεί κατά παράβαση των πιο πάνω οφείλει, αν προκύψει ζημιά, να αποκαταστήσει αυτήν στον αντιπροσωπευόμενο, και αν απορρεύσει κέρδος να λογοδοτήσει γι’ αυτό.

Δεξιότητα και επιμέλεια του αντιπροσώπου

172. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να διεξάγει τις εργασίες της αντιπροσωπείας καταβάλλοντας τη δεξιότητα, η οποία γενικά κατέχεται από πρόσωπα που διεξάγουν παρόμοιες εργασίες, εκτός αν ο αντιπροσωπευόμενος γνωρίζει ότι αυτός στερείται της δεξιότητας αυτής. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να καταβάλλει πάντοτε εύλογη επιμέλεια και τη δεξιότητα την οποία κατέχει~ υποχρεούται επίσης να αποζημιώσει τον αντιπροσωπευόμενο για τα άμεσα αποτελέσματα της παράλειψης του, έλλειψης δεξιότητας ή παραπτώματος, όχι όμως για απώλεια ή ζημιά που προκλήθηκε έμμεσα ή απρόβλεπτα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων συνεπεία της εν λόγω παράλειψης, έλλειψης δεξιότητας ή παραπτώματος.

Υποχρέωση αντιπροσώπου να υποβάλλει λογαριασμούς

173. Εφόσον κληθεί από τον αντιπροσωπευόμενο, ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να υποβάλλει σε αυτόν κατάλληλους λογαριασμούς.

Υποχρέωση αντιπροσώπου να επικοινωνεί με τον αντιπροσωπευόμενο

174. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να καταβάλλει σε δυσχερείς περιστάσεις, κάθε εύλογη επιμέλεια για να επικοινωνεί με τον αντιπροσωπευόμενο και να παίρνει τις εντολές του.

Δικαίωμα αντιπροσωπευόμενου όταν ο αντιπρόσωπος συναλλάσσεται για δικό του λογαριασμό χωρίς τη συναίνεση του αντιπροσωπευόμενου

175. Αν ο αντιπρόσωπος κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας συναλλάσσεται για δικό του λογαριασμό, χωρίς να πάρει προηγουμένως τη συναίνεση του αντιπροσωπευόμενου και χωρίς να γνωστοποιήσει σε αυτόν όλες τις ουσιώδεις περιστάσεις οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του για την υπόθεση, ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να καταγγείλει τη συναλλαγή, αν καταστεί φανερό είτε ότι ο αντιπρόσωπος απέκρυψε ανέντιμα από αυτόν οποιοδήποτε ουσιώδες γεγονός, είτε ότι οι συναλλαγές του αντιπροσώπου έχουν καταστεί επιζήμιες γι αυτόν.

Δικαίωμα αντιπροσωπευόμενου σε όφελος που αποκτήθηκε από αντιπρόσωπο που συναλλάσσεται για δικό του λογαριασμό, με άγνοια του αντιπροσωπευόμενου

176. Αν ο αντιπρόσωπος, εν αγνοία του αντιπροσωπευόμενου, κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας συναλλάσσεται για δικό του λογαριασμό αντί για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπροσωπευόμενος δικαιούται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο Μέρος VIII του Νόμου αυτού, να απαιτήσει από τον αντιπρόσωπο κάθε όφελος το οποίο ήθελε προκύψει σε αυτό από τη συναλλαγή.

Δικαίωμα αντιπροσώπου να κατακρατήσει χρήματα που οφείλονται σε αυτόν από ποσά που λήφθηκαν για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου

177. Ο αντιπρόσωπος δύναται να κατακρατήσει από κάθε ποσό το οποίο λήφθηκε για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας, κάθε χρηματικό ποσό που οφείλεται σε αυτόν, σχετικά με πληρωμές ή δαπάνες που έγιναν από αυτόν, και στις οποίες υποβλήθηκε κατάλληλα κατά τη διεξαγωγή των εν λόγω εργασιών, και επίσης τέτοια αμοιβή που τυχόν οφείλεται σε αυτόν για την εκτέλεση του έργου του αντιπροσώπου.

Υποχρέωση αντιπροσώπου να καταβάλει ποσά που λήφθηκαν για λογαριασμό αντιπροσωπευόμενου

178. Υπό την επιφύλαξη των πιο πάνω κατακρατήσεων, ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να καταβάλει στον αντιπροσωπευόμενο κάθε ποσό που λήφθηκε για λογαριασμό του.

