Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Πτώχευσης Νόμος.

Ερμηνεία

2. Στο Νόμο αυτό-

“απόφαση” σημαίνει συνηθισμένη απόφαση·

“γενικοί κανόνες” περιλαμβάνουν τύπους·

“δημοσιευμένο” σημαίνει δημοσιευμένο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·

“διαχειριστής” σημαίνει το διαχειριστή πτώχευσης περιουσίας οφειλέτη·

“το Δικαστήριο” σημαίνει το Δικαστήριο που έχει πτωχευτική δικαιοδοσία βάσει του Νόμου αυτού·

"εγγύηση" σημαίνει σύμβαση εγγύησης κατά την έννοια του περί Συμβάσεων Νόμου η οποία δόθηκε από φυσικό πρόσωπο·

"εγγυητής" σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο παρέχει εγγύηση·

“ειδική απόφαση” σημαίνει απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία σε αριθμό και σε αξία των τριών τετάρτων των πιστωτών που παρίστανται, προσωπικά ή με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, σε συνέλευση πιστωτών και ψηφίζουν στη λήψη της απόφασης·

“εμπορεύματα” περιλαμβάνουν όλα τα προσωπικά αντικείμενα και κινητή περιουσία·

“εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων” περιλαμβάνει κάθε λειτουργό επιφορτισμένο με την εκτέλεση ενταλμάτων ή άλλων δικογράφων·

“εξασφαλισμένος πιστωτής” σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει υποθήκη ή εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, ή κατέχει οποιοδήποτε ενέχυρο, δικαίωμα επίσχεσης, άλλη επιβάρυνση ή άλλη εξασφάλιση επί της περιουσίας του χρεώστη ή σε οποιοδήποτε μέρος αυτής, ως ασφάλεια για χρέος που οφείλεται σε αυτόν από το χρεώστη·

“ηλεκτρονικά μέσα” σημαίνει μέσα ηλεκτρονικού μηχανισμού για την επεξεργασία, περιλαμβανομένης ψηφιακής συμπίεσης, για την αποθήκευση και για τη μετάδοση δεδομένων, με τη χρήση καλωδίων, ράδιου, οπτικών τεχνολογιών ή οποιουδήποτε άλλου ηλεκτρομαγνητικού μέσου·

“ισχύουσα πράξη πτώχευσης” σημαίνει πράξη πτώχευσης που υφίσταται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης πτώχευσης βάσει της οποίας εκδίδεται το διάταγμα πτώχευσης·

“καθορισμένος” σημαίνει καθορισμένος από γενικούς κανόνες εντός της έννοιας του Νόμου αυτού·

"καθορισμένος τρόπος" σημαίνει τρόπο που καθορίζεται με διάταγμα του Υπουργού, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·

“περιουσία” περιλαμβάνει χρήματα, εμπορεύματα, αγώγιμα δικαιώματα, γη και περιουσία κάθε περιγραφής ανεξάρτητα αν είναι κινητή ή ακίνητη, ή αν βρίσκεται στην Κύπρο ή αλλού, επίσης υποχρεώσεις, δουλείες και κάθε είδους περιουσία, συμφέρον και όφελος, παρόν ή μελλοντικό, κεκτημένο ή υπό αίρεση, που προκύπτει από ή είναι συναφές με περιουσία όπως ορίζεται πιο πάνω·

"πτωχεύσας" σημαίνει χρεώστη, ο οποίος κηρύσσεται σε πτώχευση με διάταγμα Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 5 και 8·

“συνηθισμένη απόφαση” σημαίνει απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία σε αξία των πιστωτών που παρίστανται, προσωπικά ή με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, σε συνέλευση πιστωτών και ψηφίζουν στη λήψη της απόφασης·

"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·

“χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση” ή “επαληθεύσιμο χρέος” περιλαμβάνει κάθε χρέος ή υποχρέωση που καθίσταται επαληθεύσιμη σε πτώχευση βάσει του Νόμου αυτού·

"χρέος προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα" σημαίνει ποσό, το οποίο αποτελεί οφειλή βάσει αρχικά συναφθείσας σύμβασης για παροχή οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής διευκόλυνσης εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος και περιλαμβάνει το συμβατικό τόκο και τον τόκο υπερημερίας, ο οποίος δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του δύο τοις εκατόν (2%) επί των καθυστερημένων δόσεων και μη συνυπολογιζομένων κατά τον καθορισμό του εν λόγω τόκου υπερημερίας, οποιωνδήποτε δόσεων έχουν ήδη καταβληθεί από το χρεώστη·

"χρεώστης" σημαίνει οφειλέτη, για τον οποίο έχει καταχωρηθεί στο Δικαστήριο, από τον ίδιο ή από πιστωτή του, αίτηση για κήρυξή του σε πτώχευση.

ΜΕΡΟΣ Ι ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Τι συνιστά πράξη πτώχευσης

3.-(1) Ο χρεώστης διαπράττει πράξη πτώχευσης σε καθεμιά από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) αν στην Κύπρο ή αλλού προβαίνει σε δόλια μεταβίβαση, δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση της περιουσίας του ή οποιουδήποτε μέρους αυτής·

(β) αν στην Κύπρο ή αλλού προβαίνει σε οποιαδήποτε παραχώρηση ή μεταβίβαση της περιουσίας του ή οποιουδήποτε μέρους αυτής, ή δημιουργεί σε αυτή επιβάρυνση, η οποία σύμφωνα με το Νόμο αυτό ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο θα ήταν άκυρη ως δόλια προτίμηση αν ο χρεώστης κηρυσσόταν σε πτώχευση·

(γ) αν διενεργήθηκε εναντίον του εκτέλεση με κατάσχεση των εμπορευμάτων του, με διαδικασία αγωγής σε οποιοδήποτε Δικαστήριο, και τα κατασχεθέντα εμπορεύματα είτε πωλήθηκαν είτε κρατούνται από τον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων για είκοσι μια ημέρες, νοουμένου ότι, αν υποβλήθηκε αίτηση για δικαστική επίλυση της διαφοράς αναφορικά με τα κατασχεθέντα εμπορεύματα, ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η αίτηση υποβλήθηκε και της ημερομηνίας κατά την οποία η διαδικασία της αίτησης οριστικά διευθετείται, ή εγκαταλείπεται, δεν θα λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της περιόδου των είκοσι μιας ημερών·

(δ) αν καταθέσει στο Δικαστήριο δήλωση ανικανότητας του να πληρώσει τα χρέη του ή υποβάλει αίτηση για εκούσια πτώχευση·

(ε) αν πιστωτής εξασφαλίζει εναντίον του τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα για οποιοδήποτε ποσό, και, ενώ δεν αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης ή του διατάγματος, επέδωσε σε αυτόν στην Κύπρο ή αλλού με άδεια του Δικαστηρίου, ειδοποίηση πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού και μέσα σε επτά ημέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης σε αυτόν, σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται στην Κύπρο και σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται αλλού μέσα στον καθορισμένο από το διάταγμα που παρέχει την άδεια για επίδοση χρόνο, ο χρεώστης είτε συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ειδοποίησης, είτε ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή η οποία εξισώνεται ή υπερβαίνει το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρωθεί, και την οποία δεν ήταν δυνατό να προβάλει στην αγωγή ή τη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση ή το διάταγμα.

Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά τον εκάστοτε χρόνο νομιμοποιείται να εκτελέσει τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα, θα θεωρείται ότι είναι πιστωτής που εξασφάλισε τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα

(στ) Αν, ενώ οφείλει σε πιστωτή χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση παραλείπει να πληρώσει, ή να εξασφαλίσει ή να συμβιβάσει το χρέος αυτό, μέσα σε τέτοιο χρόνο που θα επιτραπεί από διάταγμα που εκδίδεται από το Δικαστήριο σε αίτηση του πιστωτή, νοουμένου πάντοτε ότι καμία τέτοια αίτηση δεν γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο, εκτός αν επιδόθηκε προηγουμένως στο χρεώστη ειδοποίηση πτώχευσης που απαιτεί την πληρωμή του χρέους και έλαβε γνώση της αίτησης αυτής και κλήθηκε να δείξει λόγο εναντίον της ίδιας·

(ζ) αν Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής θεωρείται ότι έχει αποτύχει ή έχει τερματισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου.

(2) Στο Νόμο αυτό εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, ή έκφραση “οφειλέτης” περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο κατά το χρόνο τέλεσης οποιασδήποτε πράξης πτώχευσης ή κατά το χρόνο που ανεχόταν την τέλεση της:

(α) βρισκόταν προσωπικά στην Κύπρο ή

(β) συνήθως διέμενε ή είχε τοπο διαμονής στην Κύπρο ή

(γ) διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο προσωπικά ή με αντιπρόσωπο ή διευθυντή ή

(δ) ήταν μέλος οίκου ή συνεταιρισμού ο οποίος διεξήγε εργασίες στην Κύπρο.

(3) Ειδοποίηση πτώχευσης με βάση το Νόμο αυτό θα γίνεται κατά τον καθορισμένο τύπο και θα καλεί το χρεώστη να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρώσει σύμφωνα με τους όρους της απόφασης ή του διατάγματος, ή να εξασφαλίσει το χρέος ή να συμβιβάσει αυτό κατά τρόπο που να ικανοποιεί τον πιστωτή ή το Δικαστήριο, και να εκθέτει τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς την ειδοποίηση και πρέπει να επιδίδεται κατά τον καθορισμένο τρόπο:

Νοείται ότι ειδοποίηση πτώχευσης-

(α) μπορεί να ορίζει αντιπρόσωπο που θα ενεργεί εκ μέρους του πιστωτή σχετικά με οποιαδήποτε πληρωμή ή για οτιδήποτε άλλο που απαιτείται από την ειδοποίηση να γίνει προς τον πιστωτή ή να τελεστεί με τρόπο που να ικανοποιεί τον πιστωτή

(β) δεν θα ακυρώνεται εξαιτίας μόνο ότι το ποσό που ορίζεται στην ειδοποίηση ως το οφειλόμενο υπερβαίνει το ποσό που πραγματικά οφείλεται, εκτός αν ο οφειλέτης μέσα στην προθεσμία που δόθηκε για πληρωμή δώσει ειδοποίηση στον πιστωτή ότι αμφισβητεί την εγκυρότητα της ειδοποίησης πτώχευσης με βάση την ανακρίβεια αυτή, αλλά, αν ο οφειλέτης δεν δώσει τέτοια ειδοποίηση θα θεωρείται ότι έχει συμμορφωθεί με την ειδοποίηση πτώχευσης αν μέσα στην προθεσμία που δόθηκε λαμβάνει τέτοια μέτρα τα οποία θα συνιστούσαν συμμόρφωση προς την ειδοποίηση αν το πραγματικά οφειλόμενο ποσό οριζόταν ορθά σε αυτή.

Διάταγμα Πτώχευσης
Κήρυξη και διάταγμα πτώχευσης

4.-(1) Τηρουμένων των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 όρων και προϋποθέσεων, εάν ο χρεώστης διαπράξει πράξη πτώχευσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 3, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν υποβολής αίτησης πτώχευσης, σύμφωνα με τον τύπο που καθορίζεται σε Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο, είτε από τον πιστωτή είτε από τον χρεώστη, να κηρύξει τον χρεώστη σε πτώχευση με την έκδοση διατάγματος, το οποίο στον παρόντα Νόμο θα καλείται "διάταγμα πτώχευσης", οπότε και η περιουσία του πτωχεύσαντα περιέρχεται στον διαχειριστή και διανέμεται μεταξύ των πιστωτών:

Νοείται ότι, ουδέν διάταγμα πτώχευσης εκδίδεται μετά από αίτηση του χρεώστη, εκτός εάν η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του ίδιου ότι, πριν από την υποβολή της εν λόγω αίτησης, έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες για δέοντα συμβιβασμό με τους πιστωτές του σε σχέση με τα χρέη του, με την υποβολή σ' αυτούς Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου, στο βαθμό που οι περιστάσεις του χρεώστη του επιτρέπουν να προβεί σε τέτοια διευθέτηση:

Νοείται περαιτέρω ότι, ουδέν διάταγμα πτώχευσης εκδίδεται εάν δεν προσκομισθεί πιστοποιητικό, είτε από πιστωτή είτε από τον χρεώστη, ότι δεν υποβλήθηκε αίτηση ή δεν βρίσκεται σε ισχύ Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής ή προστατευτικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να αναστείλει τη διαδικασία έκδοσης διατάγματος πτώχευσης για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, σε περίπτωση που ο χρεώστης αποδεικνύει ότι έχει ήδη υποβάλει αίτηση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου.

(3) Το Δικαστήριο δύναται να αναστείλει τη διαδικασία αίτησης από πιστωτή για έκδοση διατάγματος κήρυξης σε πτώχευση, για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, σε περίπτωση που ο χρεώστης αποδείξει ότι είναι σε θέση να υποβάλει Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου.

(4) Γνωστοποίηση κάθε διατάγματος που κηρύσσει τον χρεώστη σε πτώχευση, στην οποία αναγράφεται το όνομα, η διεύθυνση, ο αριθμός ταυτότητας ή, σε περίπτωση μη κατόχου Κυπριακής ταυτότητας, ο αριθμός διαβατηρίου και το επάγγελμα του πτωχεύσαντα, η ημερομηνία της κήρυξης της πτώχευσης που είναι η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος, καθώς και το Δικαστήριο που κήρυξε την πτώχευση:

(α) Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο· και

(β) κοινοποιείται στον Έφορο Φορολογίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και, εάν ο πτωχεύσας είναι υπάλληλος, στον εργοδότη του, εάν ο τελευταίος είναι γνωστός.

(5) Ουδέν διάταγμα πτώχευσης εκδίδεται με αναστολή εκτέλεσής του.

Όροι βάσει των οποίων πιστωτής δύναται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης

5.-(1) Πιστωτής δεν θα δικαιούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη, εκτός αν-

(α) το χρέος που οφείλεται από το χρεώστη προς τον αιτητή πιστωτή, ή, αν δύο ή περισσότεροι πιστωτές υποβάλλουν από κοινού την αίτηση, το συνολικό ποσό των χρεών που οφείλεται στους διάφορους αιτούντες πιστωτές συμποσούται σε δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000), και,

(β) το χρέος είναι εκκαθαρισμένο ποσό, πληρωτέο είτε αμέσως είτε σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο, και

(γ) η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η πτώχευση συνέβηκε μέσα σε έξι μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης, και

(δ) ο οφειλέτης κατοικεί στην Κύπρο ή, μέσα σε περίοδο ενός χρόνου πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, είχε τη συνήθη διαμονή, ή είχε τόπο διαμονής ή τόπο εργασίας στην Κύπρο ή διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο προσωπικά, ή με αντιπρόσωπο ή διευθυντή, ή είναι ή μέσα στην περίοδο που αναφέρθηκε ήταν μέλος οίκου ή συνεταιρισμού που διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο μέσω εταίρου ή εταίρων ή αντιπροσώπου ή διευθυντή, και

(ε) ο πιστωτής ή οι πιστωτές που υποβάλλουν από κοινού την αίτηση δηλώσουν στην αίτηση τόσο το πλήρες όνομα, τον αριθμό ταυτότητας, το επάγγελμα και τη διεύθυνσή τους, όσο και εκείνα του οφειλέτη, και

(στ) ο πιστωτής καταβάλλει στον Επίσημο Παραλήπτη τέλος ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500):

Νοείται ότι, σε περίπτωση απόσυρσης ή απόρριψης της σχετικής αίτησης από το Δικαστήριο, το εν λόγω τέλος δεν επιστρέφεται στον αιτητή, και

(ζ) ο αιτητής, θα πρέπει να παραδώσει αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος πτώχευσης όταν εκδοθεί, στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.

(2) Αν ο αιτητής πιστωτής είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, οφείλει στην αίτηση του είτε να δηλώσει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την εξασφάλιση του προς όφελος των πιστωτών σε περίπτωση που ο χρεώστης κηρυχτεί σε πτώχευση, ή να δώση εκτίμηση της εξασφάλισής του του. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να γίνει δεκτός ως αιτητής πιστωτής στην έκταση του υπόλοιπου του προς αυτόν οφειλόμενου χρέους, που προκύπτει μετά την αφαίρεση της εκτιμημένης αξίας, κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν να ήταν μη εξασφαλισμένος πιστωτής.

Διαδικασία και διάταγμα σε αίτηση πιστωτή

6.-(1) Αίτηση πιστωτή θα βεβαιώνεται από ένορκο δήλωση του πιστωτή, ή από πρόσωπο για λογασιασμό του που γνωρίζει τα γεγονότα, και θα επιδίδεται κατά τον καθορισμένο τρόπο.

(2) Κατά την ακρόαση της αίτησης, το Δικαστήριο θα απαιτεί απόδειξη του χρέους που οφείλεται προς τον αιτούντα πιστωτή, της επίδοσης της αίτησης, και της πράξης πτώχευσης, ή, αν στην αίτηση προβάλλεται ισχυρισμός για τέλεση περισσότερων από μιας πράξεις πτώχευσης, μιας από τις ισχυριζόμενες πράξεις πτώχευσης και το Δικαστήριο αν ικανοποιηθεί με τέτοια απόδειξη, θα εκδίδει διάταγμα πτώχευσης σύμφωνα με την αίτηση.

(3) Το Δικαστήριο δύναται να αναβάλλει την ακρόαση της αίτησης είτε με όρους είτε χωρίς όρους, για εξασφάλιση περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων, ή για οποιαδήποτε άλλη νόμιμη αιτία ή δύναται να απορρίψει την αίτηση με έξοδα ή χωρίς έξοδα, όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.

(4) Όταν η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η αίτηση είναι η μη συμμόρφωση προς ειδοποίηση πτώχευσης για πληρωμή, παροχή εξασφάλισης ή συμβιβασμό του εξ αποφάσεως χρέους ή ποσού που διατάχθηκε να πληρωθεί, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί ορθό, να αναστείλει ή απορρίψει την αίτηση με τη δικαιολογία ότι εκκρεμεί έφεση εναντίον της απόφασης ή του διατάγματος.

(5) Αν η αίτηση στρέφεται εναντίον περισσότερων του ενός, το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει την αίτηση αναφορικά με ένα ή περισσότερους από αυτούς και να διατάξει όπως η υπόθεση συνεχισθεί εναντίον του άλλου ή των άλλων από αυτούς.

(6) Όταν ο χρεώστης εμφανιστεί κατά την ακρόαση της αίτησης και αρνηθεί ότι οφείλει στον αιτητή, ή ότι οφείλει ποσό τέτοιο που θα νομιμοποιούσε τον αιτητή στην υποβολή αίτησης πτώχευσης εναντίον του, το Δικαστήριο, με την παροχή τέτοιας εξασφάλισης (αν υπάρχει) την οποία το Δικαστήριο δυνατό να απαιτήσει για την πληρωμή στον αιτητή κάθε χρέους το οποίο μπορεί να αποδειχτεί εναντίον του σε νόμιμη διαδικασία, και των εξόδων για την απόδειξη του χρέους, δύναται αντί να απορρίψει την αίτηση, να αναστείλει κάθε διαδικασία που αφορά την αίτηση για όσο χρόνο δυνατό να απαιτηθεί για εκδίκαση του ζητήματος αναφορικά με το χρέος.

(7) Όταν ο χρεώστης εμφανιστεί κατά την ακρόαση της αίτησης και αρνηθεί ότι οφείλει στον αιτητή ή αρνηθεί ότι οφείλει ποσό τέτοιο που θα νομιμοποιούσε τον αιτητή στην υποβολή αίτησης πτώχευσης εναντίον του, το Δικαστήριο θα έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση του ζητήματος αναφορικά με το χρέος αυτό, τηρουμένου του δικαιώματος έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως προνοείται στο Νόμο αυτό και θα αναστέλλεται εν τω μεταξύ κάθε διαδικασία αναφορικά με την αίτηση ενώ εκκρεμεί η έκβαση του αποτελέσματος της δίκης αυτής.

(8) Όταν η διαδικασία ανασταλεί, το Δικαστήριο δύναται, αν εξαιτίας της καθυστέρησης που προκλήθηκε από την αναστολή της διαδικασίας ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία την οποία θεωρεί δίκαιη, να εκδώσει διάταγμα πτώχευσης με βάση την αίτηση κάποιου άλλου πιστωτή και θα απορρίψει, με τέτοιους όρους τους οποίους θεωρεί δίκαιους, την αίτηση στην οποία η διαδικασία αναστάλθηκε όπως προαναφέρθηκε.

Η αίτηση πιστωτή δεν δύναται να αποσυρθεί

7. Αίτηση από πιστωτή, μετά την υποβολή της, δεν απορύρεται χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

Αίτηση οφειλέτη

8.-(1) Χρεώστης δεν δύναται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης του, εκτός αν-

(α) το συνολικό ποσό των χρεών του υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (€15.000), και

(β) τα χρέη αυτά, δεν είναι εξασφαλισμένα και αναφέρονται σε καθορισμένα ποσά που πρέπει να πληρωθούν αμέσως ή μέσα σε τακτή προθεσμία.

(2) Η αίτηση του χρεώστη πρέπει να είναι στον τύπο που καθορίζεται σε Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο και να συνοδεύεται από ένορκο δήλωση του στην οποία να επισυνάπτεται κατάλογος των πιστωτών του και των εγγυητών του με τις διευθύνσεις τους και του ποσού που οφείλεται στον καθένα, την ημερομηνία κατά την οποία δημιουργήθηκε το χρέος, καθώς επίσης και πλήρης περιγραφή της περιουσίας του.

(3) Η αίτηση πρέπει να επιδοθεί σε όλους τους πιστωτές οι οποίοι αναφέρονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται στην ένορκο δήλωση.

(4) Κατά την ακρόαση της αίτησης το δικαστήριο δύναται κατά την κρίση του να εκδώσει διάταγμα πτώχευσης εναντίον του χρεώστη ή να απορρίψει την αίτηση.

(5) Αίτηση χρεώστη, μετά την υποβολή της, δεν αποσύρεται χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

(6) Ο χρεώστης ο οποίος υποβάλλει αίτηση, θα πρέπει στην αίτησή του να υποβάλλει την Έκθεση Καταστάσεως της περιουσίας του κατά τον καθορισμένο τύπο.

(7) Ο χρεώστης υποχρεούται επίσης στην αίτησή του να δηλώνει τόσο το πλήρες όνομά του, τον αριθμό ταυτότητάς του, το επάγγελμά του και τη διεύθυνση του.

(8) Ο πτωχεύσας, σε περίπτωση αλλαγής της διεύθυνσής του υποχρεούται αμέσως να ενημερώνει τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή.

(9) Ο χρεώστης καταβάλει στον Επίσημο Παραλήπτη τέλος ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500):

Νοείται ότι, σε περίπτωση απόσυρσης ή απόρριψης της σχετικής αίτησης από το Δικαστήριο, το εν λόγω τέλος δεν επιστρέφεται στον αιτητή.

(10) Ο αιτητής, θα πρέπει να παραδώσει αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος πτώχευσης όταν εκδοθεί, στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.

Αποτέλεσμα διατάγματος πτώχευσης

9.-(1) Με την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, επίσημος παραλήπτης θα καθίσταται διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαντα, και ακολούθως, εκτός όπως διατάσσεται από το Νόμο αυτό, κανένας πιστωτής στον οποίο ο πτωχεύσας οφείλει αναφορικά με οποιοδήποτε χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση, δε θα έχει οποιαδήποτε θεραπεία εναντίον της περιουσίας ή του προσώπου του πτωχεύσαντα σχετικά με το χρέος ή θα εγείρει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, εκτός κατόπι άδειας του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει:

Νοείται ότι για χρέη, τα οποία δημιουργεί ο πτωχεύσας μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης, οποιοδήποτε πρόσωπο θα έχει το δικαίωμα να εγείρει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία εναντίον του πτωχεύσαντα προσωπικά προς είσπραξη της απαίτησής του, χωρίς οποιαδήποτε άδεια του Δικαστηρίου:

Νοείται περαιτέρω ότι οποιοδήποτε πρόστιμο ήθελε επιβληθεί από οποιοδήποτε Δικαστήριο στο πτωχεύσαντα είτε πριν είτε μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης δε δύναται να επαληθευθεί εναντίον της πτωχευτικής περιουσίας και είναι πληρωτέο από τον πτωχεύσαντα προσωπικά.

(2) Αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία η οποία άρχισε εναντίον πτωχεύσαντα πριν την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης συνεχίζεται και μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άδεια του Δικαστηρίου ή τροποποίηση του τίτλου της αγωγής ή άλλης νόμιμης διαδικασίας.

(3) Μετά την έκδοση του διατάγματος κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση, ο πτωχεύσας δύναται να προβάλει υπεράσπιση ή οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, μετά από σχετική εξουσιοδότηση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή:

Νοείται ότι, αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία η οποία αφορά χρέη τα οποία δεν δύναται να επαληθευτούν σε πτώχευση σύμφωνα με το άρθρο 34 καταχωρείται εναντίον του πτωχεύσαντα προσωπικώς και μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης:

Νοείται περαιτέρω ότι, οποιοδήποτε πρόστιμο, ποινικό ή διοικητικό, ήθελε επιβληθεί στον πτωχεύσαντα από οποιοδήποτε Δικαστήριο ή αρμόδια αρχή, αντιστοίχως, είτε πριν είτε μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης, δεν δύναται να επαληθευθεί εναντίον της πτωχευτικής περιουσίας και είναι πληρωτέο προσωπικώς από τον πτωχεύσαντα.

(4) Μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης, ο πτωχεύσας, δύναται να εγείρει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, κατόπιν εξουσιοδότησης του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή και άδειας του Δικαστηρίου υπό τους όρους τους οποίους δυνατό να επιβάλει το Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένου και όρου για ασφάλεια εξόδων:

Νοείται ότι, οποιαδήποτε περιουσία ήθελε ανακτηθεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος εδαφίου, αποδίδεται στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή:

Νοείται περαιτέρω ότι, αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία που άρχισε από τον πτωχεύσαντα πριν την έκδοση διατάγματος πτώχευσης συvεχίζεται, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άδεια του Δικαστηρίου ή τροποποίηση του τίτλου της αγωγής ή της άλλης νόμιμης διαδικασίας, εφόσον εξασφαλιστεί γραπτή συγκατάθεση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή.

(5) Τηρουμένων των προνοιών οποιουδήποτε άλλου νόμου, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ή περιουσία ανακτάται από τις προαναφερόμενες νομικές διαδικασίες σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4), θα περιέρχεται στον επίσημο παραλήπτη ή στο διαχειριστή:

Νοείται ότι, η πτωχευτική περιουσία δεν θα επιβαρύνεται με οποιαδήποτε έξοδα τυχόν προκύψουν από τις ανωτέρω νομικές διαδικασίες, τα οποία θα βαρύνουν αποκλειστικά τον ίδιο τον πτωχεύσαντα.

(6) Μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης κανένας πιστωτής δε θα δικαιούται να εγγράψει απόφαση ή  υποθήκη ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση επί της περιουσίας του χρεώστη και, σε περίπτωση τέτοιας εγγραφής παρά τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, η εγγραφή αυτή, μετά από αίτηση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή ή του συνδίκου ή οποιουδήποτε πιστωτή, διαγράφεται ως άκυρη εξ υπαρχής και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.

(7) Το άρθρο όμως αυτό δεν θα επηρεάζει την εξουσία εξασφαλισμένου πιστωτή να εκποιήσει ή άλλως πως να χειριστεί την εξασφάλιση του με τον ίδιο τρόπο που θα εδικαιούτο να την εκποιήσει ή χειριστεί, αν το άρθρο αυτό δεν είχε θεσπιστεί, άνευ επηρεασμού των διατάξεων του άρθρου 54.

Εξουσία για διορισμό προσωρινού διαχειριστή

10. Το Δικαστήριο δύναται, αν αποδειχτεί ότι είναι αναγκαίο για την προστασία της περιουσίας του χρεώστη, οποτεδήποτε μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης και προτού εκδοθεί διάταγμα πτώχευσης, να διορίσει τον Επίσημο Παραλήπτη ή αδειοδοτημένο σύμβουλο αφερεγγυότητας ως προσωρινό διαχειριστή της περιουσίας του χρεώστη, ή οποιουδήποτε μέρους αυτής, με εντολή όπως λάβει αμέσως κατοχή της περιουσίας ή μέρους αυτής.

Εξουσία αναστολής εκκρεμής διαδικασίας

11.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης, να αναστείλει οποιαδήποτε αγωγή, εκτέλεση ή άλλη νόμιμη διαδικασία εναντίον της περιουσίας ή του προσώπου του πτωχεύσαντα, και κάθε Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί διαδικασία εναντίον πτωχεύσαντα, δύναται κατόπι απόδειξης ότι η αίτηση πτώχευσης υποβλήθηκε από ή εναντίον του πτωχεύσαντα, είτε να αναστείλει τη διαδικασία είτε να επιτρέψει τη συνέχιση της με τέτοιους όρους τους οποίους θεωρεί δίκαιους.

(2) Όταν το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα που αναστέλλει οποιαδήποτε αγωγή ή διαδικασία, ή αναστέλλει διαδικασίες γενικά, το διάταγμα αυτό δύναται να επιδοθεί με την αποστολή αντιγράφου αυτού, σφραγισμένο με τη σφραγίδα του Δικαστηρίου, μέσω του ταχυδρομείου στη διεύθυνση επίδοσης του ενάγοντα ή σε άλλο διάδικο που προωθεί τέτοια διαδικασία.

Εξουσία για διορισμό ειδικού διαχειριστή

12.-(1) Ο επίσημος παραλήπτης της περιουσίας πτωχεύσαντα, μετά από αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή ή πιστωτών και αν ικανοποιείται ότι η φύση της περιουσίας ή των εργασιών του πτωχεύσαντα ή τα συμφέροντα των πιστωτών γενικά επιβάλλουν το διορισμό ειδικού διαχειριστή της περιουσίας ή των εργασιών άλλο από τον επίσημο παραλήπτη, δύναται να διορίσει, τηρουμένης της έγκρισης του Δικαστηρίου, διαχειριστή της περιουσίας ή των εργασιών ο οποίος θα ενεργεί μέχρις ότου διοριστεί διαχειριστής, και με τέτοιες εξουσίες (περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε εξουσιών διαχειριστή) που πιθανόν να ανατεθούν σε αυτόν από τον επίσημο παραλήπτη.

(2) Ο ειδικός διαχειριστής παρέχει τέτοια εξασφάλιση και λογοδοτεί με τέτοιο τρόπο όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.

(3) Ο ειδικός διαχειριστής θα λαμβάνει τέτοια αμοιβή η οποία θα ορίζεται από τους πιστωτές με απόφαση που λαμβάνεται σε συνήθη συνέλευση η οποία θα υπόκειται στην έγκριση του Δικαστηρίου, ή σε περίπτωση έλλειψης τέτοιας απόφασης όπως το Δικαστήριο δυνατό να αποφασίζει.

Δημοσίευση διατάγματος πτώχευσης

13. Ειδοποίηση κάθε διατάγματος πτώχευσης η οποία θα αναγράφει το όνομα, την ταυτότητα ή, σε περίπτωση μη κατόχου Κυπριακής ταυτότητας, τον αριθμό διαβατηρίου, τη διεύθυνση και το επάγγελμα του πτωχεύσανατα, την ημερομηνία και το Δικαστήριο από το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, και την ημερομηνία της αίτησης θα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και θα δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη, κατά τον καθορισμένο τρόπο.

Αρχείο Πτωχεύσεων

13Α.-(1) Ο Επίσημος Παραλήπτης τηρεί Αρχείο Πτωχεύσεων σε ηλεκτρονική μορφή, στο οποίο καταχωρούνται όλα τα εκδιδόμενα διατάγματα σχετικά με πτωχεύσεις καθώς και διατάγματα παραλαβής περιλαμβανομένων και των διαταγμάτων που εκδόθηκαν, μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015:

Νοείται ότι, ο Επίσημος Παραλήπτης δύναται να τηρεί παραλλήλως και Αρχείο Πτωχεύσεων σε φυσική μορφή.

(2) Ο Επίσημος Παραλήπτης δύναται να παραχωρεί σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο το ηλεκτρονικό Αρχείο Πτωχεύσεων, είτε εξ ολοκλήρου είτε μέρος αυτού.

(3) O Επίσημος Παραλήπτης δέχεται στο Αρχείο Πτωχεύσεων, που προνοείται στο εδάφιο (1), την καταχώρηση, ηλεκτρονικώς, οποιουδήποτε εγγράφου, το οποίο κατατίθεται στο γραφείο του μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας πτώχευσης, δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Διαδικασία Μετά το Διάταγμα
Πρώτη και άλλες συνελεύσεις των πιστωτών

14.-(1) Μετά την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον χρεώστη, όταν υπάρχει απαίτηση από τον αιτητή-πιστωτή ή από άλλο πιστωτή ή όπου κρίνει σκόπιμο ο Επίσημος Παραλήπτης θα συγκαλείται γενική συνέλευση των πιστωτών του, που αναφέρεται στο Νόμο αυτό ως η Πρώτη Συνέλευση των Πιστωτών, με σκοπό να εξετασθεί κατά πόσο δύναται να γίνει αποδεκτή πρόταση συμβιβασμού ή σχέδιο διευθέτησης ή και γενικά για τον τρόπο μεταχείρισης της περιουσίας του χρεώστη.

(2) Όταν Γενική Συνέλευση των Πιστωτών, συγκαλείται κατόπιν αιτήματος του πιστωτή, τα έξοδα της συνέλευσης θα τα επιβαρύνεται ο πιστωτής.

(3) Σχετικά με τη σύγκληση και διαδικασία στις συνελεύσεις των πιστωτών, πρέπει να τηρούνται οι Κανονισμοί του Πρώτο Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου.

Έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα

15.-(1) Όταν εκδίδεται διάταγμα πτώχευσης εναντίον πτωχεύσαντα, ο πτωχεύσας καταρτίζει και υποβάλλει στον επίσημο παραλήπτη έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα και σε σχέση με αυτή κατά τον καθορισμένο τύπο, η οποία βεβαιώνεται με ένορκη δήλωση, και η οποία δείχνει τις λεπτομέρειες του ενεργητικού, των χρεών και υποχρεώσεων του πτωχεύσαντα, τα ονόματα, διευθύνσεις και επαγγέλματα των πιστωτών του, τις εξασφαλίσεις που κατέχονται από αυτούς αντίστοιχα, τις ημερομηνίες που οι εμπράγματες εξασφαλίσεις δόθηκαν αντίστοιχα και τέτοιες περαιτέρω ή άλλες πληροφορίες που δυνατό να καθοριστούν ή τις οποίες ο επίσημος παραλήπτης δύναται να ζητήσει.

(2) Έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα θα πρέπει να υποβάλλεται μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες, δηλαδή:

(α) αν το διάταγμα εκδίδεται κατόπι της αίτησης του πτωχεύσαντα, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος·

(β) αν το διάταγμα εκδίδεται κατόπι της αίτησης πιστωτή, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος.

Το Δικαστήριο όμως δύναται να παρατείνει το χρόνο για ειδικούς λόγους σε κάθε περίπτωση.

(3) Αν ο πτωχεύσας ή ο πτωχεύσας παραλείπει και/ή αμελεί να υποβάλει την έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεσή του μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, ο επίσημος παραλήπτης δύναται να καταχωρήσει αίτηση στο Δικαστήριο προς έκδοση διατάγματος, το οποίο να υποχρεώνει τον πτωχεύσαντα ή τον πτωχεύσαντα να υποβάλει την εν λόγω έκθεση κατάστασης της περιουσίας του και να συμπληρώσει την προκαταρκτική κατάθεσή του σχετικά με τις υποθέσεις του.

(4) [Διαγράφηκε].

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία για ειδικούς λόγους δεν καθίσταται δυνατή η υποβολή της έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης του πτωχεύσαντα ή του πτωχεύσαντα, το Δικαστήριο, μετά από αίτηση του επίσημου παραλήπτη, δύναται με διάταγμά του να τροποποιήσει τη διαδικασία πτώχευσης, έτσι ώστε αυτή να συνεχιστεί χωρίς να απαιτείται η υποβολή της έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης του πτωχεύσαντα.

(6) Κάθε πρόσωπο που δηλώνει γραπτώς ότι ο ίδιος είναι πιστωτής του πτωχεύσαντα δύναται, προσωπικά ή με αντιπρόσωπο, να επιθεωρεί την έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα σε εύλογο χρόνο και να λαμβάνει αντίγραφο αυτής ή απόσπασμα από αυτή, αλλά κάθε πρόσωπο που ψευδώς δηλώνει ότι ο ίδιος είναι πιστωτής θα είναι ένοχο περιφρόνησης Δικαστηρίου και θα τιμωρείται ανάλογα κατόπι αίτησης του διαχειριστή ή του επίσημου παραλήπτη.

