53.-(1) Όταν μέρος της περιουσίας πτωχεύσαντα αποτελείται από γη οποιουδήποτε χρόνου κατοχής η οποία βαρύνεται από επαχθή συμβόλαια, μετοχές, ή χρεώγραφα εταιρείας, από μη επικερδείς συμβάσεις, από οποιαδήποτε άλλη περιουσία η οποία δεν δύναται να πωληθεί, ή δεν είναι ικανή να πωληθεί εξαιτίας του ότι ο κάτοχος αυτής είναι δεσμευμένος με την τέλεση επαχθής πράξης, ή με την πληρωμή χρηματικού ποσού, ο διαχειριστής ανεξάρτητα από το ότι προσπάθησε να πωλήσει ή έλαβε κατοχή περιουσίας, ή άσκησε πράξη κυριότητας αναφορικά με την περιουσία αυτή, δύναται, αλλά τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, να αποκηρύξει την περιουσία με γραπτή δήλωση του υπογραμμένη από αυτόν, οποτεδήποτε μέσα σε δώδεκα μήνες από τον πρώτο διορισμό διαχειριστή:
(2) Η αποκήρυξη έχει ως αποτέλεσμα τον τερματισμό, από την ημερομηνία της αποκήρυξης, των δικαιωμάτων, συμφερόντων, και υποχρεώσεων του πτωχεύσαντα και της περιουσίας του για την οποία έγινε η αποκύρηξη ή αναφορικά με αυτή, και απαλλάσσει επίσης το διαχειριστή από κάθε προσωπική ευθύνη σε σχέση με την περιουσία η οποία αποκηρύχτηκε, από την ημερομηνία κατά την οποία παραχωρήθηκε σε αυτόν ή περιουσία, αλλά δεν επηρεάζει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις οποιουδήποτε άλλου προσώπου, πλην εφόσον είναι αναγκαίο για το σκοπό απαλλαγής από ευθύνη του πτωχεύσαντα, της περιουσίας του και του διαχειριστή.
(3) Διαχειριστής δεν δικαιούται να αποκηρύξει μίσθωση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου, εκτός σε περιπτώσεις οι οποίες καθορίζονται με γενικούς κανονισμούς, και το Δικαστήριο δύναται, προτού παραχωρήσει την άδεια ή με την παραχώρηση αυτής, να απαιτήσει όπως επιδοθούν σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο τέτοιες ειδοποιήσεις και να επιβάλει τέτοιους όρους ως προϋπόθεση για την παραχώρηση της άδειας και να εκδώσει τέτοια διατάγματα σε σχέση με προσαρτήματα, βελτιώσεις του μισθωτή και σε σχέση με άλλα ζητήματα που απορρέουν από την εκμίσθωση, όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.
(4) Ο διαχειριστής δεν δικαιούται να αποκηρύξει περιουσία σύμφωνα με το άρθρο αυτό σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία υποβάλλεται προς αυτόν γραπτή αίτηση από πρόσωπο, που έχει συμφέρον στην περιουσία, με την οποία καλείται να αποφασίσει αν θα την αποκηρύξει την περιουσία ή όχι, και ο διαχειριστής μέσα σε περίοδο είκοσι οκτώ ημερών από τη λήψη της αίτησης, ή μέσα στην παραταθείσα περίοδο που επιτράπηκε από το Δικαστήριο, αρνείται ή παραλείπει να ειδοποιήσει κατά πόσο αποκηρύττει την περιουσία, ή όχι και, στην περίπτωση σύμβασης, αν ο διαχειριστής, μετά από τέτοια αίτηση όπως αναφέρεται πιο πάνω, δεν αποκηρύττει τη σύμβαση μέσα στην περίοδο που προαναφέρθηκε ή μέσα στην περίοδο, που παρατάθηκε θεωρείται ότι υιοθέτησε τη σύμβαση.
(5) Το Δικαστήριο, μετά από αίτηση προσώπου το οποίο δικαιούται, έναντι του διαχειριστή, το όφελος οποιασδήποτε σύμβασης ή το οποίο υπόκειται το βάρος σύμβασης που συνάφθηκε με τον πτωχεύσαντα, δύναται να εκδώσει διάταγμα για ακύρωση της σύμβασης με τέτοιους όρους ως προς την πληρωμή από ή σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος, αποζημιώσεων για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης, ή άλλως πως, όπως το Δικαστήριο δύναται να θεωρήσει δίκαιο και αποζημίωση που πρέπει να πληρωθεί με βάσει του διατάγματος στο πρόσωπο αυτό δύναται να επαληθευτεί από αυτόν ως χρέος βάσει της πτώχευσης.