Πότε η αμοιβή του αντιπροσώπου καθίσταται απαιτητή

179. Αν δεν υπάρχει ειδικός συμβατικός όρος, δεν οφείλεται στον αντιπρόσωπο αμοιβή για την εκτέλεση οποιασδήποτε πράξης, μέχρι αποπεράτωσης της πράξης~ ο αντιπρόσωπος όμως δύναται να κατακρατήσει χρήματα που εισέπραξε από αυτόν από την πώληση αγαθών και αν ακόμη δεν πωλήθηκαν όλα τα αγαθά που αποστάληκαν σε αυτόν προς πώληση ή και αν ακόμη η πώληση δεν είναι πραγματικά συμπληρωμένη.

Ο αντιπρόσωπος δεν δικαιούται αμοιβή για εργασίες που διεξάχθηκαν κακώς

180. Αντιπρόσωπος που είναι υπαίτιος κακής διεξαγωγής των εργασιών της αντιπροσωπείας δεν δικαιούται αμοιβή, για το μέρος των εργασιών το οποίο διεξήγαγε κακώς.

Δικαίωμα επίσχεσης του αντιπροσώπου

181. Αν δεν υπάρχει συμβατικός όρος για το αντίθετο, ο αντιπρόσωπος δικαιούται να κατακρατήσει τα αγαθά, έγγραφα και άλλα περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα του αντιπροσωπευόμενου που λήφθηκαν από αυτόν, μέχρι να καταβληθεί σε αυτόν κάθε ποσό που του οφείλεται ως προμήθεια ή για τις δαπάνες και υπηρεσίες αναφορικά με τα πιο πάνω ή μέχρι να του δοθούν εξηγήσεις για το ποσό αυτό.

Υποχρέωση αντιπροσωπευόμενου έναντι αντιπροσώπου
Κάλυψη αντιπροσώπου έναντι των συνεπειών νόμιμων πράξεων

182. Ο αντιπροσωπευόμενος υποχρεούται να καλύψει τον αντιπρόσωπο για τις συνέπειες όλων των νόμιμων πράξεων, που τελούνται από τον αντιπρόσωπο κατά την άσκηση της πληρεξουσιότητας που παραχωρήθηκε σε αυτόν.

Κάλυψη αντιπροσώπου για πράξεις που τελέστηκαν καλή τη πίστει

183. Ο αντιπροσωπευόμενος υποχρεούται να καλύψει τον αντιπρόσωπο για τις συνέπειες πράξης που τελέστηκε από αυτόν με εντολή του αντιπροσωπευόμενου, εφόσον ετέλεσε αυτήν καλή τη πίστει, έστω και αν ακόμη αυτή προξένησε βλάβη στα δικαιώματα τρίτων.

Ο αντιπροσωπευόμενος δεν ευθύνεται για αξιόποινη πράξη αντιπροσώπου που τελέστηκε με εντολή αυτού

184. Ο αντιπροσωπευόμενος δεν υποχρεούται έναντι του αντιπροσώπου, είτε βάσει ρητής είτε βάσει σιωπηρής υπόσχεσης, να καλύψει αυτόν για τις συνέπειες αξιόποινης πράξης που τελέστηκε από τον αντιπρόσωπο με εντολή του αντιπροσωπευόμενου.

Αποζημίωση αντιπροσώπου για βλάβη που προκλήθηκε λόγω παράλειψης αντιπροσωπευόμενου

185. Ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει να αποζημιώσει τον αντιπρόσωπο για βλάβη που προκλήθηκε σε αυτόν λόγω παράλειψης ή έλλειψης δεξιότητας του αντιπροσωπευομένου.

Συνέπειες Αντιπροσωπείας σε Σύμβαση με Τρίτους
Εκτελεστό συμβάσεων που συνάπτονται με αντιπρόσωπο και έννομες συνέπειες αυτών

186. Οι συμβάσεις που συνάπτονται με αντιπρόσωπο και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις του αντιπροσώπου είναι εκτελεστές κατά τον ίδιο τρόπο και επιφέρουν τις ίδιες έννομες συνέπειες, ωσάν να συνάπτοντο ή εκτελούντο από τον ίδιο τον αντιπροσωπευόμενο.

