20.-(1) Ανεξαρτήτως από την επιβολή οποιουδήποτε διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πρόσωπο το οποίο -
(α) Ανεγείρει οικοδομή χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει άδεια οικοδομής, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 3·
(β) παραβιάζει τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 10∙
(γ) κατέχει ή χρησιμοποιεί ή ενεργεί, ώστε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να κατέχει ή να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή ή τμήμα οικοδομής πριν από την έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης από την αρμόδια αρχή, όπως απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 10∙
(δ) υποβάλει στην αρμόδια αρχή παραπλανητικά στοιχεία αναφορικά με τα καθοριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 3Β∙
(ε) παραβαίνει οποιοδήποτε όρο επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 6 ή 9∙
(στ) παραβαίνει διάταγμα στο οποίο καθορίζεται ο τύπος και ο τρόπος υποβολής αίτησης για έκδοση άδειας για οποιαδήποτε οδό ή οικοδομή με βάση τον παρόντα Νόμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3Α∙
(ζ) παραβαίνει διάταγμα που εξαιρεί από την υποχρέωση έκδοσης οποιασδήποτε άδειας με βάση τον παρόντα Νόμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4Β∙
(η) παραβαίνει οποιαδήποτε ειδοποίηση επιδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15Β∙
(θ) ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 9Α,
διαπράττει αδίκημα για το οποίο υπόκειται σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο ποινές μαζί και σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο ποινές μαζί.
(2) Ανεξαρτήτως από την επιβολή οποιουδήποτε διοικητικού πρόστιμου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πρόσωπο το οποίο -
(α) Προβαίνει σε οποιαδήποτε ψευδή ή ανακριβή δήλωση σε οποιοδήποτε έγγραφο χρησιμοποιείται ή εφαρμόζεται δυνάμει του παρόντος Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών και Διαταγμάτων·
(β) εκούσια παρεμποδίζει οποιοδήποτε πρόσωπο να ασκήσει οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελέσει οποιαδήποτε από τα καθήκοντα τα οποία προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών και Διαταγμάτων ή παρεμβαίνει στην άσκηση ή εκτέλεση αυτών·
(γ) παραλείπει να συμμορφωθεί σε οποιαδήποτε υποχρέωση ή όρο που επιβάλλεται ή παραλείπει να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη που απαιτείται να εκτελεστεί από αυτό, δυνάμει του παρόντος Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών, Διαταγμάτων και Ειδοποιήσεων, προκαλώντας ζημιά σε πρόσωπο ή περιουσία,
διαπράττει αδίκημα για το οποίο υπόκειται σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο ποινές μαζί και σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις σαράντα χιλιάδες ευρώ (€40.000) ή και στις δύο ποινές μαζί.
(2Α) Όταν αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου διαπράττεται από επιβλέποντα μηχανικό σε σχέση με την εκπλήρωση των καθηκόντων του ως επιβλέποντα μηχανικού, στα πλαίσια υπαλληλικής ή άλλης εξηρτημένης εργασιακής σχέσης με επιχειρηματία ανάπτυξης γης, τότε ο επιχειρηματίας αυτός είναι συνένοχος με τον επιβλέποντα μηχανικό δυνάμει του παρόντος Νόμου κατά τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση ως αν αυτός είχε προσωπικά διαπράξει το αδίκημα.
(3) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που καθορίζεται από το άρθρο αυτό, το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να διατάξει-
(α) όπως η οικοδομή ή οποιοδήποτε τμήμα αυτής, ανάλογα με την περίπτωση, σε σχέση με την οποία το ποινικό αδίκημα διαπράχτηκε κατεδαφιστεί ή μετακινηθεί εντός τέτοιου χρόνου ως ήθελε καθοριστεί σε τέτοιο διάταγμα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, εκτός αν στο μεταξύ ληφθεί άδεια σε σχέση με αυτή από την αρμόδια αρχή:
(β) σε περίπτωση οικοδομής για την οποία δε χορηγήθηκε το σχετικό πιστοποιητικό έγκρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, ή όταν η συγκεκριμένη χρήση οικοδομής δεν είναι σύμφωνη με την εγκεκριμένη, με βάση τη σχετική άδεια, χρήση, τον τερματισμό της χρήσης της οικοδομής αυτής μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στο διάταγμα του Δικαστηρίου, αλλά δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, εκτός αν στο μεταξύ εξασφαλιστεί το σχετικό πιστοποιητικό έγκρισης ή η σχετική άδεια για τη συγκεκριμένη χρήση από την αρμόδια αρχή:
(γ) το πρόσωπο που καταδικάστηκε να καταβάλει τα έξοδα της διαδικασίας και οποιαδήποτε δικαιώματα που σχετίζονται με την κατηγορία, τα οποία το πρόσωπο αυτό ώφειλε να είχε καταβάλει και τα οποία παρέλειψε ή αρνήθηκε ή αμέλησε να καταβάλει.
(3Α) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία που προσάχθηκε εναντίον κάποιου προσώπου για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση του εδαφίου (1) δύναται κατόπι αίτησης ex parte να διατάξει αναστολή κάθε περαιτέρω εργασίας αναφορικά με κάποια υπό ανέγερση, κατεδάφιση, κατασκευή ή ανοικοδόμηση οικοδομή ή οδό ή την υπό μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης της οικοδομής, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με την οποία προσάχθηκε η κατηγορία:
Νοείται ότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος υπόκειται στις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
(4) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) ή (3Α) παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα εντός του χρόνου που καθορίζεται σε αυτό, είναι νόμιμο για την αρμόδια αρχή να εκτελεί το τέτοιο διάταγμα και τα έξοδα που έγιναν για την εκτέλεση αυτού καταβάλλονται στην αρμόδια αρχή από το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα και τα έξοδα αυτά θεωρούνται ως ποινή εντός της έννοιας του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η καταβολή επιβάλλεται κατά συνέπεια αυτών.
(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (3) ή (3Α), το οποίο δεν υπακούει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος ανεξάρτητα από το αν η αρμόδια αρχή προχώρησε στην εκτέλεση ή εκτέλεσε το διάταγμα αυτό, και υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα λίρες ή και στις δύο ποινές της φυλάκισης και της χρηματικής.
(6) Όλες οι χρηματικές ποινές που εισπράττονται σε σχέση με οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που διαπράττεται κατά παράβαση του άρθρου αυτού καταβάλλονται στη σχετική αρμόδια αρχή.
(7) Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τον Υπουργό για τη διενέργεια προκαταρκτικών εξετάσεων σε σχέση με αδικήματα που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο και για την προώθηση ποινικών διώξεων και του κοινοποιεί τις αποφάσεις που λαμβάνει ως προς την επιβολή διοικητικών προστίμων.