1. Οι περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμοι του 1967 έως 1999 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμοι του 1967 έως 1999.
2. Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια-
“άδεια” σημαίνει την ετησίαν άδειαν μετ’ απολαβών εις την οποίαν έκαστος εργοδοτούμενος δικαιούται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
“άδεια για λόγους ανωτέρας βίας” σημαίνει το δικαίωμα σε απουσία από την εργασία για λόγους ανωτέρας βίας που λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αδειών (Πατρότητας, Γονική, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία Μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου·
“άδεια πατρότητας” σημαίνει γονική άδεια πατρότητας που λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αδειών (Πατρότητας, Γονική, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία Μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου·
“άδεια φροντίδας” σημαίνει άδεια φροντίδας που λαμβάνεται δυνάμει του περί Αδειών (Πατρότητας, Γονική, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία Μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου·
“Ανώτατον Δικαστήριον” σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 καθιδρυθέν Ανώτατον Δικαστήριον·
“Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον” σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 10 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 καθιδρυθέν Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον·
“γονική άδεια” σημαίνει γονική άδεια που λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αδειών (Πατρότητας, Γονική, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία Μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου·
“Δικαστήριον” σημαίνει το Επαρχιακόν Δικαστήριον της Επαρχίας εν η ο εργοδοτούμενος ηργοδοτείτο κατά τον χρόνον καθ’ ον ανέκυψεν η διαφορά ή το ερώτημα·
“Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών” σημαίνει το καθιδρυόμενον δυνάμει του άρθρου 12 Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών·
“Δικαστής” σημαίνει τον διοριζόμενον δυνάμει του άρθρου 12 Δικαστήν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών·
“Δικονομικοί Κανονισμοί” σημαίνει τους δυνάμει του άρθρου 12 εκδιδομένους υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δικονομικούς Κανονισμούς·
“Διοικητικόν Συμβούλιον” σημαίνει το υπό του Υπουργικού Συμβουλίου συσταθέν διά Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του άρθρου 9 Συμβούλιον·
“εβδομάς εργασίας”, εν σχέσει προς πρόσωπον τι, σημαίνει εβδομάδα κατά την διάρκειαν του όλου ή μέρους της οποίας το πρόσωπον τούτο ειργάσθη ως εργοδοτούμενος·
“Επιθεωρητής” σημαίνει πρόσωπον ορισθέν υπό του Υπουργού ως Επιθεωρητής δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου·
“Εργατική Διαφορά” σημαίνει οιανδήποτε διαφοράν μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την μη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων υπό του εργοδότου μετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε μή·
“Εργατικόν Συμβουλευτικόν Σώμα” σημαίνει το υπό του Υπουργού καθιδρυθέν δυνάμει του περί Ωρών Απασχολήσεως Νόμου Σώμα ίνα συμβουλεύη επί πάντων των εργατικών ζητημάτων και συνιστάμενον εκ μελών αντιπροσωπευόντων εργοδότας και εργοδοτουμένους, αντιστοίχως, υπό την προεδρίαν του Υπουργού·
“εργοδοτούμενος” έχει την ίδια έννοια με τον όρο “μισθωτός” όπως αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι 1993·
“έτος αδείας” εν σχέσει προς εργοδοτούμενον σημαίνει οιανδήποτε περίοδον πεντήκοντα δύο συνεχών εβδομάδων αρχομένην από της ημερομηνίας προσλήψεως του εργοδοτουμένου υπό τινος εργοδότου ή οιανδήποτε ετέραν τοιαύτην περίοδον ως ήθελε καθορισθή διά Κανονισμών·
“Μέλος” σημαίνει παν μέλος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών πλην του Προέδρου ή Δικαστού αυτού, όπερ ήθελε διορισθή δυνάμει του άρθρου 12·
“ορισθείσα ημέρα” σημαίνει την διά γνωστοποιήσεως δημοσιευθείσης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ορισθείσαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ημέραν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου·
“Πρόεδρος” σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 12 διοριζόμενον Πρόεδρον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών·
“Πρωτοκολλητής” σημαίνει τον διοριζόμενον δυνάμει του άρθρου 12 λειτουργόν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών·
“Πρωτόκολλον” σημαίνει το δυνάμει των Δικονομικών Κανονισμών τηρούμενον παρά τω Δικαστηρίω Εργατικών Διαφορών πρωτόκολλον·
“Ταμείον” σημαίνει το υπό του Υπουργικού Συμβουλίου καθιδρυθέν δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 8 Κεντρικόν Ταμείον Αδειών·
“Τμήμα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών” [Διαγράφηκε]
“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργόν Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
- 8/1967
- 25/1968
- 23/1969
- 26/1970
- 66/1972
- 5/1973
- 55/1980
- 65(I)/1993
- 72(I)/2002
- 169(I)/2002
- 217(I)/2022
3.-(1) Έκαστος εργοδοτούμενος δικαιούται εις άδειαν η οποία χορηγείται εις αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
Νοείται ότι, αν πρόσωπο το οποίο προέβαλε απαίτηση για τη χορήγηση άδειας ή ισχυρίζεται ότι δικαιούται ή εδικαιούτο άδεια είναι για οποιοδήποτε λόγο ανίκανο να ενεργήσει ή έχει αποβιώσει, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων δύναται να αποδεχθεί ώστε, εκτός από τη χήρα ή το χήρο, ανάλογα με την περίπτωση, άλλο πρόσωπο που θα κρίνει κατάλληλο να υποβάλει την αίτηση για διεκδίκηση ή είσπραξη της άδειας, ως αντιπρόσωπος ή για λογαριασμό ή εκ μέρους του προσώπου αυτού.
