33.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο ενυπόθηκος δανειστής δύναται, εφ’ όσον το επιθυμή, να αποδεχθή την πληρωμήν ποσού ελάσσονος του ποσού του ενυποθήκου χρέους (εν τοις εφεξής εν τω παρόντι άρθρω και εν άρθρω 34 της τοιαύτης πληρωμής αναφερομένης ως “μερική πληρωμή”) προς μερικήν εξόφλησιν του τελευταίου μνησθέντος ποσού-
(α) είτε προ είτε μετά την καθωρισμένην προς πληρωμήν του ενυποθήκου χρέους ημερομηνίαν και
(β) είτε τούτο γίνεται έναντι της απαλλαγής εκ της τοιαύτης υποθήκης ολοκλήρου ή μέρους τινός ή μερίδος οιουδήποτε ακινήτου βαρυνομένου διά της πληρωμής του ενυποθήκου χρέους, είτε άλλως πως.
(2) Εν η περιπτώσει ήθελεν αναφυή το ερώτημα εάν μερική πληρωμή γενομένη υπό του ενυποθήκου οφειλέτου προς τον ενυπόθηκον δανειστήν αφορά εις το υπό της υποθήκης εξασφαλιζόμενον κεφάλαιον ή τους τόκους, εκτός εάν εγγράφως γίνεται πρόνοια περί του εναντίου, αύτη λογίζεται γενομένη προς εξόφλησιν παντός τόκου πληρωτέου και απαιτητού κατά τον χρόνον της πληρωμής, και εάν υπολειφθή οιονδήποτε ποσόν τότε προς μερικήν εξόφλησιν του κεφαλαίου ή οιουδήποτε μέρους αυτού όπερ ήθελε παραμείνει ανεξόφλητον κατά την ως είρηται ημερομηνίαν.