Δημόσια Εξέταση Πτωχεύσαντα
Δημόσια εξέταση χρεώστη

16. [Διαγράφηκε]
Συμβιβασμός ή Σχέδιο Διευθέτησης
Συμβιβασμοί και σχέδια διευθέτησης

17.-(1) Όταν πτωχεύσας προτίθεται να υποβάλει πρόταση για συμβιβασμό προς ικανοποίηση των χρεών του, ή πρόταση για σχέδιο διευθέτησης των υποθέσεων του πρέπει, μέσα σε τέσσερις ημέρες από την κατάθεση της έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα, ή μετέπειτα μέσα σε τέτοιο χρόνο ως ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής δύναται να καθορίσει, να υποβάλλει στον επίσημο παραλήπτη ή στο διαχειριστή γραπτή πρόταση με την υπογραφή του ή για λογαριασμό του στην οποία να ενσωματώνονται οι όροι του συμβιβασμού ή του σχεδίου τους οποίους επιθυμεί να θέσει υπόψη των πιστωτών του και να εκτίθενται λεπτομέρειες προτεινόμενων εγγυητών ή εμπράγματων ασφαλειών.

(2) Σε τέτοια περίπτωση ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής οφείλει να συγκαλεί συνέλευση πιστωτών και αποστέλλει σε κάθε πιστωτή, πριν από τη συνέλευση, αντίγραφο της πρότασης του πτωχεύσαντα με έκθεση γι’ αυτή και αν κατά τη συνέλευση αποφασιστεί η αποδοχή της πρότασης αυτής με πλειοψηφία σε αριθμό και σε αξία των τριών τετάρτων όλων των πιστωτών των οποίων τα χρέη τους επαληθεύτηκαν, η πρόταση θεωρείται ότι έγινε δεόντως αποδεκτή από τους πιστωτές και όταν εγκριθεί από το Δικαστήριο θα είναι δεσμευτική για όλους τους πιστωτές:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που υπάρχει ακίνητη ιδιοκτησία καμία πρόταση για συμβιβασμό ή σχέδιο διευθέτησης δεν μπορεί να εγκριθεί εάν έχει ως αποτέλεσμα να θέσει οποιοδήποτε πιστωτή σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα ήταν, σε περίπτωση διανομής της περιουσίας του πτωχεύσαντα σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.

(3) Κατά τη συνέλευση ο πτωχεύσας δύναται να τροποποιήσει τους όρους της πρότασης του, αν η τροποποίηση, κατά τη γνώμη του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, αποβλέπει στο να ωφελέσει το σύνολο των πιστωτών.

(4) Οποιοσδήποτε πιστωτής που έχει επαληθεύσει το χρέος του δύναται να συμφωνήσει ή διαφωνήσει με την πρόταση με επιστολή, κατά τον καθορισμένο τύπο, η οποία απευθύνεται στον επίσημο παραλήπτη ή στο διαχειριστή με τρόπο ώστε να παραληφθεί από αυτόν όχι αργότερα από την προηγούμενη ημέρα της συνέλευσης, και συμφωνία ή διαφωνία ισχύει ωσάν ο πιστωτής να παραβρέθηκε και ψήφισε στη συνέλευση.

(5) Ο πτωχεύσας ή ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής δύναται, μετά την αποδοχή της πρότασης από τους πιστωτές, να απευθυνθούν στο Δικαστήριο για έγκριση της αποδοχής, και ειδοποίηση για το χρόνο που ορίστηκε για ακρόαση της αίτησης πρέπει να επιδίδεται σε κάθε πιστωτή που επαλήθευσε το χρέος του.

(6) Δεν γίνεται ακρόαση της αίτησης προτού περατωθεί η δημόσια εξέταση του πτωχεύσαντα. Οποιοσδήποτε πιστωτής που επαλήθευσε το χρέος του δύναται να ακουστεί από το Δικαστήριο σε ένσταση εναντίον της αίτησης, ανεξάρτητα αν σε συνέλευση πιστωτών ψήφισε υπέρ της αποδοχής της πρότασης.

(7) Το Δικαστήριο, προτού εγκρίνει την πρόταση, πρέπει να ακούσει έκθεση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή ως προς τους όρους αυτής, και ως προς τη διαγωγή του πτωχεύσαντα και οποιεσδήποτε ενστάσεις που δυνατό να υποβληθούν από ή εκ μέρους οποιουδήποτε πιστωτή.

(8) Αν το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι οι όροι της πρότασης δεν είναι εύλογοι, ή δεν υπολογίζεται να ικανοποιήσουν το σύνολο των πιστωτών, ή σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία ζητείται από το Δικαστήριο να αρνηθεί την αποκατάσταση, του το Δικαστήριο θα αρνηθεί να εγκρίνει την πρόταση.

(9) Αν το Δικαστήριο εγκρίνει την πρόταση, η έγκριση, βεβαιώνεται με τοποθέτηση της σφραγίδας του Δικαστηρίου στο έγγραφο που περιέχει τους όρους του προτεινόμενου συμβιβασμού ή σχεδίου, ή τους όρους που είναι ενσωματωμένοι σε διάταγμα του Δικαστηρίου.

(10) Ο συμβιβασμός ή σχέδιο που έγινε αποδεκτό και εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο αυτό δεσμεύει όλους τους πιστωτές, όσον αφορά οποιαδήποτε χρέη που οφείλονται σε αυτούς από τον πτωχεύσαντα και τα οποία δύνανται να επαληθετούν σε πτώχευση.

(11) Πιστοποιητικό του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή ότι συμβιβασμός ή σχέδιο έγινε δεόντως αποδεκτό και εγκρίθηκε, εφόσον δεν υπάρχει απάτη, είναι αναμφισβήτητο ως προς την εγκυρότητα του.

(12) Μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει την εφαρμογή των προνοιών συμβιβασμού ή σχεδίου, βάσει του άρθρου αυτού και οποιαδήποτε παρακοή προς διάταγμα του δικαστηρίου που εκδόθηκε με την αίτηση θα θεωρείται ως περιφρόνηση Δικαστηρίου.

(13) Αν έγινε παράλειψη πληρωμής οποιασδήποτε δόσης που οφείλεται σύμφωνα με το συμβιβασμό ή σχέδιο, ή αν φανεί στο Δικαστήριο, μετά από ικανοποιητική μαρτυρία, ότι ο συμβιβασμός ή το σχέδιο εξαιτίας νομικών δυσχερειών ή για οποιαδήποτε επαρκή αιτία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς αδικία ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση προς τους πιστωτές ή τον πτωχεύσαντα, ή ότι η έγκριση του Δικαστηρίου εξασφαλίσθηκε με απάτη, το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει ορθό, μετά από αίτηση τοu Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή ή οποιουδήποτε πιστωτή, να ακυρώσει το συμβιβασμό ή το σχέδιο, αλλά χωρίς να επηρεάζεται η εγκυρότητα οποιασδήποτε πώλησης, διάθεσης ή κανονικής πληρωμής, ή πράξης που έγινε δεόντως, βάσει ή σύμφωνα με το συμβιβασμό ή σχέδιο.

(14) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το συμβιβασμό ή το σχέδιο, διορίζεται διαχειριστής για να διαχειρίζεται την περιουσία του χρεώστη και να διευθύνει τις εργασίες του, ή για διανομή του συμβιβασμού, το άρθρο 26 και το Μέρος V εφαρμόζονται, ως εάν ο διαχειριστής να ήταν διαχειριστής πτώχευσης και οι όροι "πτώχευση", "πτωχεύσας" και "διάταγμα κήρυξης σε πτώχευση" περιελάμβαναν, αντίστοιχα, συμβιβασμό ή σχέδιο διευθέτησης πτωχεύσαντα που ήλθε σε συμβιβασμό ή διευθέτηση και διάταγμα που εγκρίνει το συμβιβασμό ή το σχέδιο.

(15) Το Μέρος ΙΙΙ του Νόμου αυτού εφόσο η φύση της υπόθεσης ή οι όροι του συμβιβασμού ή της διευθέτησης το επιτρέπουν, εφαρμόζεται σε αυτούς, αποδίδοντας την ίδια ερμηνεία στις λέξεις “διαχειριστής”, “πτώχευση”, “πτωχεύσας” και “διάταγμα κήρυξης σε πτώχευση” όπως στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο.

(16) Δεν δύναται να εγκριθεί από το Δικαστήριο κανένας συμβιβασμός ή σχέδιο, που δεν προνοεί για την πληρωμή, κατά προτεραιότητα άλλων χρεών, των χρεών που διατάχτηκαν να πληρωθούν κατά τη διανομή της περιουσίας του πτωχεύσαντα.

(17) Η αποδοχή από πιστωτή συμβιβασμού ή σχεδίου δεν απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο με βάση τον παρόντα Νόμο δεν θα απαλλασσόταν με διάταγμα αποκατάστασης.

(18) Καμία αίτηση για συμβιβασμό ή σχέδιο διευθέτησης δε γίνεται αποδεκτή σε περίπτωση που κατά το χρόνο κήρυξης πτώχευσης ο πτωχεύσας πληρούσε τις προϋποθέσεις για να υποβάλει αίτηση για έκδοση προστατευτικού πιστοποιητικού σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου:

Νοείται ότι, οι πιο πάνω διατάξεις δεν ισχύουν για πτωχεύσαντες που υπέβαλαν αίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου, αλλά δεν κατέστη δυνατό να τεθεί σε ισχύ Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής είτε γιατί δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας είτε γιατί δεν ικανοποιήθηκαν οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις, χωρίς να ευθύνεται ο πτωχεύσας για τη μη ικανοποίησή τους.

Αποτέλεσμα συμβιβασμού ή σχεδίου

18. Ανεξάρτητα από την αποδοχή και έγκριση συμβιβασμού ή σχεδίου, ο συμβιβασμός ή το σχέδιο αυτό δεν δεσμεύει οποιοδήποτε πιστωτή όσον αφορά χρέος ή υποχρέωση από την οποία, βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού, ο πτωχεύσας δεν θα απαλλασσόταν με διάταγμα αποκατάστασης, εκτός αν ο πιστωτής αυτός συγκατατίθεται στο συμβιβασμό ή το σχέδιο.

Κήρυξη Πτώχευσης
Κήρυξη πτώχευσης όταν δεν έγινε αποδεκτός ή δεν εγκρίθηκε συμβιβασμός

19. [Διαγράφηκε]
Διορισμός διαχειριστή περιουσίας του πτωχεύσαντα

20.-(1) Με την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, ο Επίσημος Παραλήπτης διορίζεται ως διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαντα.

(2) Οι πιστωτές, με συνηθισμένη απόφασή τους σε συνέλευση πιστωτών που ζητούν οι ίδιοι να συγκαλέσει ο Επίσημος Παραλήπτης, δύναται να διορίσουν ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης από κατάλογο αδειοδοτημένων επαγγελματιών, στον οποίο κατάλογο, δικαίωμα για εγγραφή έχουν όσοι έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τον περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμο.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Επίσημος Παραλήπτης δύναται να διορίσει ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης εκ περιτροπής από τον κατάλογο ο οποίος αναφέρεται στο εδάφιο (2).

(4) Κατά τον διορισμό ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης σύμφωνα με το εδάφιο (3), ο Επίσημος Παραλήπτη δύναται να μη διορίσει επόμενο ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης από τον κατάλογο, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία και την εμπειρογνωσία του επόμενου ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης και συνυπολογίζοντας τα ειδικά χαρακτηριστικά της υπόθεσης.

(5) Πριν από τον διορισμό ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3), ο πτωχεύσας δύναται να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς τη συνέλευση πιστωτών και/ή τον Επίσημο Παραλήπτη, αντίστοιχα, και να θέσει υπόψη τους στοιχεία, σε περίπτωση που κατά την άποψη του πτωχεύσαντα η σύνδεση ή η σχέση του προτεινόμενου για διορισμό ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης με τον πτωχεύσαντα ή την περιουσία του ή με πιστωτή δυνατόν να καταστήσει δύσκολο για τον ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης να ενεργεί αμερόληπτα προς το συμφέρον των πιστωτών γενικά.

Εποπτική επιτροπή

21.-(1) Οι πιστωτές που έχουν δικαίωμα ψήφου δύνανται στην πρώτη ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη συνέλευση με απόφαση τους να διορίσουν εποπτική επιτροπή για σκοπούς επίβλεψης της διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας από το διαχειριστή.

(2) Η εποπτική επιτροπή θα αποτελείται από όχι περισσότερα των πέντε και όχι λιγότερα των τριών προσώπων τα οποία κατέχουν το ένα ή το άλλο από τα πιο κάτω προσόντα-

(α) το να είναι πιστωτής ή κάτοχος γενικού πληρεξουσίου εγγράφου από πιστωτή, νοουμένου ότι κανένας πιστωτής ή κάτοχος γενικής πληρεξουσιότητας ή γενικού πληρεξούσιου εγγράφου από πιστωτή δικαιούται να ενεργεί ως μέλος της εποπτικής επιτροπής μέχρις ότου ο πιστωτής επαληθεύσει το προς αυτόν χρέος και η επαλήθευση έγινε αποδεκτή ή

(β) το να είναι πρόσωπο στο οποίο ο πιστωτής προτίθεται να δώσει γενική πληρεξουσιοδότηση ή γενικό πληρεξούσιο έγγραφο νοείται ότι δεν δικαιούται κανένα τέτοιο πρόσωπο να ενεργεί ως μέλος της εποπτικής επιτροπής μέχρις ότου εξασφαλίσει τέτοια πληρεξουσιοδότηση ή γενικό πληρεξούσιο και μέχρις ότου ο πιστωτής επαληθεύσει το προς αυτόν χρέος και η επαλήθευση γίνει αποδεκτή.

(3) Η εποπτική επιτροπή συνεδριάζει σε τέτοια χρονικά διαστήματα που η επιτροπή από καιρό σε καιρό ορίζει και σε περίπτωση που δεν ορίζεται τέτοιος χρόνος, μια τουλάχιστο φορά το μήνα και ο διαχειριστής ή οποιοδήποτε μέλος της επιτροπής δύναται επίσης να καλέσει συνεδρία της επιτροπής όπως και όταν θεωρεί αναγκαίο.

(4) Η επιτροπή δύναται να ενεργεί με πλειοψηφία των μελών της που παρευρίσκονται στη συνεδρία, αλλά δεν ενεργεί εκτός αν η πλειοψηφία της επιτροπής είναι παρούσα στη συνεδρία.

(5) Οποιοδήποτε μέλος της επιτροπής δύναται να παραιτηθεί από τη θέση του με γραπτή και υπογραμμένη δήλωση την οποία παραδίδει στο διαχειριστή.

(6) Αν μέλος της επιτροπής πτωχεύσει ή προβεί σε συμβιβασμό ή διευθέτηση με τους πιστωτές του ή απουσιάσει για πέντε συνεχείς συνεδρίες η θέση του κενώνεται.

(7) Μέλος της επιστροπής δύναται να παυθεί με συνήθη απόφαση η οποία λαμβάνεται σε οποιαδήποτε συνέλευση πιστωτών, για την οποία δόθηκε επταήμερη ειδοποίηση που αναφέρει το σκοπό της συνέλευσης.

(8) Σε περίπτωση κένωσης θέσης μέλους της επιτροπής, ο διαχειριστής συγκαλεί αμέσως συνέλευση των πιστωτών με σκοπό την πλήρωση της θέσης, η δε συνέλευση δύναται με απόφαση της να διορίσει άλλον πιστωτή ή άλλο πρόσωπο, που νομιμοποιείται όπως πιο πάνω, για την πλήρωση της θέσης.

(9) Τα μέλη της επιτροπής που παραμένουν, νοουμένου ότι αυτά δεν θα είναι λιγότερα από δύο, δύνανται να ενεργούν ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κένωση θέσης της επιτροπής, και όταν ο αριθμός των μελών της εποπτικής επιτροπής που υφίσταται εκάστοτε είναι μικρότερος των πέντε, οι πιστωτές δύνανται να αυξήσουν τον αριθμό ώστε αυτός να μην υπερβαίνει τους πέντε.

(10) Αν δεν υπάρχει εποπτική επιτροπή, κάθε πράξη ή πράγμα ή οποιαδήποτε οδηγία ή άδεια η οποία με βάση το νόμο αυτό επιτρέπεται ή απαιτείται να γίνεται ή να παρέχεται από την επιτροπή δύναται να γίνεται ή να δίνεται από το Δικαστήριο με την αίτηση του διαχειριστή.

Εξουσία αποδοχής συμβιβασμού ή σχεδίου μετά την κήρυξη της πτώχευσης

22.-(1) Αν το Δικαστήριο εγκρίνει το συμβιβασμό ή σχέδιο διευθέτησης βάσει του άρθρου 17, δύναται  να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να ακυρώνει την πτώχευση και να παραχωρεί την περιουσία του πτωχεύσαντα σε αυτόν ή σε άλλο πρόσωπο που το Δικαστήριο δυνατό να ορίσει και με όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.

(2) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης, η οποία οφείλεται με βάση το συμβιβασμό ή το σχέδιο, ή αν φανεί στο Δικαστήριο ότι ο συμβιβασμός ή το σχέδιο δεν δύναται να εφαρμοστεί χωρίς αδικία ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ή ότι η έγκριση του Δικαστηρίου λήφθηκε με απάτη, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί ορθό, με αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου να ακυρώσει το συμβιβασμό ή το σχέδιο, χωρίς όμως να επηρεάζεται η εγκυρότητα οποιασδήποτε πώλησης, διάθεσης ή πληρωμής ή πράξης που έγινε δεόντως, με βάση η σύμφωνα με τον συμβιβασμό ή το σχέδιο.

Καθήκοντα πτωχεύσαντα αναφορικά με την αποκάλυψη και ρευστοποίηση της περιουσίας

23.-(1)  Κάθε πτωχεύσας εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης θα πρέπει, εκτός αν κωλύεται λόγω ασθένειας ή άλλης επαρκούς αιτίας, να παρίσταται στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών και να υπόκειται σε εξέταση και παρέχει τέτοιες πληροφορίες που η συνέλευση δυνατό να απαιτήσει.

(2) Ο πτωχεύσας παρέχει τέτοια απογραφή της περιουσίας του, τέτοιο κατάλογο των πιστωτών και οφειλετών του καθώς και κατάλογο των χρεών που οφείλονται από αυτόν στους πιστωτές του και των χρεών που οφείλονται προς αυτόν από τους οφειλέτες του αντίστοιχα, υπόκειται σε εξέταση για την περιουσία ή τους πιστωτές του, παρίσται σε άλλες συνελεύσεις πιστωτών του, παρουσιάζεται σε τέτοια χρονικά διαστήματα ενώπιον του επίσημου παραλήπτη, του ειδικού διαχειριστή ή του διαχειριστή, εκτελεί πληρεξούσια, μεταβιβάσεις, συμβόλαια και έγγραφα και γενικά προβαίνει σε όλες τις ενέργειες  σχετικά με την περιουσία του και τη διανομή, μεταξύ των πιστωτών του, του προϊόντος της ρευστοποίησης όπως δυνατόν εύλογα να απαιτηθεί από τον επίσημο παραλήπτη, τον ειδικό διαχειριστή ή το διαχειριστή, ή δυνατό να καθοριστεί από γενικούς κανονισμούς, ή να διαταχτεί από το Δικαστήριο με οποιοδήποτε ειδικό διάταγμα ή διατάγματα που εκδίδονται αναφορικά με συγκεκριμένη υπόθεση, ή εκδίδεται μετά από ειδική αίτηση του επίσημου παραλήπτη, ειδικού διαχειριστή, διαχειριστή, ή οποιουδήποτε πιστωτή ή ενδιαφερόμενου προσώπου. Η αίτηση του διαχειριστή γίνεται στον τύπο που καθορίζεται σε Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο.

(3) Όταν πτωχεύσας κηρυχτεί σε πτώχευση οφείλει να παρέχει κάθε δυνατή συνδρομή για την ρευστοποίηση της περιουσίας του και τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης μεταξύ των πιστωτών του.

(4) Αν πτωχεύσας εσκεμμένα παραλείπει να εκτελέσει τα καθήκοντα του που επιβάλλονται από το άρθρο αυτό ή να παραδώσει την κατοχή μέρους της περιουσίας του, η οποία με βάση το Νόμο αυτό πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών του και η οποία εκάστοτε βρίσκεται στην κατοχή ή τον έλεγχο του, στον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή, ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το Δικαστήριο για να λάβει κατοχή αυτής, ο πτωχεύσας, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή στην οποία δυνατό να υπόκειται, είναι ένοχος περιφρόνησης του Δικαστηρίου και δυνατό να τιμωρηθεί ανάλογα.

Σύλληψη πτωχεύσαντα κάτω από ορισμένες περιστάσεις

24.-(1) To Δικαστήριο δύναται, με ένταλμα απευθυνόμενο σε οποιοδήποτε αστυνομικό ή καθορισμένο λειτουργό του Δικαστηρίου, να προκαλέσει τη σύλληψη πτωχεύσαντα και την κατάσχεση οποιωνδήποτε βιβλίων, εγγράφων, χρημάτων και αγαθών που βρίσκονται στην κατοχή του και την κράτηση του πτωχεύσαντα και τη φύλαξη των πιο πάνω, σε τόπο και για χρόνο που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει, κάτω από τις ακόλουθες περιστάσεις:

(α) αν, μετά την έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού, ή μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του φαίνεται στο Δικαστήριο ότι υπάρχει πιθανή αιτία να πιστεύει ότι είναι ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος που τιμωρείται με βάση το Νόμο αυτό, ή ότι δραπέτευσε ή πρόκειται να δραπετεύσει για να αποφύγει την πληρωμή του χρέους, για το οποίο εκδόθηκε ειδοποίηση πτώχευσης, ή να αποφύγει επίδοση ειδοποίησης αίτησης πτώχευσης ή να αποφύγει να εμφανιστεί σε τέτοια αίτηση ή να αποφύγει να εξεταστεί αναφορικά με τις υποθέσεις του, ή διαφορετικά να αποφύγει, καθυστερήσει ή να προκαλέσει δυσχέρειες στη διαδικασία πτώχευσης εναντίον του·

(β) αν, μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, φαίνεται στο Δικαστήριο ότι υπάρχει πιθανή αιτία να πιστεύει ότι ο πτωχεύσας είναι έτοιμος να μετακινήσει τα εμπορεύματα του με σκοπό να παρακωλύσει ή καθυστερήσει τον επίσημο παραλήπτη ή διαχειριστή από το να λάβουν κατοχή των εμπορευμάτων του, ή ότι υπάρχει πιθανή αιτία ώστε να πιστεύει ότι ο πτωχεύσας απόκρυψε ή πρόκειται να αποκρύψει ή καταστρέψει οποιαδήποτε από τα αγαθά του, ή βιβλία, έγγραφα ή γραπτά τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους πιστωτές του στην πορεία της πτώχευσης του·

(γ) αν, μετά την επίδοση σε αυτόν αίτησης πτώχευσης, ή μετά την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του μετακινεί από την κατοχή του οποιαδήποτε αγαθά αξίας μεγαλύτερης των πέντε λιρών χωρίς την άδεια του επίσημου παραλήπτη ή διαχειριστή·

(δ) αν, χωρίς την απόδειξη βάσιμης αιτίας, παραλείπει να παραστεί σε οποιαδήποτε εξέταση που διατάχτηκε από το Δικαστήριο:

Νοείται ότι καμιά σύλληψη δεν είναι έγκυρη και νόμιμη με βάση ειδοποίηση πτώχευσης εκτός αν πριν από ή κατά το χρόνο της σύλληψης του, επιδόθηκε στον πτωχεύσαντα η ειδοποίηση πτώχευσης.

(2) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά τη σύλληψη του πτωχεύσαντα, να διατάσσει την απόλυση του αφού ο πτωχεύσας παράσχει εξασφάλιση που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι δεν θα εγκαταλείψει τη Δημοκρατία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

(3) Καμιά πληρωμή ή συμβιβασμός που έγινε ή εξασφάλιση που παραχωρείται μετά τη σύλληψη που έγινε βάσει του άρθρου αυτού δεν εξαιρείται από τις διατάξεις του Νόμου αυτού οι οποίες αφορούν δόλιες προτιμήσεις.

Επαναποστολή επιστολών πτωχεύσαντα σε άλλη διεύθυνση

25. Όταν εκδίδεται διάταγμα πτώχευσης εναντίον πτωχεύσαντα, το Δικαστήριο με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή δύναται από καιρό σε καιρό να διατάξει όπως για τέτοιο χρονικό διάστημα, που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες όπως το Δικαστήριο κρίνει ορθό, ταχυδρομικές επιστολές και άλλα ταχυδρομικά δέματα που εστάλησαν στον πτωχεύσαντα σε οποιοδήποτε μέρος, ή μέρη τα οποία αναφέρονται στο διάταγμα για επαναποστολή, αποστέλλονται εκ νέου, στέλλονται ή παραδίδονται από το Γενικό Διευθυντή των ταχυδρομικών υπηρεσιών ή τους λειτουργούς του οι οποίοι ενεργούν για αυτόν, προς τον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή, ή άλλως πως όπως το Δικαστήριο διατάσσει, και τα ίδια θα γίνονται κατ’ ακολουθία. Η υπογραφή του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή σε οποιαδήποτε χρηματική επιταγή πληρωτέα στον πτωχεύσαντα θα αποτελεί επαρκή απαλλαγή αυτού.

Έρευνα ως προς τη συμπεριφορά, συναλλαγές και την περιουσία πτωχεύσαντα

26.-(1) Το Δικαστήριο, δύναται, με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του πτωχέυσαντα, να καλέσει ενώπιον του τον πτωχέυσαντα ή τη σύζυγο του, ή οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο είναι γνωστό ή υπάρχει υποψία ότι έχει στην κατοχή του μέρος της περιουσίας ή που ανήκουν στον πτωχέυσαντα ή που φέρεται να είναι υπόχρεο προς τον πτωχέυσαντα, ή οφείλονται στον πτωχέυσαντα, ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο το δικαστήριο δυνατό να θεωρεί ικανό να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τον πτωχέυσαντα, τις συναλλαγές ή την περιουσία του, και το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει από οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο να προσαγάγει οποιαδήποτε έγγραφα βρίσκονται στη φύλαξη ή στην εξουσία του τα οποία σχετίζονται με τον πτωχέυσαντα, τις συναλλαγές ή την περιουσία του.

(2) Αν το πρόσωπο που κλήθηκε με τον τρόπο αυτό μετά την προσφορά σε αυτό λογικού ποσού, αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο χρόνο που ορίστηκε, ή αρνείται να προσαγάγει οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο, χωρίς να υπάρχει νόμιμο κώλυμα που γνωστοποιείται και γίνεται αποδεκτό από το Δικαστήριο κατά το χρόνο της συνεδρίασης του, το Δικαστήριο δύναται, με ένταλμα να διατάξει τη σύλληψη και προσαγωγή του για εξέταση.

(3) To Δικαστήριο δύναται να εξετάσει ενόρκως, είτε προφορικά είτε με γραπτό ερωτηματολόγιο, κάθε πρόσωπο που προσάγεται με τον τρόπο αυτό ενώπιον του σχετικά με τον πτωχέυσαντα, τις συναλλαγές ή την περιουσία του.

(4) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο κατά την εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεχτεί ότι οφείλει στον πτωχέυσαντα, το Δικαστήριο δύναται, με αίτηση  του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, να διατάξει το πρόσωπο αυτό όπως καταβάλει στον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή, σε τέτοιο χρόνο και με τέτοιο τρόπο που το Δικαστήριο θεωρεί κατάλληλο, το ποσό το οποίο παραδέχθηκε ότι οφείλει ή οποιοδήποτε μέρος αυτού, είτε για πλήρη εξόφληση ολόκληρου του υπό συζήτηση ποσού είτε όχι, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, με έξοδα ή χωρίς έξοδα της εξέτασης.

(5) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο κατά την εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεχθεί ότι έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε περιουσία που ανήκει στον πτωχέυσαντα, το Δικαστήριο με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, δύναται να διατάξει το πρόσωπο αυτό όπως παραδώσει στον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή την περιουσία αυτή ή οποιοδήποτε μέρος αυτής σε χρόνο και με τρόπο και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να θεωρεί δίκαιους.

(6) Το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να διατάξει όπως πρόσωπο το οποίο αν βρισκόταν στην Κύπρο θα υπόκειτο σε προσαγωγή ενώπιον του με βάση το άρθρο αυτό, εξεταστεί σε οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός της Κύπρου.

Αποκατάσταση πτωχεύσαντα

27.-(1) Ο πτωχεύσας δύναται, οποτεδήποτε μετά την κήρυξη του σε πτώχευση, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο, για έκδοση διατάγματος αποκατάστασης του, το δε Δικαστήριο ορίζει ημέρα για ακρόαση της αίτησης. Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, εκτός όταν το Δικαστήριο σύμφωνα με κανονισμούς που εκδίδονται βάσει του Νόμου αυτού διατάξει διαφορετικά.

(2) Κατά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει έκθεση του επίσημου παραλήπτη ως προς τη διαγωγή και τις υποθέσεις του πτωχεύσαντα (περιλαμβανόμενης έκθεσης για τη διαγωγή του πτωχεύσαντα κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας) και δύναται είτε να εκδώσει είτε να αρνηθεί να εκδώσει απόλυτο διάταγμα αποκατάστασης, ή να αναστείλει την ισχύ του διατάγματος για ορισμένο χρόνο, ή να εκδώσει διάταγμα αποκατάστασης με όρους αναφορικά με οποιεσδήποτε απολαβές ή εισοδήματα τα οποία δυνατόν αργότερα να καταστούν οφειλόμενα στον πτωχεύσαντα, είτε σε σχέση με τη μετέπειτα εξασφαλιζόμενη από αυτόν περιουσία:

Νοείται ότι όταν ο πτωχεύσας διαπράξει πλημμέλημα βάσει του Νόμου αυτού, ή βάσει οποιουδήποτε νομοθετήματος που καταργήθηκε από το Νόμο αυτό, ή οποιοδήποτε άλλο πλημμέλημα που συνδέεται με την πτώχευση του, ή οποιοδήποτε κακούργημα σχετικό με την πτώχευση του, ή όταν σε οποιαδήποτε περίπτωση αποδειχτεί οποιοδήποτε από τα γεγονότα που ακολουθούν, το Δικαστήριο πρέπει είτε:

(α)  να αρνηθεί την αποκατάσταση, ή

(β) να αναστείλει την αποκατάσταση για περίοδο που θεωρεί σκόπιμη, ή,

(γ) να αναστείλει την αποκατάσταση μέχρι να καταβληθεί στους πιστωτές μέρισμα όχι μικρότερο από πενήντα σεντ στο ευρώ,

(δ) να απαιτεί από τον πτωχεύσαντα ως όρο για την αποκατάσταση του να συναινέσει στη λήψη εναντίον του απόφασης από τον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή για οποιοδήποτε υπόλοιπο ή μέρος του υπόλοιπου των χρεών που δύνανται να επαληθευθούν στην πτώχευση το οποίο κατά το χρόνο της αποκατάστασης δεν ικανοποιήθηκε, το δε υπόλοιπο αυτό ή το μέρος του υπόλοιπου των χρεών να καταβληθεί από τις μελλοντικές απολαβές ή από τη μετέπειτα εξασφαλιζόμενη περιουσία του πτωχεύσαντα με τέτοιο τρόπο και τηρουμένων τέτοιων όρων που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει αλλά δεν εκδίδεται διάταγμα εκτέλεσης της απόφασης χωρίς άδεια του Δικαστηρίου, η οποία άδεια δυνατό να δοθεί κατόπι απόδειξης ότι ο πτωχεύσας έχει αποκτήσει μετά την αποκατάσταση του περιουσία ή εισόδημα διαθέσιμο για πληρωμή των χρεών του:

Νοείται ότι, αν οποτεδήποτε μετά την ημερομηνία έκδοσης διατάγματος βάσει του άρθρου αυτού, ο πτωχεύσας ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να δυνηθεί να συμμορφωθεί με τους όρους του διατάγματος, το Δικαστήριο δύναται να διαφοροποιήσει τους όρους του διατάγματος, ή οποιουδήποτε υποκατάστατου διατάγματος, με τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους που δυνατό να θεωρεί σκόπιμους.

(3) Τα γεγονότα που αναφέρονται πιο πάνω είναι:

(α) Το ενεργητικό του πτωχεύσαντα το οποίο δεν εμπίπτει στο άρθρο 42 δεν είναι αξίας ίσης προς πενήντα σεντ στο ευρώ του ποσού των επαληθευθέντων χρεών του, εκτός εάν ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι το γεγονός ότι το ενεργητικό του δεν είναι αξίας ίσης προς πενήντα σεντ στο ευρώ επί του ποσού των επαληθευθέντων χρεών του οφείλεται σε περιστάσεις για τις οποίες δεν δύναται ο ίδιος να θεωρηθεί δίκαια υπεύθυνος. Σε περίπτωση που υπάρχει ακίνητη ιδιοκτησία, καμία αίτηση για αποκατάσταση δεν μπορεί να εγκριθεί εάν έχει ως αποτέλεσμα να θέσει οποιοδήποτε πιστωτή σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα ήταν σε περίπτωση διανομής της περιουσίας του πτωχεύσαντα σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·

(β) ότι ο πτωχεύσας παρέλειψε να τηρήσει βιβλία λογαριασμών τα οποία είναι συνήθη και κατάλληλα στη διεξαγωγή των εργασιών του και τα οποία αποκαλύπτουν επαρκώς τις επαγγελματικές του συναλλαγές και την οικονομική κατάσταση μέσα στα τρία αμέσως προηγούμενα της πτώχευσης του χρόνια·

(γ) ότι ο πτωχεύσας εξακολούθησε να ασκεί εμπόριο γνωρίζοντας ότι είναι αφερέγγυος·

(δ) ότι ο πτωχεύσας σύναψε χρέος το οποίο δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση χωρίς να έχει κατά το χρόνο της σύναψης οποιαδήποτε εύλογη ή πιθανή προσδοκία ότι θα ήταν ικανός να πληρώσει το χρέος·

(ε) ότι ο πτωχεύσας παρέλειψε να λογοδοτήσει ικανοποιητικά για οποιαδήποτε απώλεια ενεργητικού ή για οποιαδήποτε ανεπάρκεια του ενεργητικού να καλύψει τις υποχρεώσεις του·

(στ) ότι ο πτωχεύσας προκάλεσε ή συνέβαλε στην πτώχευση του με βεβιασμένες και παρακινδυνευμένες κερδοσκοπικές ενέργειες, ή με αλόγιστη σπατάλη για τη διαβίωση του, ή με τυχερά παιγνίδια ή με εγκληματική αμέλεια στις επαγγελματικές του υποθέσεις·

(ζ) ότι ο πτωχεύσας έχει υποβάλει οποιοδήποτε από τους πιστωτές του σε άσκοπη δαπάνη με επιπόλαιη ή ενοχλητική υπεράσπιση σε αγωγή που εγέρθηκε κανονικά εναντίον του·

(η) ότι ο πτωχεύσας προκάλεσε ή συνέβαλε στην πτώχευση του με το να υποστεί αλόγιστη δαπάνη εγείροντας οποιαδήποτε επιπόλαιη ή ενοχλητική αγωγή·

(θ) ότι ο πτωχεύσας, μέσα στους τρεις μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης, ενώ ήταν ανίκανος να πληρώσει τα χρέη του όταν αυτά θα καθίσταντο απαιτητά, επέδειξε αδικαιολόγητη προτίμηση σε οποιοδήποτε από τους πιστωτές του·

(ι) ότι ο πτωχεύσας, μέσα στους τρεις μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης, ανάλαβε υποχρεώσεις με σκοπό να καταστήσει το ενεργητικό του ίσο με πενήντα σεντ στο ευρώ επί του ποσού των μη ασφαλισμένων χρεών·

(ια) ότι ο πτωχεύσας ήταν ένοχος απάτης ή δόλιας κατάχρησης εμπιστοσύνης.

(4) Προς το σκοπό άρσης οποιασδήποτε θεσμοθετημένης ανικανότητας την οποία συνεπάγεται η πτώχευση και η οποία αίρεται αν ο πτωχεύσας εξασφαλίσει από το Δικαστήριο την αποκατάσταση του με πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι η πτώχευση  οφείλεται σε ατυχίες χωρίς υπαιτιότητα από μέρους του, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να εκδώσει τέτοιο πιστοποιητικό, η άρνηση του όμως να εκδώσει τέτοιο πιστοποιητικό θα υπόκειται σε έφεση.

(5) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, το ενεργητικό πτωχεύσαντα θα θεωρείται αξίας ίσης με πενήντα σεντ στο ευρώ επί του ποσού των μη ασφαλισμένων χρεών του όταν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η περιουσία του πτωχεύσαντα απέφερε από την εκκαθάριση ή ενδέχεται να αποφέρει από αυτήν, ή με την επίδειξη της οφειλόμενης επιμέλειας όσο αφορά τη ρευστοποίηση της περιουσίας θα μπορούσε να πραγματοποιήσει, ποσό ίσο με πενήντα σεντ στο ευρώ επί των μη ασφαλισμένων χρεών του και έκθεση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή θα συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη για το ποσό των υποχρεώσεων αυτών.

