41.-(1) Οσάκις ακίνητον αναφορικώς προς ο εγένετο αίτησιν πωλήσεως δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 37 βαρύνεται διά της πληρωμής οιουδήποτε ποσού εξασφαλιζομένου δι’ υποθήκης προγενεστέρας της υποθήκης προς απόσβεσιν της οποίας εγένετο η εν τοις ανωτέρω αίτησις (εν τοις εφεξής εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένης ως “προγενεστέρα υποθήκη”), και ολόκληρον το ποσόν το ούτω εξασφαλιζόμενον υπό της προγενεστέρας υποθήκης κατέστη πληρωτέον, ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή οιοσδήποτε ενυπόθηκος δανειστής, πλην του ενυποθήκου δανειστού της ως είρηται προγενεστέρας υποθήκης, δύναται, εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας αφ’ ης επεδόθη αυτώ η γνωστοποίησις του Διευθυντού δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 40, να υποβάλη αίτησιν τω Επαρχιακώ Δικαστηρίω ζητών δήλωσιν αυτού ότι το ως είρηται ακίνητον δύναται να πωληθή ελεύθερον πάσης τοιαύτης προγενεστέρας υποθήκης.
(2) Άμα τη υποβολή αιτήσεως συμφώνως τω εδαφίω (1) και τη επιδόσει ειδοποιήσεως περί της γενομένης αιτήσεως προς το πρόσωπον ή πρόσωπα άτινα τούτο ήθελε καθορίσει, το Επαρχιακόν Δικαστήριον δύναται, εφ’ όσον θεωρεί τούτο εύλογον, διά διατάγματος αυτού να διατάξη όπως εντός δεκαπέντε ημερών από της ημερομηνίας του τοιούτου διατάγματος ο αιτών καταβάλη τω Δικαστηρίω, ή άλλως πως εξασφαλίση κατά τρόπον ικανοποιούντα το Επαρχιακόν Δικαστήριον την πληρωμήν αυτού, τοιούτο ποσόν ως κατά την γνώμην του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήθελε κριθή επαρκές διά την εξόφλησιν παντός εξασφαλιζομένου υπό τοιαύτης προγενεστέρας υποθήκης και εισέτι οφειλομένου ποσού.
(3) Άμα ως καταβληθή τω Δικαστηρίω υπό του αιτητού ή άλλως πως εξασφαλισθή υπ’ αυτού η πληρωμή του εν τω διατάγματι τω αναφερομένω εν εδαφίω (2) καθοριζομένου ποσού, το Επαρχιακόν Δικαστήριον δηλοί ότι το ως είρηται ακίνητον δύναται να εκτεθή εις πώλησιν ελεύθερον της προγενεστέρας υποθήκης( το Επαρχιακόν Δικαστήριον διατάσσει περαιτέρω όπως το καταβληθέν τω Δικαστηρίω ποσόν, ή το ποσόν ούτινος η πληρωμή εξησφαλίσθη συμφώνως τω προμνησθέντι εδαφίω, αναλόγως της περιπτώσεως, καταβληθή εις τον ενυπόθηκον δανειστήν της προγενεστέρας υποθήκης εις τοιούτον χρόνον και υπό τοιούτους όρους ως το Επαρχιακόν Δικαστήριον ήθελε κρίνει εύλογον να καθορίση:
Νοείται ότι το Επαρχιακόν Δικαστήριον δεν διατάσσει την διενέργειαν τοιαύτης πληρωμής πριν ή το ως είρηται ακίνητον πωληθή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους.
(4) Άμα τη προσαγωγή κεκυρωμένου αντιγράφου της εν εδαφίω (3) αναφερομένης δηλώσεως ο Διευθυντής εκθέτει, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 39 και 51, το ως είρηται ακίνητον εις πώλησιν, ελεύθερον πάσης προγενεστέρας υποθήκης εις ην η τοιαύτη δήλωσις αφορά.