(2) Παρ’ εργοδοτουμένου όστις κατά την διάρκειαν της αδείας του αναλαμβάνει απασχόλησιν επί πληρωμή είτε υπό τον συνήθη εργοδότην του είτε υφ’ οιονδήποτε άλλον εργοδότην δυνατόν να απαιτηθή υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, κατόπιν αιτήσεως υπό του Ταμείου, όπως επιστρέψη εις το Ταμείον το όλον ή οιονδήποτε μέρος των απολαβών αδείας τας οποίας έλαβεν εκ του Ταμείου ως προς την άδειαν ταύτην.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός δύναται, τη συγκαταθέσει του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, να επιτρέψη διά Διατάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον ή τάξιν προσώπων όπως παραιτηθώσι της αδείας των καθ’ οιονδήποτε έτος αδείας, όταν θεωρή ότι τούτο είναι προς το δημόσιον συμφέρον:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται εν οιωδήποτε τοιούτω Διατάγματι να προβλέψη διά την συσσώρευσιν του όλου ή μέρους της αδείας της οποίας εγένετο παραίτησις δυνάμει του Διατάγματος.
(4) [Διαγράφηκε]
- 8/1967
- 66/1972
- 5/1973
- 85/1979
- 66(I)/2002
- 18(I)/2005
4. Κατόπιν της ορισθείσης ημέρας ουδείς εργοδότης υποχρεούται όπως συνεισφέρη οιονδήποτε χρηματικόν ποσόν εις οιασδήποτε προνοίας δι’ αδείας άλλας ή τας προνοουμένας υπό του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών εκδιδομένων δυνάμει τούτου.
5.-(1) Η διάρκεια της αδείας εργοδοτουμένου όταν ούτος έχη εργασθή ουχί ολιγωτέρας των σαράντα οκτώ εβδομάδων εντός του έτους αδείας είναι είκοσι εργάσιμοι ημέραι εις περίπτωσιν εργοδοτουμένου έχοντος πενθήμερον εβδομάδα εργασίας και είκοσι τέσσερις εργάσιμοι ημέραι εις περίπτωσιν εργοδοτουμένου έχοντος εξαήμερον εβδομάδα εργασίας:
(2) Ο Υπουργός δύναται διά Διατάγματος να αυξήση τον αριθμόν των εν τω εδαφίω (1) προνοουμένων ημερών αδείας:
(3) Οσάκις εργοδοτούμενος έχη εργασθή δι’ ολιγωτέρας των πεντήκοντα εβδομάδων εργασίας εντός έτους τινός αδείας, τότε ούτος δικαιούται αναφορικώς προς το έτος τούτο, εις ανάλογον άδειαν συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (1), υποκειμένην εις προσαρμογάς συμφώνως προς τους δυνάμει του άρθρου 9 εκδιδομένους Κανονισμούς:
(α) προσωρινής απουσίας εργοδοτουμένου εκ της εργασίας του λόγω ατυχήματος ή ασθενείας,
(β) απουσίας εργοδοτουμένης εκ της εργασίας της ενώ διατελεί επ’ αδεία λόγω μητρότητος,
(γ) απουσίας εργοδοτουμένου από την εργασία του με γονική άδεια, άδεια πατρότητας ή άδεια φροντίδας ή άδεια για λόγους ανωτέρας βίας,
λογίζονται ως χρονικά διαστήματα εργασίας διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου.
(4) Ο Υπουργός δύναται διά Διατάγματος να καθορίση μακροτέραν άδειαν δι’ οιανδήποτε τάξιν εργοδοτουμένων εάν θεωρή τούτο αναγκαίον:
- 8/1967
- 23/1969
- 66/1972
- 85/1979
- 66(I)/2002
- 72(I)/2002
- 217(I)/2022
- 24(I)/2023
6.-(1) Αι ακόλουθοι δεν λογίζονται ως ημέραι ετησίας αδείας:
(α) δημόσιαι αργίαι καθιερωμέναι διά νόμου, εθίμου ή συμβάσεως·
(β) το χρονικόν διάστημα αδείας λόγω μητρότητος και το χρονικό διάστημα άδειας λόγω πατρότητας·
(γ) ημέραι ανικανότητος προς εργασίαν οφειλομένης εις ατύχημα ή ασθένειαν·
(δ) ημέραι απεργίας ή ανταπεργίας (lock-out)·
(ε) οιονδήποτε χρονικόν διάστημα διά το οποίον εδόθη ειδοποίησις προς τερματισμόν απασχολήσεως·
(στ) το χρονικό διάστημα γονικής άδειας και το χρονικό διάστημα άδειας για λόγους ανωτέρας βίας·
(ζ) το χρονικό διάστημα άδειας φροντίδας.
