17.-(1) Όταν χρεώστης προτίθεται να υποβάλει πρόταση για συμβιβασμό προς ικανοποίηση των χρεών του, ή πρόταση για σχέδιο διευθέτησης των υποθέσεων του πρέπει, μέσα σε τέσσερις ημέρες από την κατάθεση της περιουσιακής του κατάστασης, ή μετέπειτα μέσα σε τέτοιο χρόνο ως ο επίσημος παραλήπτης δύναται να καθορίσει, να υποβάλλει στον επίσημο παραλήπτη γραπτή πρόταση με την υπογραφή του ή για λογαριασμό του στην οποία να ενσωματώνονται οι όροι του συμβιβασμού ή του σχεδίου τους οποίους επιθυμεί να θέσει υπόψη των πιστωτών του και να εκτίθενται λεπτομέρειες προτεινόμενων εγγυητών ή εμπράγματων ασφαλειών.
(2) Σε τέτοια περίπτωση ο επίσημος παραλήπτης οφείλει να συγκαλεί συνέλευση πιστωτών, προτού περατωθεί η δημόσια εξέταση του χρεώστη και αποστέλλει σε κάθε πιστωτή, πριν από τη συνέλευση, αντίγραφο της πρότασης του χρεώστη με έκθεση γι’ αυτή και αν κατά τη συνέλευση αποφασιστεί η αποδοχή της πρότασης αυτής με πλειοψηφία σε αριθμό και σε αξία των τριών τετάρτων όλων των πιστωτών των οποίων τα χρέη τους επαληθεύτηκαν, η πρόταση θεωρείται ότι έγινε δεόντως αποδεκτή από τους πιστωτές και όταν εγκριθεί από το Δικαστήριο θα είναι δεσμευτική για όλους τους πιστωτές.
(3) Κατά τη συνέλευση ο χρεώστης δύναται να τροποποιήσει τους όρους της πρότασης του, αν η τροποποίηση, κατά τη γνώμη του επίσημου παραλήπτη, αποβλέπει στο να ωφελέσει το σύνολο των πιστωτών.
(4) Οποιοσδήποτε πιστωτής που έχει επαληθεύσει το χρέος του δύναται να συμφωνήσει ή διαφωνήσει με την πρόταση με επιστολή, κατά τον καθορισμένο τύπο, η οποία απευθύνεται στον επίσημο παραλήπτη με τρόπο ώστε να παραληφθεί από αυτόν όχι αργότερα από την προηγούμενη ημέρα της συνέλευσης, και συμφωνία ή διαφωνία ισχύει ωσάν ο πιστωτής να παραβρέθηκε και ψήφισε στη συνέλευση.
(5) Ο χρεώστης ή ο επίσημος παραλήπτης δύναται, μετά την αποδοχή της πρότασης από τους πιστωτές, να απευθυνθούν στο Δικαστήριο για έγκριση της αποδοχής, και ειδοποίηση για το χρόνο που ορίστηκε για ακρόαση της αίτησης πρέπει να επιδίδεται σε κάθε πιστωτή που επαλήθευσε το χρέος του.
(6) Δεν γίνεται ακρόαση της αίτησης προτού περατωθεί η δημόσια εξέταση του χρεώστη. Οποιοσδήποτε πιστωτής που επαλήθευσε το χρέος του δύναται να ακουστεί από το Δικαστήριο σε ένσταση εναντίον της αίτησης, ανεξάρτητα αν σε συνέλευση πιστωτών ψήφισε υπέρ της αποδοχής της πρότασης.
(7) Για το σκοπό έγκρισης συμβιβασμού ή σχεδίου που προτάθηκε από συνοφειλέτες, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, και μετά από έκθεση του επίσημου παραλήπτη ότι είναι καλύτερα να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, να εξαιρέσει από τη δημόσια εξέταση ένα από τους συνοφειλέτες αν λόγω ασθένειας ή απουσίας από την Κύπρο κωλύεται αναπόφευκτα από το να παραστεί στην εξέταση.
(8) Το Δικαστήριο, προτού εγκρίνει την πρόταση, πρέπει να ακούσει έκθεση του επίσημου παραλήπτη ως προς τους όρους αυτής, και ως προς τη διαγωγή του χρεώστη και οποιεσδήποτε ενστάσεις που δυνατό να υποβληθούν από ή εκ μέρους οποιουδήποτε πιστωτή.
(9) Αν το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι οι όροι της πρότασης δεν είναι εύλογοι, ή δεν υπολογίζεται να ικανοποιήσουν το σύνολο των πιστωτών, ή σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία ζητείται από το Δικαστήριο όταν ο χρεώστης κηρύχτηκε σε πτώχευση να αρνηθεί την αποκατάσταση, του το Δικαστήριο θα αρνηθεί να εγκρίνει την πρόταση.
(10) Αν οποιαδήποτε γεγονότα αποδειχθούν με την απόδειξη των οποίων το δικαστήριο θα ήταν υποχρεωμένο είτε να αρνηθεί, αναστείλει ή να θέσει όρους για την αποκατάσταση του χρεώστη αν κηρυσσόταν σε πτώχευση, το Δικαστήριο πρέπει να αρνηθεί να εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν γίνεται πρόνοια για παροχή εύλογης ασφάλειας για την πληρωμή όχι λιγότερο από πέντε σελίνια στη λίρα για όλα τα επαληθεύσιμα μη ασφαλισμένα χρέη εναντίον της περιουσίας του χρεώστη.