(6) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού η έκθεση του επίσημου παραλήπτη θα συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη των δηλώσεων που περιλαμβάνονται σε αυτή.

(7) Ειδοποίηση ορισμού από το Δικαστήριο της ημέρας ακρόασης της αίτησης αποκατάστασης θα δημοσιεύεται με τον καθορισμένο τρόπο και θα αποστέλλεται δεκατέσσερις τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη ημέρα σε κάθε πιστωτή που επαλήθευσε το προς αυτόν χρέος και το Δικαστήριο δύναται να ακούσει τον επίσημο παραλήπτη και το διαχειριστή ως επίσης και οποιοδήποτε πιστωτή. Κατά την ακρόαση το Δικαστήριο δύναται να υποβάλει στον οφειλέτη ερωτήσεις και να δεχτεί τέτοια μαρτυρία όπως το Δικαστήριο δυνατό να θεωρεί ορθό.

(8) Οι εξουσίες για αναστολή της αποκατάστασης του πτωχεύσαντα και για επιβολή όρων στην αποκατάσταση του δύνανται να ασκούνται συγχρόνως.

(9) Καμία αίτηση για αποκατάσταση πτωχεύσαντα δεν γίνεται αποδεκτή σε περίπτωση που κατά το χρόνο κήρυξης πτώχευσης ο πτωχεύσας πληρούσε τις προϋποθέσεις για να υποβάλει Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου:

Νοείται ότι, η πιο πάνω διάταξη δεν ισχύει για πτωχεύσαντες που υπέβαλαν αίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου αλλά δεν κατέστη δυνατό να τεθεί σε ισχύ Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής είτε γιατί δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας είτε γιατί δεν ικανοποιήθηκαν οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις χωρίς να ευθύνεται ο πτωχεύσας για τη μη ικανοποίησή τους.

Αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα

27Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), ο πτωχεύσας αποκαθίσταται αυτοδικαίως κατά την ημερομηνία συμπλήρωσης τριών (3) ετών από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης, εκτός εάν αυτός έχει ήδη αποκατασταθεί προηγουμένως ή εάν το εν λόγω διάταγμα έχει ήδη ακυρωθεί:

Νοείται ότι, απαραίτητη προϋπόθεση για την αυτοδίκαιη αποκατάσταση του πτωχεύσαντα, αποτελεί η υποβολή από τον πτωχεύσαντα της Έκθεσης Καταστάσεως της περιουσίας του και της προκαταρκτικής του κατάθεσης κατά τον καθορισμένο τύπο στον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή τουλάχιστο ένα έτος πριν την αυτοδίκαιη αποκατάσταση.

(2) Πτωχεύσας, για τον οποίο το σχετικό διάταγμα πτώχευσης είχε εκδοθεί τρία (3) έτη πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 και το διάταγμα αυτό συνεχίζει να ισχύει κατά την εν λόγω ημερομηνία, αποκαθίσταται αυτοδικαίως μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την ημερομηνία αυτή, εκτός εάν αυτός έχει ήδη αποκατασταθεί προηγουμένως ή εάν το εν λόγω διάταγμα έχει ήδη ακυρωθεί:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το σχετικό διάταγμα πτώχευσης είχε εκδοθεί σε διάστημα μικρότερο από τρία (3) έτη πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 και το διάταγμα αυτό συνεχίζει να ισχύει κατά την εν λόγω ημερομηνία, τότε ο πτωχεύσας αποκαθίσταται αυτοδικαίως μετά την πάροδο τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών από την ημερομηνία του διατάγματος παραλαβής, εκτός εάν αυτός έχει ήδη αποκατασταθεί προηγουμένως ή εάν το διάταγμα πτώχευσης ή διάταγμα παραλαβής έχει ήδη ακυρωθεί.

(3) Σε περίπτωση νέας κήρυξης του αποκατασταθέντος σε πτώχευση και συνακόλουθης νέας αυτοδίκαιης αποκατάστασής του, ο ίδιος δεν απαλλάσσεται πλέον από τα επαληθεύσιμα χρέη του, εάν δεν έχουν παρέλθει έξι (6) έτη από την τελευταία φορά που αυτός έχει απαλλαγεί.

(4) Σε περίπτωση αποκατάστασης πτωχεύσαντος δυνάμει του παρόντος άρθρου, το μη διανεμηθέν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας παραμένει, ανάλογα με την περίπτωση, στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή, προς όφελος των πιστωτών ή των εγγυητών που καθίστανται μη εξασφαλισμένοι πιστωτές δυνάμει του εδαφίου (12) του άρθρου 37Β:

Νοείται ότι, μη διανεμηθέν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας που παραμένει στη διαχείριση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή, μετά την αποπληρωμή όλων των πιστωτών και εγγυητών που καθίστανται μη εξασφαλισμένοι πιστωτές δυνάμει του εδαφίου (12) του άρθρου 37Β, επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα, νοουμένου ότι το κόστος της επιστροφής δεν είναι μεγαλύτερο από το πόσο που θα επιστραφεί.

(5) Το πρόσωπο που αποκαθίσταται δυνάμει του παρόντος άρθρου υποχρεούται να συνεργάζεται με τον διαχειριστή σχετικά με την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής περιουσίας που παραμένει, ανάλογα με την περίπτωση, στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή.

(6) Το πρόσωπο που αποκαθίσταται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να αποταθεί στον Επίσημο Παραλήπτη, για την έκδοση στον ίδιο πιστοποιητικού αποκατάστασης πτωχεύσαντος και τη δημοσίευσή του, από τον τελευταίο, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που διαχειριστής της πτωχευτικής περιουσίας είναι άλλο πρόσωπο από τον Επίσημο Παραλήπτη, το πρόσωπο που αποκαθίσταται προσκομίζει στον Επίσημο Παραλήπτη βεβαίωση του διαχειριστή ότι δύναται να αποκατασταθεί, αφού έχουν ικανοποιηθεί οι σχετικές προϋποθέσεις γι' αυτό.

(7) Στο παρόν άρθρο, καθώς και στο άρθρο 27Β, ο όρος «πτωχεύσας» περιλαμβάνει προσωπικούς αντιπροσώπους και εκδοχείς.

(8) Τηρουμένων, κατ' αναλογίαν, των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (3) και (5) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, η αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα, που επέρχεται δυνάμει του παρόντος άρθρου ή που επήλθε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, επιφέρει πλήρη απαλλαγή του εν λόγω προσώπου από όλα τα επαληθεύσιμα χρέη, νοουμένου ότι το πρόσωπο αυτό ενεργεί με καλή πίστη και συνεργάζεται πλήρως, είτε με τον Επίσημο Παραλήπτη είτε με τον διαχειριστή, ανάλογα με την περίπτωση, για την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής περιουσίας:

Νοείται ότι, η αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα δεν απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο, από τα χρέη τα οποία προκύπτουν από:

(α) Φόρο, τέλος ή άλλη χρέωση παρόμοιας φύσης ή υποχρεώσεις οφειλόμενες ή καταβλητέες στη Δημοκρατία·

(β) οποιοδήποτε ποσό καταβλητέο από τον πτωχεύσαντα δυνάμει του περί Δήμων Νόμου και οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

(γ) οποιοδήποτε ποσό καταβλητέο από τον πτωχεύσαντα δυνάμει του περί Κοινοτήτων Νόμου και οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

(δ) οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από διάταγμα διατροφής·

(ε) οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δικαστική απόφαση για αποζημίωση οποιουδήποτε προσώπου για θάνατο ή σωματική βλάβη συνεπεία αστικού αδικήματος του χρεώστη·

(στ) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δάνειο ή επίδειξη ανοχής στην ανάκτηση οφειλών που προκύπτουν από δάνειο, το οποίο εξασφαλίστηκε μέσω απάτης, κατάχρησης, υπεξαίρεσης ή δόλιας παραβίασης της εμπιστοσύνης·

(ζ) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δικαστικό διάταγμα ή απόφαση δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή από απόφαση Δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε χρηματική ποινή λόγω καταδίκης για ποινικό αδίκημα·

(η) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση που πηγάζει από οφειλόμενους μισθούς σε μισθωτούς του πτωχεύσαντα.

(9) Οποιαδήποτε περιουσία η οποία προέκυψε κατά τη διάρκεια της πτώχευσης ασχέτως αν περιήλθε στον πτωχεύσαντα ακόμα και μετά την αποκατάστασή του, η περιουσία αυτή εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και ως εκ τούτου θα πρέπει να περιέλθει στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή προς όφελος των πιστωτών του πτωχεύσαντα ή του αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα.

(10) Μετά την αποκατάσταση πτωχεύσαντα, δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου, οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία εγείρεται πλέον ή καταχωρείται, αντίστοιχα, από τον ίδιο ή εναντίον του, ανάλογα με την περίπτωση.

(11) Με την αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντος, η οποία επέρχεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οποιοιδήποτε περιορισμοί στην ανάληψη ή άσκηση εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας από τον αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου, αποκλειστικά και μόνο επειδή υπήρξε πτωχεύσας, παύουν αυτόματα να έχουν ισχύ.

Ένσταση στην αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα και αίτηση ακύρωσης τέτοιας αποκατάστασης

27Β.-(1) Ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής ή ο σύνδικος ή οποιοσδήποτε πιστωτής του πτωχεύσαντα δύναται, πριν από την αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27Α, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο με την οποία να φέρει ένσταση στην εν λόγω αποκατάσταση, σε περίπτωση που ο αιτητής, ισχυρίζεται ότι:

(α) Ο πτωχεύσας δεν συνεργάσθηκε με τον Επίσημο Παραλήmη ή τον διαχειριστή για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντα· ή

(β) ο πτωχεύσας απέκρυψε ή δεν αποκάλυψε στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία που θα μπορούσαν να εκποιηθούν προς όφελος των πιστωτών του πτωχεύσαντα, οπόταν η αυτόματη αποκατάσταση αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση της εκδίκασης της εν λόγω αίτησης· ή

(γ)  εκκρεμεί εναντίον του πτωχεύσαντα νομική διαδικασία που αφορά δόλια μεταβίβαση· ή

(δ) ο πτωχεύσας δεν έχει συμμορφωθεί με την πληρωμή μηνιαίων δόσεων, οι οποίες έχουν εκδοθεί με σχετικό διάταγμα Δικαστηρίου σύμφωνα με τον άρθρο 52 του παρόντος Νόμου· ή

(ε) ο πτωχεύσας δεν έχει υποβάλει σύμφωνα με το άρθρο 27Α Έκθεση Καταστάσεως της περιουσίας του ή/και προκαταρκτική κατάθεση:

Νοείται ότι, σε περίπτωση καταχώρησης αίτησης από άλλο πρόσωπο εκτός του Επίσημου Παραλήπτη, αυτή επιδίδεται στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή, αναλόγως της περίπτωσης.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί αίτηση δυνάμει του εδαφίου (1) και να διατάξει παράταση του χρόνου αποκατάστασης του πτωχεύσαντος, για χρονική περίοδο όχι πέραν των οκτώ (8) ετών από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης ή να απορρίψει την αίτηση, οπόταν η αυτοδίκαιη αποκατάσταση του πτωχεύσαντα ισχύει από την ημερομηνία που αυτή θα ίσχυε δυνάμει του άρθρου 27Α, εάν δεν μεσολαβούσε η ένσταση.

(3) Διάταγμα Δικαστηρίου για παράταση του χρόνου αποκατάστασης του πτωχεύσαντος δυνάμει του εδαφίου (2) δεν αποκλείει την υποβολή αίτησης για αποκατάσταση ή ακύρωση διατάγματος πτώχευσης δυνάμει των  άρθρων 27 και 31 του παρόντος Νόμου.

(4) Εάν υποπέσει στην αντίληψη του παραλήπτη ή του διαχειριστή ή συνδίκου ή οποιουδήποτε πιστωτή, ακόμη και μετά την αποκατάσταση ότι ο αποκατασταθείς πτωχεύσας είχε προβεί σε δόλια μεταβίβαση περιουσιακού του στοιχείου πριν την αποκατάστασή του ή είχε προβεί σε οποιαδήποτε πράξη δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1), τότε αυτός δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για ακύρωση της αυτοδίκαιης αποκατάστασης και ακύρωση οποιασδήποτε δόλιας μεταβίβασης.

Διαδικασία σε περίπτωση παράλειψης πτωχεύσαντα να υποβάλει αίτηση για αποκατάσταση του

28. Σε περίπτωση που ο πτωχεύσας παραλείπει να υποβάλει αίτηση για αποκατάσταση του όπως αναφέρεται στο αμέσως προηγούμενο άρθρο, ο επίσημος παραλήπτης, το ταχύτερο δυνατό μετά την απαλλαγή του διαχειριστή από το Δικαστήριο, αλλά όχι αργότερα από τέσσερα χρόνια μετά τη συμπλήρωση της δημόσιας εξέτασης ή της ημερομηνίας του διατάγματος του Δικαστηρίου περί της μη διεξαγωγής δημόσιας εξέτασης όπως αναφέρεται στο εδάφιο (11) του άρθρου 16 αν ο διαχειριστής δεν απαλλάχτηκε μέχρι τότε, θα πρέπει να υποβάλει στο Δικαστήριιο αίτηση για εξέταση της περίπτωσης αποκατάστασης του πτωχεύσαντα. Το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει από τον πτωχεύσαντα να παραστεί για εξέταση σε ακρόαση που ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και δύναται να εκδώσει διάταγμα το οποίο θεωρεί δίκαιο αφού λάβει υπόψη όλα τα περιστατικά.

Καθήκοντα αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα

29. Ο πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε, ανεξάρτητα από την αποκατάσταση του οφείλει να παρέχει τέτοια βοήθεια η οποία θα ζητηθεί από το διαχειριστή για την εκκαθάριση και διανομή της περιουσίας του η οποία περιήλθε στο διαχειριστή και αν παραλείψει να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό θα είναι ένοχος περιφρόνησης του Δικαστηρίου, το δε Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να ανακαλέσει την αποκατάσταση του, χωρίς όμως να επηρεάζεται η εγκυρότητα οποιασδήποτε πώλησης, διάθεσης, πληρωμής ή πράξης που τελέστηκε δεόντως μετά την αποκατάσταση, αλλά πριν από την ανάκληση της.

Αποτέλεσμα διατάγματος αποκατάστασης

30.-(1) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα από χρέος που οφείλεται από γραπτή εγγύηση προς το Δικαστήριο, ούτε από χρηματική ποινή ή χρέος με το οποίο ο πτωχεύσας ενδέχεται να επιβαρυνθεί μετά από αξίωση της Δημοκρατίας (ή οποιουδήποτε προσώπου) για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση οποιουδήποτε Νόμου ή από χρέος βάσει εγγυητηρίου που υπογράφτηκε με σκοπό την εμφάνιση προσώπου που διώκεται για ποινικό αδίκημα και ο πτωχεύσας δεν απαλλάσσεται των εξαιρουμένων αυτών χρεών εκτός αν ο Υπουργός Οικονομικών παρέχει γραπτώς με την υπογραφή του, τη συναίνεση του στην απαλλαγή του από τα χρέη αυτά.

(2) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν απαλλάσει τον πτωχεύσαντα από χρέος ή υποχρέωση που προέκυψε από απάτη ή δόλια κατάχρηση εμπιστοσύνης στην οποία συμμετείχε, ούτε από χρέος ή υποχρέωση για την οποία εξασφάλισε άφεση από απάτη στην οποία συμμετείχε.

(3) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν θα απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης ήταν συνέταιρος ή συνδιαχειριστής με τον πτωχεύσαντα ή ήταν αλληλέγγυα υπόχρεος με αυτόν ή συνήψε κοινή σύμβαση με αυτόν, ή οποιοδήποτε πρόσωπο που ήταν εγγυητής ή τελούσε σε σχέση εγγυητή προς αυτόν.

(4) Το διάταγμα αποκατάστασης απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα μόνο από τα χρέη τα οποία μέχρι την ημερομηνία έκδοσής του, εξ ολοκλήρου ή μερικώς, πληρώθηκαν, διευθετήθηκαν, συμβιβάστηκαν ή συμφωνήθηκε ότι έχουν ικανοποιηθεί.

(5) Το διάταγμα αποκατάστασης συνιστά αναμφισβήτητη μαρτυρία του γεγονότος της πτώχευσης και της εγκυρότητας της πτωχευτικής διαδικασίας και σε οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται εναντίον του πτωχεύσαντα ο οποίος εξασφάλισε διάταγμα αποκατάστασης σε σχέση με χρέος από το οποίο απαλλάχτηκε με το διάταγμα, ο πτωχεύσας δύναται να ισχυριστεί ότι το αγώγιμο δικαίωμα προέκυψε πριν από την αποκατάσταση του.

(6) Με την έκδοση διατάγματος αποκατάστασης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27, οποιοιδήποτε περιορισμοί στην ανάληψη ή άσκηση εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας από τον αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, αποκλειστικά και μόνο επειδή υπήρξε πτωχεύσας, παύουν αυτόματα να έχουν ισχύ.

Πρόσβαση σε πλαίσιο παροχής στήριξης επιχειρηματιών

30Α. Πτωχεύσας ο οποίος αποκαταστήθηκε δεν στερείται της πρόσβασης σε υφιστάμενο εθνικό πλαίσιο παροχής στήριξης σε επιχειρηματίες, περιλαμβανομένης της πρόσβασης σε συναφείς και επίκαιρες πληροφορίες σε σχέση με το πλαίσιο αυτό, αποκλειστικά και μόνο επειδή υπήρξε πτωχεύσας.

Εξουσία Δικαστηρίου να ακυρώσει διάταγμα κήρυξης πτώχευσης σε ορισμένες περιπτώσεις

31.-(1) Σε περίπτωση που, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο χρεώστης δεν έπρεπε να είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, ή αν αποδειχθεί κατά τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι τα χρέη του πτωχεύσαντα πληρώθηκαν εξ ολοκλήρου, ή έχουν διευθετηθεί, ή οι πιστωτές έχουν συγκατατεθεί στην ακύρωση του Διατάγματος, το Δικαστήριο μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, δύναται με διάταγμα να ακυρώσει την κήρυξη του χρεώστη σε πτώχευση.

(2) Όταν η κήρυξη της πτώχευσης ακυρωθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου, όλες οι πωλήσεις και διαθέσεις περιουσίας και όλες οι πληρωμές που έγιναν δεόντως καθώς και όλες οι πράξεις που τελέσθηκαν μέχρι τότε από τον Επίσημο Παραλήπτη, τον διαχειριστή ή άλλο που ενεργούσε κατόπιν  εξουσιοδότησης αυτών, ή από το Δικαστήριο, είναι έγκυρες, αλλά η περιουσία του χρεώστη που κηρύχθηκε σε πτώχευση θα περιέρχεται σε πρόσωπo που ορίζει το Δικαστήριο, ή, αν δεν ορίσθηκε τέτοιο πρόσωπο, θα επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα στην έκταση του δικαιώματος ή του συμφέροντός του σε αυτή, με τους όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο δυνατόν να ορίζει με διάταγμα.  

(3) Ειδοποίηση του διατάγματος που ακυρώνει την πτώχευση δημοσιεύεται αμέσως στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, κάθε χρέος που αμφισβητείται από το πτωχεύσαντα και κάθε χρέος που οφείλεται σε πιστωτή ο οποίος δεν κατέστει δυνατό να βρεθεί  ή του οποίου η ταυτότητα δεν κατέστει δυνατό να προσδιοριστεί, θεωρείται ότι πληρώθηκε εξ ολοκλήρου, αν  κατατεθεί στο Δικαστήριο.

Ακύρωση διατάγματος παραλαβής ή και του διατάγματος κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση

31Α. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 61(Ι)/2015
Δημοσίευση και καταχώρηση διατάγματος ακύρωσης διατάγματος πτώχευσης

31Β.  Σε  περίπτωση έκδοσης διατάγματος ακύρωσης διατάγματος κήρυξης χρεώστη σε πτώχευση, ο χρεώστης ή οποιοσδήποτε πιστωτής παραδίδει αμέσως το εν λόγω διάταγμα στον Επίσημο Παραλήπτη για δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καταβάλλοντας ταυτόχρονα το κόστος δημοσίευσης του διατάγματος, και για καταχώρησή του στο Αρχείο Πτωχεύσεων, καθώς και  για ανάρτησή του στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη και,  εάν υπάρχει διαχειριστής, παραδίδει το εν λόγω διάταγμα και στον διαχειριστή:

Νοείται ότι, η παράλειψη του χρεώστη να ενεργήσει σύμφωνα με τα πιο πάνω, συνεπάγεται τη μη δημοσίευση του διατάγματος ακύρωσης και τη μη καταχώρησή του στο Αρχείο Πτωχεύσεων, καθώς και τη μη ανάρτησή του στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη.

Αίτηση ακύρωσης του διατάγματος πτώχευσης ή και του διατάγματος κήρυξης του πτωχέυσαντα σε πτώχευση μετά από αποκατάσταση πτωχεύσαντα

31Γ. Πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε ή θα αποκατασταθεί δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 27 ή 27Α του παρόντος Νόμου δύναται να υποβάλει αίτηση για ακύρωση του διατάγματος πτώχευσης ή και του διατάγματος κήρυξης του πτωχεύσαντα σε πτώχευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31Α του παρόντος Νόμου.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΠΤΩΧΕΥΣΑΝΤΑ
Ανικανότητες πτωχεύσαντα που δεν αποκαταστάθηκε

32.-(1) Αν ο πτωχεύσας κηρυχτεί σε πτώχευση, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, στερείται του δικαιώματος να εκλέγεται, να κατέχει ή να ασκεί το αξίωμα-

(α) μέλους του Νομοθετικού Συμβουλίου

(β) δημάρχου ή μέλους Δημοτικού Συμβουλίου

(γ) μέλους Επαρχιακού Συμβουλίου (Medjilis Idare)

(δ) κοινοτάρχη.

(2) Οι ανικανότητες στις οποίες υπόκειται ο πτωχεύσας βάσει του άρθρου αυτού αίρονται και εκλείπουν αν και όταν:

(α) ακυρωθεί η κήρυξη της πτώχευσης, ή

(β) ο πτωχεύσας εξασφαλίσει την αποκατάσταση του από το Δικαστήριο με πιστοποιητικό στο οποίο να φαίνεται ότι η πτώχευση του προκλήθηκε από ατυχία χωρίς να οφείλεται σε δική του κακή διαγωγή.

Το Δικαστήριο δύναται να παραχωρήσει ή να κατακρατήσει τέτοιο πιστοποιητικό όπως κρίνει ορθό, αλλά η άρνηση παραχώρησης τέτοιου πιστοποιητικού υπόκειται σε έφεση.

Κένωση θέσης σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του κατόχου αυτής

33. Αν ο πτωχεύσας κηρυχτεί σε πτώχευση ενώ εκλέχτηκε μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου ή ενώ κατέχει το αξίωμα του Δημάρχου ή μέλους του Δημοτικού Συμβουλίου ή ενώ είναι μέλος Επαρχιακού Συμβουλίου ή κάτοχος της θέσης κοινοτάρχη, η έδρα ή η θέση του κενώνεται.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Επαληθεύσιμα χρέη
Περιγραφή χρεών που δύνανται να επαληθευτούν σε πτώχευση

34.-(1) Απαιτήσεις σε μορφή ανεκκαθάριστων αποζημιώσεων, οι οποίες προκύπτουν διαφορετικά παρά από σύμβαση, υπόσχεση ή κατάχρηση εμπιστοσύνης, δεν δύνανται να επαληθευτούν σε πτώχευση.

(2) Πρόσωπο που έχει γνώση οποιασδήποτε πράξης πτώχευσης που υφίσταται εναντίον πτωχέυσαντα, δεν δύναται να προβεί σε επαλήθευση με βάση το διάταγμα για χρέος ή υποχρέωση που δημιουργήθηκε από τον πτωχέυσαντα μετά την ημερομηνία που έλαβε γνώση της πράξης πτώχευσης.

(3) Εκτός, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όλα τα χρέη και όλες οι υποχρεώσεις, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή υπό αίρεση, στις οποίες υπόκειται ο πτωχεύσας κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης, ή στις οποίες θα υπόκειται πριν από την αποκατάσταση του λόγω ευθύνης που προέκυψε πριν από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης, θα θεωρούνται ως χρέη που δύνανται να επαληθευτούν.

(4) Ο διαχειριστής καταρτίζει εκτίμηση της αξίας κάθε χρέους ή ευθύνης που δύναται να επαληθευτεί όπως αναφέρεται πιο πάνω, η οποία λόγω του ότι τελεί υπό αίρεση ή για άλλο λόγο δεν έχει βέβαιη αξία.

(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι δυσαρεστημένο με την καταρτιζόμενη από το διαχειριστή, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εκτίμηση, δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο.

(6) Αν, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η αξία του χρέους ή της ευθύνης δεν δύναται να εκτιμηθεί δίκαια, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει προς το σκοπό αυτό διάταγμα και στη συνέχεια το χρέος ή ευθύνη θα θεωρούνται, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, ως χρέος μη δυνάμενο να επαληθευτεί σε πτώχευση.

(7) Αν, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η αξία του χρέους ή της ευθύνης δύναται να εκτιμηθεί δίκαια, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως ο υπολογισμός της αξίας γίνει ενώπιον του ίδιου του Δικαστηρίου και δύναται να δώσει για το σκοπό αυτό όλες τις απαραίτητες οδηγίες, το δε ποσό της αξίας, όταν υπολογιστεί, θα θεωρείται χρέος το οποίο δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση.

(8) “Ευθύνη” για τους σκοπούς του Νόμου αυτού περιλαμβάνει-

(α) οποιαδήποτε αποζημίωση για έργο ή εργασία που εκτελέστηκε·

(β) οποιαδήποτε υποχρέωση ή πιθανή υποχρέωση για πληρωμή χρημάτων ή χρηματικής αξίας, που προκύπτει από αθέτηση ρητού ή σιωπηρού συμβολαίου, σύμβασης, συμφωνίας, ή ανάληψης υποχρέωσης ανεξάρτητα αν η αθέτηση συνέβηκε ή όχι, ή είναι ή όχι ενδεχόμενο να προκύψει ή δύναται να προκύψει, πριν από την αποκατάσταση του πτωχέυσαντα·

(γ) γενικά, οποιαδήποτε ρητή ή σιωπηρή δέσμευση, συμφωνία ή ανάληψη υποχρέωσης, για πληρωμή, ή η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την πληρωμή χρημάτων ή χρηματικής αξίας ανεξάρτητα αν η πληρωμή, όσον αφορά το ποσό, είναι εκκαθαρισμένη ή ανεκκαθάριστη όσον αφορά το χρόνο, παρούσα ή μελλοντική, βέβαιη ή εξαρτημένη από μία αίρεση ή από δύο ή περισσότερες αιρέσεις, και όσον αφορά στον τρόπο της εκτίμησης, ικανή να εξακριβωθεί με βάση ορισμένους κανόνες ή ως θέμα γνώμης.

Αμοιβαία πίστωση και συμψηφισμός

35. Σε περίπτωση αμοιβαίων πιστώσεων, αμοιβαίων χρεών ή άλλων αμοιβαίων συναλλαγών μεταξύ πτωχεύσαντα, εναντίον του οποίου θα εκδοθεί διάταγμα πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που επαλήθευσε ή που αξιώνει την επαλήθευση χρέους με βάση το διάταγμα πτώχευσης, θα πρέπει να καταρτίζεται λογαριασμός για το τι οφείλεται από το ένα μέρος προς το άλλο σε σχέση με τις αμοιβαίες αυτές συναλλαγές και το ποσό που οφείλεται από το ένα μέρος θα συμψηφίζεται με το οφειλόμενο από το άλλο, το δε υπόλοιπο του λογαριασμού, και τίποτε περισσότερο από αυτό, δεν θα αξιώνεται ή θα καταβάλλεται από το κάθε μέρος αντίστοιχα πρόσωπο όμως δεν δικαιούται, βάσει του άρθρου αυτού, να απαιτήσει το όφελος συμψηφισμού εναντίον της περιουσίας του πτωχεύσαντα σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία, κατά το χρόνο της παραχώρησης της πίστωσης στον πτωχεύσαντα, είχε γνώση πράξης πτώχευσης που διαπράχτηκε από τον πτωχεύσαντα και η οποία δύναται να προταχθεί εναντίον του.

Καταμερισμός Ενεργητικού
Πληρωμή προκαταρκτικών δαπανών

36.-(1) Tο ενεργητικό που απομένει μετά την πληρωμή των πραγματικών δαπανών που προέκυψαν κατά την εκκαθάριση του ενεργητικού του πτωχεύσαντα, διατίθεται, τηρουμένου οποιουδήποτε διατάγματος του Δικαστηρίου, για τη διενέργεια των πιο κάτω πληρωμών οι οποίες θα γίνονται με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας, συγκεκριμένα-

(α) των πραγματικών δαπανών που προέκυψαν από τον επίσημο παραλήπτη για την προστασία της περιουσίας ή του ενεργητικού του πτωχεύσαντα ή μέρους αυτού, ως και οποιωνδήποτε δαπανών ή εξόδων που προέκυψαν από τον ίδιο ή με εξουσιοδότηση του κατά την άσκηση των εργασιών του πτωχεύσαντα·

(β) των τελών, ποσοστών και δικαιωμάτων που πρέπει να πληρωθούν στον επίσημο παραλήπτη, ή των εξόδων, επιβαρύνσεων και δαπανών που προέκυψαν από ή με εξουσιοδότηση του επίσημου παραλήπτη·

(γ) της αμοιβής του ειδικού διαχειριστή, αν υπάρχει· και

(δ) των ψηφισθέντων εξόδων του αιτούντος πιστωτή τα οποία δεν απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.

(2) Οποτεδήποτε το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι περιουσιακό στοιχείο πτωχεύσαντα, αναφορικά με την περιουσία του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης, διαφυλάχθηκε προς όφελος των πιστωτών με νομικές διαδικασίες που λήφθηκαν εναντίον του πτωχεύσαντα από πιστωτή ο οποίος δεν είχε γνώση πράξης πτώχευσης που διαπράχθηκε από τον πτωχεύσαντα, το Δικαστήριο δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να διατάξει την πληρωμή των εξόδων που προκύπτουν από τη λήψη τέτοιων νομικών διαδικασιών ή μέρους αυτών από την περιουσία του πτωχεύσαντα με την ίδια προτεραιότητα, ως προς την πληρωμή, όπως στο άρθρο αυτό προβλέπεται αναφορικά με τα ψηφισθέντα έξοδα του αιτητή.

Κανονισμοί ως προς την επαλήθευση χρεών

37. Σχετικά με τον τρόπο επαλήθευσης χρεών, το δικαίωμα επαλήθευσης των ασφαλισμένων και άλλων πιστωτών, την παραδοχή και απόρριψη επαλήθευσης και αναφορικά με τα άλλα ζητήματα που αναφέρονται στο Δεύτερο Παράρτημα, οι κανονισμοί που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα εκείνο θα εφαρμόζονται.

Εκτίμηση της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση

37Α-(1) Εξασφαλισμένος πιστωτής, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος πτώχευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υποβάλλει στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή και, όπου εφαρμόζεται, σε εγγυητή προκαταρκτική εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση.

(2) Το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημέρα υποβολής της προκαταρτικής εκτίμησης από τον πιστωτή δυνάμει του εδαφίου (1), ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής:

(α) Συμφωνούν μεταξύ τους και με τον πιστωτή ως προς την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, και σε τέτοια περίπτωση η εν λόγω εκτίμηση είναι δεσμευτική για όλους· ή

(β) διορίζουν ανεξάρτητο εκτιμητή· ή

(γ) αποτείνονται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για να διορίσει η ίδια ανεξάρτητο εκτιμητή.

(3) Ανεξάρτητος εκτιμητής που διορίζεται είτε δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), είτε δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), καθορίζει το αργότερο εντός δέκα ημερών από το διορισμό του, την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, και, η εκτίμηση που γίνεται από τον εν λόγω εκτιμητή θα είναι δεσμευτική για τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή, τον εξασφαλισμένο πιστωτή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή.

(4) Τα έξοδα της εκτίμησης που γίνεται δυνάμει του εδαφίου (3), καταβάλλονται κατ' αναλογία από τον εξασφαλισμένο πιστωτή, τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής ή, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής, αποδέχεται την προκαταρτική εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση που υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1) από τον εξασφαλισμένο πιστωτή, εξαιρείται από την υποχρέωση καταβολής των εξόδων των εκτιμήσεων:

Νοείται περαιτέρω ότι, τα έξοδα που καταβάλλονται από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή δυνάμει του παρόντος εδαφίου, θεωρούνται ως έξοδα και δαπάνες της πτώχευσης.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

«εκτιμητής» σημαίνει αδειούχο εκτιμητή, ο οποίος είναι εγγεγραμμένο μέλος στο Μητρώο Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου·

«αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση» σημαίνει το ποσό το οποίο η περιουσία θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα αποφέρει, εάν διατίθετο στην ελεύθερη αγορά από πωλητή που ενεργεί εκούσια, σε αγοραστή που ενεργεί εκούσια, λαμβάνοντας υπόψη ότι η περιουσία διατίθεται κατά τη διαδικασία πτώχευσης·

«Υπηρεσία Αφερεγγυότητας» σημαίνει την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας όπως αυτή ορίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου.

Μεταχείριση εγγυητών στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης

37Β.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, εγγυητής τυγχάνει μεταχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε σχέση με εγγυήσεις που έδωσε για επαληθεύσιμα χρέη πτωχεύσαντα.

(2)(α) Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν υποβάλει την επαλήθευση εντός της καθορισμένης προθεσμίας όπως προνοείται στο Δεύτερο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση·

(β) ο πιστωτής ενημερώνει τους εγγυητές αναφορικά με την επαλήθευση και την εν λόγω αποδοχή ή απόρριψη δυνάμει του Κανονισμού 21 του Δεύτερο Δεύτερου Παραρτήματος:

Νοείται ότι, η εν λόγω ενημέρωση δεν αποτελεί ειδοποίηση για καταβολή πληρωμών εκ μέρους του εγγυητή και δεν επηρεάζει το δικαίωμα του πιστωτή ή του εγγυητή να προσφύγει στο Δικαστήριο, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό του Δεύτερου Παραρτήματος.

(3) Σε περίπτωση εξασφαλισμένου πιστωτή, η επαλήθευση περιλαμβάνει επιπλέον όλες τις πληροφορίες αναφορικά με:

(α) Την εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 37Α:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η περιουσία η οποία υπόκειται σε περισσότερες από μία εξασφαλίσεις, η αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση για τους σκοπούς της επαλήθευσης κάθε εξασφαλισμένου πιστωτή, θα είναι η αξία την οποία ο εν λόγω εξασφαλισμένος πιστωτής αναμένει να λάβει από την πώληση της εν λόγω περιουσίας, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σειρά προτεραιότητας των δικαιωμάτων των άλλων εξασφαλισμένων πιστωτών για τους οποίους η εν λόγω περιουσία υπόκειται σε εξασφάλιση, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου·

(β) το ποσό του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα προς τον συγκεκριμένο εξασφαλισμένο πιστωτή κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, το οποίο στο παρόν άρθρο αναφέρεται ως "οφειλόμενο χρέος".

(4) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση του πιστωτή, κατά την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή, ισούται ή ξεπερνά την αξία του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δε δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με εγγύηση.

(5) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση, είναι χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση για ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, όπως αυτά περιλαμβάνονται στην επαλήθευση.

(6) (α) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (5), το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της πτώχευσης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει πληρωμές ως τέτοιο κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές·

(β) ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση που περιουσία η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση διατεθεί και το καθαρό ποσό της διάθεσης είναι μεγαλύτερο από το ποσό της εκτιμημένης αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής θα δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση μόνο για το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους:

Νοείται ότι, το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της πτώχευσης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει τυχόν πληρωμές ως μη εξασφαλισμένος πιστωτής, κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ο εγγυητής κατέβαλε οποιεσδήποτε πληρωμές για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση και του οφειλόμενου χρέους πριν τη διάθεση της σχετικής περιουσίας του πτωχεύσαντα και το καθαρό ποσό που προέκυψε τελικά από τέτοια διάθεση είναι μεγαλύτερο από την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής οφείλει να επιστρέψει στον εγγυητή οποιοδήποτε ποσό που αυτός κατέβαλε, το οποίο υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ του ποσού που προκύπτει τελικά από το καθαρό ποσό της διάθεσης της περιουσίας και του οφειλόμενου χρέους.