(2) Εάν μία των εν τω εδαφίω (1) περιπτώσεων εγερθή διαρκούσης αδείας, η άδεια θεωρείται ως διακοπείσα και συμπληρούται κατά το δυνατόν εντός του αυτού έτους.
7.-(1) Η άδεια περιλαμβάνει μίαν συνεχή περίοδον ουχί ολιγωτέραν των εννέα ημερών.
(2) Διά συμφωνίας μεταξύ του εργοδότου και του εργοδοτουμένου, αι άδειαι δυνατόν να συσσωρεύωνται μέχρις ανωτάτου ορίου ισουμένου προς την άδειαν εις την οποίαν ο εργοδοτούμενος δικαιούται ως προς δύο έτη.
- 8/1967
- 85/1979
8.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον καθιδρύει διά Κανονισμών εκδιδομένων δυνάμει του άρθρου 9, Ταμείον (εν τω παρόντι καλούμενον “Το Ταμείον”) υπό την επωνυμίαν Κεντρικόν Ταμείον Αδειών.
(2) Το Ταμείον έχει νομικήν προσωπικότητα και, μεταξύ άλλων, έχει εξουσίαν ίνα κατέχη ιδιοκτησίαν, συμβάλληται, ενάγη ή ενάγηται υπό το όνομα αυτού και διενεργή πάσαν δραστηριότητα αναγκαίαν διά την λειτουργίαν του Ταμείου.
(3) Το Ταμείον έχει εξουσίαν όπως, τη συγκαταθέσει του Υπουργικού Συμβουλίου, δανείζηται χρηματικά ποσά δι’ οιονδήποτε σκοπόν σχετιζόμενον προς την λειτουργίαν του Ταμείου ή προς τας αδείας εργοδοτουμένων προσώπων γενικώς.
(4) Το Ταμείον έχει εξουσίαν όπως, τη συγκαταθέσει του Υπουργικού Συμβουλίου, διαθέτη χρηματικά ποσά διά την επιχορήγησιν αδειών εργοδοτουμένων και την ίδρυσιν και συντήρησιν καταλυμάτων διά τας διακοπάς αυτών.
- 8/1967
- 34/1972
9.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον εκδίδει Κανονισμούς διά την ίδρυσιν, λειτουργίαν και διοίκησιν του Ταμείου. Το Ταμείον διενεργεί απάσας τας δραστηριότητας αυτού συμφώνως προς τους Κανονισμούς τούτους.
(2) Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδόμενοι Κανονισμοί, μεταξύ άλλων, δύνανται να προνοώσι-
(α) περί του τρόπου κατά τον οποίον αι καταβολαί εις το Ταμείον θα γίνωνται και θα εισπράττωνται͘
(β) περί του ποσού των υπό του εργοδότου καταβλητέων εισφορών ως προς έκαστον εργοδοτούμενον͘
(γ) περί του ποσού των απολαβών αδείας και του τρόπου κατά τον οποίον αύται θα καταβάλλωνται εις τον εργοδοτούμενον͘
(δ) περί των υπό του εργοδότου τηρητέων αρχείων και περί του τύπου υπό τον οποίον θα τηρώνται͘
(ε) περί επιβολής ποινής φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τους εξ μήνας ή χρηματικής ποινής μη υπερβαινούσης τας £450 ή αμφοτέρων των ποινών τούτων δι’ αδικήματα εν σχέσει προς την είσπραξιν εισφορών διά το Ταμείον και την εξ αυτού πληρωμήν ωφελημάτων͘
(στ) περί της καθιδρύσεως Διοικητικού Συμβουλίου ίνα βοηθή τον Υπουργόν εις την λειτουργίαν του Ταμείου͘
(ζ) γενικώς περί της καλυτέρας πραγματώσεως των σκοπών του Ταμείου και περί παντός το οποίον δυνάμει του παρόντος Νόμου απαιτείται ή επιτρέπεται όπως καθορισθή διά Κανονισμών εκδιδομένων δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(3) Ουδεμία τροποποίησις οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του παρόντος άρθρου επιφέρεται άνευ προηγουμένης συνεννοήσεως μετά του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος και του Διοικητικού Συμβουλίου.
(4) Κανονισμοί εκδιδόμενοι επί τη βάσει του παρόντος άρθρου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν μετά πάροδον τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι’ αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντας Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ’ αυτής και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.
- 8/1967
- 55/1980
10. Το Ταμείον εξαιρείται-
(α) της πληρωμής, δυνάμει παντός περί Τελωνείων νόμου εκάστοτε εν ισχύϊ, οιωνδήποτε φόρων ή δασμών επί μηχανημάτων, περιλαμβανομένων τμημάτων και εξαρτημάτων αυτών, συσκευών, οχημάτων, οργάνων, εργαλείων, εφοδίων και υλικών παντός είδους εισαγομένων προς χρήσιν του Ταμείου και μη προοριζομένων προς πώλησιν εις το κοινόν·
(β) της πληρωμής τελών χαρτοσήμου δυνάμει παντός νόμου εκάστοτε εν ισχύϊ αφορώντος εις τέλη χαρτοσήμου.