(6) Το Δικαστήριο, μετά από αίτηση προσώπου το οποίο είτε αξιώνει συμφέρον σε περιουσία η οποία αποκηρύχτηκε, ή έχει υποχρέωση για την οποία δεν υπήρξε απαλλαγή από το Νόμο σε σχέση με περιουσία η οποία αποκηρύχτηκε, αφού ακούσει οποιαδήποτε πρόσωπα τα οποία θεωρεί ορθό να ακούσει δύναται να εκδώσει διάταγμα για την παραχώρηση ή την παράδοση της περιουσίας στο πρόσωπο που έχει δικαίωμα σε αυτή ή σε πρόσωπο που θεωρεί δίκαιο ότι πρέπει η περιουσία να παραδοθεί ως αποζημίωση για τέτοια υποχρέωση όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ή σε διαχειριστή αυτού και με όρους τους οποίους το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο και με την έκδοση του διατάγματος βάσει του οποίου παραχωρείται η περιουσία, η περιουσία που περιλαμβάνεται σ’ αυτό παραχωρείται ανάλογα στο πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο διάταγμα για το σκοπό αυτό χωρίς μεταβίβαση ή εκχώρηση:
(α) υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις και ευθύνες όπως ο πτωχεύσας υπόκειτο σε αυτές βάσει της εκμίσθωσης αναφορικά με την περιουσία κατά την ημερομηνία που καταχωρήθηκε η αίτηση πτώχευσης ή
(β) αν το Δικαστήριο θεωρεί ορθό, υπόκειται μόνο στις ίδιες υποχρεώσεις και ευθύνες ωσάν η εκμίσθωση να είχε εκχωρηθεί στο πρόσωπο αυτό κατά την ημερομηνία εκείνη
και σε κάθε περίπτωση (αν η περίπτωση το απαιτεί) ωσάν η εκμίσθωση περιλάμβανε μόνο την περιουσία που περιέχεται στο διάταγμα που παραχωρεί αυτήν, και οποιοσδήποτε ενυπόθηκος δανειστής ή υπεκμισθωτής αρνείται να αποδεχτεί διάταγμα που παραχωρεί περιουσία με τους όρους αυτούς αποκλείεται από κάθε συμφέρον που έχει στην περιουσία και από κάθε εξασφάλιση σε αυτήν και αν δεν υπάρχει πρόσωπο που να προβάλλει αξίωση η οποία απορρέει από τον πτωχεύσαντα, το οποίο είναι πρόθυμο να αποδεχτεί διάταγμα με τέτοιους όρους, το Δικαστήριο έχει εξουσία να παραχωρεί την περιουσία του πτωχεύσαντα και συμφέρον επί της περιουσίας σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ευθύνεται είτε προσωπικά είτε από αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα και είτε μόνο είτε από κοινού με τον πτωχεύσαντα προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του μισθωτή που απορρέουν από την εκμίσθωση αυτή, ελεύθερη και απαλλαγμένη από κάθε δικαίωμα, εμπράγματου βάρους και συμφερόντων που δημιουργήθηκαν από τον πτωχεύσαντα σε αυτήν.
(7) Όταν, με την απαλλαγή, παύση, παραίτηση ή θάνατο διαχειριστή πτώχευσης ενεργεί ως διαχειριστής επίσημος παραλήπτης, δύναται να αποκηρύξει οποιαδήποτε περιουσία από την οποία μπορούσε να παραιτηθεί ο διαχειριστής με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, ανεξάρτητα αν παρήλθε ο καθορισμένος από το άρθρο αυτό χρόνος για αποκήρυξη, αλλά η εξουσία αυτή για αποκήρυξη δύναται να ασκηθεί μόνο μέσα σε δώδεκα μήνες μετά που ο επίσημος παραλήπτης έγινε διαχειριστής, υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ή μετά που κατέστηκε ενήμερος της ύπαρξης τέτοιας περιουσίας, οποιαδήποτε από τις δύο περιόδους δυνατό να εκπνεύσει τελευταία.
(8) Πρόσωπο που ζημιώνεται από την ισχύ της αποκήρυξης βάσει του άρθρου αυτού θεωρείται ως πιστωτής του πτωχεύσαντα στην έκταση της ζημιάς που υπέστηκε και δύναται ανάλογα να επαληθεύσει τη ζημιά αυτή ως χρέος δυνάμενο να επαληθευτεί σε πτώχευση.