14.-(1) Πας εργοδότης όστις-
(α) παραλείπει να χορηγήση εις οιονδήποτε εργοδοτούμενον υπ’ αυτού άδειαν οφειλομένην δυνάμει του παρόντος Νόμου͘ ή
(β) παραλείπει άνευ ευλόγου αιτίας να καταβάλη την εισφοράν η οποία απαιτείται υπό των δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 9 εκδοθέντων Κανονισμών,
είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £450 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας και εις την καταβολήν της ως είρηται εισφοράς.
(2) Πας εργοδότης όστις εν γνώσει του ή αμελώς δίδει ένορκον διαβεβαίωσιν, δυνάμει της παραγράφου (α) της επιφυλάξεως του εδαφίου (2) του άρθρου 11, η οποία είναι ψευδής ως προς οιονδήποτε ουσιώδες στοιχείον αυτής είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £450 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
(3) Πας όστις-
(α) παρεμποδίζει Επιθεωρητήν εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του͘
(β) άνευ νομίμου δικαιολογίας αρνείται να απαντήση εις οιανδήποτε ερώτησιν η οποία ετέθη εις αυτόν υπό Επιθεωρητού και εις την οποίαν υποχρεούται να απαντήση δυνάμει του παρόντος Νόμου͘
(γ) παραλείπει να ενημερώνη πλήρως τα υπό Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9 καθορισθέντα αρχεία,
είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £750.