(11) Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση το Δικαστήριο δύναται είτε να εγκρίνει είτε να αρνηθεί να εγκρίνει την προταση.
(12) Αν το Δικαστήριο εγκρίνει την πρόταση, η έγκριση, βεβαιώνεται με τοποθέτηση της σφραγίδας του Δικαστηρίου στο έγγραφο που περιέχει τους όρους του προτεινόμενου συμβιβασμού ή σχεδίου, ή τους όρους που είναι ενσωματωμένοι σε διάταγμα του Δικαστηρίου.
(13) Ο συμβιβασμός ή σχέδιο που έγινε αποδεκτό και εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο αυτό δεσμεύει όλους τους πιστωτές, όσον αφορά οποιαδήποτε χρέη που οφείλονται σε αυτούς από το χρεώστη και τα οποία δύνανται να επαληθετούν σε πτώχευση.
(14) Πιστοποιητικό του επίσημου παραλήπτη ότι συμβιβασμός ή σχέδιο έγινε δεόντως αποδεκτό και εγκρίθηκε, εφόσον δεν υπάρχει απάτη, είναι αναμφισβήτητο ως προς την εγκυρότητα του.
(15) Μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει την εφαρμογή των προνοιών συμβιβασμού ή σχεδίου, βάσει του άρθρου αυτού και οποιαδήποτε παρακοή προς διάταγμα του δικαστηρίου που εκδόθηκε με την αίτηση θα θεωρείται ως περιφρόνηση Δικαστηρίου.
(16) Αν έγινε παράλειψη πληρωμής οποιασδήποτε δόσης που οφείλεται σύμφωνα με το συμβιβασμό ή σχέδιο, ή αν φανεί στο Δικαστήριο, μετά από ικανοποιητική μαρτυρία, ότι ο συμβιβασμός ή το σχέδιο εξαιτίας νομικών δυσχερειών ή για οποιαδήποτε επαρκή αιτία δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς αδικία ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση προς τους πιστωτές ή το χρεώστη, ή ότι η έγκριση του Δικαστηρίου εξασφαλίστηκε με απάτη, το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει ορθό, μετά από αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή ή οποιουδήποτε πιστωτή, να κηρύξει το χρεώστη σε πτώχευση και να ακυρώσει το συμβιβασμό ή το σχέδιο, αλλά χωρίς να επηρεάζεται η εγκυρότητα οποιασδήποτε πώλησης, διάθεσης ή κανονικής πληρωμής, ή πράξης που έγινε δεόντως, βάσει ή σύμφωνα με το συμβιβασμό ή σχέδιο. Όταν χρεώστης κηρύσσεται σε πτώχευση βάσει του εδαφίου αυτού, οποιοδήποτε χρέος που δύναται κατά τα άλλα να επαληθευτεί, το οποίο συνάφθηκε πριν από την κήρυξη του χρεώστη σε πτώχευση θα επαληθεύεται στην πτώχευση.
(17) Αν βάσει ή σύμφωνα με το συμβιβασμό ή το σχέδιο διορίζεται διαχειριστής για να διαχειρίζεται την περιουσία του χρεώστη και να διευθύνει τις εργασίες του, ή για διανομή του συμβιβασμού, το άρθρο 26 και το Μέρος V του Νόμου αυτού θα εφαρμόζονται ωσάν ο διαχειριστής ήταν διαχειριστής πτώχευσης και οι όροι “πτώχευση”, “πτωχεύσας” και “διάταγμα κήρυξης σε πτώχευση” περιλάμβαναν αντίστοιχα συμβιβασμό ή σχέδιο διευθέτησης, χρεώστη που ήλθε σε συμβιβασμό ή διευθέτηση, και διάταγμα που εγκρίνει το συμβιβασμό ή το σχέδιο.
(18) Το Μέρος ΙΙΙ του Νόμου αυτού εφόσο η φύση της υπόθεσης ή οι όροι του συμβιβασμού ή της διευθέτησης το επιτρέπουν, εφαρμόζεται σε αυτούς, αποδίδοντας την ίδια ερμηνεία στις λέξεις “διαχειριστής”, “πτώχευση”, “πτωχεύσας” και “διάταγμα κήρυξης σε πτώχευση” όπως στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο.
(19) Δεν δύναται να εγκριθεί από το Δικαστήριο κανένας συμβιβασμός ή σχέδιο, που δεν προνοεί για την πληρωμή, κατά προτεραιότητα άλλων χρεών, των χρεών που διατάχτηκαν να πληρωθούν κατά τη διανομή της περιουσίας του πτωχεύσαντα.
(20) Η αποδοχή από πιστωτή συμβιβασμού ή σχεδίου δεν απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο με βάση το Νόμο αυτό δεν θα απαλλασσόταν με διάταγμα αποκατάστασης αν ο χρεώστης είχε κηρυχτεί σε πτώχευση.