38.-(1) Κατά τη διανομή της περιουσίας του πτωχεύσαντα πληρώνονται κατά προτεραιότητα όλων των άλλων χρεών, αλλά μετά την πληρωμή των αναφερομένων στο άρθρο 36 προκαταρκτικών δαπανών:
(α) όλοι οι κυβερνητικοί φόροι και δασμοί, δημοτικά ή κοινοτικά τέλη τα οποία οφείλονται από τον πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης και τα οποία κατέστησαν απαιτητά και πληρωτέα μέσα στους δώδεκα αμέσως προηγούμενους της ημερομηνίας του διατάγματος παραλαβής, μήνες·
(β) κάθε ποσό αποδοχών μισθωτού αναφορικά με την απασχόληση του από τον πτωχεύσαντα κατά τη διάρκεια των δεκαοκτώ εβδομάδων των αμέσως προηγουμένων της έκδοσης διατάγματος πτώχευσης, σε καμιά, όμως, περίπτωση, το ποσό των αποδοχών αυτών δεν δύναται να υπερβαίνει το γινόμενο του δεκαοκτώ επί το διπλάσιο των εκάστοτε βασικών ασφαλιστέων αποδοχών·
(γ) κάθε ποσό της αποζημίωσης το οποίο ο πτωχεύσας υποχρεούται να καταβάλει προς το μισθωτό λόγω σωματικής βλάβης την οποία ο μισθωτός υπέστηκε λόγω ατυχήματος που προκλήθηκε από την απασχόληση και στην απασχόληση του ως μισθωτού του πτωχεύσαντος·
(δ) κάθε ποσό που οφείλεται προς το μισθωτό για την άδεια την οποία δικαιούται από την απασχόληση του από τον πτωχεύσαντα για περίοδο απασχόλησης ενός μόνο έτους·
(ε) όλα τα ενοίκια που προέκυψαν και οφείλονται στον ιδιοκτήτη κατά τους τέσσερις μήνες τους αμέσως προηγούμενους της ημερομηνίας του διατάγματος πτώχευσης·
(στ) για τους σκοπούς των παραγράφων (β), (γ) και (δ) του εδαφίου αυτού οι όροι “αποδοχαί” “μισθωτός” και “βασικές ασφαλιστέες αποδοχές” έχουν τις έννοιες που τους αποδόθηκαν από τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 έως 1985.
(2) Τα πιο πάνω χρέη κατατάσσονται εξίσου και πληρώνονται εξολοκλήρου, εκτός αν η περιουσία του πτωχεύσαντα είναι ανεπαρκής να ικανοποιήσει τα χρέη αυτά όποτε τα χρέη ελαττώνονται σε ίσες αναλογίες μεταξύ τους.
(3) Τα πιο πάνω χρέη θα πρέπει να εξοφληθούν αμέσως, εφόσον η περιουσία του πτωχεύσαντα επαρκεί για την αντιμετώπιση τους, τηρουμένης της κράτησης από την περιουσία αυτή τέτοιων ποσών τα οποία είναι αναγκαία για την κάλυψη των εξόδων της διαχείρισης ή διαφορετικά.
(4) Η κοινή περιουσία συνεταίρων διατίθεται κατά πρώτο λόγο για πληρωμή των κοινών χρεών τους και η ξεχωριστή περιουσία κάθε συνεταίρου διατίθεται κατά πρώτο λόγο για πληρωμή των ξεχωριστών τους χρεών. Αν υπάρξει πλεόνασμα των ξεχωριστών περιουσιών, θα τυγχάνει χειρισμού ως, μέρος της κοινής περιουσίας. Αν υπάρξει πλεόνασμα της κοινής περιουσίας θα τυγχάνει χειρισμού ως, μέρος των αντίστοιχων ξεχωριστών περιουσιών κατ’ αναλογία του δικαιώματος και συμφέροντος κάθε συνεταίρου στην κοινή περιουσία.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού όλα τα επαληθευόμενα σε πτώχευση χρέη, πληρώνονται εξίσου.
(6) Αν μετά την πληρωμή των χρεών υπάρχει πλεόνασμα, αυτό θα χρησιμοποιείται για πληρωμή των τόκων από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης με επιτόκιο όπως καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επί όλων των χρεών που επαληθεύτηκαν στην πτώχευση.
(7) Καμιά διάταξη του άρθρου αυτού δεν αλλοιώνει το αποτέλεσμα του άρθρου 7 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, ή τη σειρά εκκαθάρισης των χρεών αποθανόντα προσώπου, βάσει των διατάξεων του περί Διαχειρίσεως των Περιουσιών Νόμου, Κεφ. 189.