11.-(1) Ο Υπουργός έχει εξουσίαν όπως εγκρίνη, διά πιστοποιητικού εκδοθησομένου κατά την κρίσιν του, σχέδιον εργοδότου δι’ αδείας γινόμενον προς υποκατάστασιν των διατάξεων του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου εάν κατά την γνώμην του το σχέδιον τούτο είναι κατά την εφαρμογήν του ευεργετικώτερον εις τους εργοδοτουμένους ή αι διατάξεις του ειρημένου Μέρους ΙΙ.
(2) Όταν ο Υπουργός εκδίδη τοιούτο πιστοποιητικόν, ο εργοδότης εξαιρείται των διατάξεων του παρόντος Μέρους και οιωνδήποτε Κανονισμών εκδιδομένων δυνάμει αυτού ως προς τοιαύτην τάξιν ή τάξεις εργοδοτουμένων οίαι ήθελον καθορισθή εν τω πιστοποιητικώ εφόσον τούτο διατελή εν ισχύϊ:
Νοείται ότι-
(α) ο εργοδότης δίδει ένορκον διαβεβαίωσιν εις τον Υπουργόν εις τοιαύτην ημέραν οίαν ο Υπουργός ήθελεν ορίσει, βεβαιούσαν ότι οι υπό του πιστοποιητικού επιβληθέντες όροι ετηρήθησαν κατά το παρελθόν έτος. Διά το πρώτον έτος της ισχύος του παρόντος Νόμου τοιαύτη ένορκος διαβεβαίωσις δεν είναι αναγκαία~
(β) εργοδότης ο οποίος εφαρμόζει σχέδιον εγκριθέν διά πιστοποιητικού συμμορφούται προς οιασδήποτε απαιτήσεις οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του παρόντος Νόμου αναφερομένας εις εργοδοτουμένους οι οποίοι αλλάσσουσι τον εργοδότην των.
- 8/1967
- 25/1968
- 5/1973
12.-(1) Καθιδρύεται Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών, (εν τω παρόντι Νόμω καλούμενον “Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών”) εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του οποίου υπάγεται η διάγνωσις και απόφασις επί των ακολούθων διαφορών:
(α) απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος·
(β) απασών των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και παντός συμπληρωματικού ή παρεμπίπτοντος θέματος παραπεμπομένου αυτώ δυνάμει ρητής διατάξεως οιουδήποτε ετέρου νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων·
(γ) πάσης εργατικής διαφοράς παραπεμπομένης αυτώ υπό του Υπουργού, είτε κοινή συναινέσει αμφοτέρων των μερών, είτε δυνάμει οιασδήποτε εν ισχύϊ συλλογικής συμβάσεως ή διευθετήσεως αφορώσης την επίλυσιν εργατικών διαφορών διά διαιτησίας·
(δ) οιασδήποτε ετέρας διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης και οιασδήποτε απαιτήσεως διά παροχήν ή αποφάσεως αρμοδίου λειτουργού, δυνάμει των διατάξεων του εκάστοτε περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ισχύοντος Νόμου, ήτις ήθελε παραπεμφθή αυτώ, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή διά νόμου ή διά Κανονισμών εκδοθέντων κατ’ εφαρμογήν του εδαφίου τούτου·
(ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση·
(στ) οποιωνδήποτε διαφορών αστικής φύσεως αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου.
(2) (α) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών σύγκειται εξ ενός Προέδρου ή Δικαστή και δύο Μελών, αντιπροσωπευόντων την εργοδοτικήν και εργατικήν πλευράν, αντιστοίχως·
(β) ο Πρόεδρος και οι Δικαστές διορίζονται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και τα Μέλη ορίζονται δι’ εκάστην συγκεκριμένην υπόθεσιν υπό του Προέδρου, εκ του Πίνακος Μελών του καταρτιζομένου δυνάμει του εδαφίου (7)·
(γ) η γνώμη του Προέδρου ή Δικαστή ως προς οιονδήποτε κατά την κρίσιν αυτού νομικόν σημείον εγειρόμενον καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας είναι δεσμευτική διά τα Μέλη.
(3) (α) Ουδείς διορίζεται Πρόεδρος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εκτός εάν είναι δικηγόρος ασκών το επάγγελμα αυτού τουλάχιστον επί πέντε έτη και είναι υψηλού επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου.
Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου “άσκησις δικηγορικού επαγγέλματος” περιλαμβάνει υπηρεσίαν εν τη μονίμω δικαστική ή νομική υπηρεσία της Δημοκρατίας·
(β) η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Προέδρου του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι οι αυτοί ως οι εφαρμοζόμενοι επί Ανωτέρου Επαρχιακού Δικαστού δυνάμει των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1972 ή οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτών·
(γ) ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι μόνιμον μέλος της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας άλλα δεν είναι εναλλάξιμος μεθ’ οιουδήποτε ετέρου κατόχου θέσεως εν τη τοιαύτη υπηρεσία.