(7) Τυχόν καταμερισμός υποχρεώσεων από τον πιστωτή μεταξύ των εγγυητών, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στην επαλήθευση, γίνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της διαφάνειας και σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας.

(8)(α) Οι εγγυητές δύνανται να καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, και κανένας εγγυητής δεν καταβάλλει ποσό το οποίο ξεπερνά το ποσό που απομένει μετά από αφαίρεση από το μηνιαίο εισόδημα τους, του συνόλου των:

(ί) Λογικών εξόδων διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρώμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου· και

(ίί) το σύνολο των μηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις κατά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης·

(β) σε περιπτώσεις στις οποίες οι εγγυητές καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων, θα είναι η ίδια όπως καθορίστηκε στην αρχική σύμβαση μεταξύ πτωχεύσαντα και πιστωτή, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά και το επιτόκιο δεν θα είναι μεγαλύτερο από την εν λόγω αρχική σύμβαση.

(9) Οι διατάξεις του εδαφίου (8) εφαρμόζονται μόνο για χρέη για τα  οποία συνήφθησαν συμβάσεις εγγύησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2018 και η εφαρμογή τους ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου καταβολής των καθορισμένων μηνιαίων δόσεων η οποία άρχισε κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015.

(10) Το σύνολο των οποιωνδήποτε εφάπαξ ποσών και της καθαρής παρούσας αξίας σειράς πληρωμών που καταβάλλονται από εγγυητή καθώς και τυχόν πληρωμών που καταβάλλονται για μη εξασφαλισμένα χρέη προς συγκεκριμένο πιστωτή κατά τη διαδικασία πτώχευσης, δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό:

(α) Της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή· ή

(β) το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για μη εξασφαλισμένο πιστωτή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση καταβολής από τον εγγυητή εφάπαξ ποσού, θα λαμβάνονται υπόψη οι οποιεσδήποτε πληρωμές καταβλήθηκαν προς τον πιστωτή κατά τη διαδικασία πτώχευσης.

(11) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καμία αγωγή που αφορά εγγύηση σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται από πιστωτή εναντίον εγγυητή μετά την πάροδο δυο ετών από την ημερομηνία της γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν για τα διατάγματα πτώχευσης τα οποία θα εκδοθούν μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015.

(12) Όταν οποιοσδήποτε εγγυητής, κατέβαλε ολόκληρο το ποσό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του εδαφίου (5), σε πιστωτή δυνάμει του παρόντος άρθρου, τέτοιος εγγυητής, με την καταβολή τέτοιας πληρωμής καθίσταται μη εξασφαλισμένος πιστωτής ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην εν λόγω πληρωμή και έχει όλα τα δικαιώματα μη εξασφαλισμένου πιστωτή έναντι της περιουσίας του πτωχεύσαντα, και οι απαιτήσεις του έχουν την ίδια προτεραιότητα με αυτές των άλλων μη εξασφαλισμένων πιστωτών.

(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καμία αγωγή από εγγυητή εναντίον του πτωχεύσαντα ή οποιουδήποτε άλλου συνεγγυητή σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία καταβολής πληρωμής από τον εγγυητή στον πιστωτή αναφορικά με χρέος του πτωχεύσαντα:

Νοείται ότι, οι εν λόγω διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν για τα διατάγματα πτώχευσης τα οποία θα εκδοθούν μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015.

(14) Σε περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος πτώχευσης δυνάμει του άρθρου 22 ή 31 ή αποκατάστασης του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27 πιστωτής δεν δύναται να επιβάλει την υποχρέωση εγγυητή σε σχέση με την ευθύνη του αναφορικά με χρέος, στο βαθμό που το εν λόγω χρέος αποτελεί εξασφαλισμένο χρέος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου:

Νοείται ότι, οι εν λόγω διατάξεις ισχύουν για τα διατάγματα πτώχευσης τα οποία θα εκδοθούν μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015.

(15) Σε περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος πτώχευσης δυνάμει του άρθρου 22 ή 31 ή αποκατάστασης του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27, ο εγγυητής θα είναι υπεύθυνος για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για ανεξασφάλιστο πιστωτή, μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ποσών έχουν αποπληρωθεί από τον πτωχεύσαντα ή εγγυητή.

(16) Η αυτοδίκαιη αποκατάσταση του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27Α δεν επηρεάζει τα αποτελέσματα της εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

Προτεραιότητα χρεών

38.-(1) Κατά τη διανομή της περιουσίας του πτωχεύσαντα πληρώνονται κατά προτεραιότητα όλων των άλλων χρεών, αλλά μετά την πληρωμή των αναφερομένων στο άρθρο 36 προκαταρκτικών δαπανών:

(α) όλοι οι κυβερνητικοί φόροι και δασμοί, δημοτικά ή κοινοτικά τέλη τα οποία οφείλονται από τον πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης και τα οποία κατέστησαν απαιτητά και πληρωτέα μέσα στους δώδεκα αμέσως προηγούμενους της ημερομηνίας του διατάγματος παραλαβής, μήνες·

(β) κάθε ποσό αποδοχών μισθωτού αναφορικά με την απασχόληση του από τον πτωχεύσαντα κατά τη διάρκεια των δεκαοκτώ εβδομάδων των αμέσως προηγουμένων της έκδοσης διατάγματος πτώχευσης, σε καμιά, όμως, περίπτωση, το ποσό των αποδοχών αυτών δεν δύναται να υπερβαίνει το γινόμενο του δεκαοκτώ επί το διπλάσιο των εκάστοτε βασικών ασφαλιστέων αποδοχών·

(γ) κάθε ποσό της αποζημίωσης το οποίο ο πτωχεύσας υποχρεούται να καταβάλει προς το μισθωτό λόγω σωματικής βλάβης την οποία ο μισθωτός υπέστηκε λόγω ατυχήματος που προκλήθηκε από την απασχόληση και στην απασχόληση του ως μισθωτού του πτωχεύσαντος·

(δ) κάθε ποσό που οφείλεται προς το μισθωτό για την άδεια την οποία δικαιούται από την απασχόληση του από τον πτωχεύσαντα για περίοδο απασχόλησης ενός μόνο έτους·

(ε) όλα τα ενοίκια που προέκυψαν και οφείλονται στον ιδιοκτήτη κατά τους τέσσερις μήνες τους αμέσως προηγούμενους της ημερομηνίας του διατάγματος πτώχευσης·

(στ) για τους σκοπούς των παραγράφων (β), (γ) και (δ) του εδαφίου αυτού οι όροι “αποδοχαί” “μισθωτός” και “βασικές ασφαλιστέες αποδοχές” έχουν τις έννοιες που τους αποδόθηκαν από τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 έως 1985.

(2) Τα πιο πάνω χρέη κατατάσσονται εξίσου και πληρώνονται εξολοκλήρου, εκτός αν η περιουσία του πτωχεύσαντα είναι ανεπαρκής να ικανοποιήσει τα χρέη αυτά όποτε τα χρέη ελαττώνονται σε ίσες αναλογίες μεταξύ τους.

(3) Τα πιο πάνω χρέη θα πρέπει να εξοφληθούν αμέσως, εφόσον η περιουσία του πτωχεύσαντα επαρκεί για την αντιμετώπιση τους, τηρουμένης της κράτησης από την περιουσία αυτή τέτοιων ποσών τα οποία είναι αναγκαία για την κάλυψη των εξόδων της διαχείρισης ή διαφορετικά.

(4) Η κοινή περιουσία συνεταίρων διατίθεται κατά πρώτο λόγο για πληρωμή των κοινών χρεών τους και η ξεχωριστή περιουσία κάθε συνεταίρου διατίθεται κατά πρώτο λόγο για πληρωμή των ξεχωριστών τους χρεών. Αν υπάρξει πλεόνασμα των ξεχωριστών περιουσιών, θα τυγχάνει χειρισμού ως, μέρος της κοινής περιουσίας. Αν υπάρξει πλεόνασμα της κοινής περιουσίας θα τυγχάνει χειρισμού ως, μέρος των αντίστοιχων ξεχωριστών περιουσιών κατ’ αναλογία του δικαιώματος και συμφέροντος κάθε συνεταίρου στην κοινή περιουσία.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού όλα τα επαληθευόμενα σε πτώχευση χρέη, πληρώνονται εξίσου.

(6) Αν μετά την πληρωμή των χρεών υπάρχει πλεόνασμα, αυτό θα χρησιμοποιείται για πληρωμή των τόκων από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης με επιτόκιο όπως καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επί όλων των χρεών που επαληθεύτηκαν στην πτώχευση.

(7) Καμιά διάταξη του άρθρου αυτού δεν αλλοιώνει το αποτέλεσμα του άρθρου 7 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, ή τη σειρά εκκαθάρισης των χρεών αποθανόντα προσώπου, βάσει των διατάξεων του περί Διαχειρίσεως των Περιουσιών Νόμου, Κεφ. 189.

Αναβολή απαιτήσεων του συζύγου ή της συζύγου

39. Σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του ενός εκ των δύο συζύγων, οποιαδήποτε χρήματα ή άλλη περιουσία, που του δάνεισε ή του εμπιστεύθηκε ο έτερος σύζυγος για τους σκοπούς του εμπορίου ή της επιχείρησής που διεξάγεται από αυτόν, θεωρούνται ως στοιχεία του ενεργητικού της περιουσίας του και ο έτερος σύζυγος δεν δικαιούται να απαιτήσει μέρισμα ως πιστωτής σε σχέση με τα εν λόγω χρήματα ή περιουσία, μέχρις ότου ικανοποιηθούν όλες οι έναντι αντιπαροχής, σε χρήμα ή χρηματική αξία, απαιτήσεις των άλλων πιστωτών του πτωχεύσαντα συζύγου.

Περιουσία Διαθέσιμη για Πληρωμή Χρεών
Αναφορά στο παρελθόν τίτλου του διαχειριστή

40. Η πτώχευση του πτωχεύσαντα, είτε έγινε μετά από αίτηση του ίδιου του πτωχεύσαντα είτε μετά από αίτηση πιστωτή ή πιστωτών, θεωρείται ότι ανάγεται στο παρελθόν και αρχίζει από το χρόνο διάπραξης της πράξης πτώχευσης με βάση την οποία εκδόθηκε εναντίον του το διάταγμα πτώχευσης, ή, αν αποδειχτεί ότι ο πτωχεύσας διέπραξε περισσότερες από μια πράξεις πτώχευσης, η πτώχευση του πτωχεύσαντα ανατρέχει στο, και αρχίζει από το χρόνο διάπραξης της πρώτης από τις πράξεις πτώχευσης που αποδείχτηκαν ότι διαπράχτηκαν από τον πτωχεύσαντα μέσα στους τρεις αμέσως προηγούμενους της υποβολής της αίτησης πτώχευσης μήνες αλλά ούτε η αίτηση πτώχευσης, ούτε το διάταγμα πτώχευσης, ούτε η κήρυξη σε πτώχευση καθίστανται άκυρες εξαιτίας οποιασδήποτε πράξης πτώχευσης προγενέστερης προς το χρέος του αιτούντα πιστωτή.

Περιγραφή περιουσίας πτωχεύσαντα που πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών

41. Η περιουσία του πτωχεύσαντα, που πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών, η οποία στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως η περιουσία του πτωχεύσαντα, περιλαμβάνει τις πιο κάτω λεπτομέρειες:

(α) όλη η περιουσία αυτή που δυνατό να ανήκει ή που κατέχεται από τον πτωχεύσαντα κατά την έναρξη της πτώχευσης ή δυνατό να αποκτήθηκε ή περιήλθε σε αυτόν πριν από την αποκατάσταση του

(β) την ιδιότητα να ασκεί και λαμβάνει διαδικασίες για την άσκηση όλων των εξουσιών που αφορούν την περιουσία ή που σχετίζονται με αυτή, οι οποίες θα μπορούσαν να ασκηθούν από τον πτωχεύσαντα προς όφελος του κατά την έναρξη της πτώχευσης του ή πριν από την αποκατάσταση του

(γ) όλα τα εμπορεύματα, τα οποία κατά την έναρξη της πτώχευσης, βρίσκονταν στην κατοχή, διαταγή ή στη διάθεση του πτωχεύσαντα, κατά την άσκηση από αυτόν του εμπορίου ή της επιχείρησης του, με τη συναίνεση και άδεια του πραγματικού ιδιοκτήτη, υπό τέτοιες περιστάσεις ώστε ο πτωχεύσας να θεωρείται ως ο φερόμενος ιδιοκτήτης τους.

Νοείται ότι αγώγιμα δικαιώματα, άλλα από χρέη οφειλόμενα ή που καθίστανται οφειλόμενα στον πτωχεύσαντα στην πορεία του εμπορίου ή της επιχείρησης του, δεν θεωρούνται εμπορεύματα μέσα με την έννοια του άρθρου αυτού.

Περιουσία που δεν διανέμεται μεταξύ των πιστωτών

42. Τα πιο κάτω δεν αποτελούν μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα που διανέμεται μεταξύ των πιστωτών του δηλαδή:

(α) περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή του πτωχεύσαντα ως εμπίστευμα για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο

(β) όλη η περιουσία που εξαιρείται από εκτέλεση με βάση οποιοδήποτε Νόμο που ισχύει εκάστοτε στην Κύπρο

(γ)  ανεξάρτητα από τις σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου:

(ί)  Βιβλία, εργαλεία και άλλα αντικείμενα ή εξοπλισμός που χρησιμοποιούνται από τον πτωχεύσαντα και είναι λογικά αναγκαία για την απασχόληση ή επιχείρησή του, συνολικής αξίας που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000), ώστε να πραγματοποιεί ο ίδιος τις καθημερινές δραστηριότητές του· και

(ίί)  ένα όχημα, αξίας μέχρι τριών χιλιάδων ευρώ (€3.000), όταν τούτο είναι εύλογα αναγκαίο, ώστε ο πτωχεύσας να φέρει σε πέρας τις καθημερινές δραστηριότητές του:

Νοείται ότι, όταν πτωχεύσας ή εξαρτώμενός του είναι πρόσωπο με αναπηρία και το όχημα του έχει ειδικά σχεδιαστεί ή προσαρμοσθεί για τη χρήση από τον πτωχεύσαντα ή τον εξαρτώμενο του, τότε το όχημα αυτό εξαιρείται της διαδικασίας πτώχευσης· και 

(ίίί) οικιακές συσκευές και συσκευές που είναι λογικά αναγκαίες για την διατήρηση ενός ικανοποιητικού βιοτικού επιπέδου για τον πτωχεύσαντα και τους εξαρτωμένους του:

Νοείται ότι, όταν πτωχεύσας ή εξαρτώμενός του είναι πρόσωπο με αναπηρία, οποιοσδήποτε εξοπλισμός ή έπιπλα ή ενδυμασία ή οτιδήποτε άλλο έχει ειδικά σχεδιαστεί ή προσαρμοσθεί για τη χρήση από τον πτωχεύσαντα ή τον εξαρτώμενό του, εξαιρείται της διαδικασίας πτώχευσης· και

(ίν)  όταν ο πτωχεύσας ή εξαρτώμενοί του παρακολουθούν μαθήματα δημοτικής, μέσης, ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης, τα βιβλία, υλικά και άλλα είδη εξοπλισμού που είναι εύλογα αναγκαία στον πτωχεύσαντα ή στους εξαρτωμένους του, ανάλογα με την περίπτωση, για να συμμετέχει και να ολοκληρώσει αυτά τα μαθήματα·

(δ) ασφαλίσεις πρόσκαιρης διάρκειας ή ασφαλίσεις ζωής που κατά τη χρονική περίοδο της πτώχευσης δεν είχαν δημιουργήσει αξία εξαγοράς ή ασφαλίσεις ζωής για τις οποίες έχει συσταθεί καταπίστευμα προς όφελος της οικογένειας του πτωχεύσαντος:

Νοείται ότι, η παρούσα πρόνοια εφαρμόζεται μόνον εάν το ετήσιο ασφάλιστρο τέτοιας ασφάλισης δεν υπερβαίνει τα εξακόσια ευρώ (€600).

Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που οι όροι του ασφαλιστηρίου ζωής επιτρέπουν τη συνέχιση της ασφαλιστικής κάλυψης μετά την πληρωμή εξαγοράς τότε ο επίσημος παραλήπτης θα απαιτεί την καταβολή της αξίας εξαγοράς και όχι την ακύρωση του ασφαλιστηρίου.

Διατάξεις που αφορούν δεύτερη πτώχευση και συναλλαγές με πρόσωπα που κηρύχτηκαν σε πτώχευση

43.-(1) Όταν εκδοθεί δεύτερο ή μεταγενέστερο διάταγμα πτώχευσης εναντίον πτωχεύσαντα ή αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα, ή όταν εκδοθεί διάταγμα διαχείρισης σε πτώχευση της περιουσίας πτωχεύσαντα  που πέθανε, τότε για τους σκοπούς οποιασδήποτε διαδικασίας που είναι συνέπεια της έκδοσης του διατάγματος αυτού, ο διαχειριστής της αμέσως προηγούμενης πτώχευσης θεωρείται ως πιστωτής αναφορικά με οποιοδήποτε ανικανοποίητο υπόλοιπο των χρεών που δύνανται να επαληθευτούν στην πτώχευση εκείνη εναντίον της περιουσίας του πτωχεύσαντα.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία δεύτερο ή μεταγενέστερο διάταγμα πτώχευσης που εκδόθηκε εναντίον πτωχεύσαντα ή αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα ακολουθείται από διάταγμα το οποίο κηρύσσει αυτόν σε πτώχευση ή σε περίπτωση που εκδίδεται διάταγμα για τη διαχείριση εν πτωχεύσει της περιουσίας πτωχεύσαντα που πέθανε, κάθε περιουσία που αποκτήθηκε από τον πτωχεύσαντα από την τελευταία κήρυξη του σε πτώχευση, η οποία κατά την ημερομηνία της υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης δεν διανεμήθηκε μεταξύ των πιστωτών στην αμέσως προηγούμενη πτώχευση, περιέρχεται (τηρουμένης οποιασδήποτε διάθεσης που έγινε από τον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή της πτώχευσης εκείνης, χωρίς γνώση της υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης πτώχευσης και τηρουμένων των προνοιών των εδαφίων (5) και (6) του άρθρου αυτού), στο διαχειριστή της μεταγενέστερης πτώχευσης ή διαχείρισης εν πτωχεύσει της περιουσίας, ανάλογα με την περίπτωση.

(3) Όταν ο διαχειριστής πτώχευσης λάβει ειδοποίηση για μεταγενέστερη αίτηση πτώχευσης εναντίον του πτωχεύσαντα ή αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα ή, μετά το θάνατο του, της υποβολής αίτησης για διαχείριση της περιουσίας σε πτώχευση, ο διαχειριστής θα κρατεί την περιουσία που βρισκόταν τότε στην κατοχή του, η οποία αποκτήθηκε από τον πτωχεύσαντα αφότου κηρύχτηκε σε πτώχευση μέχρις ότου εκδικαστεί η μεταγενέστερη αίτηση και, αν με βάση τη μεταγενέστερη αίτηση εκδοθεί διάταγμα κήρυξης της πτώχευσης ή διάταγμα της διαχείρισης της περιουσίας σε πτώχευση, ο διαχειριστής θα πρέπει να μεταβιβάσει ολόκληρη την περιουσία αυτή ή τα εισοδήματα της (αφαιρουμένων των εξόδων και δαπανών του) στο διαχειριστή της μεταγενέστερης πτώχευσης ή της διαχείρισης σε πτώχευση, ανάλογα με την περίπτωση.

(4) Πληρωμή χρημάτων ή παράδοση περιουσίας σε πρόσωπο που κηρύσσεται μεταγενέστερα σε πτώχευση ή σε πρόσωπο που απαιτεί με βάση εκχώρηση που έγινε από αυτόν, θα αποτελεί, ανεξάρτητα από το τι περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό, έγκυρη απαλλαγή του προσώπου που προέβηκε στην πληρωμή ή την παράδοση της περιουσίας, αν η πληρωμή ή η παράδοση έγινε πριν την πραγματική ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης και χωρίς ειδοποίηση για την υποβολή της αίτησης πτώχευσης και έγινε είτε σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των εργασιών ή άλλως πως καλή τη πίστη.

(5) Όλες οι συναλλαγές του πτωχεύσαντα με πρόσωπο που συναλλάσσεται με αυτόν καλή τη πίστη και έναντι αντιπαροχής, σχετικά με περιουσία, ανεξάρτητα αν είναι κινητή ή ακίνητη, η οποία αποκτήθηκε από τον πτωχεύσαντα μετά την κήρυξη της πτώχευσης, είναι έγκυρες έναντι του διαχειριστή, αν περατώθηκαν πριν από οποιαδήποτε παρέμβαση του διαχειριστή και κάθε δικαίωμα ή συμφέρον πάνω στην περιουσία αυτή, που περιήλθε στο διαχειριστή βάσει του Νόμου αυτού, τερματίζεται και διαβιβάζεται με τέτοιο τρόπο και σε τέτοια έκταση που δυνατό να απαιτηθεί για να καταστεί αποτελεσματική οποιαδήποτε τέτοια συναλλαγή.

Για το σκοπό του εδαφίου αυτού, η λήψη οποιωνδήποτε χρημάτων, αξιογράφων, ή διαπραγματεύσιμων τίτλων από ή με διαταγή ή εντολή του πτωχεύσαντα από τον τραπεζίτη του και οποιαδήποτε πληρωμή χρημάτων και οποιαδήποτε παράδοση αξιογράφων ή διαπραγματεύσιμων τίτλων που γίνεται από τον τραπεζίτη προς τον πτωχεύσαντα ή με διαταγή ή εντολή αυτού, θεωρούνται συναλλαγές του πτωχεύσαντα με τον τραπεζίτη αυτό ο οποίος συναλλάσσεται με τον πτωχεύσαντα έναντι αντιπαροχής.

(6) Όταν τραπεζίτης διαπιστώσει ότι το πρόσωπο που διατηρεί μαζί του λογαριασμό είναι πτωχεύσας που δεν αποκαταστάθηκε, τότε, εκτός αν ο τραπεζίτης ικανοποιηθεί ότι ο λογαριασμός τηρείται προς όφελος άλλου προσώπου, έχει καθήκον να πληροφορήσει αμέσως το διαχειριστή της πτώχευσης ή τον επίσημο παραλήπτη για την ύπαρξη του λογαριασμού, και στη συνέχεια δεν θα προβαίνει σε πληρωμές από το λογαριασμό, εκτός με βάση διάταγμα του Δικαστηρίου ή σύμφωνα με τις οδηγίες του διαχειριστή της πτώχευσης, εκτός αν μετά την πάροδο ενός μηνός από τότε που παρέσχε την πληροφορία δεν του δόθηκε καμιά οδηγία από το διαχειριστή.

Αποτέλεσμα Πτώχευσης σε Προηγούμενες Συναλλαγές
Περιορισμός δικαιωμάτων πιστωτών βάσει εκτέλεσης ή κατάσχεσης σε χέρια τρίτου

44.-(1) Όταν πιστωτής εξέδωσε διάταγμα εκτέλεσης εναντίον των εμπορευμάτων ή της ακίνητης περιουσίας πτωχεύσαντα, ή κατέσχε σε χέρια τρίτου χρέος οφειλόμενο σε αυτόν, ο πιστωτής αυτός δεν δικαιούται να διατηρήσει το όφελος της εκτέλεσης ή της κατάσχεσης σε χέρια τρίτου έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης του πτωχεύσαντα, εκτός αν συμπλήρωσε την εκτέλεση ή την κατάσχεση πριν από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης και πριν από την ειδοποίηση υποβολής της αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του πτωχεύσαντα, ή, της διάπραξης από τον πτωχεύσαντα πράξης πτώχευσης.

(2) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, εκτέλεση ή κατάσχεση σε χέρια τρίτου θεωρείται ότι συμπληρώνεται-

(α) στην περίπτωση εμπορευμάτων, αντικειμένων ή άλλης κινητής περιουσίας στην κατοχή του πτωχεύσαντα ή συναλλαγματικών, με κατάσχεση και πώληση τους·

(β) στην περίπτωση εμπορευμάτων, αντικειμένων ή άλλης κινητής περιουσίας την οποία δικαιούται ο πτωχεύσας, τηρουμένου όμως οποιουδήποτε δικαιώματος επίσχεσης ή δικαιώματος οποιουδήποτε προσώπου στην άμεση κατοχή αυτών, με την κατάσχεση τους σε χέρια τρίτου με απαγορευτικό διάταγμα και πώληση·

(γ) σε περίπτωση γής, οικιών ή άλλης ακίνητης περιουσίας ή συμφέροντος σε αυτά, με την κατάσχεση του σε χέρια τρίτου και την κανονική εγγραφή τους στο Κτηματολογικό Γραφείο·

(δ) στην περίπτωση κατάσχεσης σε χέρια τρίτου χρέους το οποίο δεν είναι συναλλαγματική, με την είσπραξη του χρέους·

(ε) στην περίπτωση μετοχών δημόσιας εταιρείας ή νομικού προσώπου, με κατάσχεση σε χέρια τρίτου με απαγορευτικό διάταγμα·

(στ) στην περίπτωση περιουσίας που βρίσκεται κάτω από τη φύλαξη ή τον έλεγχο δημόσιου λειτουργου υπό την επίσημη του ιδιότητα, ή του Δικαστηρίου, με κατάσχεση σε χέρια τρίτου με απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε και επιδόθηκε κανονικά.

(3) Εκτέλεση που πραγματοποιείται με κατάσχεση και πώληση των εμπορευμάτων, αντικειμένων ή άλλης κινητής περιουσίας του πτωχεύσαντα δεν είναι άκυρη εξαιτίας μόνο του λόγου ότι αυτή αποτελεί πράξη πτώχευσης και πρόσωπο που αγοράζει τα εμπορεύματα, αντικείμενα ή άλλη κινητή περιουσία μετά από πώληση που διενεργήθηκε από τον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων σε όλες τις περιπτώσεις αποκτά καλό τίτλο σε αυτά έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης.

Καθήκοντα εντεταλμένου για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων αναφορικά με εμπορεύματα που κατάσχονται

45.-(1) Σε περίπτωση, κατά την οποία εμπορεύματα του χρεώστη κατασχεθούν μέσα στα πλαίσια διαδικασίας εκτέλεσης και πριν από την πώληση τους, ή την συμπλήρωση της εκτέλεσης με τη λήψη ή ανάκτηση ολόκληρου του προς είσπραξη ποσού, επιδοθεί στον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων ειδοποίηση για την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του χρεώστη, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων αφού κληθεί γι’ αυτό, πρέπει να παραδώσει στον επίσημο παραλήπτη τα εμπορεύματα και οποιαδήποτε χρήματα κατασχέθηκαν ή λήφθηκαν για μερική ικανοποίηση της εκτέλεσης, αλλά τα έξοδα της εκτέλεσης είναι πρώτη επιβάρυνση στα παραδοθέντα εμπορεύματα ή χρήματα, ο δε επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής δύναται να πωλήσει τα εμπορεύματα ή ικανοποιητικό μέρος αυτών για ικανοποίηση της επιβάρυνσης.

(2) Αν, με βάση διαδικασία εκτέλεσης αναφορικά με δικαστική απόφαση για ποσό που υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000), πωληθούν εμπορεύματα του πτωχεύσαντα ή καταβληθούν χρήματα για αποφυγή της πώλησης, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων αφαιρεί τα έξοδα του για την εκτέλεση από τα έσοδα της πώλησης ή από τα χρήματα που πληρώθηκαν και κατακρατεί το υπόλοιπο για δεκατέσσερις ημέρες και αν μέσα στο διάστημα αυτό επιδοθεί σε αυτόν ειδοποίηση για αίτηση πτώχευσης που υποβλήθηκε από ή εναντίον του χρεώστη και εκδίδεται εναντίον του ιδίου διάταγμα πτώχευσης, με βάση την αίτηση αυτή, ή άλλη αίτηση για την οποία έχει γνώση ο εντεταλμένος, για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων αυτός θα καταβάλει το υπόλοιπο στον Επίσημο Παραλήπτη ή ανάλογα με την περίπτωση, στο διαχειριστή ο οποίος νομιμοποιείται να τα κρατήσει έναντι του πιστωτή που προέβει στην εκτέλεση.

Ακύρωση ορισμένων διευθετήσεων

46.-(1) Διάθεση περιουσίας, η οποία δεν συνιστά διάθεση που γίνεται πριν και ως αντιπαροχή γάμου, ή που γίνεται προς όφελος αγοραστή ή ενυπόθηκου δανειστή καλή τη πίστει και έναντι αξιόλογης αντιπαροχής, ή που γίνεται σε σύζυγο ή τα τέκνα ή υπέρ συζύγου ή των τέκνων του διαθέτη της περιουσίας η οποία περιήλθε σε αυτόν μετά το γάμο ως δικαίωμα του ή της συζύγου της ή του, αντίστοιχα, είναι άκυρη, έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης, αν ο διαθέτης πτωχεύσει μέσα σε τρία χρόνια από την ημερομηνία της διάθεσης, και αν ο διαθέτης πτωχεύσει σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο μέσα σε δέκα χρόνια από την ημερομηνία της διάθεσης, η διάθεση είναι άκυρη έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης, εκτός αν τα μέρη που προβάλλουν αξίωση με βάση τη διάθεση δυνηθούν να αποδείξουν ότι ο διαθέτης, κατά το χρόνο που έκαμε τη διάθεση, ήταν ικανός να πληρώσει όλα τα χρέη του χωρίς τη συνδρομή της περιουσίας, που διατέθηκε και ότι το συμφέρον του διαθέτη στην περιουσία αυτή μεταβιβάστηκε στο διαχειριστή τέτοιας περιουσίας που διατέθηκε με την εκτέλεση της.

(2) Συμβόλαιο ή σύμβαση που συνάφθηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο (το οποίο στη συνέχεια θα αναφέρεται ο διαθέτης) ως αντιπαροχή του γάμου του ή του γάμου της, είτε για μελλοντική πληρωμή χρημάτων προς όφελος της συζύγου ή του συζύγου ή των τέκνων του διαθέτη, είτε για τη μελλοντική διάθεση, στη σύζυγο ή το σύζυγο ή τα τέκνα, ή υπέρ της συζύγου ή του συζύγου ή των τέκνων του διαθέτη, περιουσίας, στην οποία ο διαθέτης, κατά την ημερομηνία του γάμου, δεν είχε οποιοδήποτε περιουσιακό δικαίωμα ή συμφέρον, είτε κεκτημένο είτε υπό αίρεση, είχε κατοχή ή ανέμενε να λάβει κατοχή, και το οποίο δεν αφορούσε χρήματα ή περιουσία που αποκτήθηκε ως δικαίωμα της ή του συζύγου του διαθέτη, αν ο διαθέτης κηρυχτεί σε πτώχευση και το συμβόλαιο ή η σύμβαση δεν εκτελέστηκε κατά την ημερομηνία έναρξης της πτώχευσης, το συμβόλαιο ή η σύμβαση θα είναι άκυρα έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης, εκτός όσον αφορά τη δυνατότητα των προσώπων που έχουν δικαίωμα με βάση το συμβόλαιο ή τη σύμβαση να απαιτήσουν μέρισμα στη πτώχευση του διαθέτη, σύμφωνα με το συμβόλαιο ή τη σύμβαση ή σε σχέση με αυτά, αλλά η απαίτηση αυτή για μέρισμα αναστέλλεται μέχρις ότου όλες οι αξιώσεις των άλλων πιστωτών έναντι αξιόλογης αντιπαροχής σε χρήμα ή σε χρηματική αξία ικανοποιηθούν.

(3) Πληρωμή χρημάτων, (που δεν αποτελεί πληρωμή για τα ασφάλιστρα ασφαλιστηρίου ζωής), ή μεταβίβαση περιουσίας που γίνεται από το διαθέτη με βάση τέτοιο συμβόλαιο ή σύμβαση όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι άκυρη έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης του διαθέτη, εκτός αν τα πρόσωπα προς τα οποία έγινε η πληρωμή ή η μεταβίβαση αποδείξουν είτε:

(α) ότι η πληρωμή ή μεταβίβαση έγινε σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τρία χρόνια πριν από την ημερομηγία έναρξης της πτώχευσης ή

(β) ότι κατά την ημερομηνία της πληρωμής ή της μεταβίβασης ο διαθέτης ήταν ικανός να πληρώσει όλα του τα χρέη χωρίς τη συνδρομή των χρημάτων που πληρώθηκαν ή της περιουσίας που μεταβιβάστηκε ή

(γ) ότι η πληρωμή ή μεταβίβαση έγινε σύμφωνα με το συμβόλαιο ή σύμβαση για πλήρωμή ή μεταβίβαση χρημάτων ή περιουσίας που αναμενόταν να περιέλθει στο διαθέτη από ή με το θάνατο συγκεκριμένου προσώπου το οποίο κατονομάζεται στο συμβόλαιο ή σύμβαση και έγινε μέσα σε τρεις μήνες μετά που τα χρήματα ή η περιουσία περιήλθαν στην κατοχή ή στον έλεγχο του διαθέτη,

αλλά, στην περίπτωση κατά την οποία τέτοια πληρωμή ή μεταβίβαση κηρυχτεί άκυρη, τα πρόσωπα στα οποία έγινε η πληρωμή ή η μεταβίβαση δικαιούνται να απαιτήσουν μέρισμα με βάση ή σε σχέση με το συμβόλαιο ή τη σύμβαση αυτή, κατά τον ίδιο τρόπο όπως αν το συμβόλαιο ή η σύμβαση δεν εκτελούνται κατά την έναρξη της πτώχευσης.

(4) “Διάθεση” για τους σκοπούς του άρθρου αυτού περιλαμβάνει κάθε εκχώρηση ή μεταβίβαση περιουσίας.

Ακύρωση προτιμήσεων σε ορισμένες περιπτώσεις

47.-(1) Κάθε εκχώρηση ή μεταβίβαση περιουσίας, ή επιβάρυνση σε αυτή, κάθε πληρωμή που έγινε, κάθε υποχρέωση που αναλήφθηκε και κάθε δικαστική διαδικασία που λήφθηκε από πρόσωπο ή υποβλήθηκε σε πρόσωπο ανίκανο να πληρώσει από δικά του χρήματα τα χρέη του, εφόσον κατεστάθηκαν πληρωτέα από δικά του χρήματα προς όφελος πιστωτή, ή εμπιστευματοδόχου πιστωτή, με σκοπό την προτίμηση του πιστωτή αυτού έναντι των άλλων πιστωτών, θεωρείται δόλια και άκυρη έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης, αν το πρόσωπο που ενήργησε, έλαβε, πλήρωσε ή υποβλήθηκε στα ίδια κηρηχτεί σε πτώχευση με βάση αίτηση πτώχευσης που υποβλήθηκε μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία της ενέργειας, λήψης, πληρωμής ή της επιβολής των ιδίων.

(2) Το άρθρο αυτό δεν επηρεάζει τα δικαιώματα οποιουδήποτε προσώπου που εξασφαλίζει τίτλο καλή τη πίστει και έναντι αξιόλογης αντιπαροχής μέσω ή από πιστωτή του πτωχεύσαντα.

Προστασία συναλλαγών που έγιναν καλή τη πίστει χωρίς ειδοποίηση

48. Τηρουμένων των προηγούμενων διατάξεων του Νόμου αυτού αναφορικά με το αποτέλεσμα της πτώχευσης σε εκτέλεση ή κατάσχεσης σε χέρια τρίτου και σε σχέση με την ακύρωση ορισμένων διαθέσεων, εκχωρήσεων και προτιμήσεων, καμιά διάταξη στο Νόμο αυτό δεν ακυρώνει σε περίπτωση πτώχευσης-

(α) οποιαδήποτε πληρωμή που έγινε από τον πτωχεύσαντα σε οποιοδήποτε από τους πιστωτές του·

(β) οποιαδήποτε πληρωμή ή παράδοση προς τον πτωχεύσαντα·

(γ) οποιαδήποτε παραχώρηση ή εκχώρηση από τον πτωχεύσαντα έναντι αξιόλογης αντιπαροχής·

(δ) οποιαδήποτε σύμβαση, δοσοληψία ή συναλλαγή από ή με τον πτωχεύσαντα έναντι αξιόλογης αντιπαροχής.

Νοουμένου ότι πληρούνται και οι δύο πιο κάτω όροι, δηλαδή-

(α) ότι η πληρωμή, παράδοση, μεταβίβαση, εκχώρηση, σύμβαση, δοσοληψία ή συναλλαγή, ανάλογα με την περίπτωση, γίνεται πριν από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης· και

(β) ότι το πρόσωπο (άλλο από τον πτωχεύσαντα) προς, από ή με το οποίο έγινε, εκτελέστηκε, συνάφθηκε, η πληρωμή, παράδοση, μεταβίβαση, εκχώρηση, σύμβαση, δοσοληψία ή συναλλαγή, δεν είχε κατά το χρόνο της πληρωμής παράδοσης, μεταβίβασης, εκχώρησης, σύμβασης, δοσοληψίας ή συναλλαγής, ειδοποίηση ύπαρξης οποιασδήποτε ισχύουσας πράξης πτώχευσης η οποία διαπράχτηκε από τον πτωχεύσαντα πριν από το χρόνο εκείνο.

