30.-(1) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα από χρέος που οφείλεται από γραπτή εγγύηση προς το Δικαστήριο, ούτε από χρηματική ποινή ή χρέος με το οποίο ο πτωχεύσας ενδέχεται να επιβαρυνθεί μετά από αξίωση της Δημοκρατίας (ή οποιουδήποτε προσώπου) για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση οποιουδήποτε Νόμου ή από χρέος βάσει εγγυητηρίου που υπογράφτηκε με σκοπό την εμφάνιση προσώπου που διώκεται για ποινικό αδίκημα και ο πτωχεύσας δεν απαλλάσσεται των εξαιρουμένων αυτών χρεών εκτός αν ο Κυβερνήτης παρέχει γραπτώς με την υπογραφή του Διοικητικού Γραμματέα, τη συναίνεση του στην απαλλαγή του από τα χρέη αυτά.
(2) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν απαλλάσει τον πτωχεύσαντα από χρέος ή υποχρέωση που προέκυψε από απάτη ή δόλια κατάχρηση εμπιστοσύνης στην οποία συμμετείχε, ούτε από χρέος ή υποχρέωση για την οποία εξασφάλισε άφεση από απάτη στην οποία συμμετείχε.
(3) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν θα απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά την ημερομηνία του διατάγματος παραλαβής ήταν συνέταιρος ή συνδιαχειριστής με τον πτωχεύσαντα ή ήταν αλληλέγγυα υπόχρεος με αυτόν ή συνήψε κοινή σύμβαση με αυτόν, ή οποιοδήποτε πρόσωπο που ήταν εγγυητής ή τελούσε σε σχέση εγγυητή προς αυτόν.
(4) Το διάταγμα αποκατάστασης απαλλάσει τον πτωχεύσαντα από όλα τα άλλα χρέη τα οποία δύνανται να επαληθευτούν στην πτώχευση.
(5) Το διάταγμα αποκατάστασης συνιστά αναμφισβήτητη μαρτυρία του γεγονότος της πτώχευσης και της εγκυρότητας της πτωχευτικής διαδικασίας και σε οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται εναντίον του πτωχεύσαντα ο οποίος εξασφάλισε διάταγμα αποκατάστασης σε σχέση με χρέος από το οποίο απαλλάχτηκε με το διάταγμα, ο πτωχεύσας δύναται να ισχυριστεί ότι το αγώγιμο δικαίωμα προέκυψε πριν από την αποκατάσταση του.