(4) (α) ουδείς διορίζεται ως Δικαστής εκτός εάν είναι δικηγόρος ασκών το επάγγελμα αυτού τουλάχιστον επί τέσσερα έτη και είναι υψηλού επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου:
Νοείται ότι τη συστάσει του Ανωτάτου Δικαστηρίου δύναται να διορισθή ως Δικαστής του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και δικηγόρος ασκών το επάγγελμα αυτού επί τρία τουλάχιστον έτη.
Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου “άσκησις του δικηγορικού επαγγέλματος” περιλαμβάνει υπηρεσίαν εν τη μονίμω δικαστική ή νομική υπηρεσία της Δημοκρατίας·
(β) ο Δικαστής του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι μόνιμον μέλος της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας αλλά δεν είναι εναλλάξιμος μεθ’ οιουδήποτε ετέρου κατόχου θέσεως εν τη τοιαύτη υπηρεσία·
(γ) η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας Δικαστού του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι οι αυτοί ως οι εφαρμοζόμενοι επί Επαρχιακού Δικαστού δυνάμει των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1972 ή οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτών·
(5) (α) Εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος του Προέδρου ή Δικαστού, το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον δύναται να διορίση πρόσωπον κατέχον τα υπό των εδαφίων (3) και (4), αντιστοίχως, προνοούμενα προσόντα όπως εκτελή προσωρινώς καθήκοντα Προέδρου ή Δικαστού, αναλόγως της περιπτώσεως, διά το διάστημα το εκάστοτε καθοριζόμενον εν τη πράξει του διορισμού του.
(β) Παν πρόσωπον διοριζόμενον δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου κέκτηται, εν όσω διαρκεί ο διορισμός αυτού, απάσας τας εξουσίας και εκτελεί άπαντα τα καθήκοντα της θέσεως εις ην διορίζεται.
(6) (α) Πρόεδρος διοριζόμενος δυνάμει του εδαφίου (2) ή (3) και Δικαστής διοριζόμενος δυνάμει του εδαφίου (4) ή (5), πριν ή αναλάβη τα καθήκοντα της θέσεως αυτού, οφείλει να προβή και υπογράφη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή οιωνδήποτε δύο μελών αυτού την επίσημον διαβεβαίωσιν πίστεως προς την Δημοκρατίαν και τον Δικαστικόν όρκον, κατά τον εν τω Πίνακι των περί Δικαστηρίων Νόμων 1960 έως 1972 καθωρισμένον τύπον·
(β) αποκλείεται οιαδήποτε αγωγή κατά του Προέδρου ή Δικαστού διά πάσαν πράξιν γενομένην ή πάσαν γνώμην εκφρασθείσαν κατά την ενάσκησιν των δικαστικών αυτού καθηκόντων.
(7) (α) Ο Υπουργός θέλει καταρτίσει κατάλογον υποψηφίων Μελών, αντιπροσωπευόντων κατ’ ίσον αριθμόν την εργοδοτικήν και εργατικήν πλευράν, εξ υποψηφίων υποβαλλομένων προς αυτόν υφ’ εκάστης πλευράς, αντιστοίχως·
(β) ο δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου καταρτιζόμενος κατάλογος υποψηφίων Μελών, υποβάλλεται μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης προς το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον, δι’ επιλογήν του οριζομένου υπό του Υπουργού αριθμού Μελών και καταρτισμόν του εν τω εδαφίω (2) αναφερομένου Πίνακος Μελών, εις ον δέον όπως αντιπροσωπεύωνται κατ’ ίσον αριθμόν η εργοδοτική και εργατική πλευρά·
(γ) ο ούτω καταρτιζόμενος Πίναξ Μελών δημοσιεύεται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, τα δε ονόματα και λοιπά στοιχεία των ούτω διοριζομένων Μελών διαβιβάζονται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου προς τον Πρόεδρον.
(8) (α) Η θητεία εκάστου Μέλους είναι διετής, από της ημερομηνίας του διορισμού του, δύναται, όμως, τούτο να επαναδιορίζηται μετά την λήξιν της θητείας αυτού:
Νοείται ότι το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον δύναται, τη προτάσει του Προέδρου, να τερματίση τον διορισμόν Μέλους κατά πάντα χρόνον εν περιπτώσει αναρμόστου συμπεριφοράς, επανειλημμένης αποχής εκ των καθηκόντων, διά την εκτέλεσιν των οποίων έχει τούτο δεόντως ορισθή υπό του Προέδρου, προσέτι δε εν περιπτώσει καθ’ ην τούτο ήθελε κριθή υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, τη εισηγήσει του Προέδρου, ως ανίκανον να εκπληρώση τα καθήκοντα του λόγω παρατεταμένης ασθενείας, νοσήματος ή απουσίας εκ της Δημοκρατίας:
Νοείται περαιτέρω ότι παν Μέλος δικαιούται να παραιτηθή κατά πάντα χρόνον της θέσεως του, δι’ εγγράφου απευθυνομένου προς τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση λήξης της θητείας Μέλους, δεν επηρεάζεται η νόμιμη συγκρότηση του Δικαστηρίου και το Μέλος του οποίου η θητεία έχει λήξει συνεχίζει να συμμετέχει μέχρι την εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης για την οποία έχει οριστεί και η οποία έχει αρχίσει.