Ρευστοποίηση Περιουσίας
Απόκτηση και μεταβίβαση περιουσίας

49.-(1) Με την κήρυξη χρεώστη σε πτώχευση, η περιουσία του πτωχεύσαντα περιέρχεται στο διαχειριστή. Μέχρις ότου διοριστεί διαχειριστής, για τους σκοπούς του άρθρου αυτού διαχειριστής είναι ο επίσημος παραλήπτης.

(2) Με το διορισμό διαχειριστή η περιουσία μεταφέρεται και περιέρχεται στο διαχειριστή που διορίζεται.

(3) Η περιουσία του πτωχεύσαντα μεταφέρεται από το διαχειριστή περιλαμβανομένου βάσει του όρου αυτού, του επίσημου παραλήπτη όταν αυτός πληρεί τη θέση διαχειριστή από καιρό σε καιρό εφόσον κατέχει το αξίωμα αυτό χωρίς οποιαδήποτε παραχώρηση, εκχώρηση ή μεταβίβαση.

(4) Για να προχωρήσει ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής σε εκποίηση, κατά τη διάρκεια ισχύος του διατάγματος πτώχευσης και πριν την ακύρωσή του, θα πρέπει η αξία της περιουσίας η οποία θα εκποιηθεί να είναι μεγαλύτερη από το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας για την εκποίηση και τη διανομή, διαφορετικά η περιουσία θα επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα.

Κατοχή περιουσίας από διαχειριστή

50.-(1) Ο διαχειριστής το συντομότερο δυνατό, πρέπει να λάβει την κατοχή των συμβολαίων, βιβλίων και εγγράφων του πτωχεύσαντα, ως και όλα τα άλλα μέρη της περιουσίας του τα οποία δύνανται να παραδοθούν διά χειρός.

(2) Ο διαχειριστής σε σχέση και για το σκοπό ανάληψης ή κράτησης κατοχής της περιουσίας του πτωχεύσαντα είναι στην ίδια θέση ωσάν να ήταν διαχειριστής της περιουσίας ο οποίος διορίστηκε από το δικαστήριο και το δικαστήριο δύναται, ως εκ τούτου με αίτηση του, να επιβάλει τέτοια ανάληψη ή κράτηση.

(3) Όταν οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα αποτελείται από χρεώγραφα, μετοχές πλοίων, μετοχές, ή οποιαδήποτε άλλη περιουσία που μεταβιβάζεται σε βιβλία οποιασδήποτε εταιρείας, γραφείου, ή προσώπου, ο διαχειριστής δύναται να ασκήσει το δικαίωμα μεταβίβασης της περιουσίας κατά την ίδια έκταση όπως ο πτωχεύσας ήταν δυνατό να την ασκήσει αν αυτός δεν κηρυσσόταν σε πτώχευση.

(4) Όταν οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα αποτελείται από αγώγιμα δικαιώματα, τέτοια δικαιώματα, θεωρούνται ότι εκχωρήθηκαν δεόντως στο διαχειριστή.

(5) Οποιοσδήποτε ταμίας ή άλλος λειτουργός ή οποιοσδήποτε τραπεζίτης, πληρεξούσιος, ή αντιπρόσωπος πτωχεύσαντα, θα πληρώνει και παραδίδει στο διαχειριστή όλα τα χρήματα και αξιόγραφα που βρίσκονται στην κατοχή ή εξουσία του όπως τέτοιος λειτουργός, τραπεζίτης, πληρεξούσιος, ή αντιπρόσωπος ο οποίος δεν δικαιούται από το νόμο να κατακρατήσει εναντίον του πτωχεύσαντα ή διαχειριστή. Αν δεν ενεργήσει με τον τρόπο αυτό είναι ένοχος περιφρόνησης του Δικαστηρίου και δύναται να τιμωρηθεί ανάλογα με αίτηση του διαχειριστή.

Κατάσχεση της περιουσίας πτωχεύσαντα

51. Οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει εντάλματος του Δικαστηρίου δύναται να κατάσχει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα που βρίσκεται στη φύλαξη ή κατοχή του πτωχεύσαντα ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου και προς το σκοπό τέτοιας κατάσχεσης δύναται να διαρρήξει οποιαδήποτε οικία, κτίριο ή δωμάτιο του πτωχεύσαντα όπου ο πτωχεύσας φέρεται να βρίσκεται, ή οποιοδήποτε κτίριο ή αποθήκη του πτωχεύσαντα όπου οποιαδήποτε περιουσία του φέρεται να βρίσκεται και όταν το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η περιουσία του πτωχεύσαντα κρύβεται σε οικία ή μέρος που δεν ανήκει σε αυτόν, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί ορθό να παραχωρήσει ένταλμα έρευνας σε οποιοδήποτε αστυνομικό ή λειτουργό του Δικαστηρίου ο οποίος δύναται να το εκτελέσει σύμφωνα με το νόημα του.

Κατανομή μεριδίου αποδοχών ή μισθού σε πιστωτές

52.-(1) Αν ο πτωχεύσας είναι άτομο, το οποίο εργοδοτείται ή προσελήφθηκε στη δημόσια υπηρεσία της Κυβέρνησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, οι διαχειριστές θα εισπράξουν για διανομή μεταξύ των πιστωτών τόσο μέρος από τις αποδοχές ή το μισθό του πτωχεύσαντα όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει, μετά από αίτηση του διαχειριστή με τη συναίνεση του προϊστάμενου λειτουργού του Τμήματος από το οποίο καταβάλλονται οι αποδοχές ή ο μισθός.

(2) Αν ο πτωχεύσας εισπράττει μισθό ή εισόδημα άλλο από το πιο πάνω αναφερόμενο, ή δικαιούται το μισό του μισθού, ή σύνταξη, ή αποζημίωση που χορηγείται από το Τμήμα του Γενικού Λογιστή ή το λογιστήριο του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ανάλογα με την περίπτωση, το Δικαστήριο, μετά από αίτηση του διαχειριστή εκδίδει από καιρό σε καιρό διάταγμα, το οποίο θεωρεί δίκαιο, για πληρωμή του μισθού, του εισοδήματος, του μισού μισθού, σύνταξης ή αποζημίωσης ή οποιουδήποτε μέρους αυτών, στο διαχειριστή ο οποίος τα διαθέτει κατά τρόπο που δυνατό να διατάξει το Δικαστήριο.

(3) Αν ο πτωχεύσας είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου ή υπάλληλος νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ή υπάλληλος φυσικού προσώπου, ή είναι αυτοεργοδοτούμενος, ο διαχειριστής θα εισπράξει για διανομή μεταξύ των πιστωτών, τόσο μέρος από τις αποδοχές ή το μισθό του πτωχεύσαντα, όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει, μετά από αίτηση του διαχειριστή.

(4) Κατά την έκδοση διατάγματος δυνάμει των εδαφίων (1), (2) ή (3), το Δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές για τα λογικά έξοδα διαβίωσης, όπως αυτές εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο.

(5) Η διάρκεια του διατάγματος δυνάμει των εδαφίων (1), (2) ή (3) δεν δύναται να υπερβαίνει τα τρία έτη ανεξαρτήτως της επέλευσης της αυτοδίκαιης αποκατάστασης δυνάμει του άρθρου 27Α .

Αποκήρυξη μη επιθυμητής περιουσίας

53.-(1) Όταν μέρος της περιουσίας πτωχεύσαντα αποτελείται από γη οποιουδήποτε χρόνου κατοχής η οποία βαρύνεται από επαχθή συμβόλαια, μετοχές, ή χρεώγραφα εταιρείας, από μη επικερδείς συμβάσεις, από οποιαδήποτε άλλη περιουσία η οποία δεν δύναται να πωληθεί, ή δεν είναι ικανή να πωληθεί εξαιτίας του ότι ο κάτοχος αυτής είναι δεσμευμένος με την τέλεση επαχθής πράξης, ή με την πληρωμή χρηματικού ποσού, ο διαχειριστής ανεξάρτητα από το ότι προσπάθησε να πωλήσει ή έλαβε κατοχή περιουσίας, ή άσκησε πράξη κυριότητας αναφορικά με την περιουσία αυτή, δύναται, αλλά τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, να αποκηρύξει την περιουσία με γραπτή δήλωση του υπογραμμένη από αυτόν, οποτεδήποτε μέσα σε δώδεκα μήνες από τον πρώτο διορισμό διαχειριστή:

Νοείται ότι όταν η ύπαρξη τέτοιας περιουσίας δεν περιέλθει σε γνώση του διαχειριστή μέσα σε ένα μήνα από το διορισμό αυτό, ο διαχειριστής δύναται να αποκηρύξει την περιουσία αυτή ως οποτεδήποτε μέσα σε δώδεκα μήνες αφότου έλαβε για πρώτη φορά γνώση, της ύπαρξης της, ή μέσα σε τέτοια παραταθείσα προθεσμία που το Δικαστήριο δυνατό να επιτρέψει.

(2) Η αποκήρυξη έχει ως αποτέλεσμα τον τερματισμό, από την ημερομηνία της αποκήρυξης, των δικαιωμάτων, συμφερόντων, και υποχρεώσεων του πτωχεύσαντα και της περιουσίας του για την οποία έγινε η αποκύρηξη ή αναφορικά με αυτή, και απαλλάσσει επίσης το διαχειριστή από κάθε προσωπική ευθύνη σε σχέση με την περιουσία η οποία αποκηρύχτηκε, από την ημερομηνία κατά την οποία παραχωρήθηκε σε αυτόν ή περιουσία, αλλά δεν επηρεάζει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις οποιουδήποτε άλλου προσώπου, πλην εφόσον είναι αναγκαίο για το σκοπό απαλλαγής από ευθύνη του πτωχεύσαντα, της περιουσίας του και του διαχειριστή.

(3) Διαχειριστής δεν δικαιούται να αποκηρύξει μίσθωση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου, εκτός σε περιπτώσεις οι οποίες καθορίζονται με γενικούς κανονισμούς, και το Δικαστήριο δύναται, προτού παραχωρήσει την άδεια ή με την παραχώρηση αυτής, να απαιτήσει όπως επιδοθούν σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο τέτοιες ειδοποιήσεις και να επιβάλει τέτοιους όρους ως προϋπόθεση για την παραχώρηση της άδειας και να εκδώσει τέτοια διατάγματα σε σχέση με προσαρτήματα, βελτιώσεις του μισθωτή και σε σχέση με άλλα ζητήματα που απορρέουν από την εκμίσθωση, όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.

(4) Ο διαχειριστής δεν δικαιούται να αποκηρύξει περιουσία σύμφωνα με το άρθρο αυτό σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία υποβάλλεται προς αυτόν γραπτή αίτηση από πρόσωπο, που έχει συμφέρον στην περιουσία, με την οποία καλείται να αποφασίσει αν θα την αποκηρύξει την περιουσία ή όχι, και ο διαχειριστής μέσα σε περίοδο είκοσι οκτώ ημερών από τη λήψη της αίτησης, ή μέσα στην παραταθείσα περίοδο που επιτράπηκε από το Δικαστήριο, αρνείται ή παραλείπει να ειδοποιήσει κατά πόσο αποκηρύττει την περιουσία, ή όχι και, στην περίπτωση σύμβασης, αν ο διαχειριστής, μετά από τέτοια αίτηση όπως αναφέρεται πιο πάνω, δεν αποκηρύττει τη σύμβαση μέσα στην περίοδο που προαναφέρθηκε ή μέσα στην περίοδο, που παρατάθηκε θεωρείται ότι υιοθέτησε τη σύμβαση.

(5) Το Δικαστήριο, μετά από αίτηση προσώπου το οποίο δικαιούται, έναντι του διαχειριστή, το όφελος οποιασδήποτε σύμβασης ή το οποίο υπόκειται το βάρος σύμβασης που συνάφθηκε με τον πτωχεύσαντα, δύναται να εκδώσει διάταγμα για ακύρωση της σύμβασης με τέτοιους όρους ως προς την πληρωμή από ή σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος, αποζημιώσεων για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης, ή άλλως πως, όπως το Δικαστήριο δύναται να θεωρήσει δίκαιο και αποζημίωση που πρέπει να πληρωθεί με βάσει του διατάγματος στο πρόσωπο αυτό δύναται να επαληθευτεί από αυτόν ως χρέος βάσει της πτώχευσης.

(6) Το Δικαστήριο, μετά από αίτηση προσώπου το οποίο είτε αξιώνει συμφέρον σε περιουσία η οποία αποκηρύχτηκε, ή έχει υποχρέωση για την οποία δεν υπήρξε απαλλαγή από το Νόμο σε σχέση με περιουσία η οποία αποκηρύχτηκε, αφού ακούσει οποιαδήποτε πρόσωπα τα οποία θεωρεί ορθό να ακούσει δύναται να εκδώσει διάταγμα για την παραχώρηση ή την παράδοση της περιουσίας στο πρόσωπο που έχει δικαίωμα σε αυτή ή σε πρόσωπο που θεωρεί δίκαιο ότι πρέπει η περιουσία να παραδοθεί ως αποζημίωση για τέτοια υποχρέωση όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ή σε διαχειριστή αυτού και με όρους τους οποίους το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο και με την έκδοση του διατάγματος βάσει του οποίου παραχωρείται η περιουσία, η περιουσία που περιλαμβάνεται σ’ αυτό παραχωρείται ανάλογα στο πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο διάταγμα για το σκοπό αυτό χωρίς μεταβίβαση ή εκχώρηση:

Νοείται πάντοτε, όταν η περιουσία η οποία αποκηρύχτηκε είναι φύσης εκμίσθωσης, το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα παραχώρησης προς όφελος προσώπου το οποίο αξιώνει μέσω του πτωχεύσαντα, είτε ως υπομισθωτής είτε ως ενυπόθηκος δανειστής από μεταβίβαση δικαιώματος εκτός με όρους ότι το πρόσωπο αυτό-

(α) υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις και ευθύνες όπως ο πτωχεύσας υπόκειτο σε αυτές βάσει της εκμίσθωσης αναφορικά με την περιουσία κατά την ημερομηνία που καταχωρήθηκε η αίτηση πτώχευσης ή

(β) αν το Δικαστήριο θεωρεί ορθό, υπόκειται μόνο στις ίδιες υποχρεώσεις και ευθύνες ωσάν η εκμίσθωση να είχε εκχωρηθεί στο πρόσωπο αυτό κατά την ημερομηνία εκείνη

και σε κάθε περίπτωση (αν η περίπτωση το απαιτεί) ωσάν η εκμίσθωση περιλάμβανε μόνο την περιουσία που περιέχεται στο διάταγμα που παραχωρεί αυτήν, και οποιοσδήποτε ενυπόθηκος δανειστής ή υπεκμισθωτής αρνείται να αποδεχτεί διάταγμα που παραχωρεί περιουσία με τους όρους αυτούς αποκλείεται από κάθε συμφέρον που έχει στην περιουσία και από κάθε εξασφάλιση σε αυτήν και αν δεν υπάρχει πρόσωπο που να προβάλλει αξίωση η οποία απορρέει από τον πτωχεύσαντα, το οποίο είναι πρόθυμο να αποδεχτεί διάταγμα με τέτοιους όρους, το Δικαστήριο έχει εξουσία να παραχωρεί την περιουσία του πτωχεύσαντα και συμφέρον επί της περιουσίας σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ευθύνεται είτε προσωπικά είτε από αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα και είτε μόνο είτε από κοινού με τον πτωχεύσαντα προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του μισθωτή που απορρέουν από την εκμίσθωση αυτή, ελεύθερη και απαλλαγμένη από κάθε δικαίωμα, εμπράγματου βάρους και συμφερόντων που δημιουργήθηκαν από τον πτωχεύσαντα σε αυτήν.

(7) Όταν, με την απαλλαγή, παύση, παραίτηση ή θάνατο διαχειριστή πτώχευσης ενεργεί ως διαχειριστής επίσημος παραλήπτης, δύναται να αποκηρύξει οποιαδήποτε περιουσία από την οποία μπορούσε να παραιτηθεί ο διαχειριστής με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, ανεξάρτητα αν παρήλθε ο καθορισμένος από το άρθρο αυτό χρόνος για αποκήρυξη, αλλά η εξουσία αυτή για αποκήρυξη δύναται να ασκηθεί μόνο μέσα σε δώδεκα μήνες μετά που ο επίσημος παραλήπτης έγινε διαχειριστής, υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ή μετά που κατέστηκε ενήμερος της ύπαρξης τέτοιας περιουσίας, οποιαδήποτε από τις δύο περιόδους δυνατό να εκπνεύσει τελευταία.

(8) Πρόσωπο που ζημιώνεται από την ισχύ της αποκήρυξης βάσει του άρθρου αυτού θεωρείται ως πιστωτής του πτωχεύσαντα στην έκταση της ζημιάς που υπέστηκε και δύναται ανάλογα να επαληθεύσει τη ζημιά αυτή ως χρέος δυνάμενο να επαληθευτεί σε πτώχευση.

Εξουσίες διαχειριστή να διαχειρίζεται περιουσία και εξουσία συνδιαλλαγής εξασφαλισμένης περιουσίας

54.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ο διαχειριστής δύναται να προβεί σε όλες ή σε οποιαδήποτε από τις παρακάτω ενέργειες:

(α) να πωλεί ολόκληρο ή μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα (περιλαμβανομένης της εμπορικής εύνοιας της επιχείρησης, αν υπάρχει, και των καταχωρισμένων στα βιβλία χρεών  που οφείλονται ή θα καταστούν οφειλόμενα προς τον πτωχεύσαντα) με δημόσιο πλειστηριασμό ή ιδιωτική σύμβαση, με εξουσία να μεταβιβάζει ολόκληρη την περιουσία σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή εταιρεία, ή να πωλεί αυτήν κατά τεμάχιο

(β) να παρέχει αποδείξεις για χρήματα που εισπράχθηκαν από αυτόν, οι οποίες αποδείξεις απαλλάσσουν αποτελεσματικά το πρόσωπο που πληρώνει τα χρήματα από οποιαδήποτε ευθύνη αναφορικά με τη διάθεση τους

(γ) να επαληθεύει, να κατατάσσεται ως πιστωτής, να αξιώνει και να εισπράττει μέρισμα αναφορικά με οποιαδήποτε χρέη που οφείλονται στον πτωχεύσαντα

(δ) να ασκεί οποιεσδήποτε εξουσίες, η ικανότητα της άσκησης των οποίων παραχωρείται στο διαχειριστή, με βάση το Νόμο αυτό και να εκτελεί οποιαδήποτε πληρεξούσια, συμβόλαια και άλλα έγγραφα με το σκοπό να καταστήσει αποτελεσματικές τις διατάξεις του Νόμου αυτού.

(2) Κατόπιν αίτησης από τον Επίσημο Παραλήπτη ή το διαχειριστή, αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η διάθεση οποιασδήποτε εξασφαλισμένης περιουσίας του πτωχεύσαντα, με ή χωρίς άλλα περιουσιακά στοιχεία, η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση προς όφελος εξασφαλισμένου πιστωτή, ενδέχεται να οδηγήσει σε ευνοϊκότερη ρευστοποίηση των στοιχείων ενεργητικού της περιουσίας του πτωχεύσαντα από άλλη που θα λάμβανε χώρα, το Δικαστήριο δύναται, διά διατάγματος με το οποίο περιέρχεται η εξασφαλισμένη περιουσία στο όνομα του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή, αντίστοιχα, να λάβει στη φύλαξή του την εξασφαλισμένη περιουσία για το σκοπό διάθεσής της ή την άσκηση των εξουσιών του σε σχέση με αυτή, ανάλογα με την περίπτωση, ως εάν να μην υπόκειται στην εξασφάλιση.

(3) Όπου διατίθεται περιουσία σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο κάτοχος της εξασφάλισης θα έχει την ίδια προτεραιότητα αναφορικά με την οποιαδήποτε περιουσία του πτωχεύσαντα, η οποία άμεσα ή έμμεσα αντιπροσωπεύει την περιουσία που διατίθεται όπως θα είχε αναφορικά με την περιουσία που υπόκειται στην εξασφάλιση.

(4) Εκτός όπου προνοείται διαφορετικά στο παρόν άρθρο, εξασφαλισμένη περιουσία δεν θα διατεθεί για ποσό μικρότερο του ποσού της εξασφάλισης, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη σύμφωνη γνώμη του εξασφαλισμένου πιστωτή.

(5) Το διάταγμα του Δικαστηρίου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), θα περιλαμβάνει όρο ότι τα καθαρά έσοδα από τη διάθεση κατά προτεραιότητα θα χρησιμοποιούνται πρώτα για εξόφληση των ποσών που εξασφαλίζονται με την επιβάρυνση και το οποιοδήποτε υπόλοιπο θα χρησιμοποιείται προς όφελος των μη εξασφαλισμένων πιστωτών.

(6) Όπου ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής προτίθεται να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει εξασφαλισμένη περιουσία, κοινοποιεί την πρόθεσή του αυτή στον εξασφαλισμένο πιστωτή, ο οποίος, αν το επιθυμεί, δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της απόφασης αυτής του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή και σε περίπτωση που ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής προτίθεται να διαθέσει εξασφαλισμένη περιουσία για ποσό μικρότερο του ποσού της εξασφάλισης και χωρίς την προηγούμενη έγγραφη γνώμη του εξασφαλισμένου πιστωτή, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο για την εξέταση της προτιθέμενης διάθεσης του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή.

(7) Οι προνομιούχοι πιστωτές, όπως καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, δεν θα έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα ή προτεραιότητα αναφορικά με το προϊόν της διάθεσης εξασφαλισμένης περιουσίας που θα χρησιμοποιείται για εξόφληση των ποσών που εξασφαλίζονται με την επιβάρυνση, αλλά θα έχουν δικαίωμα προτεραιότητας αναφορικά με το οποιοδήποτε υπόλοιπο.

(8) Σε περίπτωση που ακίνητη περιουσία βαρύνεται με οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος, προγενέστερο της εγγραφής του διατάγματος πτώχευσης στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, απαιτείται η έγγραφη δήλωση/συγκατάθεση του προηγούμενου ενυπόθηκου δανειστή ή κατόχου εμπράγματου βάρους ή, ανάλογα με την περίπτωση, απόφαση Δικαστηρίου που να εξουσιοδοτεί την εκποίηση ή διάθεση του ενυπόθηκου ακινήτου χωρίς την συγκατάθεση του προηγούμενου ενυπόθηκου δανειστή ή του κατόχου εμπράγματου βάρους, υπό όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο ήθελε καθορίσει.

(9) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 18 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, για την μετεγγραφή του ακινήτου, ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής για τους σκοπούς εκποίησης και/ή διάθεσης ενυπόθηκου ακινήτου θα μεριμνά να διασφαλίσει τη μεταβίβαση και την εγγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου στο όνομα του αγοραστή, ελεύθερο από κάθε μορφής εμπράγματο βάρος, εξασφαλίζοντας για τον σκοπό αυτό την έγγραφη δήλωση/συγκατάθεση του κατόχου εμπραγμάτου βάρους ή απόφαση Δικαστηρίου που να διατάσσει ή να εξουσιοδοτεί την μεταβίβαση του ενυπόθηκου ακινήτου ελεύθερο από κάθε εμπράγματο βάρος ώστε το αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο να προβεί στην σχετική εγγραφή στο Κτηματικό Μητρώο:

Νοείται ότι, στην προαναφερόμενη έγγραφη δήλωση/συγκατάθεση θα αναφέρεται ρητά η υποχρέωση του ενυπόθηκου δανειστή ή του κατόχου του εμπράγματου βάρους, να αποσύρει ή/και να εξαλείψει ή/και να ακυρώσει την υποθήκη ή το εμπράγματο βάρος.

(10) ''Εξασφάλιση'' ή "εξασφαλισμένη περιουσία" για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, σημαίνει οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση σύμφωνα με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο, καθώς και οποιαδήποτε επιβάρυνση, δικαίωμα επίσχεσης ή άλλη εξασφάλιση.

Εξουσίες που δύνανται να ασκηθούν από διαχειριστή με άδεια της εποπτικής επιτροπής

55.-(1) Ο διαχειριστής δύναται με την άδεια της εποπτικής επιτροπής όπου αυτή υπάρχει, να προβεί σε όλες ή σε οποιεσδήποτε από τις παρακάτω ενέργειες:

(α) να διεξάγει τις εργασίες του πτωχεύσαντα, εφόσον είναι αναγκαίο προς το σκοπό επωφελούς εκκαθάρισης αυτής

(β) να εγείρει, λαμβάνει, ή υπερασπίζεται αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία που σχετίζεται με την περιουσία του πτωχεύσαντα

(γ) να διορίζει δικηγόρο ή άλλο αντιπρόσωπο για τη λήψη οποιασδήποτε διαδικασίας ή για να προβεί σε οποιαδήποτε εργασία η οποία δυνατό να εγκριθεί από την εποπτική επιτροπή

(δ) να αποδέχεται ως αντιπαροχή για την πώληση οποιασδήποτε περιουσίας του πτωχεύσαντα χρηματικό ποσό πληρωτέο σε μελλοντικό χρόνο τηρουμένων τέτοιων όρων ως προς την εξασφάλιση και άλλως πως ως η εποπτική επιτροπή θεωρεί ορθό

(ε) να υποθηκεύει ή ενεχυριάζει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα προς το σκοπό εξασφάλισης χρημάτων για την πληρωμή των χρεών του πτωχεύσαντα

(στ) να παραπέμπει οποιαδήποτε διαφορά σε διαιτησία, να συμβιβάζει χρέη, αξιώσεις και υποχρεώσεις, ανεξάρτητα αν είναι παρούσες ή μελλοντικές, καθορισμένες ή υπό αίρεση, εκκαθαρισμένες ή ανεκκαθάριστες, υφιστάμενες ή οι οποίες ενδεχομένως να υφίστανται μεταξύ του πτωχεύσαντα και προσώπου το οποίο φέρει ευθύνη έναντι του πτωχεύσαντα, με τη λήψη τέτοιων ποσών, που είναι πληρωτέα σε τέτοια χρονικά διαστήματα και γενικά με τέτοιους όρους που δυνατό να συμφωνηθούν

(ζ) να προβαίνει σε συμβιβασμό ή άλλη διευθέτηση την οποία θεωρεί κατάλληλη με τους πιστωτές ή με πρόσωπα που αξιώνουν ως πιστωτές, σχετικά με χρέη που δύνανται να επαληθευθούν στην πτώχευση

(η) να προβαίνει σε συμβιβασμό ή άλλη διευθέτηση την οποία θεωρεί σκόπιμη αναφορικά με οποιαδήποτε αξίωση που προκύπτει από την περιουσία του πτωχεύσαντα ή είναι συναφής προς αυτή, η οποία υποβλήθηκε ή είναι ικανή να υποβληθεί προς το διαχειριστή από οποιοδήποτε πρόσωπο ή από το διαχειριστή σε οποιοδήποτε πρόσωπο

(θ) να διανέμει σύμφωνα με την υφιστάμενη μεταξύ των πιστωτών μορφή, ανάλογα με την εκτιμημένη αξία αυτής, οποιαδήποτε περιουσία η οποία λόγω της ιδιαίτερης φύσης της ή άλλων ειδικών περιστατικών δεν δύναται να πωληθεί αμέσως ή επωφελώς.

(2) Η παραχωρούμενη για τους σκοπούς του άρθρου αυτού άδεια δεν είναι μια γενική άδεια για την τέλεση όλων ή οποιασδήποτε από τις πιο πάνω αναφερθείσες πράξεις, αλλά είναι μόνο άδεια για την τέλεση της συγκεκριμένης πράξης ή πράξεων για τις οποίες ζητείται η άδεια στη συγκεκριμένη περίπτωση ή περιπτώσεις.

Δικαίωμα διαχειριστή να επιθεωρεί αγαθά που ενεχυριάστηκαν, κλπ.

56. Όταν αγαθά οφειλέτη εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης κατέχονται από πρόσωπο υπό μορφή εχέγγυου, ενεχυρίασης ή άλλης εξασφάλισης, είναι νόμιμο για τον επίσημο παραλήπτη ή διαχειριστή, μετά που δίνει γραπτή ειδοποίηση για την πρόθεση του να πράξει με τον τρόπο αυτό να επιθεωρήσει τα αγαθά, και, όταν έχει δοθεί τέτοια ειδοποίηση, το πρόσωπο αυτό όπως αναφέρθηκε πιο πάνω δεν δικαιούται να εκποιήσει την προς αυτό δοθείσα εξασφάλιση μέχρις ότου δώσει στο διαχειριστή εύλογη ευκαιρία να επιθεωρήσει τα αγαθά και να ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς αν θεωρεί ορθό να πράξει με τον τρόπο αυτό.

Προστασία επίσημου παραλήπτη και διαχειριστή από προσωπική ευθύνη σε ορισμένες περιπτώσεις

57. Όταν ο επίσημος παραλήπτης ή διαχειριστής κατάσχεσε ή διέθεσε, αντικείμενα, περιουσία, ή άλλα αντικείμενα που βρίσκονται στην κατοχή ή στα υποστατικά πτωχεύσαντα, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης, χωρίς ειδοποίηση για την ύπαρξη οποιασδήποτε αξίωσης από πρόσωπο σχετικά με αυτά και φανεί ακολούθως ότι τα αναφερθέντα, αντικείμενα, περιουσία, ή άλλα αντικείμενα δεν αποτελούσαν, κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης, την περιουσία του πτωχεύσαντα, ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής δεν ευθύνεται προσωπικά για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημιά που προκύπτει από τέτοια κατάσχεση ή διάθεση την οποία υπέστηκε πρόσωπο που απαιτεί τέτοια περιουσία, ούτε για τα έξοδα της διαδικασίας που λήφθηκε για την απόδειξη της αξίωσης σε αυτά, εκτός αν το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής κατέστει ένοχος αμέλειας αναφορικά με τα πιο πάνω.

Διανομή Περιουσίας
Κήρυξη και διανομή μερισμάτων και επιστροφή περιουσίας

58.-(1) Τηρουμένης της κατακράτησης τέτοιων ποσών τα οποία δυνατό να είναι αναγκαία για τα έξοδα της διαχείρισης, ή άλλως πως, ο διαχειριστής με κάθε δυνατή ταχύτητα, κηρύσσει και διανέμει μερίσματα μεταξύ των πιστωτών οι οποίοι επαλήθευσαν τα χρέη τους.

(2) Το πρώτο μέρισμα, αν υπάρχει, πρέπει να κηρυχτεί και διανεμηθεί μέσα σε τέσσερις μήνες μετά το πέρας της πρώτης συνέλευσης των πιστωτών, εκτός αν ο διαχειριστής ικανοποιήσει την εποπτική επιτροπή ότι υπάρχει επαρκής λόγος για την αναβολή της κήρυξης σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

(3) Αν δεν υπάρχει επαρκής λόγος για το αντίθετο, μεταγενέστερα μερίσματα κηρύσσονται και διανέμονται κατά διαστήματα όχι μεγαλύτερα των έξι μηνών.

(4) Πριν από την κήρυξη μερίσματος ο διαχειριστής προκαλεί όπως δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα του διαχειριστή ή στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη, εάν ο διαχειριστής δεν έχει τη δική του ιστοσελίδα κατά τον καθορισμένο τρόπο, ειδοποίηση της πρόθεσης του να πράξει με αυτό τον τρόπο και θα αποστέλλει επίσης εύλογη ειδοποίηση σε κάθε πιστωτή που αναφέρεται στην κατάσταση των περιουσιακών υποθέσεων του πτωχεύσαντα ο οποίος δεν επαλήθευσε το προς αυτόν χρέος.

(5) Όταν ο διαχειριστής κηρύξει μέρισμα πρέπει να αποστέλλει σε κάθε πιστωτή που επαλήθευσε το προς αυτόν χρέος ειδοποίηση η οποία δείχνει το ποσό του μερίσματος και πότε και πως είναι πληρωτέο και κατάσταση κατά τον καθορισμένο τρόπο ως προς τις λεπτομέρειες της περιουσίας.

(6) Χρηματική περιουσία η οποία παραμένει αδιάθετη κατά τη διάρκεια της ισχύος του διατάγματος πτώχευσης ή του διατάγματος κήρυξης του πτωχεύσαντα σε πτώχευση και πριν την ακύρωσή του θα διανέμεται στους πιστωτές μετά την αφαίρεση οποιουδήποτε κόστους της πτωχευτικής διαδικασίας:

Νοείται ότι, όπου το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας της διανομής θα είναι μεγαλύτερο από την αξία της διανομής αυτής, η χρηματική περιουσία θα κατατίθεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(7) Χρηματική περιουσία η οποία παραμένει αδιάθετη μετά την ακύρωση του διατάγματος πτώχευσης, θα επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα, ανάλογα με την περίπτωση, αφού αφαιρεθεί το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας:

Νοείται ότι, όπου το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας της επιστροφής είναι μεγαλύτερο από την αξία της επιστρεφόμενης περιουσίας, η χρηματική περιουσία θα κατατίθεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(8) Για οποιοδήποτε χρηματικό ποσό για το οποίο ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής θα πρέπει να δώσει μέρισμα και ο πιστωτής δεν ανευρίσκεται, το ποσό αυτό μετά την ακύρωση και του διατάγματος κήρυξης του πτωχεύσαντα σε πτώχευση θα μεταφέρεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας και σε περίπτωση που το ποσό δεν παραληφθεί από τον πιστωτή εντός δύο ετών, ο πτωχεύσας του οποίου το διάταγμα έχει ακυρωθεί, θα δικαιούται όπως του επιστραφεί το ποσό αυτό.

Μικτά και χωριστά μερίσματα

59.-(1) Όταν ένας συνέταιρος σε οίκο κηρύσσεται σε πτώχευση, πιστωτής στον οποίο ο πτωχεύσας οφείλει από κοινού με τους άλλους συνεταίρους του οίκου, ή με οποιοδήποτε από αυτούς δεν εισπράσσει μέρισμα από την ξεχωριστή περιουσία του πτωχεύσαντα μέχρις ότου όλοι οι χωριστοί πιστωτές εισπράξουν ολόκληρο το ποσό των αντίστοιχων χρεών τους.

(2) Όταν μικτές και ξεχωριστές περιουσίες βρίσκονται υπό διαχείριση, τηρουμένου οποιουδήποτε διατάγματος για το αντίθετο το οποίο δυνατό να εκδοθεί από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου, μερίσματα των μικτών και ξεχωριστών περιουσιών εκδίδονται μαζί, και τα έξοδα και τα συναφή προς την κήρυξη τέτοιων μερισμάτων κατανέμονται δίκαια από το διαχειριστή μεταξύ των μικτών και ξεχωριστών περιουσιών, λαμβάνοντας υπόψη την εργασία που τελέστηκε για κάθε περιουσία ή του οφέλους που αποκομίστηκε από κάθε περιουσία.

Πρόνοια για πιστωτές που διαμένουν μακριά, κλπ.

60.-(1) Κατά τον υπολογισμό και τη διανομή του μερίσματος ο διαχειριστής πρέπει να προβλέψει για τα χρέη που πιθανόν να επαληθευτούν σε πτώχευση τα οποία φαίνονται από τις καταστάσεις των περιουσιακών υποθέσεων του πτωχεύσαντα, ή άλλως πως, ότι οφείλονται σε πρόσωπα τα οποία διαμένουν σε μέρη που βρίσκονται τόσο μακριά από το μέρος όπου ενεργεί ο διαχειριστής ώστε στη συνήθη πορεία της επικοινωνίας δεν είχαν επαρκή χρόνο να προσφέρουν τις επαληθεύσεις τους ή να αποδείξουν αυτές αν αμφισβητούνται και επίσης για χρέη που πιθανόν να επαληθευτούν σε πτώχευση, εφόσον το αντικείμενο των απαιτήσεων δεν έχει ακόμα αποφασιστεί.

(2) Ο διαχειριστής θα προνοήσει επίσης για οποιεσδήποτε αμφισβητούμενες επαληθεύσεις ή αξιώσεις και για τα έξοδα που είναι αναγκαία για τη διαχείριση της περιουσίας ή άλλως πως.

(3) Τηρουμένων των πιο πάνω διατάξεων ο διαχειριστής διανέμει ως μέρισμα όλα τα χρήματα που έχει στα χέρια του.

Δικαίωμα πιστωτή ο οποίος δεν επαλήθευσε χρέος πριν από την κήρυξη μερίσματος

61. Πιστωτής ο οποίος δεν επαλήθευσε το χρέος του πριν από την κήρυξη μερίσματος ή μερισμάτων δικαιούται να πληρωθεί από τα χρήματα που βρίσκονται εκάστοτε στα χέρια του διαχειριστή οποιοδήποτε μέρισμα ή μερίσματα τα οποία παρέλειψε να εισπράξει προτού τα χρήματα αυτά χρησιμοποιηθούν για την πληρωμή οποιουδήποτε μελλοντικού μερίσματος ή μερισμάτων, αλλά δεν δικαιούται να παρεμποδίσει τη διανομή μερίσματος που κηρύχτηκε προτού το χρέος επαληθευτεί, εξαιτίας του ότι ο πιστωτής δεν συμμετείχε στη διανομή.