Έκταση δέσμευσης αντιπροσωπευόμενου σε περίπτωση υπέρβασης της πληρεξουσιότητας

187. Αν ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του δόθηκε, και όταν το μέρος αυτών που διενεργήθηκαν, το οποίο εμπίπτει εντός της πληρεξουσιότητας, δύναται να διαχωριστεί από το μέρος το οποίο διενεργήθηκε καθ’ υπέρβαση, τότε μόνο το μέρος το οποίο εμπίπτει εντός της πληρεξουσιότητας είναι δεσμευτικό καθ’ όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αυτού και του αντιπροσωπευόμενου.

Πότε δεν δεσμεύεται ο αντιπροσωπευόμενος σε περίπτωση υπέρβασης της πληρεξουσιότητας

188. Αν ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του δόθηκε και το μέρος από αυτά που διενεργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας δεν δύναται να διαχωριστεί από αυτά που διενεργήθηκαν εντός των ορίων αυτής, ο αντιπροσωπευόμενος δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει τη συναλλαγή.

Συνέπειες ειδοποίησης που κοινοποιήθηκε στον αντιπρόσωπο

189. Ειδοποίηση που κοινοποιήθηκε στον αντιπρόσωπο ή πληροφορία που λήφθηκε από τον αντιπρόσωπο κατά τη διεξαγωγή εργασιών για τον αντιπροσωπευόμενο, επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αντιπροσωπευόμενου και τρίτων, ωσάν η ειδοποίηση να είχε κοινοποιηθεί στον αντιπροσωπευόμενο ή η πληροφορία να είχε ληφθεί από αυτόν.

Αντιπρόσωπος δεν δύναται να εκτελέσει προσωπικά σύμβαση που συνάφθηκε για λογαριασμό αντιπροσωπευόμενου, ούτε δεσμεύεται από αυτή

190.-(1) Ελλείψει συμβατικού όρου γι αυτό, ο αντιπρόσωπος δεν δύναται να εκτελέσει προσωπικά σύμβαση που συνάφθηκε από αυτόν για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ούτε δεσμεύεται προσωπικά από αυτή.

(2) Τέτοιος συμβατικός όρος τεκμαίρεται ότι υπάρχει στις ακόλουθες περιπτώσεις-

(α) όταν η σύμβαση καταρτίζεται από αντιπρόσωπο για την πώληση ή την αγορά αγαθών, για λογαριασμό εμπόρου που διαμένει στην αλλοδαπή~

(β) όταν ο αντιπρόσωπος δεν αποκαλύπτει το όνομα του αντιπροσωπευόμενου~

(γ) όταν ο αντιπροσωπευόμενος, παρόλο ότι αποκαλύφτηκε το όνομα του, δεν δύναται να εναχθεί.

Δικαιώματα συμβαλλόμενων σε σύμβαση που συνάφθηκε με αντιπρόσωπο που δεν αποκάλυψε την ιδιότητα του

191.-(1) Αν ο αντιπρόσωπος καταρτίσει σύμβαση με πρόσωπο που δεν γνωρίζει, ούτε έχει λόγο να υποπτεύεται ότι αυτό ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου, ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να απαιτήσει την εκπλήρωση της σύμβασης~ ο άλλος συμβαλλόμενος έχει έναντι του αντιπροσωπευόμενου τα ίδια δικαιώματα τα οποία θα είχε έναντι του αντιπροσώπου, αν αυτός ενεργούσε για δικό του λογαριασμό.

(2) Αν ο αντιπροσωπευόμενος καταστήσει τον εαυτό του γνωστό πριν από την πλήρη εκπλήρωση της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να αρνηθεί να εκπληρώσει αυτήν, αν αποδείξει ότι δεν θα σύναπτε τη σύμβαση αν γνώριζε ποιος ήταν ο αντιπροσωπευόμενος στη σύμβαση, ή αν γνώριζε ότι ο αντιπρόσωπος δεν ενεργούσε για δικό του λογαριασμό.

Εκπλήρωση σύμβασης που συνάπτεται με αντιπρόσωπο ο οποίος εμφανίζεται ωσάν να ενεργεί για δικό του λογαριασμό

192. Αν πρόσωπο καταρτίσει σύμβαση με άλλο, χωρίς να γνωρίζει και χωρίς να έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι ο αντισυμβαλλόμενος ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου, ο αντιπροσωπευόμενος, αν απαιτήσει εκπλήρωση της σύμβασης, δύναται να επιτύχει αυτήν μόνο υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που υπάρχουν μεταξύ του αντιπροσώπου και του αντισυμβαλλόμενου.