(β) Εις τα Μέλη καταβάλλονται έξοδα παραστάσεως που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού.
(γ) τα Μέλη δεν δύνανται, εν όσω διαρκεί ο διορισμός των, να εμφανίζωνται ή διεξάγωσιν υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, είτε διά τον Αιτούντα είτε διά τον Καθ’ ου η αίτησις.
(9) (α) Παρά τω Δικαστηρίω Εργατικών Διαφορών θέλει διορισθή εις Πρωτοκολλητής, προσέτι δε έτεροι υπάλληλοι, ων ο αριθμός και θέσεις αποφασίζονται, κατόπιν εισηγήσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπό του Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών εκ συμφώνου·
(β) πάντες οι παρά τω Δικαστηρίω Εργατικών Διαφορών υπάλληλοι θα είναι μέλη της μονίμου δημοσίας υπηρεσίας της Δημοκρατίας και θα διορίζωνται υπό της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας της Δημοκρατίας·
(γ) οι όροι υπηρεσίας του Πρωτοκολλητού και των λοιπών υπαλλήλων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών θα είναι οι αυτοί ως οι εφαρμοζόμενοι επί αντιστοίχων υπαλλήλων Επαρχιακού Δικαστηρίου.
(10) Η έδρα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών θα είναι εν Λευκωσία όπου και θα συνέρχηται τούτο εις τοιούτο κτίριον οίον ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εν συνεννοήσει μετά του Υπουργού, ήθελεν από καιρού εις καιρόν ορίσει:
Νοείται ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δύναται να λειτουργεί και σε άλλη, εκτός της Λευκωσίας, επαρχία, ως ήθελε προς το συμφέρον της απονομής της Δικαιοσύνης καθορίσει το Ανώτατο Δικαστήριο με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, και σε κτίριο ή κτίρια που ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, σε συνεννόηση με τον Υπουργό, καθορίζει για το σκοπό αυτό:
Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών που λειτουργεί σε άλλη, εκτός της Λευκωσίας, επαρχία θα επιλαμβάνεται υποθέσεων όταν η διαφορά έχει ανακύψει εντός της εν λόγω επαρχίας, ή εν τη απουσία του στοιχείου αυτού, αν ο αιτητής έχει εκεί τη συνήθη διαμονή ή το μόνιμη κατοικία του.
(10Α) Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το προς υποβολήν αιτήσεως δικαίωμα ή εντός εννέα μηνών από την απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό:
Νοείται ότι στις περιπτώσεις όπου το προς υποβολήν αιτήσεως στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δικαίωμα ανέκυψε μετά την 21η Μαΐου 1999, η δυνάμει του εδαφίου (11) του παρόντος άρθρου καθοριζόμενη προθεσμία για την καταχώρηση αίτησης, αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(11) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών χωρεί μετά πάσης λογικής ταχύτητος εις την επίλυσιν της διαφοράς συνοπτικώς, χωρίς να δεσμεύηται υφ’ οιωνδήποτε κανόνων περί αποδείξεως και εκδίδει ητιολογημένην απόφασιν.
(11Α) Οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο, εντός σαράντα δύο ημερών από της ημέρας της απόφασης.
(12) (α) Άπασαι αι δαπάναι, αι ενεργούμεναι αναφορικώς προς την λειτουργίαν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ή υφ’ οιουδήποτε λειτουργού προσληφθέντος υπό ή διά λογαριασμόν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, βαρύνουσι το Πάγιον Ταμείον της Δημοκρατίας·
(β) παν ταμείον ή σχέδιον ή αρχή ποιουμένη χρήσιν των υπηρεσιών του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, θέλει καταβάλλει εν ω τρόπω και καθ’ ον χρόνον ο Γενικός Λογιστής ήθελεν εκάστοτε ορίσει, χρηματικόν τι ποσόν καθοριζόμενον εκάστοτε υπό του Γενικού Λογιστού εν συνεννοήσει μετά του διοικητικού συμβουλίου του τοιούτου ταμείου ή σχεδίου ή αρχής.
(13) (α) Το Ανώτατον Δικαστήριον, αφού προηγουμένως συμβουλευθή τον Υπουργόν, εκδίδει Δικονομικούς Κανονισμούς, δημοσιευομένους εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, εν σχέσει προς την πρακτικήν και την διαδικασίαν την ακολουθητέαν υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, προσέτι δε τα καθήκοντα και εξουσίας των υπαλλήλων αυτού·
(β) οι δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδιδόμενοι Δικονομικοί Κανονισμοί θα περιλαμβάνωσι-
(i) πρόβλεψιν διά την κλήτευσιν προσώπων όπως προσέλθωσι και δώσωσι μαρτυρίαν και παρουσιάσωσιν έγγραφα και δι’ εξουσιοδότησιν της λήψεως όρκου παρά μαρτύρων και δι’ επιβολήν ποινών διά παράλειψιν τινος να προσέλθη αφού ούτος εκλητεύθη δεόντως, καθώς και διά περιφρόνησιν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών·
(ii) ρύθμισιν των καθηκόντων και εξουσιών των υπαλλήλων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών͘
(iii) καθορισμόν των τύπων των δικογράφων και των δικαστικών τελών και δαπανών της ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίας·
(iv)καθορισμόν των προθεσμιών, εντός των οποίων αξιούται συμμόρφωσις προς τας διατάξεις των Δικονομικών Κανόνων.