Τόκος σε χρέη

62. Όταν χρέος έχει επαληθευτεί και τέτοιο χρέος περιλαμβάνει τόκο, ή οποιοδήποτε χρηματικό αντάλλαγμα αντί τόκου, τέτοιος τόκος ή αντάλλαγμα, για τους σκοπούς μερίσματος, υπολογίζεται προς επιτόκιο που δεν υπερβαίνει το εννέα τοις εκατό ετησίως, χωρίς να επηρεάζεται το δικαίωμα του πιστωτή να εισπράξει από την περιουσία οποιοδήποτε μεγαλύτερο επιτόκιο το οποίο δυνατό να δικαιούται μετά την πλήρη εξόφληση όλων των επαληθευθέντων χρεών της περιουσίας.

Τελικό μέρισμα

63.-(1) Όταν ο διαχειριστής μετατρέψει σε χρήματα ολόκληρη την περιουσία του πτωχεύσαντα, ή τόσο μέρος από αυτή το οποίο, κατά την κοινή γνώμη του ίδιου και της εποπτικής επιτροπής δύναται να εκκαθαριστεί χωρίς αχρείαστη αναβολλή του έργου της διαχείρισης, ο διαχειριστής θα κηρύξει τελικό μέρισμα, αλλά προτού πράξει αυτό πρέπει να δώσει ειδοποίηση κατά τον καθορισμένο τρόπο στα πρόσωπα των οποίων οι αξιώσεις για να καταστούν πιστωτές γνωστοποιήθηκαν σε αυτόν, αλλά δεν αποδείχτηκαν κατά τρόπο που να τον ικανοποιεί ότι αν δεν αποδείξουν τις απαιτήσεις τους προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου μέσα στον οριζόμενο από την ειδοποίηση χρόνο, αυτός θα προχωρήσει να κηρύξει τελικό μέρισμα χωρίς να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις τους.

(2) Μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίστηκε με τον τρόπο αυτό, ή αν το Δικαστήριο, κατόπι αίτησης από οποιοδήποτε τέτοιο πιστωτή, παραχωρήσει σε αυτόν περαιτέρω χρόνο προς απόδειξη της απαίτησης του, τότε με την πάροδο τέτοιου περαιτέρω χρόνου, το τελικό μέρισμα θα διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών που επαλήθευσαν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις οποιωνδήποτε άλλων προσώπων.

(3) Αν το Δικαστήριο αποδεχτεί οποιαδήποτε απαίτηση η οποία απορρίφτηκε από το διαχειριστή, το πρόσωπο που έχει τέτοια απαίτηση δικαιούται να πληρωθεί, από ολόκληρη τη διαθέσιμη περιουσία που βρίσκεται στα χέρια του διαχειριστή, μέρισμα το οποίο το πρόσωπο αυτό θα εδικαιούτο αν η αξίωση του δεν απορριπτόταν από το διαχειριστή.

Καμιά αγωγή για μέρισμα

64. Δεν δύναται να εγερθεί εναντίον του διαχειριστή καμιά αγωγή, αλλά αν ο διαχειριστής αρνείται να πληρώσει μέρισμα το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, κατόπι αίτησης που υποβάλλεται, να διατάξει το διαχειριστή να πληρώσει το μέρισμα, και επίσης να πληρώσει από δικά του χρήματα τόκο επί του μερίσματος για το χρόνο κατακράτησης του και τα έξοδα της αίτησης.

Εξουσία να επιτραπεί σε πτωχεύσαντα να διαχειρίζεται περιουσία

65.-(1) Ο διαχειριστής με την άδεια της εποπτικής επιτροπής, όπου υπάρχει, δύναται να διορίσει τον ίδιο τον πτωχεύσαντα να επιβλέπει τη διαχείριση της περιουσίας του ή μέρους αυτής, ή να διεξάγει το εμπόριο του (αν υπάρχει) προς όφελος των πιστωτών του και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση να βοηθά στη διαχείριση της περιουσίας κατά τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους όπως ο διαχειριστής δύναται να διατάξει.

(2) Ο διαχειριστής δύναται από καιρό σε καιρό, με την άδεια της εποπτικής επιτροπής, όπου υπάρχει, να παραχωρεί στον πτωχεύσαντα από την περιουσία του τέτοιο επίδομα το οποίο θεωρεί δίκαιο για τη συντήρηση του και της οικογένειας του, ή σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, αν προσλήφθηκε για την εκκαθάριση της περιουσίας του, αλλά οποιοδήποτε τέτοιο επίδομα δύναται να μειωθεί από το Δικαστήριο.

Δικαίωμα του πτωχεύσαντα σε πλεόνασμα

66. Ο πτωχεύσας δικαιούται σε οποιοδήποτε πλεόνασμα που παραμένει μετά την πλήρη εξόφληση των πιστωτών του, με τόκους, όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό και των εξόδων, επιβαρύνσεων και δαπανών που προκύπτουν από τη διαδικασία με βάση την αίτηση πτώχευσης.

ΜΕΡΟΣ IV ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΠΑΡΑΛΗΠΤΕΣ
Διορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο επίσημων παραληπτών περιουσιών πτωχευσάντων

67.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, οποτεδήποτε μετά την ψήφιση του Νόμου αυτού και από καιρό σε καιρό, να διορίσει ως επίσημους παραλήπτες για τις περιουσίες πτωχευσάντων τέτοια πρόσωπα και με τέτοιους μισθούς όπως αυτός θεωρεί ορθό και δύναται να παύσει από το αξίωμα αυτό οποιοδήποτε πρόσωπο που διορίζεται με τον τρόπο αυτό. Το οικονομικό μέρος των καθηκόντων των επίσημων παραληπτών θα τελεί εξολοκλήρου κάτω από τον άμεσο έλεγχο και εποπτεία του Γενικού Λογιστή κατά πρώτο λόγο και του Γενικού Ελεγκτή, αλλά τέτοιοι επίσημοι παραλήπτες θα είναι λειτουργοί των Δικαστηρίων στα οποία αποσπώνται αντίστοιχα.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει τον αριθμό των επισήμων παραληπτών που θα διοριστούν, την εξασφάλιση που πρέπει να δοθεί από τέτοιο διοριζόμενο επίσημο παραλήπτη και τις Δικαστικές Επαρχίες που θα εκχωρηθούν σε αυτούς. Το ίδιο πρόσωπο δύναται να διοριστεί να ενεργεί για περισσότερες από μία Δικαστικές Επαρχίες.

(3) Σε περίπτωση που επίσημος παραλήπτης απουσιάζει προσωρινά λόγω ασθένειας ή άλλως πως, ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο οποίο ο επίσημος παραλήπτης είναι αποσπασμένος δύναται, αν το Υπουργικό Συμβούλιο δεν προέβηκε σε προσωρινό διορισμό, να διορίσει άλλο λειτουργό του Δικαστηρίου για την εκτέλεση των καθηκόντων τέτοιου επίσημου παραλήπτη κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που απουσιάζει. Ο λειτουργός αυτός του Δικαστηρίου πρέπει να παράσχει εξασφάλιση η οποία δύναται να αποφασιστεί από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Νομική υπόσταση επίσημου παραλήπτη

68.-(1) Τα καθήκοντα του επίσημου παραλήπτη σχετίζονται τόσο με τη διαγωγή του πτωχεύσαντα όσο και με τη διαχείριση της περιουσίας του.

(2) Επίσημος παραλήπτης, για τους σκοπούς ενόρκων δηλώσεων οι οποίες βεβαιώνουν επαληθεύσεις, αιτήσεων ή άλλης διαδικασίας με βάση το Νόμο αυτό, δύναται να επαγάγει όρκους.

(3) Όλες οι εκφράσεις που αναφέρονται στο διαχειριστή βάσει πτώχευσης, εκτός αν το κείμενο απαιτεί διαφορετικά, ή ο Νόμος προβλέπει άλλως πως, περιλαμβάνουν τον επίσημο παραλήπτη όταν ενεργεί ως διαχειριστής.

(4) Ο διαχειριστής δίνει στον επίσημο παραλήπτη τέτοιες πληροφορίες και παρέχει σε αυτόν τέτοιο δικαίωμα πρόσβασης στα βιβλία και έγγραφα του πτωχεύσαντα και διευκολύνει την επιθεώρηση των βιβλίων και εγγράφων του πτωχεύσαντα και γενικά παρέχει σε αυτόν τέτοια βοήθεια που δυνατό να είναι αναγκαία για να καταστήσει ικανό τον επίσημο παραλήπτη να εκτελεί τα καθήκοντα του βάσει του Νόμου αυτού.

Καθήκοντα επίσημου παραλήπτη αναφορικά με διαγωγή του πτωχεύσαντα

69. Όσον αφορά τον πτωχεύσαντα αποτελεί καθήκον του επίσημου παραλήπτη:

(α) να ερευνά τη διαγωγή του πτωχεύσαντα και να υποβάλλει έκθεση στο Δικαστήριο, εκθέτοντας κατά πόσο υπάρχει λόγος ώστε να πιστεύεται ότι ο πτωχεύσας διέπραξε οτιδήποτε το οποίο συνιστά αδίκημα βάσει του Νόμου αυτού, ή το οποίο θα δικαιολογούσε το Δικαστήριο να αρνηθεί, να αναστείλει ή να εκδώσει με όρους διάταγμα για την αποκατάσταση του

(β) να υποβάλει τέτοιες άλλες εκθέσεις αναφορικά με τη διαγωγή του πτωχεύσαντα όπως το Δικαστήριο δύναται να διατάξει

(γ) να λάβει μέρος σε δημόσια εξέταση του πτωχεύσαντα όπως το Δικαστήριο δύναται να διατάξει

(δ) να λάβει τέτοιο μέρος και να παράσχει τέτοια βοήθεια, σχετικά με την ποινική δίωξη δόλιου πτωχεύσαντα όπως ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να διατάξει.

Καθήκοντα επίσημου παραλήπτη αναφορικά με περιουσία πτωχεύσαντα

70.-(1) Όσον αφορά την περιουσία του πτωχεύσαντα αποτελεί καθήκον του επίσημου παραλήπτη:

(α) ενώ εκκρεμεί ο διορισμός διαχειριστή, να ενεργεί ως διαχειριστής της περιουσίας του πτωχέυσαντα·

(β) να εξουσιοδοτεί τον ειδικό διαχειριστή να βρίσκει χρήματα ή να προβαίνει σε προκαταβολές για τους σκοπούς της περιουσίας σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία, προς το συμφέρον των πιστωτών, φανεί αναγκαίο να πράξει με τον τρόπο αυτό·

(γ) να συγκαλεί και προεδρεύει στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών·

(δ) να εκδίδει τύπους πληρεξουσιοδότησης για χρήση στις συνελεύσεις των πιστωτών·

(ε) να υποβάλλει έκθεση στους πιστωτές σχετικά με οποιαδήποτε πρόταση την οποία ο πτωχεύσας δυνατό να έχει υποβάλει αναφορικά με τον τρόπο εκκαθάρισης των περιουσιακών του υποθέσεων·

(στ) να δημοσιεύει το διάταγμα πτώχευσης, την ημερομηνία της πρώτης συνέλευσης των πιστωτών και της δημόσιας εξέτασης του πτωχεύσαντα και τέτοια άλλα ζητήματα τα οποία δυνατό να είναι αναγκαίο να δημοσιευτούν·

(ζ) να ενεργεί ως διαχειριστής κατά τη διάρκεια κενής θέσης στο αξίωμα του διαχειριστή.

(2) Όταν πτωχεύσας δεν δύναται ο ίδιος να ετοιμάσει κατάλληλη κατάσταση περιουσιακών υποθέσεων, ο επίσημος παραλήπτης δύναται, τηρουμένων οποιωνδήποτε καθορισμένων όρων και με έξοδα της περιουσίας, να προσλάβει πρόσωπο ή πρόσωπα για να βοηθήσουν στον καταρτισμό της κατάστασης των περιουσιακών υποθέσεων.

(3) Κάθε επίσημος παραλήπτης λογοδοτεί στο Δικαστήριο και καταθέτει όλα τα χρήματα και μεταχειρίζεται όλες τις εξασφαλίσεις κατά τέτοιο τρόπο όπως το Δικαστήριο από καιρό σε καιρό διατάξει.

ΜΕΡΟΣ V ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ
Επίσημη ονομασία διαχειριστή

71. Η επίσημη ονομασία διαχειριστή πτώχευσης θα είναι “ο διαχειριστής της περιουσίας του ........................... πτωχεύσαντα” (καταχωρίζεται το όνομα του πτωχεύσαντα) και με την ονομασία αυτή ο διαχειριστής δύναται, στην Κύπρο ή οπουδήποτε αλλού, να κατέχει περιουσία κάθε περιγραφής, να συνάπτει συμβάσεις, να ενάγει και να ενάγεται, να αναλαμβάνει δεσμευτικές υποχρεώσεις για τον ίδιο και τους διαδόχους στο αξίωμα του και να τελεί οποιεσδήποτε άλλες πράξεις που είναι αναγκαίες ή σκόπιμες να τελεστούν κατά την άσκηση του αξιώματος του.

Εξουσία για διορισμό κοινών ή διαδοχικών διαχειριστών

72.-(1) Οι πιστωτές δύνανται, αν θεωρούν ορθό, να διορίζουν περισσότερα από ένα πρόσωπα στο αξίωμα του διαχειριστή και σε περίπτωση διορισμού περισσοτέρων του ενός προσώπων πρέπει να δηλώσουν κατά πόσο πράξη που απαιτείται ή εξουσιοδοτείται να γίνει από το διαχειριστή γίνει από όλους ή οποιοδήποτε ή από περισσότερους από αυτούς, αλλά όλα τα πρόσωπα αυτά στο Νόμο αυτό περιλαμβάνονται κάτω από τον όρο “διαχειριστής” και κατέχουν από κοινού την περιουσία του πτωχεύσαντα.

(2) Οι πιστωτές δύνανται επίσης να διορίζουν πρόσωπα τα οποία να ενεργούν ως διαχειριστές διαδοχικά σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα από τα πρόσωπα που πρώτα κατονομάστηκαν ως διαχειριστές αρνηθούν να αποδεχτούν το αξίωμα του διαχειριστή ή παραλείψουν να παράσχουν εγγύηση, ή όταν ο διορισμός οποιουδήποτε τέτοιου προσώπου δεν επικυρώθηκε από το Δικαστήριο.

Διαδικασία σε περίπτωση κενής θέσης στο αξίωμα διαχειριστή

73.-(1) Αν συμβεί να κενωθεί θέση στο αξίωμα διαχειριστή, οι πιστωτές, σε γενική συνέλευση, δύνανται να διορίσουν πρόσωπο για την πλήρωση της θέσης που κενώθηκε και ακολούθως λαμβάνεται η ίδια διαδικασία όπως στην περίπτωση του πρώτου διορισμού.

(2) Ο επίσημος παραλήπτης, κατόπι αίτησης από πιστωτή, συγκαλεί συνέλευση προς το σκοπό πλήρωσης οποιασδήποτε τέτοιας κενής θέσης.

(3) Αν οι πιστωτές, εντός τριών εβδομάδων μετά την κένωση θέσης, δεν διορίσουν πρόσωπο για την πλήρωση της θέσης που κενώθηκε, ο επίσημος παραλήπτης αναφέρει το ζήτημα στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να διορίσει διαχειριστή.

(4) Κατά τη διάρκεια κενής θέσης στο αξίωμα του διαχειριστή ο επίσημος παραλήπτης ενεργεί ως διαχειριστής.

Διακριτικές εξουσίες διαχειριστή και έλεγχος τους

74.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ο διαχειριστής κατά τη διαχείριση της περιουσίας του πτωχεύσαντα και τη διανομή αυτής μεταξύ των πιστωτών του, πρέπει να λάβει υπόψη οποιεσδήποτε οδηγίες που δυνατό να δοθούν σε ειδική απόφαση των πιστωτών σε γενική συνέλευση ή από την εποπτική επιτροπή και οποιεσδήποτε οδηγίες που δίνονται με τον τρόπο αυτό από τους πιστωτές σε γενική συνέλευση, σε περίπτωση σύγκρουσης, θεωρούνται ότι υπερισχύουν οποιωνδήποτε οδηγιών που δίνονται από την εποπτική επιτροπή.

(2) Ο διαχειριστής δύναται να συγκαλεί γενικές συνελεύσεις των πιστωτών με σκοπό τη διακρίβωση των επιθυμιών τους και δύναται επίσης να απευθύνεται στο Δικαστήριο, για οδηγίες σχετικά με οποιοδήποτε συγκεκριμένο ζήτημα που προκύπτει από την πτώχευση.

(3) Ο διαχειριστής, σε κάθε περίπτωση ενεργεί στα πλαίσια του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.

Έφεση στο Δικαστήριο εναντίον διαχειριστή

75. Αν ο πτωχεύσας ή οποιοσδήποτε πιστωτής, ή άλλο πρόσωπο είναι δυσαρεστημένο από οποιαδήποτε πράξη ή απόφαση του διαχειριστή δύναται να απευθύνεται στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να επιβεβαιώνει, ανατρέπει, ή διαφοροποιεί την πράξη ή απόφαση που προσβάλλεται και να εκδίδει τέτοιο διάταγμα το οποίο θεωρεί δίκαιο υπό τις περιστάσεις.

Επίσημος παραλήπτης να διερευνά τη διαγωγή του διαχειριστή

76. [Διαγράφηκε]
Αμοιβή διαχειριστή

77. Η αμοιβή του διαχειριστή υπολογίζεται όπως εκείνη που ισχύει στην περίπτωση που ενεργεί ο Επίσημος Παραλήπτης υπό τέτοια ιδιότητα όπως καθορίζεται στους περί Πτώχευσης (Τέλη και Δικαιώματα του Επίσημου Παραλήπτη) Κανονισμούς, εκτός αν αποφασιστεί διαφορετικά από τη συνέλευση πιστωτών.

Χορηγία και ψήφιση εξόδων

78.-(1) Όταν διαχειριστής λαμβάνει αμοιβή για τις υπηρεσίες του με την ιδιότητα αυτή, καμιά πληρωμή δεν θα επιτρέπεται στους λογαριασμούς του σχετικά με την εκτέλεση από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο των συνηθισμένων καθηκόντων τα οποία απαιτούνται από το Νόμο αυτό ή τους κανονισμούς να εκτελεστούν από τον ίδιο.

(2) Όταν ο διαχειριστής είναι δικηγόρος δύναται να συνάψει σύμβαση ώστε η αμοιβή για τις υπηρεσίες του ως διαχειριστή να περιλαμβάνει όλες τις επαγγελματικές υπηρεσίες.

(3) Όλοι οι λογαριασμοί και έξοδα δικηγόρων, λογιστών, εκπλειστηριαστών, μεσιτών και οποιωνδήποτε άλλων προσώπων τα οποία δεν είναι διαχειριστές, θα ψηφίζονται από τον καθορισμένο λειτουργό και δεν θα επιτρέπεται καμιά πληρωμή αναφορικά με αυτά στους λογαριασμούς του διαχειριστή χωρίς απόδειξη ότι έγινε τέτοια ψήφιση. Ο λειτουργός ψήφισης των εξόδων θα πρέπει να ικανοποιηθεί, προτού ψηφίσει τέτοιους λογαριασμούς και έξοδα, ότι η απασχόληση τέτοιων δικηγόρων και άλλων προσώπων, σε σχέση με τα συγκεκριμένα ζητήματα από τα οποία προκύπτουν τέτοιες χρεώσεις, εγκρίθηκε δεόντως. Η έγκριση πρέπει να εξασφαλιστεί πριν από την απασχόληση εκτός σε περιπτώσεις επείγουσες αλλά και στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να αποδειχτεί ότι δεν έγινε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εξασφάλιση της έγκρισης.

(4) Κάθε τέτοιο πρόσωπο, κατόπι παράκλησης του διαχειριστή (την οποία παράκληση ο διαχειριστής οφείλει να υποβάλει σε επαρκή χρόνο πριν από την κήρυξη μερίσματος), θα πρέπει να παραδώσει το λογαριασμό εξόδων του ή χρεώσεων στον κατάλληλο λειτουργό για ψήφιση, και αν παραλείψει να πράξει με τον τρόπο αυτό εντός επτά ημερών μετά τη λήψη της παράκλησης, ή εντός τέτοιου περαιτέρω χρόνου όπως το Δικαστήριο, κατόπι αίτησης, δύναται να παραχωρήσει, ο διαχειριστής θα κηρύξει και θα διανείμει το μέρισμα χωρίς να λάβει υπόψη οποιαδήποτε αξίωση από το πρόσωπο αυτό και ακολούθως τέτοια αξίωση θα χάνεται τόσο έναντι του διαχειριστή προσωπικά όσο και έναντι της περιουσίας.

Ο διαχειριστής δεν θα καταβάλλει χρήματα σε ιδιωτικό λογαριασμό

79. Ο διαχειριστής δεν θα καταβάλλει ποσά που εισπράχτηκαν από αυτόν ως διαχειριστή στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του.

Θα πρέπει να τηρεί σε τοπική τράπεζα, όπως θα ορίσει η εποπτική επιτροπή, ή, σε περίπτωση παράλειψης διορισμού εποπτικής επιτροπής, όπως το Δικαστήριο ορίσει, ένα χωριστό και διακριτικό λογαριασμό στο όνομα της περιουσίας που βρίσκεται υπό τη διαχείριση του, στην οποία τράπεζα όλα τα ποσά που εισπράσσονται από αυτόν θα καταβάλλονται σε πίστη της περιουσίας. Και αν ο διαχειριστής, οποτεδήποτε, έχει στα χέρια του ποσό, που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000), για περισσότερες από δέκα ημέρες, θα υπέχει τις παρακάτω υποχρεώσεις, δηλαδή:

(α) θα πληρώνει τόκο με επιτόκιο δέκα τοις εκατόν (10%) ετησίως για το ποσό πέραν των χίλιων ευρώ (€1.000) που έχει στα χέριά του·

(β) εκτός αν αυτός δύναται να αποδείξει κατά τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι ο λόγος για την κατακράτηση των χρημάτων ήταν επαρκής, ο διαχειριστής κατόπι αίτησης του επίσημου παραλήπτη ή οποιουδήποτε πιστωτή, θα απολυθεί από το αξίωμα του από το Δικαστήριο και δεν θα έχει αξίωση για αμοιβή και θα ευθύνεται για δαπάνες τις οποίες οι πιστωτές δυνατό να υποστούν εξαιτίας της απόλυσης του ή σαν αποτέλεσμα αυτής.

Λογαριασμοί διαχειριστή. Πληρωμές

80. Ο διαχειριστής οφείλει να ανοίξει και να τηρεί κατάλληλα βιβλία λογαριασμών και άλλων ζητημάτων που σχετίζονται με την ιδιότητα του ως διαχειριστή και θα προβαίνει στις πληρωμές, κατά τον καθορισμένο τρόπο.

Αναφορές λογαριασμών στον επίσημο παραλήπτη

81.-(1) Ο διαχειριστής φροντίζει ώστε οι λογαριασμοί του να ελέγχονται κάθε μήνα από την εποπτική επιτροπή και, κάθε έξι μήνες, αποστέλλει πιστοποιημένο αντίγραφο τέτοιων λογαριασμών στον επίσημο παραλήπτη.

(2) Ο διαχειριστής διαβιβάζει, μετά από αίτηση, στον επίσημο παραλήπτη κατάσταση η οποία θα δείχνει τη διαδικασία της πτώχευσης μέχρι την ημερομηνία της κατάστασης η οποία περιέχει τις καθορισμένες λεπτομέρειες και συντάσσεται κατά τον καθορισμένο τύπο.

(3) Ο διαχειριστής για τους σκοπούς της εξέτασης τέτοιων λογαριασμών και καταστάσεων, εφοδιάζει τον επίσημο παραλήπτη με τέτοια δικαιολογητικά δαπανών και πληροφορίες που δυνατό να απαιτηθούν.

(4) Αν ο διαχειριστής παραλείψει να διαβιβάσει οποιοδήποτε από τους λογαριασμούς και καταστάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω ή να προσκομίσει τα δικαιολογητικά δαπάνης και να παράσχει τις πληροφορίες που απαιτούνται, το Δικαστήριο δύναται, κατόπι αίτησης του επίσημου παραλήπτη, να χειριστεί το διαχειριστή όπως προβλέπεται στην παράγραφο (β) του άρθρου 79.

Απαλλαγή διαχειριστή

82.-(1) Όταν ο διαχειριστής εκκαθαρίση ολόκληρη την περιουσία του πτωχεύσαντα ή τόσο μέρος από αυτήν το οποίο κατά τη γνώμη του δύναται να εκκαθαριστή χωρίς αχρείαστη παράταση της σχέσης του ως διαχειριστή, και διανέμει τελικό μέρισμα, αν υπάρχει, ή αν παρετήθηκε ή παύθηκε από το αξίωμα του, ή έπαυσε να ενεργεί εξαιτίας συμβιβασμού που εκρίθηκε, δύναται να συγκαλέσει συνέλευση των πιστωτών για να εξετάσουν αίτηση η οποία θα υποβληθεί στο Δικαστήριο για την απαλλαγή του.

(2) Σε τέτοια συνέλευση ο διαχειριστής θέτει ενώπιον των πιστωτών λογαριασμό ο οποίος δείχνει τον τρόπο κατά τον οποίο διεξήχθηκε η πτώχευση, μαζί με κατάλογο αζήτητων μερισμάτων, αν υπάρχουν, και τις περιουσίας, αν υπάρχει, που εκκρεμεί και πληροφορεί τη συνέλευση ότι προτίθεται να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για την απαλλαγή του.

(3) Οι πιστωτές που παρίστανται στη συνέλευση δύνανται να εκφράσουν την άποψη τους για τη διαγωγή του διαχειριστή και οι πιστωτές ή οποιοσδήποτε από αυτούς δύναται να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να εγείρει ένσταση για την απαλλαγή του διαχειριστή.

Εξουσία του Δικαστηρίου να παραχωρήσει ή να αρνηθεί απαλλαγή διαχειριστή

83. Το Δικαστήριο, αφού ακούσει οτιδήποτε το οποίο δύναται να προβληθεί ως επιχείρημα εναντίον της απαλλαγής του διαχειριστή, παραχωρεί ή αρνείται να παραχωρήσει τη ζητούμενη απαλλαγή ανάλογα και αν αρνηθεί να παραχωρήσει απαλλαγή εκδίδει τέτοιο διάταγμα το οποίο θεωρεί δίκαιο, αφού επιβαρύνει το διαχειριστή με τις συνέπειες οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης που έγινε από αυτόν κατά πράβαση των καθηκόντων του και αναστέλλει την απαλλαγή του μέχρις ότου υπάρξει συμμόρφωση προς το επιβαρυντικό αυτό διάταγμα και ως το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο να παραχωρήσει την απαλλαγή του διαχειριστή.

Αποτέλεσμα απαλλαγής διαχειριστή

84.-(1) Το διάταγμα του Δικαστηρίου που απαλλάσσει το διαχειριστή απαλλάσσει αυτόν από κάθε ευθύνη αναφορικά με την τέλεση ή την παράλειψη οποιασδήποτε πράξης που έγινε από το διαχειριστή κατά τη διαχείριση των περιουσιακών υποθέσεων του πτωχεύσαντα ή, άλλως πως, σε σχέση με την διαγωγή του ως διαχειριστη, αλλά τέτοιο διάταγμα δύναται να ανακληθεί από το Δικαστήριο αν αποδειχτεί ότι εξασφαλίστηκε με απάτη ή αποσιώπηση ή απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιαστικού γεγονότος.

(2) Όταν ο διαχειριστής δεν παραιτήθηκε ή δεν παύθηκε προηγουμένως, η απαλλαγή του θα ισχύει ως παύση αυτού από το αξίωμα του και ακολούθως ο επίσημος παραλήπτης θα είναι ο διαχειριστής.

(3) Όταν με την απαλλαγή του διαχειριστή, επισήμος παραλήπτης είναι διαχειριστής ή ενεργεί ως διαχειριστής, δεν υπέχει καμιά προσωπική ευθύνη αναφορικά με πράξη που έγινε ή παραλείφηκε, ή υποχρέωση που αναλήφθηκε από οποιοδήποτε προηγούμενο διαχειριστή.

Πτώχευση διαχειριστή

85. Αν εκδοθεί διάταγμα πτώχευσης εναντίον διαχειριστή η θέση του ως διαχειριστή κενώνεται.

Πιστωτές δύνανται να παύουν διαχειριστή

86.-(1) Οι πιστωτές δύνανται, με συνήθη απόφαση σε συνέλευση η οποία συγκαλείται ειδικά για το σκοπό αυτό, για την οποία πρέπει να δίνεται ειδοποίηση κατά τον καθορισμένο τρόπο, να παυούν διαχειριστή που διορίστηκε από αυτούς και να διορίζουν άλλον αντί αυτού.

(2) Αν, κατόπι αίτησης του επίσημου παραλήπτη ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου, το Δικαστήριο είναι της γνώμης:

(α) ότι ο διαχειριστής είναι ένοχος κακής διαγωγής, ή παραλείπει να εκτελέσει τα καθήκοντα του βάσει του Νόμου ή

(β) ότι η διαχείριση του παρατάθηκε χωρίς πιθανό όφελος προς τους πιστωτές ή

(γ) ότι ο διαχειριστής, λόγω φρενοβλάβειας ή συνεχιζόμενης ασθένειας ή απουσίας, είναι ανίκανος να εκτελέσει τα καθήκοντα του ή

(δ) ότι η σύνδεση του ή η σχέση του με τον πτωχεύσαντα, ή την περιουσία του, ή με οποιοδήποτε συγκεκριμένο πιστωτή, δυνατό να καθιστούσε δύσκολο σε αυτόν να ενεργεί αμερόληπτα προς το συμφέρον των πιστωτών γενικά ή

(ε) όταν επαύθηκε για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα από το αξίωμα του εξαιτίας κακής διαγωγής,

το Δικαστήριο δύναται να παύσει το διαχειριστή από το αξίωμα του:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, “ενδιαφερόμενο πρόσωπο” περιλαμβάνει και τον πτωχεύσαντα.

ΜΕΡΟΣ VI ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Δικαιοδοσία να ασκείται από Επαρχιακά Δικαστήρια

87. Δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία σε πτώχευση είναι τα Επαρχιακά Δικαστήρια και, τηρουμένων ταν διατάξεων του Νόμου αυτού, κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας αυτής θα έχουν όλες τις εξουσίες που παρέχονται σε Επαρχιακά Δικαστήρια όπως κατά την εκδίκαση αστικής αγωγής.

Που πρέπει να υποβάλλεται αίτηση πτώχευσης

88.-(1) Αίτηση πτώχευσης εναντίον πτωχεύσαντα πρέπει να υποβάλλεται στο  Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία διαμένει ο πτωχεύσας ή διεξήγαγε εργασίες για μεγαλύτερη των έξι μηνών περίοδο αμέσως πριν την υποβολή της αίτησης.

(2) Καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν ακυρώνει διαδικασία εξαιτίας του ότι λήφθηκε σε αναρμόδιο Δικαστήριο.

Παραπομπή νομικού σημείου για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο..

89. Αν εγερθεί νομικό σημείο σε διαδικασία πτώχευσης ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο επιθυμούν όλοι οι διάδικοι στη διαδικασία, ή ένας από αυτούς και οι δικαστές του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνατό να επιθυμούν, όπως κατά πρώτο αποφασιστεί από το Ανώτατο δικαστήριο, το Επαρχιακό Δικαστήριο θα εκθέσει τα γεγονότα, στον τύπο ειδικής υπόθεσης για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η ειδική υπόθεση και η διαδικασία, ή τόσο μέρος από αυτήν που δυνατό να απαιτηθεί, διαβιβάζονται στο Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπούς απόφασης.

Γενικές εξουσίες και δικαιοδοσία Δικαστηρίων σε πτώχευση

90.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού κάθε Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία βάσει του Νόμου αυτού έχει πλήρη εξουσία να αποφασίζει για όλα τα ζητήματα προτεραιότητας και για όλα τα άλλα ζητήματα, οποιασδήποτε φύσης, είτε νομικά είτε πραγματικά, τα οποία δυνατό να εγερθούν σε οποιαδήποτε υπόθεση πτώχευσης που περιέρχονται σε γνώση του Δικαστηρίου, ή τα οποία το Δικαστήριο δυνατό να θεωρήσει σκόπιμο ή αναγκαίο να αποφασίσει ώστε να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη ή να διενεργηθεί ολοκληρωμένη διανομή της περιουσίας σε οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση.

(2) Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδικάζει και αποφαίνεται για όλα τα ζητήματα  κυριότητας που σχετίζονται με αγαθά και ακίνητη περιουσία για την οποία υπάρχει αξίωση υπό ή από το διαχειριστή ανεξάρτητα αν τέτοια περιουσία βρίσκεται στην κατοχή του διαχειριστή ή όχι, και να αποφασίζει και εκδικάζει για οποιοδήποτε χρέος ή αξίωση που οφείλεται προς ή από τον πτωχεύσαντα.

(3) Όταν υπάρξει παράλειψη συμμόρφωσης εκ μέρους διαχειριστή, πτωχεύσαντα ή άλλου προσώπου προς διάταγμα ή οδηγία του Δικαστηρίου, με βάση οποιαδήποτε εξουσία που παρέχεται από το Νόμο αυτό, ή όταν πρόσωπο είναι ένοχο περιφρόνησης Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δύναται αφού ακούσει τέτοιο πρόσωπο, ή αφού αποδειχθεί ότι κλητεύθηκε δεόντως για να εμφανιστεί στο Δικαστήριο, να διατάξει τη φυλάκιση τέτοιου προσώπου για οποιαδήποτε περίοδο που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα . Και το Δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε να ακυρώνει τέτοιο διάταγμα, νοουμένου ότι η εξουσία που παρέχεται από το εδάφιο αυτό θεωρείται ότι είναι επιπρόσθετη και όχι σε αντικατάσταση άλλου δικαιώματος ή θεραπείας αναφορικά με τέτοια παράλειψη.

Δικαστήρια πτώχευσης στην Κύπρο να είναι βοηθητικά άλλων Βρεττανικών Δικαστηρίων Πτωχεύσεως

91. Τα Δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία πτώχευσης στην Κύπρο και οι λειτουργοί των Δικαστηρίων εκείνων αντίστοιχα παρέχουν βοήθεια και είναι βοηθητικά των Βρεττανικών Δικαστηρίων που βρίσκονται οπουδήποτε και τα οποία έχουν δικαιοδοσία πτώχευσης, διάταγμα δε τέτοιου Βρεττανικού Δικαστηρίου που βρίσκεται οπουδήποτε όπως αναφέρθηκε πιο πάνω το οποίο ζητά βοήθεια με παράκληση προς Δικαστήριο της Κύπρου το οποίο έχει δικαιοδοσία πτώχευσης θεωρείται επαρκές ώστε να καταστήσει ικανό το Δικαστήριο της Κύπρου να εξασκήσει, αναφορικά με τα ζητήματα που καθορίζονται στο διάταγμα, τη δικαιοδοσία την οποία είτε το Δικαστήριο το οποίο υπέβαλε την παράκληση είτε το Δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε, θα ηδύναντο να εξασκήσουν σε σχέση με παρόμοιο ζήτημα εντός της δικαιοδοσίας τους.

Έφεση

92.-(1) Κάθε Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού δύναται να αναθεωρήσει, ακυρώσει ή διαφοροποιήσει οποιοδήποτε διάταγμα που εκδίδεται από αυτό με βάση την πτωχευτική δικαιοδοσία του.

(2) Απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε ή οποιοδήποτε ζήτημα άλλο από απλό τυπικό ζήτημα ή οικονομικό ή που αφορά έξοδα, υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

(3) Δεν γίνεται δεκτή καμιά τέτοια έφεση εκτός αν υπάρχει πλήρης συμμόρφωση προς τέτοιους γενικούς κανονισμούς οι οποίοι δυνατό να ισχύουν εκάστοτε αναφορικά με εφέσεις σε αστικές αγωγές.

Διακριτικές εξουσίες του Δικαστηρίου

93.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού και των γενικών κανονισμών, τα έξοδα οποιασδήποτε με βάση το Νόμο αυτό διαδικασίας ενώπιον Δικαστηρίου ή συναφή προς τέτοια διαδικασία εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου.

(2) Το Δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε να αναβάλει διαδικασία ενώπιον του με τέτοιους όρους, αν υπάρχουν, τους οποίους το Δικαστήριο θεωρεί ορθό να επιβάλει.

(3) Το Δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε να τροποποιήσει γραπτό δικόγραφο ή διαδικασία βάσει του Νόμου αυτού με τέτοιους όρους, αν υπάρχουν, όπως το Δικαστήριο θεωρεί ορθό να επιβάλει.