Δικαιώματα προσώπου που συναλλάσσεται με αντιπρόσωπο ο οποίος είναι προσωπικά υπεύθυνος

193. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αντιπρόσωπος έχει προσωπική ευθύνη, το πρόσωπο που συναλλάσσεται με αυτόν δύναται να στραφεί είτε εναντίον αυτού είτε εναντίον του αντιπροσωπευόμενου, είτε εναντίον και των δύο.

Συνέπεια εξώθησης αντιπροσώπου ή αντιπροσωπευόμενου να ενεργήσει με την πεποίθηση ότι μόνο ο άλλος θα είναι υπεύθυνος

194. Αν το πρόσωπο που συνομολόγησε σύμβαση με αντιπρόσωπο, εξώθησε τον αντιπρόσωπο να ενεργήσει με την πεποίθηση ότι μόνο ο αντιπροσωπευόμενος θα ευθύνεται έναντι αυτού, ή εξώθησε τον αντιπροσωπευόμενο να ενεργήσει με την πεποίθηση ότι μόνο ο αντιπρόσωπος θα ευθύνεται έναντι αυτού, δεν δύναται έπειτα να στραφεί εναντίον του αντιπροσώπου ή του αντιπροσωπευόμενου αντίστοιχα.

Ευθύνη ψευδαντιπροσώπου

195. Το πρόσωπο που παριστάνει ψευδώς τον εαυτό του ως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο άλλου, και με τον τρόπο αυτό εξωθεί τρίτο να συναλλαγεί μαζί του υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου, υποχρεούται να αποζημιώσει τον τρίτο για κάθε απώλεια ή ζημιά που αυτός υπέστη από τη συναλλαγή αυτή, αν το πρόσωπο που προβάλλεται ως αντιπροσωπευόμενος δεν εγκρίνει τις πράξεις του.

Ο ψευδαντιπρόσωπος δεν δικαιούται σε εκπλήρωση

196. Το πρόσωπο που σύναψε σύμβαση με άλλο ως αντιπρόσωπος, δεν δικαιούται να απαιτήσει εκπλήρωση της σύμβασης, αν στην πραγματικότητα ενεργούσε, όχι ως αντιπρόσωπος, αλλά για δικό του λογαριασμό.

Ευθύνη αντιπροσωπευόμενου που εξωθεί τρίτους να πιστεύουν ότι ο αντιπρόσωπος ενεργούσε εντός της πληρεξουσιότητας του

197. Αν ο αντιπρόσωπος, χωρίς πληρεξουσιότητα, διενέργησε πράξεις ή ανέλαβε υποχρεώσεις έναντι τρίτων για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται από τις πράξεις ή υποχρεώσεις αυτές, αν προφορικά ή με τη συμπεριφορά του εξώθησε τους τρίτους να πιστεύουν ότι οι πράξεις και υποχρεώσεις αυτές διενεργήθηκαν εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας του αντιπροσώπου.

Συνέπειες ψευδούς παράστασης ή απάτης αντιπροσώπου σε συμφωνίες

198. Ψευδής παράσταση που έγινε ή απάτη που διαπράχτηκε, από αντιπρόσωπο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες σε συμφωνίες που καταρτίζονται από τον αντιπρόσωπο, ωσάν η ψευδής παράσταση να έγινε ή η απάτη να διαπράχτηκε από τον αντιπροσωπευόμενο~ αλλά ψευδής παράσταση που έγινε ή απάτη που διαπράχτηκε, από αντιπρόσωπο σε θέματα τα οποία δεν εμπίπτουν εντός των ορίων πληρεξουσιότητας του, δεν επηρεάζει τον αντιπροσωπευόμενο.