- 8/1967
- 5/1973
- 79(I)/1996
- 26(I)/1997
- 110(I)/1999
- 169(I)/2002
- 42(I)/2011
12Α.-(1) Κάθε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών θα φέρει τόκο ίσο προς το εκάστοτε επιτόκιο που προβλέπεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο ετησίως από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης ή σε σχέση με εκκρεμούσες αιτήσεις από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου μέχρι της τελικής αποπληρωμής του χρέους:
Νοείται ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποφασίσει ότι η απόλυση οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού, επιδικάζει τόκον ίσο προς το εκάστοτε επιτόκιο που προβλέπεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο αρχομένου από την εκατοστή ογδοηκοστή τετάρτη ημέρα μετά την ημερομηνία απόλυσης μέχρι της πλήρους πληρωμής του ποσού της απόφασης του Δικαστηρίου.
(2) Τίποτε από όσα περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο δε θα παρέχει εξουσία προς παροχή τόκου επί τόκου.
13.-(1) Ο Υπουργός ορίζει Επιθεωρητάς ίνα βοηθώσιν εις την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου.
(2) Ο Επιθεωρητής έχει δικαίωμα ελευθέρας εισόδου καθ’ οιονδήποτε εύλογον χρόνον εις οιονδήποτε τόπον όπου έχει λόγον να πιστεύη ότι εργοδοτούνται πρόσωπα:
Νοείται ότι ούτος δεν έχει δικαίωμα να εισέλθη εις κατοικίαν άνευ της εγγράφου συγκαταθέσεως του εν αυτή κατοικούντος ειμή δυνάμει δικαστικού εντάλματος.
(3) Ο Επιθεωρητής δύναται να υποβάλη ερωτήσεις εις οιονδήποτε πρόσωπον εις οιονδήποτε τόπον τον οποίον επισκέπτεται περί θεμάτων εγειρομένων εκ της εφαρμογής του παρόντος Νόμου.
(4) Ο Επιθεωρητής έχει το δικαίωμα να εξετάση καθ’ οιονδήποτε εύλογον χρόνον όλα τα αρχεία των οποίων η τήρησις απαιτείται υπό του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού.
14.-(1) Πας εργοδότης όστις-
(α) παραλείπει να χορηγήση εις οιονδήποτε εργοδοτούμενον υπ’ αυτού άδειαν οφειλομένην δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή
(β) παραλείπει άνευ ευλόγου αιτίας να καταβάλη την εισφοράν η οποία απαιτείται υπό των δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 9 εκδοθέντων Κανονισμών,
είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας δύο χιλιάδες ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τον ένα χρόνο ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας και εις την καταβολήν της ως είρηται εισφοράς.
(2) Πας εργοδότης όστις εν γνώσει του ή αμελώς δίδει ένορκον διαβεβαίωσιν, δυνάμει της παραγράφου (α) της επιφυλάξεως του εδαφίου (2) του άρθρου 11, η οποία είναι ψευδής ως προς οιονδήποτε ουσιώδες στοιχείον αυτής είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £450 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
(3) Πας όστις-
(α) παρεμποδίζει Επιθεωρητήν εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·
(β) άνευ νομίμου δικαιολογίας αρνείται να απαντήση εις οιανδήποτε ερώτησιν η οποία ετέθη εις αυτόν υπό Επιθεωρητού και εις την οποίαν υποχρεούται να απαντήση δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(γ) παραλείπει να ενημερώνη πλήρως τα υπό Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9 καθορισθέντα αρχεία,
είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £750.
- 8/1967
- 55/1980
- 66(I)/2002
14Α. Αι δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών εισπραττόμεναι χρηματικαί ποιναί, τέλη και έξοδα καταβάλλονται εις το Ταμείον εκτός εάν άλλως προνοήται εν τω παρόντι Νόμω ή τοις δυνάμει αυτού εκδοθείσι Κανονισμοίς.
- 8/1967
- 26/1970
Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται εις ημερομηνίαν ορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου, διά γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.
Πας εκάστοτε εν ισχύϊ Νόμος ή δευτερογενής νομοθεσία θα αναγινώσκηται, ερμηνεύηται και εφαρμόζηται ως εάν αντί της μνείας εν αυτώ του Διαιτητικού Δικαστηρίου ή του Προέδρου ή του Πρωτοκολλητού ή Διαιτητού αυτού εγένετο μνεία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ή του Προέδρου ή Πρωτοκολλητού ή Μέλους αυτού, ως θα ήτο η περίπτωσις, και εν περιπτώσει συγκρούσεως οιασδήποτε διατάξεως οιουδήποτε τοιούτου Νόμου μετά των διατάξεων του παρόντος Νόμου αι διατάξεις του παρόντος Νόμου υπερισχύουν.
