19.-(1) Πρόσωπο που αξιώνει να καταστεί ιδιοκτήτης εμπορικού σήματος το οποίο χρησιμοποιείται ή προτείνεται να χρησιμοποιηθεί από αυτόν, επιθυμεί να εγγράψει αυτό, πρέπει να απευθυνθεί γραπτά στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τρόπο για εγγραφή είτε στο Μέρος Α είτε στο Μέρος Β του μητρώου.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ο Έφορος δύναται να απορρίψει την αίτηση, ή δύναται να αποδεχθεί αυτήν πλήρως ή με την επιβολή τέτοιων τροποποιήσεων, διαφοροποιήσεων, όρων ή περιορισμών, αν υπάρχουν, όπως ήθελε θεωρήσει ορθό.
(3) Σε περίπτωση αίτησης για εγγραφή εμπορικού σήματος στο Μέρος Α του μητρώου, ο Έφορος δύναται, αν ο αιτητής επιθυμεί αυτό, αντί να απορρίψει την αίτηση, να χειριστεί αυτή ως αίτηση για εγγραφή στο Μέρος Β και να προβεί στις ανάλογες ενέργειες για αυτήν.
(4) Σε περίπτωση απόρριψης ή αποδοχής υπό όρους, ο Έφορος, υποχρεούται, αν ζητηθεί από τον αιτητή, να εκθέσει γραπτά τους λόγους της απόφασης του και το υλικό που χρησιμοποιήθηκε από αυτόν για να καταλήξει σε αυτή, η δε απόφαση υπόκειται σε έφεση στο Δικαστήριο.
(5) Έφεση βάσει του άρθρου αυτού υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τρόπο και κατά την εκδίκαση της έφεσης στο Δικαστήριο αν απαιτηθεί, θα ακούσει τον αιτητή και τον Έφορο και θα εκδώσει διάταγμα που ορίζει κατά πόσο και με ποιες τροποποιήσεις, διαφοροποιήσεις, όρους ή περιορισμούς, αν υπάρχουν, η αίτηση θα γίνει αποδεκτή.
(6) Προσφυγές βάσει του άρθρου αυτού εκδικάζονται με βάση το υλικό που εξέθεσε ο Έφορος όπως αναφέρθηκε πιο πάνω και δεν γίνονται δεκτοί περαιτέρω λόγοι ένστασης από τον Έφορο για την αποδοχή της αίτησης, άλλοι από αυτούς που εξετέθηκαν πιο πάνω από αυτόν, εκτός κατόπι άδειας του Δικαστηρίου που εκδικάζει την έφεση. Όταν εκτίθενται οποιοιδήποτε περαιτέρω λόγοι ένστασης, ο αιτητής δικαιούται να αποσύρει την αίτηση του χωρίς πληρωμή εξόδων για την επίδοση ειδοποίησης όπως καθορίζεται.
(7) Ο Έφορος ή το Δικαστήριο, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται οποτεδήποτε, είτε πριν από ή μετά την αποδοχή, να διορθώσει οποιοδήποτε σφάλμα στην αίτηση ή σε σχέση με αυτή, ή δύναται να επιτρέψει στον αιτητή να τροποποιήσει την αίτηση του υπό τέτοιους όρους που ο Έφορος ή το Δικαστήριο, ανάλογα με την περίπτωση, ήθελε κρίνει ορθό.