31.-(1) Σε περίπτωση που, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο χρεώστης δεν έπρεπε να είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, ή αν αποδειχθεί κατά τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι τα χρέη του πτωχεύσαντα πληρώθηκαν εξ ολοκλήρου, ή έχουν διευθετηθεί, ή οι πιστωτές έχουν συγκατατεθεί στην ακύρωση του Διατάγματος, το Δικαστήριο μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, δύναται με διάταγμα να ακυρώσει την κήρυξη του χρεώστη σε πτώχευση.
(2) Όταν η κήρυξη της πτώχευσης ακυρωθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου, όλες οι πωλήσεις και διαθέσεις περιουσίας και όλες οι πληρωμές που έγιναν δεόντως καθώς και όλες οι πράξεις που τελέσθηκαν μέχρι τότε από τον Επίσημο Παραλήπτη, τον διαχειριστή ή άλλο που ενεργούσε κατόπιν εξουσιοδότησης αυτών, ή από το Δικαστήριο, είναι έγκυρες, αλλά η περιουσία του χρεώστη που κηρύχθηκε σε πτώχευση θα περιέρχεται σε πρόσωπo που ορίζει το Δικαστήριο, ή, αν δεν ορίσθηκε τέτοιο πρόσωπο, θα επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα στην έκταση του δικαιώματος ή του συμφέροντός του σε αυτή, με τους όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο δυνατόν να ορίζει με διάταγμα.
(3) Ειδοποίηση του διατάγματος που ακυρώνει την πτώχευση δημοσιεύεται αμέσως στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, κάθε χρέος που αμφισβητείται από το πτωχεύσαντα και κάθε χρέος που οφείλεται σε πιστωτή ο οποίος δεν κατέστει δυνατό να βρεθεί ή του οποίου η ταυτότητα δεν κατέστει δυνατό να προσδιοριστεί, θεωρείται ότι πληρώθηκε εξ ολοκλήρου, αν κατατεθεί στο Δικαστήριο.