(4) Όταν από το Νόμο αυτό ή από γενικούς κανονισμούς, περιορίζεται ο χρόνος τέλεσης οποιασδήποτε πράξης, το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει το χρόνο είτε πριν από είτε μετά την πάροδο αυτού, με τέτοιους όρους, αν υπάρχουν, όπως το Δικαστήριο θεωρεί ορθό να επιβάλει.

(5) Τηρουμένων των γενικών κανονισμών, το Δικαστήριο δύναται, σε οποιοδήποτε ζήτημα, να λάβει ολόκληρη ή μέρος της μαρτυρίας είτε προφορικά είτε με γραπτό ερωτηματολόγιο ή με ένορκη δήλωση ή με εντολή στο εξωτερικό.

Συνένωση αιτήσεων

94. Όταν υποβληθούν δύο ή περισσότερες αιτήσεις πτώχευσης εναντίον του ίδιου πτωχεύσαντα ή εναντίον συνοφειλετών, το Δικαστήριο δύναται να συνενώσει τις διαδικασίες, ή οποιεσδήποτε από αυτές, με τέτοιους όρους όπως το Δικαστήριο θεωρεί ορθό.

Εξουσία αλλαγής διεξαγωγής της διαδικασίας

95. Όταν ο αιτητής δεν προχωρεί με την οφειλόμενη επιμέλεια στην αίτηση του, το Δικαστήριο δύναται να υποκαταστήσει ως αιτητή οποιοδήποτε άλλο πιστωτή στον οποίο ο πτωχεύσας δυνατό να οφείλει ποσό το οποίο απαιτείται από το Νόμο αυτό στην περίπτωση του αιτούντος πιστωτή.

Συνέχιση της διαδικασίας σε περίπτωση θανάτου πτωχεύσαντα

96. Αν πτωχεύσας από ή εναντίον του οποίου υποβλήθηκε αίτηση πτώχευσης πεθάνει, η διαδικασία για το ζήτημα της αίτησης πτώχευσης συνεχίζεται όπως αν ζούσε ο πτωχεύσας, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

Εξουσία αναστολής διαδικασίας

97. Το Δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε, για επαρκή λόγο να εκδώσει διάταγμα αναστολής των διαδικασιών της αίτησης πτώχευσης είτε εντελώς είτε για περιορισμένο χρόνο, με τέτοιους όρους και τηρουμένων τέτοιων προϋποθέσεων ως το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο.

Εξουσία υποβολής αίτησης εναντίον ενός συνεταίρου

98. Πιστωτής του οποίου το προς αυτόν οφειλόμενο χρέος είναι επαρκές για να του  δώσει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον όλων των συνεταίρων ενός οίκου, δύναται να υποβάλει αίτηση εναντίον ενός ή περισσοτέρων συνεταίρων του οίκου χωρίς να περιλάβει τους άλλους.

Αγωγές από διαχειριστή και συνεταίρους πτωχεύσαντα

99. Όταν μέλος συνεταιρισμού κηρυχτεί σε πτώχευση, το Δικαστήριο δύναται να εξουσιοδοτήσει το διαχειριστή να αρχίσει και συνεχίσει αγωγή στο όνομα του διαχειριστή και του συνεταίρου του πτωχεύσαντα και απαλλαγή από τέτοιο συνέταιρο από το χρέος ή παραίτηση από την αξίωση στην οποία αφορά η αγωγή θα είναι άκυρη, αλλά θα πρέπει να δοθεί σε αυτόν ειδοποίηση της αίτησης για εξασφάλιση της εξουσιοδότησης για έναρξη της αγωγής και δύναται να δείξει λόγο εναντίον της εξουσιοδότησης αυτής και, κατόπι αίτησης του, το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί ορθό, να διατάξει όπως λάβει το κατάλληλο μερίδιο από το προϊόν της αγωγής και αν δεν αξιώνει οποιοδήποτε όφελος από αυτό, θα πρέπει να εξασφαλιστεί έναντι των εξόδων όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.

Διαδικασία με την επωνυμία συνεταιρισμού

100. Δύο ή περισσότερα πρόσωπα, τα οποία είναι συνέταιροι ή οποιοδήποτε πρόσωπο που διεξάγει εργασίες με βάση επωνυμία συνεταιρισμού, δύνανται να λάβουν ή να ληφθούν εναντίον τους δικαστικά μέτρα, με βάση το Νόμο αυτό, με την επωνυμία του οίκου, αλλά σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου, να διατάξει όπως τα ονόματα προσώπων τα οποία είναι συνέταιροι σε τέτοιο οίκο ή το όνομα προσώπου αποκαλυφθούν με τέτοιο τρόπο και βεβαιωθούν ενόρκως, ή άλλως πως όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.

Αγωγές σε συμβάσεις από κοινού

101. Όταν ο πτωχεύσας είναι συμβαλλόμενος σε σύμβαση η οποία συνομολογήθηκε από κοινού με άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα, τέτοιο πρόσωπο ή πρόσωπα δύνανται να ενάγουν ή να ενάγονται σε σχέση με τη σύμβαση χωρίς τη συνένωση του πτωχεύσαντα.

Τυπικό ελάττωμα δεν ακυρώνει διαδικασία

102.-(1) Καμιά πτωχευτική διαδικασία δεν ακυρώνεται εξαιτίας τυπικού ελαττώματος ή αντικανονικότητας, εκτός αν το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε ένσταση εναντίον της διαδικασίας είναι της γνώμης ότι προκλήθηκε από το ελάττωμα ή την αντικανονικότητα ουσιαστική αδικία και ότι η αδικία δεν δύναται να θεραπευτεί από οποιοδήποτε διάταγμα του Δικαστηρίου εκείνου.

(2) Κανένα ελάττωμα ή αντικανονικότητα στο διορισμό ή την εκλογή διαχειριστή ή  μέλους εποπτικής επιτροπής δεν καθιστά άκυρη πράξη που τελέστηκε από αυτόν καλή τη πίστει.

Συνοπτική διαχείριση σε μικρές υποθέσεις

103.-(1) Όταν υποβάλλεται αίτηση από ή εναντίον πτωχεύσαντα, αν το Δικαστήριο ικανοποιείται από ένορκη δήλωση ή άλλως πως και ο επίσημος παραλήπτης, ικανοποιείται είτε από την έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα είτε άλλως πως ότι η χρηματική περιουσία του πτωχεύσαντα δεν ενδέχεται να υπερβεί τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000), δύναται να αποφασίσει όπως η διαχείριση της περιουσίας του πτωχεύσαντα γίνει κατά συνοπτικό τρόπο και σε τέτοια περίπτωση να αποταθεί με αίτησή του στο Δικαστήριο για το διορισμό του ως διαχειριστή και κήρυξη του πτωχεύσαντα σε πτώχευση.

(2) Στις διατάξεις του Νόμου αυτού δύνανται να προστεθούν και άλλες τροποποιήσεις οι οποίες δυνατό να καθοριστούν από γενικούς κανονισμούς με σκοπό να περισωθεί δαπάνη και να απλοποιηθεί η διαδικασία, αλλά καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν επιτρέπει την τροποποίηση των διατάξεων του Νόμου αυτού που αφορούν την εξέταση ή την απαλλαγή του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα.

ΜΕΡΟΣ VII ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αποκλεισμός συνεταιρισμού και εταιρειών

104. Δεν θα εκδίδεται διάταγμα πτώχευσης εναντίον νομικού προσώπου ή εναντίον συνεταιρισμού ή συνδέσμου ή εταιρείας που εγγράφεται με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο.

Εφαρμογή σε ετερόρρυθμους συνεταιρισμούς

105. Τηρουμένων των τροποποιήσεων οι οποίες δυνατό να γίνουν από γενικούς κανονισμούς με βάση το Νόμο αυτό, οι διατάξεις του Νόμου αυτού εφαρμόζονται σε ετερόρρυθμους συνεταιρισμούς κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν οι ετερόρρυθμοι συνεταιρισμοί ήταν συνηθισμένοι συνεταιρισμοί και, όταν όλοι οι γενικοί συνέταιροι ετερόρρυθμου συνεταιρισμού κηρυχτούν σε πτώχευση, το ενεργητικό του ετερόρρυθμου συνεταιρισμού περιέρχεται στο διαχειριστή.

Ποιος δύναται να κηρυχτεί σε πτώχευση

106. Οποιοσδήποτε χρεώστης, είτε έμπορος είτε όχι εναντίον του οποίου δύναται να ληφθεί νομική διαδικασία στην Κύπρο για την ανάκτηση χρέους υπόκειται σε πτώχευση όπως προβλέπεται στο Νόμο αυτό:

Νοείται πάντοτε ότι κανένας χρεώστης, ο οποίος δεν είναι έμπορος ή γεωργός κατά το χρόνο έναρξης του Νόμου αυτού, δεν θα κηρυχτεί σε πτώχευση αναφορικά με χρέος που προέκυψε πριν από την έναρξη του Νόμου αυτού ή χρέους που προέκυψε πριν από και ανανεώθηκε μετά την έναρξη του Νόμου αυτού, ή ως αποτέλεσμα της διαδικασίας που νόμιμα λήφθηκε για την ανάκτηση τέτοιου χρέους.

Διαχείριση σε πτώχευση περιουσίας προσώπου που πέθανε αφερέγγυο

107.-(1) Πιστωτής αποθανόντα πτωχεύσαντα του οποίου το χρέος θα ήταν επαρκές να στηρίξει αίτηση πτώχευσης εναντίον τέτοιου πτωχεύσαντα αν αυτός ζούσε, δύναται να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και να ζητά διάταγμα για τη διαχείριση της περιουσίας του αποθανόντα πτωχεύσαντα σύμφωνα με τον περί Πτώχευσης Νόμο.

(2) Με την επίδοση της καθορισμένης ειδοποίησης στον εκτελεστή του αποθανόντα πτωχεύσαντα ή, αν δεν υπάρχει εκτελεστής, στο διαχειριστή της περιουσίας του, το Δικαστήριο δύναται, κατά τον καθορισμένο τρόπο, και με την απόδειξη του χρέους που οφείλεται στον αιτητή, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ότι η περιουσία θα είναι επαρκής για την πληρωμή των χρεών που οφείλονται από τον αποθανόντα, να εκδώσει διάταγμα για τη διαχείριση σε πτώχευση της περιουσίας του αποθανόντα πτωχεύσαντα, ή δύναται με την απόδειξη αιτίας γι’ αυτό να απορρίψει τέτοια αίτηση με έξοδα ή χωρίς έξοδα.

(3) Με την έκδοση διατάγματος διαχείρισης της περιουσίας του αποθανόντα πτωχεύσαντα, η περιουσία του πτωχεύσαντα θα περιέρχεται στον επίσημο παραλήπτη του Δικαστηρίου, ως διαχειριστής αυτής και ο οποίος αμέσως θα προχωρεί να εκκαθαρίζει και διανέμει την περιουσία σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.

(4) Με τις τροποποιήσεις που αναφέρονται παρακάτω, όλες οι διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ του Νόμου αυτού, αναφερόμενες στη διαχείριση της περιουσίας του πτωχεύσαντα, εφαρμόζονται, κατά την έκταση που δύνανται να εφαρμοστούν, στην περίπτωση διατάγματος διαχείρισης με βάση το άρθρο αυτό κατά τον ίδιο τρόπο όπως σε διάταγμα κήρυξης της πτώχευσης που εκδίδεται με βάση το Νόμο αυτό:

(5) Νοείται πάντοτε ότι καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν αλλοιώνει το διάταγμα εκκαθάρισης των χρεών αποθανόντα προσώπου βάσει των διατάξεων του περί Διαχειρίσεως των Περιουσιών Νόμου.

(6) Κατά τη διαχείριση της περιουσίας του αποθανόντα πτωχεύσαντα με βάση διάταγμα διαχείρισης, ο επίσημος παραλήπτης λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε αξίωση που προβάλλεται από τον εκτελεστή της περιουσίας του αποθανόντα πτωχεύσαντα, προς πληρωμή της κατάλληλης δαπάνης που υπέστηκε για την κηδεία και διαχείριση της περιουσίας του πτωχεύσαντα και τέτοιες απαιτήσεις θεωρούνται ως χρέος προτεραιότητας βάσει του διατάγματος και, ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιλαμβάνεται στις διατάξεις του Νόμου αυτού για το αντίθετο αναφορικά με την προτεραιότητα άλλων χρεών πρέπει να πληρωθεί στο ακέραιο από την περιουσία του πτωχεύσαντα, κατά προτεραιότητα όλων των άλλων χρεών.

(7) Αν κατά τη διαχείριση της περιουσίας του πτωχεύσαντα, παραμένει οποιοδήποτε πλεόνασμα στα χέρια του επίσημου παραλήπτη μετά την πλήρη εξόφληση όλων των χρεών που οφείλονται από τον πτωχεύσαντα, μαζί με τα έξοδα της διαχείρισης και τόκους όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό σε περίπτωση πτώχευσης, τέτοιο πλεόνασμα πρέπει να πληρωθεί στον εκτελεστή ή διαχειριστή της περιουσίας του αποθανόντα πτωχεύσαντα, ή τύχει μεταχείρισης κατά τέτοιο άλλο τρόπο που δυνατό να καθοριστεί.

(8) Ειδοποίηση υποβολής αίτησης βάσει του άρθρου αυτού θεωρείται, στην περίπτωση διατάγματος για διαχείριση το οποίο εκδίδεται με βάση την αίτηση, ως ισοδύναμο με ειδοποίηση πράξης πτώχευσης, και οποιαδήποτε μεταβίβαση, διάθεση, επιβάρυνση, παράδοση, σύμβαση, ή πληρωμή που έγινε, η οποία αφορά ή επηρεάζει την περιουσία η οποία θα τύχει διαχείρισης βάση του διατάγματος και οποιαδήποτε εκτέλεση ή κατάσχεση εναντίον της περιουσίας που αναφέρθηκε ή μέρους αυτής, μετά την επίδοση ειδοποίησης τέτοιας αίτησης, είναι άκυρη έναντι του επίσημου παραλήπτη. Εκτός όπως αναφέρθηκε πιο πάνω καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν καθιστά άκυρη πληρωμή που έγινε ή πράξη ή πράγμα που τελέστηκε ή που έγινε υποφερτό καλή τη πίστει πριν από την έκδοση του διατάγματος διαχείρισης.

Εξουσία έκδοσης γενικών κανονισμών

108. Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει, ανακαλεί και αλλοιώνει γενικούς κανονισμούς που κατατίθενται ακολούθως στη Βουλή των Αντιπροσώπων σύμφωνα με τους περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου, Νόμους του 1989 έως 1992 για την εφαρμογή των σκοπών του Νόμου αυτού και για τον καθορισμό των τελών, δικαιωμάτων και ποσοστών τα οποία επιβάλλονται ή εισπράττονται αναφορικά με διοικητικής φύσεως διαδικασίες του παρόντος Νόμου.

Χρήση ηλεκτρονικών μέσων

108Α. Χρεώστης, πιστωτής, ιδιώτης διαχειριστής πτώχευσης και το Τμήμα Αφερεγγυότητας, δύναται να εκτελούν τις ακόλουθες ενέργειες με ηλεκτρονικά μέσα:

(α) Την υποβολή πρότασης για συμβιβασμό ή σχέδιου διευθέτησης·

(β) κοινοποιήσεις προς τους πιστωτές·

(γ) επαλήθευση χρέους.

Τέλη, δικαιώματα, κλπ., του επίσημου παραλήπτη

109.-(1) Τα τέλη, δικαιώματα και ποσοστά του επίσημου παραλήπτη που καθορίζονται όπως προβλέπεται στο άρθρο 108 του Νόμου αυτού και όλα τα άλλα έξοδα ή δαπάνες του επίσημου παραλήπτη εισπράσσονται από τον επίσημο παραλήπτη από την περιουσία του πτωχεύσαντα και καταβάλλονται στο τμήμα του Γενικού Λογιστή. Τέτοια τέλη, δικαιώματα, ποσοστά και άλλα έξοδα ή δαπάνες πληρώνονται προνομιακά όπως προβλέπεται στο άρθρο 36 του Νόμου αυτού.

(2) Όλες οι αναγκαίες δαπάνες που διενεργήθηκαν από τον επίσημο παραλήπτη όταν ενεργούσε βάσει του Νόμου αυτού (το ποσό των οποίων διευθετείται από το Δικαστήριο) πληρώνονται από την περιουσία, αν είναι επαρκής, διαφορετικά πρέπει να πληρωθούν από τον αιτούντα πιστωτή και θα δύναται να ανακτηθούν με βάση πιστοποιητικό του πρωτοκολλητή του ποσού το οποίο επετράπηκε από το Δικαστήριο:

Νοείται ότι θα είναι νόμιμο για τον Κυβερνήτη να χαρίζει ολόκληρο ή μέρος των εξόδων που είναι πληρωτέα από τον αιτούντα πιστωτή βάσει του άρθρου αυτού.

Η Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας συνιστά απόδειξη

110.-(1) Αντίγραφο της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας που περιέχει οποιαδήποτε ειδοποίηση που καταχωρήθηκε σε αυτή σύμφωνα με το Νόμο αυτό αποτελεί απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται στην ειδοποίηση.

(2) Η προσαγωγή αντιγράφου της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας που περιέχει ειδοποίηση διατάγματος πτώχευσης, ή διατάγματος το οποίο κηρύσσει πτωχεύσαντα σε πτώχευση, αποτελεί αποκλειστική μαρτυρία σε όλες τις διαδικασίες του διατάγματος το οποίο εκδόθηκε δεόντως και της ημερομηνίας του διατάγματος.

Μαρτυρία διαδικασίας σε συνελεύσεις πιστωτών

111.-(1) Πρακτικά διαδικασίας σε συνέλευση πιστωτών βάσει του Νόμου αυτού, υπογραμμένα στην ίδια ή την αμέσως επόμενη συνέλευση, από πρόσωπο το οποίο περιγράφεται ή το οποίο φαίνεται ότι είναι πρόεδρος της συνέλευσης στην οποία το πρακτικό υπογράφτηκε, λαμβάνεται ως μαρτυρία χωρίς περαιτέρω απόδειξη.

(2) Μέχρις ότου αποδειχτεί το αντίθετο, κάθε συνέλευση πιστωτών σχετικά με τη διαδικασία στην οποία υπογράφτηκε πρακτικό με αυτό τον τρόπο θα θεωρείται ότι συγκλήθηκε και συνήλθε δεόντως και όλες οι αποφάσεις που λήφθησαν ή διαδικασία που διεξάχθηκε σε αυτή θεωρούνται ότι λήφθηκαν ή διεξάχθηκαν κατά τον κανονικό τρόπο.

Μαρτυρία διαδικασίας πτώχευσης

112. Αίτηση ή αντίγραφο αίτησης πτώχευσης, διάταγμα ή πιστοποιητικό ή αντίγραφο διατάγματος ή πιστοποιητικό το οποίο εκδόθηκε από Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία πτώχευσης, οποιοδήποτε έγγραφο ή αντίγραφο εγγράφου, ένορκης δήλωσης, ή εγγράφου το οποίο έγινε ή χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια πτωχευτικής διαδικασίας ή άλλης διαδικασίας βάσει του Νόμου αυτού θα δύναται να ληφθεί ως μαρτυρία σε όλες τις νομικές διαδικασίες, αν φανεί ότι σφραγίστηκε με τη σφραγίδα Δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία πτώχευσης ή φέρεται να υπογράφτηκε από δικαστή του Δικαστηρίου αυτού ή πιστοποιείται ως αληθές αντίγραφο από Πρωτοκολητή του Δικαστηρίου αυτού.

Λήψη όρκου σε ένορκες δηλώσεις

113. Τηρουμένων των γενικών κανονισμών ένορκη δήλωση που θα χρησιμοποιηθεί σε διαδικασίες πτώχευσης δύναται να γίνει ενώπιον τέτοιων προσώπων τα οποία εξουσιοδοτούνται να επάγουν όρκους σε αστικές διαδικασίες ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Θάνατος πτωχεύσαντα ή μάρτυρα

114. Σε περίπτωση θανάτου πτωχεύσαντα ή πτωχεύσασας ή των συζύγων αυτών ή μάρτυρα του οποίου η μαρτυρία λήφθηκε από Δικαστήριο σε διαδικασία βάσει του Νόμου αυτού, η κατάθεση του προσώπου που πέθανε, η οποία φέρεται να σφραγίστηκε με τη σφραγίδα του Δικαστηρίου ή αντίγραφο αυτής το οποίο φέρεται να σφραγίστηκε με τον τρόπο αυτό θα γίνεται δεκτή ως απόδειξη των ζητημάτων που κατατίθενται σε αυτή.

Διάθεση αζήτητων κεφαλαίων και μερισμάτων

115.-(1) Όταν ο διαχειριστής έχει υπό τον έλεγχο του οποιοδήποτε αζήτητο μέρισμα το οποίο παρέμεινε αζήτητο για περισσότερο από έξι μήνες, ή όταν, μετά την έκδοση μερίσματος, ο διαχειριστής έχει στα χέρια του ή υπό τον έλεγχο του αζήτητο ή αδιανέμητο χρηματικό ποσό το οποίο προκύπτει από την περιουσία του πτωχεύσαντα, πρέπει αμέσως να το πληρώσει στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου, ο οποίος θα μεταφέρει αυτό σε λογαριασμό που θα ονομάζεται “λογαριασμός πτωχευτικών περιουσιών”. Η απόδειξη του Πρωτοκολλητή για τα χρήματα που πληρώθηκαν με τον τρόπο αυτό θα είναι επαρκής για να απαλλάξει το διαχειριστή αναφορικά με αυτά.

(2) Ο διαχειριστής, ανεξάρτητα αν εξασφάλισε την απαλλαγή του ή όχι, δύναται να κληθεί από το Δικαστήριο να λογοδοτήσει για οποιαδήποτε αζήτητα χρηματικά ποσά ή μερίσματα και σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης προς τις εντολές του Δικαστηρίου δύναται να τύχει μεταχείρισης όπως στην περίπτωση περιφρόνησης Δικαστηρίου.

(3) Πρόσωπο που αξιώνει ότι δικαιούται σε χρήματα που καταβλήθηκαν στο Λογαριασμό Πτωχευτικών Περιουσιών δύναται, εντός πέντε ετών από την ημερομηνία που τα χρήματα καταβλήθηκαν στο λογαριασμό, να απευθυνθεί στον Πρωτοκολλητή για πληρωμή σε αυτόν των χρημάτων που αξιώνει και ο Πρωτοκολλητής αν ικανοποιηθεί ότι το πρόσωπο που προβάλλει αξίωση έχει δικαίωμα, εκδίδει ένταλμα πληρωμής στο πρόσωπο αυτό για το οφειλόμενο ποσό. Πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από απόφαση του Πρωτοκολλητή δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο.

(4) Αφού παραμείνουν αζήτητα χρήματα στο Λογαριασμό Πτωχευτικών Περιουσιών για περίοδο πέντε ετών, ο Πρωτοκολλητής καταβάλλει τα χρήματα στο Γενικό Λογιστή για να χρησιμοποιηθούν από τη Δημοκρατία και όλες οι αξιώσεις επί των χρημάτων αυτών εμποδίζονται.

Τιμωρία δολίων πτωχευσάντων

116. Πρόσωπο το οποίο κηρύχτηκε σε πτώχευση ή σχετικά με την περιουσία του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης, σε καθεμιά από τις παρακάτω περιπτώσεις, θεωρείται ένοχο ποινικού αδικήματος και με την καταδίκη του υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη:

(α) αν, εξ όσων καλύτερα γνωρίζει και πιστεύει, δεν αποκαλύπτει στο διαχειριστή πλήρως και αληθώς όλη την περιουσία του κινητή και ακίνητη και πως και σε ποιο και για ποιο αντάλλαγμα και πότε διέθεσε οποιοδήποτε μέρος αυτής και ποια ποσά εξόδευε ετήσια για τις προσωπικές του δαπάνες και τις συνήθεις δαπάνες της οικογένειας του, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης·

(β) αν δεν παραδώσει στο διαχειριστή, ή όπως ο διαχειριστής διατάξει, κάθε μέρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας του που βρίσκεται υπό τη φύλαξη του ή υπό τον έλεγχο του και η οποία από το νόμο συνιστά ενεργητικά που δύνανται να διανεμηθούν μεταξύ των πιστωτών του, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης·

(γ) αν δεν παραδώσει στο διαχειριστή, ή όπως ήθελε αυτός διατάξει, όλα τα βιβλία, έγγραφα, χαρτιά και γραπτά που βρίσκονται υπό τη φύλαξη του ή τον έλεγχο του τα οποία αφορούν την περιουσία του ή τις υποθέσεις του, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης·

(δ) αν μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον αυτού, ή εντός δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης, αποκρύπτει, καταστρέφει, περικόπτει ή παραποιεί ή συνεργεί στην απόκρυψη, καταστροφή, περικοπή ή παραποίηση οποιουδήποτε βιβλίου ή εγγράφου που επηρεάζει ή αφορά την περιουσία ή τις υποθέσεις αυτού εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι αυτός δεν είχε πρόθεση απόκρυψης της έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης του πτωχεύσαντα ή του πτωχεύσαντα ή διαφορετικά πρόθεση καταδολίευσης·

(ε) αν μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον αυτού, παρεμποδίζει την προσαγωγή οποιουδήποτε βιβλίου, εγγράφου, χαρτιού ή γραπτού που επηρεάζει ή αφορά την περιουσία ή τις υποθέσεις του, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση απόκρυψης της έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα ή διαφορετικά πρόθεση καταδολίευσης·

(στ) αν μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, ή εντός δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης, προβαίνει ή συνεργεί στη διενέργεια ψευδής καταχώρησης σε βιβλίο ή έγγραφο που επηρεάζει ή σχετίζεται με την περιουσία του ή τις υποθέσεις του, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση απόκρυψης της έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα ή διαφορετικά πρόθεση καταδολίευσης·

(ζ) αν μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, ή εντός δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης, δόλια αποξενώνει, αλλοιώνει ή προβαίνει σε παράλειψη ή συνεργεί στη δόλια αποξένωση, αλλοίωση ή παράλειψη σε έγγραφο που επηρεάζει ή αφορά περιουσία ή τις περιουσιακές του υποθέσεις·

(η) αν προβαίνει σε οποιαδήποτε ουσιαστική παράλειψη σε κατάσταση που επηρεάζει ή σχετίζεται με την περιουσία του ή τις περιουσιακές του υποθέσεις, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης·

(θ) αν, μετά την υποβολή αίτησης από ή εναντίον του, ή εντός δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την υποβολή αίτησης, αποκρύπτει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του ή οποιοδήποτε χρέος που οφείλεται σε αυτόν ή από αυτόν, ή διαθέτει μέρος των αγαθών του ή της περιουσίας του έναντι ανταλλάγματος το οποίο είναι ουσιαστικά χαμηλότερο σε αξία από τη συνηθισμένη αγοραία αξία τέτοιων αγαθών ή περιουσίας, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης·

(ι) αν, μετά την υποβολή αίτησης από ή εναντίον του, ή εντός δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την υποβολή τέτοιας αίτησης, δολίως μετακινεί οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του·

(ια) αν, γνωρίζει ή πιστεύει ότι προβλήθηκε αξίωση για ψευδές χρέος ή επαλήθευση από πρόσωπο με βάση την πτώχευση παραλείπει για περίοδο ενός μηνός από την ημερομηνία που περιήλθε σε γνώση του ή σε πίστη του να γνωστοποιήσει στο διαχειριστή το ζήτημα·

(ιβ) αν, μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, ή σε συνέλευση των πιστωτών του εντός δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την υποβολή τέτοιας αίτησης, αποπειράται να υποβάλει λογαριασμό για οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του με εικονικές ζημιές ή δαπάνες·

(ιγ) αν, εντός δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, ή μετά την υποβολή τέτοιας αίτησης και πριν από την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, αυτός, με ψευδή παράσταση ή άλλη απάτη, εξασφάλισε περιουσία με πίστωση και δεν επλήρωσε για αυτή·

(ιδ) αν, εντός δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, ή μετά την υποβολή τέτοιας αίτησης και πριν από την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, εξασφαλίζει, με ψευδή παράσταση ότι διεξάγει εργασίες και, αν είναι έμπορος, ότι συναλλάσσεται με το συνηθισμένο τρόπο εμπορίου, οποιαδήποτε περιουσία με πίστωση και δεν επλήρωσε για αυτήν, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης·

(ιε) αν, εντός δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, ή μετά την υποβολή τέτοιας αίτησης και πριν από την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, ενεχυριάζει, επιβαρύνει, υποθηκεύει ή διαθέτει διαφορετικά παρά με το συνηθισμένο τρόπο εμπορίου οποιαδήποτε περιουσία την οποία εξασφάλισε με πίστωση και δεν επλήρωσε για αυτήν, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης·

(ιστ) αν, μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, ή μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως προ της υποβολής τέτοιας αίτησης, προέβηκε σε δωρεά, πώληση, παράδοση, μεταβίβαση, υποθήκευση ή επιβάρυνση επί της περιουσίας του, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης·

(ιζ) αν είναι ένοχος ψευδής παράστασης ή άλλης πλάνης με το σκοπό την εξασφάλιση της συναίνεσης των πιστωτών του ή οποιουδήποτε από αυτούς σε συμφωνία σχετιζόμενη με την έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα ή με την πτώχευση·

(ιη) αν, μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, εγκαταλείπει ή αποπειράται να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης·

(ιθ) αν, εφόσο γνωρίζει την αφερεγγυότητα του, επιτρέψει ή ανεχθεί όπως ολόκληρο ή ουσιαστικά ολόκληρο το ενεργητικό του κατασχεθεί από πιστωτή ή πιστωτές, ή χρησιμοποιηθεί προς όφελος πιστωτή ή πιστωτών προς βλάβη και με πρόθεση καταδολίευσης άλλων πιστωτών.

Για το σκοπό του άρθρου αυτού, ή έκφραση “διαχειριστής” σημαίνει τον επίσημο παραλήπτη της περιουσίας του πτωχεύσαντα ή διαχειριστή που διαχειρίζεται την περιουσία του προς όφελος των πιστωτών του.

Εξασφάλιση πίστωσης από πτωχεύσαντες που δεν αποκαταστάθηκαν

117. Όταν πτωχεύσας που δεν αποκαταστάθηκε-

(α) είτε μόνος είτε από κοινού με άλλο πρόσωπο εξασφαλίζει πίστωση στην έκταση των εξακοσίων πενήντα ευρώ ή πέραν των εξακοσίων πενήντα ευρώ (€650) από πρόσωπο χωρίς να πληροφορήσει το πρόσωπο εκείνο ότι είναι πτωχεύσας που δεν αποκαταστάθηκε ή

(β) επιδίδεται σε εμπόριο ή διεξάγει εργασίες με άλλο όνομα από εκείνο με βάση το οποίο κηρύχτηκε σε πτώχευση χωρίς να αποκαλύψει σε όλα τα πρόσωπα με τα οποία συναλλάσσεται επαγγελματικά το όνομα με βάση το οποίο κηρύχτηκε σε πτώχευση,

είναι ένοχος αδικήματος και με καταδίκη του υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη.

Απάτες από πτωχεύσαντες

118. Αν πρόσωπο το οποίο κηρύχτηκε σε πτώχευση ή αναφορικά με την περιουσία του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης:

(α) με την ανάληψη χρέους ή υποχρέωσης, εξασφάλισε πίστωση βάσει ψευδών παραστάσεων ή με άλλη απάτη

(β) με πρόθεση καταδολίευσης των πιστωτών του ή οποιουδήποτε από αυτούς διενήργησε ή προκάλεσε τη διενέργεια δωρεάς, παράδοσης ή μεταβίβασης ή επιβάρυνσης επί της περιουσίας του

(γ) με πρόθεση καταδολίευσης των πιστωτών του απέκρυψε ή μετακίνησε οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του από ή εντός δύο μηνών πριν από την ημερομηνία οποιασδήποτε απόφασης ή διατάγματος για πληρωμή χρημάτων που εξασφαλίστηκε εναντίον του και η οποία απόφαση ή διάταγμα παραμένουν ανικανοποίητα,

είναι ένοχο αδικήματος και με την καταδίκη του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

Τιμωρία προσώπων που μετακινούν, κλπ., περιουσία πτωχεύσαντα

119. Αν πρόσωπο, μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον πτωχεύσαντα, ή εντός δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την υποβολή τέτοιας αίτησης, μετακινεί ή αποκρύπτει ή προκαλεί τη μετακίνηση ή απόκρυψη ή λαμβάνει είτε για δικό του όφελος ή προς όφελος του πτωχεύσαντα αυτού ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, μέρος της περιουσίας τέτοιου πτωχεύσαντα η οποία έπρεπε από το νόμο να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών του, τέτοιο πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος και με καταδίκη του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης.

Ψευδείς αξιώσεις, δηλώσεις, κλπ. εναντίον πτωχεύσαντα

120. Αν πιστωτής ή πρόσωπο το οποίο αξιώνει ως πιστωτής σε πτωχευτική διαδικασία εσκεμμένα και με πρόθεση καταδολίευσης προβαίνει σε ψευδή αξίωση, ή επαλήθευση, δήλωση ή κατάσταση λογαριασμού η οποία είναι αναληθής σε ουσιαστική λεπτομέρεια είναι ένοχο αδικήματος και με καταδίκη του υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

Τιμωρία διαχειριστή για απόκρυψη, κλπ., περιουσιακών υποθέσεων του πτωχεύσαντα

121. Οποιοσδήποτε είναι διαχειριστής όταν, σε αναφορά ή κατάσταση αναφερόμενη στις περιουσιακές υποθέσεις προσώπου το οποίο κηρύχτηκε σε πτώχευση, εσκεμμένα προβαίνει σε ουσιώδη παράλειψη ή απόκρυψη ή κατακρατεί πληροφορία ή ζήτημα το οποίο τείνει στο να αποδείξει την αληθή κατάσταση των περιουσιακών υποθέσεων τέτοιου προσώπου ή τις περιστάσεις της πτώχευσης, ή ο οποίος με οποιοδήποτε τρόπο παρέχει βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόσωπο να διαπράξει οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στο Νόμο αυτό, τότε σε κάθε τέτοια περίπτωση ο διαχειριστής αυτός είναι ένοχος αδικήματος και με καταδίκη του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη.

Παράλειψη τήρησης κατάλληλων λογαριασμών από πτωχεύσαντα

122.-(1) Αν πρόσωπο κηρύχτηκε σε πτώχευση ή προέβηκε σε συμβιβασμό ή διευθέτηση με τους πιστωτές του, είναι ένοχο αδικήματος, αν, κατά τη διάρκεια ή μέρος των δύο ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης πτώχευσης ενώ επιδίδετο σε εμπόριο ή διεξήγαγε εργασίες, δεν τηρούσε τα κατάλληλα βιβλία λογαριασμού στη διάρκεια των δύο ετών ή μέρους αυτών όπως αναφέρθηκε πιο πάνω και, αν επιδιδόταν έτσι κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, μετέπειτα, ενώ εξακολουθεί να επιδίδεται με τον τρόπο αυτό μέχρι της ημερομηνίας του διατάγματος πτώχευσης, ή δεν είχε προφυλάξει τα βιβλία λογαριασμού που ετηρούντο με τον τρόπο αυτό:

Νοείται ότι πρόσωπο το οποίο δεν ετηρούσε ή δεν προφύλαξε τέτοια βιβλία λογαριασμού δεν καταδικάζεται για αδίκημα βάσει του άρθρου αυτού αν οι μη ασφαλισμένες υποχρεώσεις του κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης δεν υπερέβαιναν τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000), ή αν αποδείξει ότι υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες εμπορευόταν ή διεξήγαγε εργασίες η παράλειψη ήταν έντιμη και δικαιολογημένη.

(2) Πρόσωπο το οποίο βρίσκεται ένοχο αδικήματος βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη:

Νοείται πάντοτε ότι δεν εγείρεται δίωξη εναντίον προσώπου βάσει του άρθρου αυτού εκτός κατόπι διατάγματος του Δικαστηρίου.