(1) Άπασαι αι ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου (του καθιδρυθέντος δυνάμει του καταργουμένου άρθρου 12 του βασικού νόμου και αντικατασταθέντος διά του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών), εκκρεμούσαι υποθέσεις μεταβιβάζονται εις οίον στάδιον ευρίσκονται τω Δικαστηρίω Εργατικών Διαφορών προς διεξαγωγήν της ακροαματικής διαδικασίας και έκδοσιν αποφάσεως δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Πας εφεσείων εις οιανδήποτε έφεσιν κατ’ αποφάσεως του Διαιτητικού Δικαστηρίου, εκκρεμούσαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την ημέραν δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας του παρόντος Νόμου, δύναται να αποσύρη ταύτην και, τηρουμένων οιωνδήποτε οδηγιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου εν προκειμένω, ο αιτών εν τη προσβαλλομένη αποφάσει του Διαιτητικού Δικαστηρίου δύναται εντός τριών μηνών από της ημέρας ταύτης όπως υποβάλη νέαν αίτησιν διά το αυτό αντικείμενον εις το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών το οποίον θα επιληφθή ταύτης.
(1) Παν πρόσωπον όπερ κατέχει, δυνάμει των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968 έως 1970, οιανδήποτε θέσιν παρά τω Διαιτητικώ Δικαστηρίω, εφ’ όσον πληροί τα κατά νόμον προσόντα, μεταφέρεται και τοποθετείται υπό της αρμοδίας αρχής της Δημοκρατίας εις προνοουμένην υπό του εν τω άρθρω 3 του παρόντος Νόμου εκτιθεμένου νέου άρθρου 12 του βασικού νόμου αντίστοιχον αυτής θέσιν παρά τω Δικαστηρίω Εργατικών Διαφορών:
Νοείται ότι παν τοιούτον πρόσωπον μέχρι της κατά το παρόν εδάφιον τοποθετήσεως αυτού εξακολουθεί να κατέχη την θέσιν ην κατείχε προηγουμένως.
(2) Η παρά τω Διαιτητικώ Δικαστηρίω υπηρεσία παντός τοιούτου προσώπου θεωρείται ως υπηρεσία παρά τω Δικαστηρίω Εργατικών Διαφορών.
Οι δυνάμει του εν τω άρθρω 3 του παρόντος Νόμου εκτιθεμένου νέου άρθρου 12 του βασικού νόμου εκδοθέντες υπό του Υπουργικού Συμβουλίου περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμοί του 1968 έως 1970 διά του παρόντος καταργούνται:
Νοείται ότι οι Δικονομικοί Κανόνες οι περιεχόμενοι εν τω συνημμένω τοις ρηθείσι Κανονισμοίς Παραρτήματι, εξακολουθούν να ισχύουν και θα τυγχάνωσι εφαρμογής, τηρουμένων των αναλογιών και εφ’ όσον αι περιστάσεις επιτρέπουν τούτο, επί πάσης διαδικασίας αρχομένης, δυνάμει οιουδήποτε νόμου, ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, μέχρις ου καταργηθούν ή τροποποιηθούν διά νέων Δικονομικών Κανονισμών εκδοθησομένων δυνάμει του εν τω άρθρω 3 του παρόντος Νόμου εκτιθεμένου νέου άρθρου 12 του βασικού νόμου:
Νοείται περαιτέρω ότι εφεξής οι εν τοις ρηθείσι Δικονομικοίς Κανονισμοίς όροι κέκτηνται οίαν έννοιαν απέδωκαν αυτοίς οι εν τω άρθρω 2 του παρόντος Νόμου αναφερόμενοι νέοι εν τω άρθρω 2 του βασικού νόμου ορισμοί.
(1) Η ισχύς του άρθρου 2 και της παραγράφου (β) του άρθρου 3 άρχεται από το έτος αδείας το οποίον ήρχισε την 3ην Οκτωβρίου, 1977.
(2) Η ισχύς της παραγράφου (α) του άρθρου 3 και του άρθρου 4 άρχεται από το έτος αδείας το οποίον άρχεται την 5ην Νοεμβρίου, 1979.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται την 6ην Οκτωβρίου, 1980.
Η ισχύς των διατάξεων του Νόμου αυτού αρχίζει την πρώτη ημέρα του μήνα εισφορών Ιανουαρίου 1994.
Η παράγραφος (α) του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου.
Εκ παραδρομής η Βουλή στο άρθρο 6, εδ. 4 του Ν.65(Ι)/2002, παρέλειψε να αντικαταστήσει το ποσό "£450" με τη λέξη "τριακοσίας" όπως έπρεπε να αντικατασταθεί σύμφωνα με το Ν.166/1987 περί Αυξήσεως των Χρηματικών Ποινών.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.66(Ι)/2002] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2003.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.72(I)/2002] τίθεται σε ισχύ την 1ην Ιανουαρίου 2003.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.18(I)/2005] λογίζεται ότι άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2004.