14O.—(1) Μετά την παρέλευση τριετίας κατά την οποία ο δικηγόρος άσκησε πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα στη Δημοκρατία και στον τομέα του κυπριακού δικαίου συμπεριλαμβανομένου και του κοινοτικού δικαίου, δύναται να ενταχθεί πλήρως στο δικηγορικό επάγγελμα στη Δημοκρατία. Για το σκοπό αυτό υποβάλει σχετική αίτηση στο Νομικό Συμβούλιο, μαζί με τα αποδεικτικά της τριετούς επαγγελματικής δραστηριότητας εκ μέρους του στο κυπριακό δίκαιο.
(2) Για την αίτηση αποφασίζει το Νομικό Συμβούλιο, το οποίο δύναται να ελέγξει τον πραγματικό και τακτικό χαρακτήρα της ασκηθείσας δραστηριότητας και να καλέσει, αν παραστεί ανάγκη, το δικηγόρο να υποβάλει προφορικά ή γραπτά πρόσθετες εξηγήσεις ή διευκρινίσεις σχετικά με τα στοιχεία και έγγραφα που έχει υποβάλει.
(3) Σε περίπτωση που ο δικηγόρος αποδεικνύει την, τουλάχιστον, τριετή πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα στη Δημοκρατία, αλλά έχει μικρότερη των τριών ετών διάρκεια άσκησης στον τομέα του κυπριακού δικαίου, δύναται να του παρασχεθεί από το Νομικό Συμβούλιο άδεια πρόσβασης στο επάγγελμα του δικηγόρου στη Δημοκρατία, εφόσον έχει συμμετάσχει επιτυχώς σε ειδικά μαθήματα ή σεμινάρια κυπριακού δικαίου, τα οποία περιλαμβάνουν και τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες του επαγγέλματος, καθώς και κάθε γνώση και επαγγελματική πείρα στα ανωτέρω.
(4) Η αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και της ικανότητας του ενδιαφερομένου να συνεχίσει στη Δημοκρατία την ασκηθείσα δραστηριότητα του, κρίνεται από το Νομικό Συμβούλιο, το οποίο και τον καλεί σε εμφάνιση ενώπιον του, όπου κατά την συνέντευξη εξακριβώνεται το πραγματικό και τακτικό της ασκηθείσας δραστηριότητας.
(5) Η απόφαση του Νομικού Συμβουλίου, με την οποία αναγνωρίζεται η επάρκεια του δικηγόρου και η άδεια πρόσβασης στο επάγγελμα, τον απαλλάσσει από τη δοκιμασία επάρκειας που ρυθμίζεται από τις διατάξεις του περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002.
(6) Ο δικηγόρος που ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα με τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής στη Δημοκρατία, μπορεί ανά πάσα στιγμή και ανεξάρτητα από τη διαδικασία του παρόντος άρθρου, να ζητήσει την αναγνώριση του διπλώματος του και την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002, προκειμένου να έχει πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα στη Δημοκρατία και να το ασκεί με τον επαγγελματικό τίτλο της Δημοκρατίας.
(7) Η απόφαση του Νομικού Συμβουλίου με την οποία δεν χορηγείται η άδεια πρόσβασης στο δικηγορικό επάγγελμα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο αυτό πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
(8) Το Νομικό Συμβούλιο δύναται να απορρίψει αίτηση για χορήγηση άδειας πρόσβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εάν από τα στοιχεία που έχει ενώπιον του κρίνει ότι προσβάλλεται η δημόσια τάξη λόγω, ιδίως, πειθαρχικών διώξεων, καταγγελιών ή άλλων οιασδήποτε φύσεως γεγονότων στα οποία έχει ανάμιξη ο ενδιαφερόμενος δικηγόρος.
(9) Κατά την εξέταση της αίτησης από το Νομικό Συμβούλιο τηρείται το απόρρητο των πληροφοριών, που έχει στη διάθεσή του.
(10) Ο δικηγόρος που εισέρχεται στο δικηγορικό επάγγελμα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, δύναται να χρησιμοποιεί παράλληλα με τον επαγγελματικό τίτλο της Δημοκρατίας, τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής.
(11) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα νοείται η πραγματική άσκηση αυτής, χωρίς διακοπή.