(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, πρόσωπο δεν θα θεωρείται ότι τηρούσε τα κατάλληλα βιβλία λογαριασμού αν δεν τηρούσε τέτοια βιβλία ή λογαριασμούς τα οποία είναι αναγκαία να εκθέτουν ή επεξηγούν τις συναλλαγές του και την οικονομική του θέση στο εμπόριο, τις εργασίες ή το επάγγελμα του, περιλαμβανόμενου βιβλίου ή βιβλίων που περιέχουν ημερήσιες καταχωρήσεις με επαρκείς λεπτομέρειες όλων των μετρητών που εισπράσσονται και μετρητών που πληρώνονται και, όταν το εμπόριο ή εργασία περιλαμβάνει συναλλαγές αγαθών, επίσης λογαριασμούς όλων των αγαθών που πωλήθηκαν περιλαμβανόμενης λεπτομερής περιγραφής όλων των αγαθών που πωλήθηκαν και αγοράστηκαν είτε τοις μετρητοίς είτε με πίστωση, ώστε να καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός της ταυτότητας των αγαθών αυτών, και επίσης λεπτομέρειες του ονόματος και διεύθυνσης του προμηθευτή ή αγοραστή τέτοιων αγαθών ως και καταστάσεις ετήσιων απογραφών που δείχνουν τη βάση πάνω στην οποία διεξάχθηκαν τέτοιες απογραφές:

Νοείται ότι πρόσωπο που ασκεί λιανικό εμπόριο στο οποίο καταχώρηση λεπτομερειών όπως απαιτείται πιο πάνω, θα προκαλούσε ταλαιπωρία ή θα ήταν αντίθετη προς τα συνήθη εμπορικά έθιμα, τότε και σε τέτοιες περιπτώσεις η παράλειψη θα θεωρείται δικαιολογημένη.

(4) Κατά την εφαρμογή στα πιο πάνω αναφερθέντα βιβλία, οι παράγραφοι (δ), (στ) και (ζ) του άρθρου 116 του Νόμου αυτού (που αφορούν στην καταστροφή, περικοπή, παραποίηση και άλλη δόλια συναλλαγή στα βιβλία και έγγραφα), θα ισχύουν ωσάν η έκφραση “δύο έτη αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης” αντικαθίσταντο από το χρόνο  που αναφέρεται στις παραγράφους εκείνες ως ο χρόνος πριν από την υποβολή εντός του οποίου οι πράξεις ή παραλείψεις που καθορίζονται στις παραγράφους εκείνες συνιστά αδίκημα.

Ο πτωχεύσας είναι ένοχος αν επιδίδεται σε τυχερά παιγνίδια

123.-(1) Πρόσωπο που κηρύχτηκε σε πτώχευση, είναι ένοχο αδικήματος και με την καταδίκη του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, αν ενώ επιδιδόταν σε εμπόριο ή διεξήγαγε εργασίες και ενώ εκρεμούσαν κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης χρέη τα οποία συνάφθηκαν στην πορεία και για τους σκοπούς του εμπορίου ή των εργασιών.

(α) εντός δύο ετών πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, συνέβαλε ουσιαστικά ή αύξησε την έκταση της αφερεγγυότητας του με το να επιδίδεται σε τυχερά παιγνίδια ή βεβιασμένες ριψοκίνδυνες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και τέτοια τυχερά παιγνίδια ή κερδοσκοπικές επιχειρήσεις δεν συνδέονται με την άσκηση από αυτόν της εμπορίας του ή των εργασιών του ή

(β) μεταξύ της ημερομηνίας της υποβολής της αίτησης και της ημερομηνίας του διατάγματος πτώχευσης απώλεσε οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του εξαιτίας των τυχερών παιγνιδιών ή βεβιασμένων και ριψοκίνδυνων κερδοσκοπικών επιχειρήσεων όπως αναφέρθηκε πιο πάνω ή

(γ) όταν ενώ κλήθηκε από τον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή οποτεδήποτε ή κατά τη διάρκεια της δημόσιας εξέτασης από το Δικαστήριο, να λογοδοτήσει για την απώλεια ουσιαστικού μέρους της περιουσίας του που συνέβηκε εντός της περιόδου ενός έτους προ της αμέσως προηγούμενης της ημερομηνίας της υποβολής της αίτησης πτώχευσης, παρέλειψε να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τον τρόπο που συνέβηκε η απώλεια:

Νοείται ότι, για να αποφασιστεί για τους σκοπούς του άρθρου αυτού κατά πόσο επιχείρηση είναι βεβιασμένη και ριψοκίνδυνη λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου κατά το χρόνο που επιδόθηκε στις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις.

(2) Δεν λαμβάνεται ποινική δίωξη εναντίον προσώπου με βάση το άρθρο αυτό εκτός κατόπι διατάγματος  του Δικαστηρίου.

Πτωχεύσας που φυγοδικεί με περιουσία

124. Αν  πρόσωπο το οποίο κηρύχτηκε σε πτώχευση, μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, ή εντός έξι μηνών πρίν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, εγκαταλείπει την Κύπρο ή αποπειράται να εγκαταλείψει την Κύπρο και συναποκομίζει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του που ανέρχεται στο ποσό των χιλίων ευρώ (€1.000) ή μεγαλύτερο, η οποία έπρεπε να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών του, είναι ένοχο (εκτός αν αποδείξει ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης) αδικήματος και με την καταδίκη του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη.

Δίωξη αδικημάτων

125. Αν, κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε διαδικασιών που λήφθηκαν με βάση αίτηση πτώχευσης ή κατόπι παραστάσεων του επίσημου παραλήπτη, ή οποιουδήποτε πιστωτή, φανεί στο Δικαστήριο ότι υπάρχει λόγος για υπόνοια ότι πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος βάσει του Νόμου αυτού, το Δικαστήριο, αν φανεί σε αυτό ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ότι ο πτωχεύσας θα καταδικαστεί και ότι οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν επιθυμητή την δίωξη τέτοιου προσώπου, θα διατάσσει τη δίωξη του προσώπου αυτού ανάλογα και σε τέτοια περίπτωση δύναται να διατάξει όπως το πρόσωπο που θα διωχθεί τεθεί υπό κράτηση, αν είναι παρόν, ή, αν δεν είναι παρόν, δύναται να εκδώσει ένταλμα σύλληψης και κράτησης του μέχρις ότου το πρόσωπο αυτό προσαχθεί ενώπιον Δικαστή ώστε να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο.

Ποινική ευθύνη μετά από αποκατάσταση ή συμβιβασμό

126. Όταν πτωχεύσας είναι ένοχος ποινικού αδικήματος, δεν θα εξαιρεθεί από το να διωχθεί ποινικά εξαιτίας του ότι εξασφάλισε την αποκατάσταση του ή ότι έγινε αποδεκτός συμβιβασμός ή εγκρίθηκε σχέδιο διευθέτησης.

Μη συνυπολογισμός περιόδου πτώχευσης στο χρόνο παραγραφής

127. Η χρονική περίοδος κατά την οποία πρόσωπο τελεί υπό πτώχευση δεν συνυπολογίζεται κατά τον καθορισμό της προδιαγραφόμενης περιόδου παραγραφής δυνάμει των διατάξεων του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου.

Μεταβατικές Διατάξεις

128. Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, ισχύουν οι ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις:

(α) Οποιαδήποτε διαδικασία αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής εναντίον χρεώστη, η οποία άρχισε αλλά δεν έχει συμπληρωθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, συνεχίζεται ως διαδικασία αίτησης για έκδοση διατάγματος πτώχευσης δυνάμει του παρόντος Νόμου, χωρίς οποιαδήποτε τροποποίηση των σχετικών δικογράφων·

(β) οποιοδήποτε διάταγμα παραλαβής έχει εκδοθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, δύναται να τροποποιηθεί από το Δικαστήριο, μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, ώστε να αποτελεί πλέον διάταγμα πτώχευσης δυνάμει του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει Διαδικαστικούς Κανονισμούς για σκοπούς σύντμησης της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης που προνοείται στην παρούσα παράγραφο:

Νοείται περαιτέρω ότι, η ημερομηνία έκδοσης του τροποποιηθέντος ως ανωτέρω αρχικού διατάγματος παραλαβής θα λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς υπολογισμού των προθεσμιών για αυτοδίκαιη αποκατάσταση του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27Α, ως εάν να επρόκειτο για την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού διατάγματος πτώχευσης, εκτός εάν υποβληθεί ένσταση από οποιοδήποτε πιστωτή·

(γ) οποιαδήποτε διαδικασία πτώχευσης έχει αρχίσει με διάταγμα πτώχευσης που έχει εκδοθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, συνεχίζεται και διεκπεραιώνεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(Άρθρο 14)

ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΠΙΣΤΩΤΩΝ

1. Η πρώτη συνέλευση πιστωτών συγκαλείται σε ημέρα όχι αργότερα από ογδόντα ημέρες (80) μετά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης, εκτός αν το Δικαστήριο για ειδικό λόγο κρίνει σκόπιμο ότι η συνέλευση πρέπει να συγκληθεί σε μεταγενέστερη ημέρα.

2. Ο επίσημος παραλήπτης συγκαλεί τη συνέλευση αφού δώσει ειδοποίηση όχι μικρότερη των επτά ημερών για το χρόνο και τόπο της συνέλευσης αυτής η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή ή σε άλλη ιστοσελίδα δημόσιας πρόσβασης.

3. Ο επίσημος παραλήπτης αποστέλλει επίσης, το ταχύτερο πρακτικά δυνατό σε κάθε πιστωτή που αναφέρεται στην κατάσταση των περιουσιακών υποθέσεων του πτωχεύσαντα ειδοποίηση του χρόνου και τόπου της πρώτης συνέλευσης των πιστωτών, η οποία συνοδεύεται από περίληψη της κατάστασης των περιουσιακών υποθέσεων του πτωχεύσαντα, περιλαμβανομένης της αποτυχίας του και οποιεσδήποτε παρατηρήσεις σε αυτή τις οποίες ο επίσημος παραλήπτης δυνατό να θεωρεί ορθό να κάνει αλλά η διαδικασία της πρώτης συνέλευσης δεν ακυρώνεται εξαιτίας της μη αποστολής ή λήψης πριν από τη συνέλευση τέτοιας ειδοποίησης ή περίληψης.

4. Η συνέλευση συνέρχεται σε τέτοιο τόπο ο οποίος είναι κατά τη γνώμη του επίσημου παραλήπτη ο πλέον κατάλληλος για την πλειοψηφία των πιστωτών.

5. Ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής δύναται οποτεδήποτε να συγκαλεί συνέλευση των πιστωτών και θα ενεργεί με τον τρόπο αυτό οποτεδήποτε διατάσσεται από το Δικαστήριο ή όταν ζητηθεί από το ένα τέταρτο σε αξία των πιστωτών.

6. Συνελεύσεις μεταγενέστερες της πρώτης συνέλευσης συγκαλούνται με την αποστολή ειδοποίησης του χρόνου και τόπου αυτής σε κάθε πιστωτή, στη διεύθυνση που δόθηκε από αυτόν στην επαλήθευση του, ή αν δεν προέβηκε σε επαλήθευση, σε διεύθυνση που αναφέρεται στην κατάσταση των περιουσιακών υποθέσεων του πτωχεύσαντα, ή σε τέτοια άλλη διεύθυνση η οποία δυνατό να είναι γνωστή στο πρόσωπο που συγκαλεί τη συνέλευση.

7. Ο επίσημος παραλήπτης, ή πρόσωπο που υποδεικνύεται από αυτόν, είναι ο πρόεδρος της συνέλευσης. Ο πρόεδρος μεταγενέστερων συνελεύσεων είναι πρόσωπο που η συνέλευση δύναται με απόφαση της να διορίσει.

8. Πρόσωπο δεν δικαιούται να ψηφίζει ως πιστωτής στην πρώτη ή σε οποιαδήποτε άλλη συνέλευση πιστωτών εκτός αν επαλήθευσε δεόντως χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση και το οποίο οφείλεται σε αυτόν από τον πτωχεύσαντα και η επαλήθευση καταχωρήθηκε κανονικά πριν από το χρόνο που ορίστηκε

9. Πιστωτής δεν θα ψηφίζει σε οποιαδήποτε τέτοια συνέλευση αναφορικά με ανεκκαθάριστα ή υπό αίρεση χρέη, ή για χρέος η αξία του οποίου δεν έχει εξακριβωθεί.για τη συνέλευση.

10. Για σκοπούς ψηφοφορίας, εξασφαλισμένος πιστωτής θα εκθέτει στην επαλήθευση, εκτός αν ο εξασφαλισμένος πιστωτής παραιτήθηκε της εξασφάλισής του, λεπτομέρειες της εξασφάλισής του, την ημερομηνία που δόθηκε η εξασφάλιση και η υπολογισθείσα αξία αυτής και θα δικαιούται να ψηφίσει μόνον αναφορικά με το υπόλοιπο (αν υπάρχει) που οφείλεται σε αυτόν μετά την αφαίρεση της αξίας της εξασφάλισής του. Αν ψηφίσει για ολόκληρο το οφειλόμενο σε αυτόν χρέος θεωρείται ότι παραιτήθηκε από την ασφάλεια του, εκτός αν το Δικαστήριο, κατόπι αίτησης, ικανοποιείται ότι η παράλειψη να εκτιμήσει την εξασφάλισή του οφείλεται σε αβλεψία.

11. Πιστωτής δεν ψηφίζει σχετικά με χρέος που οφείλεται ή εξασφαλίζεται από τρέχουσα συναλλαγματική ή γραμμάτιο σε διαταγή που κατέχεται από αυτόν, εκτός αν είναι διατεθειμένος να θεωρήσει την προς αυτόν υποχρεώση, που προέρχεται από τη συναλλαγματική ή το γραμμάτιο σε διαταγή κάθε προσώπου που ευθύνεται από τη συναλλαγματική ή το γραμμάτιο σε διαταγή που είναι προγενέστερη της υποχρέωσης του χρεώστη και εναντίον του οποίου δεν εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης, ως εξασφάλιση σε αυτόν και να εκτιμήσει την αξία της και για τους σκοπούς ψηφοφορίας, αλλά όχι για σκοπούς μερίσματος να αφαιρέσει την αξία της εξασφάλισης από την επαλήθευση του.

12. Ο διαχειριστής ή ο επίσημος παραλήπτης έχει αρμοδιότητα εντός είκοσι οκτώ ημερών αφότου η επαλήθευση στην οποία έγινε η εκτίμηση της αξία της εξασφάλισης χρησιμοποιήθηκε για συμμετοχή στη ψηφοφορία σε οποιαδήποτε συνέλευση να ζητήσει από πιστωτή να παραιτηθεί από αυτή προς όφελος του συνόλου των πιστωτών με την πληρωμή της αξίας που υπολογίστηκε με τον τρόπο αυτό αλλά με την προσθήκη σε αυτή ποσοστού είκοσι τοις εκατό:

Νοείται ότι πιστωτής που προέβηκε σε εκτίμηση της αξίας της εξασφάλισης δύναται, οποτεδήποτε του ζητηθεί να παραιτηθεί από τέτοια νέα επαλήθευση και να αφαιρέσει τη νέα αυτή αξία από το χρέος που οφείλεται σε αυτόν, αλλά σε τέτοια περίπτωση η προσθήκη του είκοσι τοις εκατό δεν θα πραγματοποιηθεί αν ο διαχειριστής ζητήσει την παραίτηση από την εξασφάλιση.

13. Αν εκδοθεί διάταγμα πτώχευσης εναντίον ενός συνέταιρου σε οίκο, οποιοσδήποτε πιστωτής στον οποίο ο συνέταιρος εκείνος οφείλει από κοινού με άλλους εταίρους του οίκου ή με οποιοδήποτε από αυτούς, δύναται να επαληθεύσει το οφειλόμενο σε αυτόν χρέος για σκοπούς ψηφοφορίας σε συνέλευση πιστωτών και δικαιούται να ψηφίσει σε αυτήν.

14. Ο πρόεδρος συνέλευσης έχει δικαίωμα να αποδεχτεί ή απορρίψει επαλήθευση για σκοπούς ψηφοφορίας, αλλά η απόφαση του θα προσβάλλεται στο Δικαστήριο. Αν τελεί σε αμφιβολία κατά πόσο να αποδεχτεί ή να απορρίψει την επαλήθευση πιστωτή πρέπει να σημειώσει ότι η επαλήθευση αμφισβητείται και θα επιτρέψει στον πιστωτή να ψηφίσει, και η ψήφος θα υπόκειται σε ακύρωση σε περίπτωση που η ένσταση γίνει αποδεκτή.

15. Πιστωτής δύναται να ψηφίσει είτε προσωπικά είτε με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο.

16.-(1) Κάθε έγγραφο πληρεξουσιοδότησης πρέπει να είναι κατά τον καθορισμένο τύπο και εκδίδεται από τον επίσημο παραλήπτη της περιουσίας του πτωχεύσαντα ή από το διαχειριστή, μετά το διορισμό του, και κάθε καταχώριση σε αυτό πρέπει να γίνεται ιδιοχείρως από το πρόσωπο που παρέχει την πληρεξουσιοδότηση, ή από διευθυντή ή υπάλληλο ή άλλο πρόσωπο που βρίσκεται στην τακτική υπηρεσία αυτού, ή από οποιοδήποτε εντεταλμένο να δέχεται όρκους.

(2) Γενικοί και ειδικοί τύποι πληρεξουσιοδοτήσεων αποστέλλονται στους πιστωτές, μαζί με την ειδοποίηση σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών και ούτε το όνομα ούτε η περιγραφή του επίσημου παραλήπτη ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου πρέπει να τυπωθεί ή καταχωρηθεί στο έγγραφο της πληρεξουσιοδότησης πριν από την αποστολή του.

(3) Πιστωτής δύναται να δώσει ειδική πληρεξουσιοδότηση σε οποιοδήποτε πρόσωπο για να ψηφίσει σε οποιαδήποτε ορισμένη συνέλευση ή κατά την αναβολή αυτής για όλα ή για οποιαδήποτε από τα παρακάτω ζητήματα:

(α) υπέρ ή εναντίον συγκεκριμένης πρότασης για συμβιβασμό ή σχέδιο διευθέτησης·

(β) υπέρ ή εναντίον διορισμού συγκεκριμένου προσώπου ως διαχειριστή έναντι ορισμένου ποσοστού ή αμοιβής, ή ως μέλους της εποπτικής επιτροπής, ή υπέρ ή εναντίον της συνέχισης σε αξίωμα οποιουδήποτε ορισμένου προσώπου ως διαχειριστή ή μέλους της εποπτικής επιτροπής·

(γ) για όλα τα ζητήματα που αφορούν οποιοδήποτε θέμα, εκτός εκείνων που αναφέρονται πιο πάνω, τα οποία προκύπτουν σε ορισμένη συνέλευση ή αναβολή αυτής.

17. Πιστωτής δύναται να δώσει γενική πληρεξουσιοδότηση στο διευθυντή ή υπάλληλο του, ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται στην τακτική υπηρεσία του. Σε τέτοια περίπτωση το έγγραφο της πληρεξουσιοδότησης θα πρέπει να δηλώνει τη σχέση στην οποία βρίσκεται το πρόσωπο που ενεργεί έναντι του πιστωτή.

18. Πληρεξουσιοδότηση δεν χρησιμοποιείται εκτός αν καταχωρηθεί στον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή πριν από τη συνέλευση στην οποία θα χρησιμοποιηθεί.

19. Πιστωτής δύναται να διορίσει τον επίσημο παραλήπτη της περιουσίας του πτωχεύσαντα, να ενεργεί κατά τον τρόπο που καθορίζεται ως γενικός ή ειδικός πληρεξούσιος του.

20. Ο πρόεδρος της συνέλευσης με τη συναίνεση αυτής, δύναται να αναβάλλει τη συνέλευση από καιρό σε καιρό και από τόπο σε τόπο.

21. Συνέλευση δεν θα έχει αρμοδιότητα να ενεργεί για οποιοδήποτε σκοπό, πλην της εκλογής προέδρου, της επαλήθευσης χρεών και της αναβολής της συνέλευσης εκτός αν παρίστανται ή εκπροσωπούνται σε αυτήν τρείς τουλάχιστον πιστωτές, ή όλοι οι πιστωτές αν ο αριθμός των πιστωτών δεν ξεπερνά τους τρείς.

22. Αν μέσα σε μισή ώρα από τον ορισμένο για τη συνέλευση χρόνο δεν επιτευχθεί απαρτία από τους παριστάμενους ή εκπροσωπούμενους πιστωτές, η συνέλευση θα αναβάλλεται για την ίδια ημέρα της επόμενης εβδομάδας στον ίδιο χρόνο και τόπο, ή σε τέτοια άλλη ημέρα όπως ο πρόεδρος δύναται να ορίσει, η οποία δεν θα είναι μικρότερη από επτά ημέρες, ή μεγαλύτερη των είκοσι μιας ημερών.

23. Ο πρόεδρος κάθε συνέλευσης ενεργεί ώστε τα πρακτικά της διαδικασίας της συνέλευσης να συντάσσονται και να καταχωρίζονται ακριβοδίκαια σε βιβλίο τηρούμενο για το σκοπό αυτό, και τα πρακτικά θα υπογράφονται από τον πρόεδρο της συνέλευσης στην οποία λήφθηκαν ή από τον πρόεδρο της αμέσως επόμενης συνέλευσης.

24. Κανένα πρόσωπο που ενεργεί είτε βάσει γενικής ή ειδικής πληρεξουσιοδότησης δεν θα ψηφίζει υπέρ απόφασης η οποία άμεσα ή έμμεσα θα θέτει τον ίδιο συνέταιρο ή εργοδότη του, σε θέση να εισπράξει αμοιβή από την περιουσία του πτωχεύσαντα διαφορετικά παρά ως πιστωτής εξίσου με τους άλλους πιστωτές του πτωχεύσαντα:

Νοείται ότι όταν πρόσωπο κατέχει ειδικές πληρεξουσιοδοτήσεις για να ψηφίσει για το διορισμό του ίδιου ως διαχειριστή δύναται να χρησιμοποιήσει τις πληρεξουσιοδοτήσεις που αναφέρθηκαν και να ψηφίσει ανάλογα.

25. Ο επισημος παραλήπτης, το ταχύτερο δυνατό μετά τη συνέλευση των πιστωτών, καταχωρίζει σε Δικαστήριο αντίγραφο των πρακτικών της διαδικασίας και αποφάσεων που έγιναν και λήφθηκαν σε τέτοια συνέλευση.

26. Η ψήφος του διαχειριστή ή του συνέταιρου του, υπαλλήλου, δικηγόρου ή δικηγορικού υπαλλήλου, είτε ως πιστωτή είτε ως πληρεξούσιου για πιστωτή, δεν υπολογίζεται για την απαιτούμενη πλειοψηφία προς ψήφιση απόφασης που επηρεάζει την αμοιβή ή τη συμπεριφορά διαχειριστή.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(Άρθρο 37)

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΕΙΣ ΧΡΕΩΝ

Επαλήθευση σε Συνηθισμένες Περιπτώσεις

1 (α) Όπου χρεώστης πτωχεύει από το Δικαστήριο, πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι πιστωτής του πτωχεύσαντα και επιθυμεί να ανακτήσει το χρέος του στο σύνολο ή μερικώς, πρέπει να υποβάλει επαλήθευση γραπτώς στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή, εντός τριάντα πέντε (35) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος πτώχευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·

(β) μετά από δεόντως αιτιολογημένο αίτημα πιστωτή, η προθεσμία των 35 ημερών δύναται να παραταθεί, από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή.

2. Χρέος δύναται να επαληθευτεί με την παράδοση ή αποστολή μέσω του ταχυδρομείου με προπληρωτέα επιστολή στον επίσημο παραλήπτη, ή, αν διορίστηκε διαχειριστής, στο διαχειριστή, ένορκης δήλωσης που επιβεβαιώνει το χρέος, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικό τρόπο επαλήθευσης χρέους, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 9Α.

3. Η ένορκη δήλωση δύναται να γίνει από τον ίδιο τον πιστωτή ή από κάποιο άλλο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται από ή για λογαριασμό του πιστωτή. Αν γίνει από πρόσωπο που εξουσιοδοτήθηκε με τον τρόπο αυτό πρέπει να δηλώνει την εξουσιοδότηση και τον τρόπο που περιήλθε σε γνώση του.

4. Η ένορκη δήλωση περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε κατάσταση λογαριασμού που αποδεικνύει τις λεπτομέρειες του χρέους και ειδικεύει τις αποδείξεις πληρωμών, αν υπάρχουν, με τις οποίες το χρέος δύναται να υποστηριχτεί και, όπου εφαρμόζεται, τα ονόματα όλων των εγγυητών που έχουν ευθύνη σε σχέση με χρέος του πτωχεύσαντα και την έκταση της ευθύνης που προκύπτει από την εγγύηση, σύμφωνα με τη σύμβαση εγγύησης, κατά την ημερομηνία της ένορκης δήλωσης. Ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής δύναται οποτεδήποτε να ζητήσει την προσαγωγή δικαιολογητικών δαπάνης.

5. Η ένορκη δήλωση εκθέτει κατά πόσο ο πιστωτής είναι ή δεν είναι εξασφαλισμένος πιστωτής.

6. Πιστωτής υφίσταται τα έξοδα επαλήθευσης του οφειλόμενου σε αυτόν χρέους, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει ειδικά, άλλως πως.

7. Κάθε πιστωτής που κατέθεσε επαλήθευση δικαιούται να βλέπει και εξετάζει τις επαληθεύσεις άλλων πιστωτών πριν από την πρώτη συνέλευση, και σε κάθε εύλογο χρόνο.

8. Εκτός αν ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής το επιτρέψει, επαλήθευση αναφορικά με χρήματα που οφείλονται δυνάμει συναλλαγματικής, γραμματίου εις διαταγή, επιταγής ή άλλου αξιόγραφου ή ασφάλειας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, εκτός εάν παρουσιαστούν το έγγραφο ή η ασφάλεια ή αντίγραφο αυτών δεόντως πιστοποιημένα από τον πιστωτή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του ως πιστά αντίγραφα.

9. Για τον σκοπό επαλήθευσης χρέους το οποίο δημιουργήθηκε ή είναι πληρωτέο σε συνάλλαγμα άλλο από το Ευρώ, το ποσό του χρέους θα μετατρέπεται σε Ευρώ, σύμφωνα με τον επίσημο δείκτη συναλλάγματος, κατά το χρόνο του διατάγματος πτώχευσης.

9Α. Το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή, συνοδευόμενη από υποστηρικτική ένορκη δήλωση, να καθορίσει υπό τους όρους που αποφασίζει τη διαδικασία επαλήθευσης χρεών, πέραν του τρόπου που προβλέπεται ανωτέρω.

Επαλήθευση από Εξασφαλισμένους Πιστωτές

10. Εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει διαθέσει την εξασφάλισή του, δύναται να επαληθεύσει για το υπόλοιπο ποσό χρέους, αφότου αφαιρεθεί το ποσό το οποίο έλαβε με τη διάθεση της εξασφάλισης και, αν ο εξασφαλισμένος πιστωτής παραδώσει την εξασφάλισή του, δύναται να επαληθεύσει για ολόκληρο το χρέος ως να ήτο μη εξασφαλισμένος.

11. Όταν πιστωτής εξετίμησε την εξασφάλιση του δύναται οποτεδήποτε να τροποποιήσει την εκτίμηση και επαλήθευση με το να δείχνει σε ικανοποίηση του διαχειριστή ή του δικαστηρίου, ότι η εκτίμηση και επαλήθευση έγιναν καλή τη πίστει με βάση εσφαλμένο υπολογισμό ή ότι η εξασφάλιση ελαττώθηκε ή αυξήθηκε σε αξία από το χρόνο της προηγούμενης εκτίμησης αλλά κάθε τέτοια τροποποίηση γίνεται με έξοδα του πιστωτή, και με τέτοιους όρους όπως το δικαστήριο διατάσσει εκτός αν ο διαχειριστής επιτρέπει την τροποποίηση χωρίς αίτηση στο δικαστήριο.

12. Όταν εκτίμηση τροποποιήθηκε σύμφωνα με τον προηγούμενο κανονισμό, ο πιστωτής πρέπει αμέσως να επιστρέψει οποιοδήποτε πλεόνασμα μερίσματος το οποίο δυνατό να έλαβε περιπλέον από εκείνο στο οποίο θα εδικαιούταν πάνω στην τροποποιημένη εκτίμηση ή ανάλογα με την περίπτωση θα δικαιούται να πληρωθεί από χρήματα τα οποία είναι εκάστοτε διαθέσιμα για μέρισμα οποιοδήποτε μέρισμα ή μέρος μερίσματος το οποίο δυνατό να παρέλειψε να λάβει λόγω της ανακρίβειας της αρχικής εκτίμησης πριν τα χρήματα εκείνα διατεθούν για την πληρωμή οποιουδήποτε μελλοντικού μερίσματος αλλά δεν θα δικαιούται να ανατρέψει την καταβολή οποιουδήποτε μερίσματος που κηρύχτηκε πριν από την ημερομηνία της τροποποίησης.

13. Αν πιστωτής μετά που έχει εκτιμήσει την εξασφάλιση του μεταγενέστερα την ρευστοποιεί, ή αν τη ρευστοποιεί σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 12 το καθαρό ποσό που πραγματοποιείται αντικαθίσταται για το ποσό οποιασδήποτε εκτίμησης που έγινε προηγουμένως από τον πιστωτή και θα θεωρείται από όλες τις απόψεις τροποποιημένη εκτίμηση που έγινε από τον πιστωτή, εάν το ποσό που πραγματοποιείται είναι μεγαλύτερο από την εκτίμηση.

14. Αν ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν συμμορφωθεί με τους προηγούμενους κανονισμούς θα εξαιρεθεί από όλα τα μέρη σε οποιοδήποτε μέρισμα.

15. Τηρουμένων των διατάξεων του κανονισμού 12 πιστωτής σε καμιά περίπτωση δεν λαμβάνει πέραν των εκατόν σεντ του ευρώ και τόκο όπως προνοείται από το Νόμο αυτό.

Επαλήθευση σχετικά με Ξεχωριστές Συμβάσεις

16. Αν πτωχεύσας ήταν στην ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης υπεύθυνος αναφορικά με ξεχωριστές συμβάσεις ως μέλος δύο ή περισσοτέρων ξεχωριστών οίκων, ή ως μόνος συμβασιούχος, και επίσης ως μέλος οίκου, η περίσταση ότι οι οίκοι ολικώς ή μερικώς αποτελούνται από τους ιδίους ιδιώτες, ή ότι ο μόνος συμβασιούχος είναι επίσης ένας από τους συμβασιούχους από κοινού, δεν θα εμποδίζει επαλήθευση σχετικά με τις συμβάσεις, εναντίον των περιουσιών που ευθύνονται αντίστοιχα βάσει των συμβάσεων.

Περιοδικές Πληρωμές

17. Όταν ενοίκιο ή άλλη πληρωμή καθίσταται πληρωτέα σε ορισμένες περιόδους, και το διάταγμα πτώχευσης εκδίδεται οποτεδήποτε εκτός από μία από τις περιόδους αυτές, το πρόσωπο που δικαιούται στο ενοίκιο ή πληρωμή δύναται να υποβάλει επαλήθευση για ανάλογο μέρος αυτής μέχρι της ημερομηνίας του διατάγματος ωσάν το ενοίκιο ή πληρωμή καθιστόταν απαιτητό από ημέρα σε ημέρα.

18. Σε οποιοδήποτε χρέος ή ορισμένο ποσό, που είναι πληρωτέο σε ορισμένο χρόνο ή άλλως πως, για το οποίο δεν επιφυλάσσεται ή συμφωνείται η πληρωμή τόκου, και το οποίο, κατέστηκε οφειλόμενο την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης και επαληθεύσιμο σε πτώχευση, ο πιστωτής δύναται να υποβάλει επαλήθευση για τόκο σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει τέσσερα τοις εκατόν (4%) ετησίως μέχρι της ημερομηνίας του διατάγματος από το χρόνο όπου το χρέος ή ποσό ήταν πληρωτέο, αν το χρέος ή ποσό είναι πληρωτέο δυνάμει γραπτού εγγράφου σε ορισμένο χρόνο, και αν είναι πληρωτέο άλλως πως, τότε από το χρονο από τον οποίο έγινε γραπτή απαίτηση στο χρεώστη και που έδινε στο χρεώστη ειδοποίηση ότι θα απαιτηθεί τόκος από την ημερομηνία της απαίτησης μέχρι του χρόνου πληρωμής.

Χρέος πληρωτέο σε Περαιτέρω Χρόνο

19. Πιστωτής δύναται να υποβάλει επαλήθευση για χρέος που δεν κατέστηκε οφειλόμενο όταν ο χρεώστης διέπραξε πράξη πτώχευσης ωσάν τούτο να ήταν πληρωτέο αμέσως, και δύναται να λάβει μερίσματα εξίσου με τους άλλους πιστωτές, με το να αφαιρεί μόνον από αυτά επιστροφή τόκου σε ποσοστό τέσσερα τοις εκατόν (4%) ετησίως που υπολογίζεται από της κήρυξης του μερίσματος μέχρι του χρόνου όπου το χρέος θα καθιστόταν πληρωτέο, σύμφωνα με τους όρους που συνάφθηκε.

Αποδοχή ή Απόρριψη Επαληθεύσεων

20. Ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής εξετάζει άμεσα κάθε επαλήθευση και τους λόγους του χρέους και το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών αποδέχεται ή απορρίπτει αυτή γραπτώς για σκοπούς μερίσματος, ολικώς ή μερικώς, ή απαιτεί περαιτέρω μαρτυρία προς υποστήριξή της. Αν απορρίπτει επαλήθευση αναφέρει γραπτώς προς τον πιστωτή τους λόγους για την απόρριψη.

21. Αν ο πιστωτής και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής δεν ικανοποιείται με την απόφαση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή αναφορικά με την επαλήθευσή του, δύναται με αίτησή του, να προσφύγει στο Δικαστήριο και η αίτηση δέον να γίνεται εντός 21 ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση της απόφασης του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή.

22. Το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει, σε σχέση με τα δικαιώματα του πιστωτή ή, όπου εφαρμόζεται, του εγγυητή, ο οποίος αποτείνεται σε αυτό, σύμφωνα με τον Κανονισμό 22 του παρόντος Παραρτήματος την επικύρωση ή την ακύρωση ή την διαφοροποίηση της απόφασης του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου και του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου.

23. Επαλήθευση πιστωτή, δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνο με την σύμφωνη γνώμη του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή, να αποσυρθεί ή να διαφοροποιηθεί σε σχέση με το ποσό που απαιτείται.

24. Το Δικαστήριο δύναται να απαλείψει ή να μειώσει το ποσό που απαιτείται:

(α) Κατόπιν αίτησης του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή, όπου ο διαχειριστής πιστεύει ότι η επαλήθευση έχει γίνει λανθασμένα αποδεκτή ή θα πρέπει να μειωθεί, ή

(β) κατόπιν αίτησης πιστωτή, αν ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής αρνηθεί να ενεργήσει επί του θέματος.

25. Ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής θα υπολογίσει την αξία οποιουδήποτε χρέους, το οποίο χρέος, λόγω του ότι είναι υπό οποιαδήποτε αίρεση ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, δεν έχει συγκεκριμένη αξία και δύναται να αναπροσαρμόσει οποιοδήποτε υπολογισμό που έγινε προηγουμένως λόγω αλλαγής συνθηκών ή πληροφοριών που έχουν καταστεί διαθέσιμες στο διαχειριστή και να πληροφορήσει τον πιστωτή σχετικά:

Νοείται ότι, όπου η αξία του χρέους καθορίζεται κατά τον τρόπο που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή, το ποσό που επαληθεύεται για τους σκοπούς της πτώχευσης θα είναι αυτό του υπολογισμού.

_______________________________________________________________________

Σημείωση
3 του Ν.74(Ι)/2008Ειδική διάταξη

Δημοσίευση ειδοποίησης αποκατάστασης η οποία διενεργήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27Α του βασικού νόμου όπως αυτό περιλαμβάνετo στον περί Πτωχεύσεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 2008 λογίζεται ότι έχει διενεργηθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.74(I)/2008]:

Νοείται ότι ο πτωχεύσας κοινοποιεί την πιο πάνω δημοσίευση που διενεργήθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.74(I)/2008] στον επίσημο παραλήπτη ο οποίος από την ημερομηνία της κοινοποίησης αυτής δύναται να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 27Α όπως αυτό έχει τροποποιηθεί από τον παρόντα Νόμο.

Σημείωση
26 του Ν. 61(Ι)/2015Κατάργηση του άρθρου 31Α

26. Το άρθρο 31Α του βασικού νόμου καταργείται και, οποιαδήποτε αίτηση έχει καταχωρηθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 [Σ.Σ.:δηλαδή του Ν. 61(Ι)/2015], συνεχίζει και διεκπεραιώνεται δυνάμει των διατάξεων του καταργηθέντος άρθρου, μη επηρεαζόμενων των διατάξεων του άρθρου 27Α για την αυτοδίκαιη αποκατάσταση.

Σημείωση
2 του Ν. 61(I)/2015Αντικατάσταση όρου "χρεώστης"

Εκ παραδρομής η Βουλή παρέλειψε να διαγράψει τον όρο "πτωχεύσαντα" (σε οποιαδήποτε γραμματική παραλλαγή), μετά την αντικατάσταση του όρου "χρεώστης", με αποτέλεσμα να υπάρχουν δύο όροι "πτωχεύσαντα" στην ίδια πρόταση, ήτοι "...του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα...".

Σημείωση
3 του Ν. 80(Ι)/2016Έναρξη Ισχύος του Ν. 80(Ι)/2016

Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 80(Ι)/2016] λογίζεται ότι άρχισε την 7η Μαΐου 2016.