3.-(1) Έκαστος εργοδοτούμενος δικαιούται εις άδειαν η οποία χορηγείται εις αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
Νοείται ότι, αν πρόσωπο το οποίο προέβαλε απαίτηση για τη χορήγηση άδειας ή ισχυρίζεται ότι δικαιούται ή εδικαιούτο άδεια είναι για οποιοδήποτε λόγο ανίκανο να ενεργήσει ή έχει αποβιώσει, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων δύναται να αποδεχθεί ώστε, εκτός από τη χήρα ή το χήρο, ανάλογα με την περίπτωση, άλλο πρόσωπο που θα κρίνει κατάλληλο να υποβάλει την αίτηση για διεκδίκηση ή είσπραξη της άδειας, ως αντιπρόσωπος ή για λογαριασμό ή εκ μέρους του προσώπου αυτού.
(2) Παρ’ εργοδοτουμένου όστις κατά την διάρκειαν της αδείας του αναλαμβάνει απασχόλησιν επί πληρωμή είτε υπό τον συνήθη εργοδότην του είτε υφ’ οιονδήποτε άλλον εργοδότην δυνατόν να απαιτηθή υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, κατόπιν αιτήσεως υπό του Ταμείου, όπως επιστρέψη εις το Ταμείον το όλον ή οιονδήποτε μέρος των απολαβών αδείας τας οποίας έλαβεν εκ του Ταμείου ως προς την άδειαν ταύτην.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός δύναται, τη συγκαταθέσει του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, να επιτρέψη διά Διατάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον ή τάξιν προσώπων όπως παραιτηθώσι της αδείας των καθ’ οιονδήποτε έτος αδείας, όταν θεωρή ότι τούτο είναι προς το δημόσιον συμφέρον:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται εν οιωδήποτε τοιούτω Διατάγματι να προβλέψη διά την συσσώρευσιν του όλου ή μέρους της αδείας της οποίας εγένετο παραίτησις δυνάμει του Διατάγματος.
(4) [Διαγράφηκε]