36.-(1) Ο αιτητής ή ο δικαιούχος σήματος ή οποιοσδήποτε άλλος διάδικος σε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου ο οποίος, παρότι επέδειξε όλη την επιμέλεια που επιβάλουν οι περιστάσεις, δεν μπόρεσε να τηρήσει μια προθεσμία λόγω ανωτέρας βίας, τυχαίου μη προβλέψιμου γεγονότος ή άλλου σπουδαίου λόγου που εκφεύγει της ευθύνης του, μπορεί να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και την αποκατάσταση στα δικαιώματά του, εάν το κώλυμα είχε ως άμεση συνέπεια την απώλεια δικαιώματος υπεράσπισης ή ενδίκου βοηθήματος.
(2)(α) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται στην προθεσμία άσκησης ένστασης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 28.
(β) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που αφορούν ζητήματα προτεραιότητας εγγραφής ή αίτησης για εγγραφή του σήματος.
(3) Η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση υποβάλλεται κατά περίπτωση ενώπιον του Γραφείου εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την παύση του κωλύματος και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός έτους από τη λήξη της προθεσμίας που δεν τηρήθηκε.
(4) Η αίτηση υπόκειται στην καταβολή τέλους.
(5) Η απόφαση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα από οποιονδήποτε διάδικο.
(6) Ο αιτητής της αίτησης επαναφοράς που πέτυχε την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του, δεν μπορεί να επικαλεσθεί αυτά έναντι τρίτων που τυχόν απέκτησαν καλόπιστα δικαίωμα κατά το διάστημα που μεσολάβησε από τη λήξη της προθεσμίας που δεν τηρήθηκε μέχρι την έκδοση απόφασης του Γραφείου για την επαναφορά.
(7) Σε περίπτωση απώλειας της προθεσμίας ανανέωσης σήματος, η εξάμηνη περίοδος χάριτος, κατά τις διατάξεις του εδάφιου (3) του άρθρου 34, δεν προσμετράται στην προθεσμία ενός έτους κατά τις διατάξεις του εδαφίου (3).