20.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει:
(α) Οποιαδήποτε από τις διατάξεις του άρθρου 3, 4(1Α), 9Α ή 10(1) και 10(2)
(β) οποιοδήποτε όρο επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 6 ή 9
(γ) οποιοδήποτε διάταγμα, απόφαση ή ειδοποίηση εκδόθηκε ή επιδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15 ή 15Α
(δ) οποιαδήποτε επιτακτική ή απαγορευτική διάταξη Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου,
διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1), θεωρείται ότι συμμετείχε στη διάπραξη και ότι είναι ένοχος αυτού και δύναται να διωχτεί και να δικαστεί ότι πράγματι διάπραξε αυτό και δύναται να τιμωρηθεί ανάλογα, ο καθένας από τους ακόλουθους, δηλαδή-
(i) κάθε πρόσωπο το οποίο πράγματι διενεργεί την πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα
(ii) κάθε πρόσωπο το οποίο διενεργεί ή παραλείπει να πράξει κάτι με σκοπό να κάνει δυνατή τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παρέχει συνδρομή για τη διάπραξη του αδικήματος από άλλο
(iii) κάθε πρόσωπο το οποίο προάγει, παρέχει συνδρομή σε άλλο ή παρακινεί αυτό στη διάπραξη του ποινικού αδικήματος
(iv) κάθε πρόσωπο το οποίο ζητεί από άλλο ή διεγείρει ή προσπαθεί να πείσει άλλο πρόσωπο να διαπράξει το ποινικό αδίκημα
(v) κάθε πρόσωπο το οποίο διενεργεί οποιαδήποτε πράξη προπαρασκευαστική στη διάπραξη του ποινικού αδικήματος.
(2Α) Όταν αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου διαπράττεται από επιβλέποντα μηχανικό σε σχέση με την εκπλήρωση των καθηκόντων του ως επιβλέποντα μηχανικού, στα πλαίσια υπαλληλικής ή άλλης εξηρτημένης εργασιακής σχέσης με επιχειρηματία ανάπτυξης γης, τότε ο επιχειρηματίας αυτός είναι συνένοχος με τον επιβλέποντα μηχανικό δυνάμει του παρόντος Νόμου κατά τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση ως αν αυτός είχε προσωπικά διαπράξει το αδίκημα.
(3) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που καθορίζεται από το άρθρο αυτό, το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να διατάξει-
(α) όπως η οικοδομή ή οποιοδήποτε τμήμα αυτής, ανάλογα με την περίπτωση, σε σχέση με την οποία το ποινικό αδίκημα διαπράχτηκε κατεδαφιστεί ή μετακινηθεί εντός τέτοιου χρόνου ως ήθελε καθοριστεί σε τέτοιο διάταγμα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, εκτός αν στο μεταξύ ληφθεί άδεια σε σχέση με αυτή από την αρμόδια αρχή:
(β) σε περίπτωση οικοδομής για την οποία δε χορηγήθηκε το σχετικό πιστοποιητικό έγκρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, ή όταν η συγκεκριμένη χρήση οικοδομής δεν είναι σύμφωνη με την εγκεκριμένη, με βάση τη σχετική άδεια, χρήση, τον τερματισμό της χρήσης της οικοδομής αυτής μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στο διάταγμα του Δικαστηρίου, αλλά δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, εκτός αν στο μεταξύ εξασφαλιστεί το σχετικό πιστοποιητικό έγκρισης ή η σχετική άδεια για τη συγκεκριμένη χρήση από την αρμόδια αρχή:
(γ) το πρόσωπο που καταδικάστηκε να καταβάλει τα έξοδα της διαδικασίας και οποιαδήποτε δικαιώματα που σχετίζονται με την κατηγορία, τα οποία το πρόσωπο αυτό ώφειλε να είχε καταβάλει και τα οποία παρέλειψε ή αρνήθηκε ή αμέλησε να καταβάλει.
(3Α) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία που προσάχθηκε εναντίον κάποιου προσώπου για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση του εδαφίου (1) δύναται κατόπι αίτησης ex parte να διατάξει αναστολή κάθε περαιτέρω εργασίας αναφορικά με κάποια υπό ανέγερση, κατεδάφιση, κατασκευή ή ανοικοδόμηση οικοδομή ή οδό ή την υπό μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης της οικοδομής, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με την οποία προσάχθηκε η κατηγορία:
Νοείται ότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος υπόκειται στις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
(4) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) ή (3Α) παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα εντός του χρόνου που καθορίζεται σε αυτό, είναι νόμιμο για την αρμόδια αρχή να εκτελεί το τέτοιο διάταγμα και τα έξοδα που έγιναν για την εκτέλεση αυτού καταβάλλονται στην αρμόδια αρχή από το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα και τα έξοδα αυτά θεωρούνται ως ποινή εντός της έννοιας του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η καταβολή επιβάλλεται κατά συνέπεια αυτών.
(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (3) ή (3Α), το οποίο δεν υπακούει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος ανεξάρτητα από το αν η αρμόδια αρχή προχώρησε στην εκτέλεση ή εκτέλεσε το διάταγμα αυτό, και υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα λίρες ή και στις δύο ποινές της φυλάκισης και της χρηματικής.
(6) Όλες οι χρηματικές ποινές που εισπράττονται σε σχέση με οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που διαπράττεται κατά παράβαση του άρθρου αυτού καταβάλλονται στη σχετική αρμόδια αρχή.