Σημείωση
Παρατηρήσεις Υπηρεσίας Αναθεωρήσεως και Ενοποιήσεως της Κυπριακής Νομοθεσίας

1. Στο άρθρο 2(2)(γ) του βασικού νόμου με τους όρους “οφειλέτης” και “δανειστής” υποδηλώνεται, όπως στο Ελληνικό Δίκαιο, το πρόσωπο που είναι υποχρεωμένο (promisor) από κάθε συμβατική σχέση και το πρόσωπο που δικαιούται (promisee) από κάθε συμβατική σχέση, αντίστοιχα και όχι μόνο ο οφειλέτης και ο δανειστής από σύμβαση δανείου (βλέπε Π. Ζέπου, Ενοχικό Δίκαιο, Α’ Μέρος Γενικό, 1955, σελ. 27). Εξάλλου οι όροι “οφειλέτης χρέους” και “πιστωτής” χρησιμοποιούνται για απόδοση των αγγλικών όρων “debtor”  και “creditor”, αντίστοιχα.

2. Στο άρθρο 2(2)(ε) στο Αγγλικό κείμενο, αντί της φράσης “set of promises” λόγω τυπογραφικού λάθους, αναγράφεται η φράση “act of promises”.

3. Στο Μέρος ΧΙΙ, άρθρο 106, ο όρος “παρακαταθήκη με ευρεία έννοια” και όχι απλώς “παρακαταθήκη”, χρησιμοποιήθηκε για απόδοση του bailment, διότι η έννοια του bailment στο Αγγλικό Δίκαιο είναι ευρύτερη από την παρακαταθήκη (deposit). Σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, bailment συνιστούν οι ακόλουθες κατηγορίες σύμβασης: (1) Η παρακαταθήκη (depositum), η σύμβαση με την οποία κάποιο πρόσωπο, το οποίο καλείται παρακαταθέτης, παραδίδει σε άλλο, το οποίο καλείται θεματοφύλακας, κινητό πράγμα για φύλαξη χωρίς αντάλλαγμα? (2) η εντολή (mandatum), δηλ. η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται εντολοδότης, αναθέτει στον άλλο, ο οποίος καλείται εντολοδόχος, τη διεξαγωγή υπόθεσης χωρίς αμοιβή? (3) το χρησιδάνειο (commodatum) δηλ. η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενος ο οποίος καλείται χρήστης, παρέχει στον άλλο, ο οποίος καλείται χρησάμενος, τη χρήση κινητού πράγματος χωρίς αντάλλαγμα? (4) το ενέχυρο (pignus) δηλ. η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται ενεχυριαστής, παραδίδει στον άλλο, ο οποίος καλείται ενεχυροδανειστής κινητό πράγμα για εξασφάλιση απαίτησης? (5) η μίσθωση (locatio conductio) δηλ. η σύμβαση με την οποία ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται εκμισθωτής, αναλαμβάνει την υποχρέωση να δώσει στον άλλο, ο οποίος καλείται μισθωτής, τη χρήση κινητού πράγματος αντί ορισμένου χρηματικού ανταλλάγματος το οποίο καλείται μίσθωμα (βλέπε Halsbury’s Laws of England, 3rd Ed., Vol. 2, p. 94, et seq. και Words and Phrases Legally Defined, Vol. I, p. 147 et seq.)

4. To άρθρο 247 του περί Συμβάσεων Νόμου, Αρ. 24 του 1930, που τροποποιήθηκε από τον περί Πωλήσεως Εμπορευμάτων Νόμο, Αρ. 25 του 1953, παραλείφθηκε από τον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 192 της Αναθεωρημένης Έκδοσης (1949) των Νόμων της Κύπρου. Το αναφερόμενο άρθρο κατάργησε τον περί Εμπορικού Κώδικα (Τροποποιητικό) Νόμο του 1917 και ορισμένες από τις διατάξεις του Μετζιελλέ και του Οθωμανικού Εμπορικού Κώδικα και προέβλεπε ότι ούτε η κατάργηση αυτή, ούτε οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου επηρεάζουν-

(α) οποιαδήποτε σύμβαση, συμφωνία, γραμμάτιο ή έγγραφο, που συνάφθηκε, καταρτίστηκε ή υπογράφτηκε και περιβλήθηκε τον αναγκαίο τύπο πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού ή

(β) οποιοδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον που αποκτήθηκε ή απόρρευσε δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος που καταργείται με το Νόμο αυτό ή

(γ) οποιοδήποτε δικαστικό μέτρο ή θεραπεία σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια σύμβαση, συμφωνία, γραμμάτιο, έγγραφο, δικαίωμα ή συμφέρον.