(5) Οσάκις υποβάλλεται αίτησις τω Επαρχιακώ Δικαστηρίω διά δήλωσιν αυτού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου-
(α) ο αιτών την τοιαύτην δήλωσιν παρέχει τω Διευθυντή κεκυρωμένον αντίγραφον της αιτήσεως
(β) όταν η αίτησις εκδικασθή υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου γνωστοποιεί εγγράφως εις τον Διευθυντήν κατά πόσον η περί την δήλωσιν αίτησις εγένετο αποδεκτή ή, αναλόγως της περιπτωσεως, απερρίφθη( εις ην δε περίπτωσιν εγένετο αποδεκτή, ο Πρωτοκολλητής παρέχει τω Διευθυντή κεκυρωμένον αντίγραφον της τοιαύτης δηλώσεως
(γ) άμα τη λήψει του κεκυρωμένου αντιγράφου της αιτήσεως ως προνοείται εν παραγράφω (α) του παρόντος άρθρου, ανεξαρτήτως οιασδήποτε διατάξεως διαλαμβανομένης εν οιωδήποτε ετέρω άρθρω του παρόντος Νόμου, ο Διευθυντής αναστέλλει πάσαν ενέργειαν εις ην ούτος υδύνατο να προβή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους του παρόντος Νόμου, μέχρις ου γενή υπό του Πρωτοκολλητού του Επαρχιακού Δικαστηρίου η εν παραγράφω (β) του παρόντος εδαφίου προνοουμένη γνωστοποίησις:
Νοείται ότι ουδέν των εν τη παρούση παραγράφω διαλαμβανομένων τυγχάνει εφαρμογής εφ’ οιασδήποτε περιπτώσεως καθ’ ην ο Διευθυντής λαμβάνει το κεκυρωμένον αντίγραφον της αιτήσεως μετά την έκδοσιν ειδοποιήσεως πωλήσεως ως προνοείται εν Κανονισμω 3 των Κανονισμών Πωλήσεως.
(6) Eάν δεν προσαχθή κεκυρωμένον αντίγραφον δηλώσεως ως εν εδαφίω (4), τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 39 και 51, ο Διευθυντής εκθέτει εις πώλησιν το ως είρηται υποκείμενον εις την προγενεστέραν υποθήκην, και διά σημειώσεως επί των ειδοποιήσεων της τοιαύτης πωλήσεως των προνοουμένων εν Κανονισμώ 3 των Κανονισμών Πωλήσεως φέρει εις γνώσιν παντός πλειοδότου το γεγονός ότι το ως είρηται ακίνητον θα πωληθή υποκείμενον εις την προγενεστέραν υποθήκην, ο δε πλειοδότης επί τούτω λογίζεται λαβών γνώσιν του τοιούτου γεγονότος ως και παντός στοιχείου αφορώντος εις την προγενεστέραν υποθήκην( άμα τη πωλήσει του ακινήτου ως εν τοις ανωτέρω αι διατάξεις της παραγράφου (γ) της εν εδαφίω (1) του άρθρου 31 επιφυλάξεως και του ως είρηται εδαφίου (4) τυγχάνουσι, τηρουμένων των αναλογιών, εφαρμογής ως εάν το τοιούτο ακίνητον είχε μεταβιβασθή υποκείμενον εις την προγενεστέραν υποθήκην δυνάμει των διατάξεων του εν τοις ανωτέρω μνησθέντος άρθρου:
Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι εδαφίω εφαρμόζεται-
(α) εφ’ οιασδήποτε προγενεστέρας υποθήκης δηλωθείσης προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, μέχρις ου προσαχθή τω Διευθυντή ή έγγραφος συναίνεσις του προγενεστέρου ενυποθήκου δανειστού και παντός εγγυητού του ενυποθήκου οφειλέτου προς διενέργειαν της σκοπουμένης πωλήσεως ή
(β) εφ’ οιασδήποτε προγενεστέρας υποθήκης δι’ ης εξασφαλίζεται οιονδήποτε ποσόν διά την πληρωμήν του οποίου βαρύνονται δύο ή πλείονα ακίνητα, εκτός εάν-
(i) ανεξαρτήτως οιασδήποτε προνοίας των Κανονισμών Πωλήσεως, άπαντα τα τοιαύτα ακίνητα εκτεθώσι προς πώλησιν και πωληθώσιν ομού ως ενιαίον σύνολον κατά την ως είρηται πώλησιν και
(ii) προσαχθή τω Διευθυντή η προηγουμένη έγγραφος συναίνεσις προς πώλησιν, ως προνοείται εν υποπαραγράφω (α) της παρούσης παραγράφου, του ενυποθήκου οφειλέτου και παντός εγγυητού αυτού ως και απάντων των αναφορικώς προς τα ως είρηται ακίνητα ενυποθήκων δανειστών και λοιπών ησφαλισμένων πιστωτών του ενυποθήκου οφειλέτου πλην του προγενεστέρου ενυποθήκου δανειστού.