17.-(1) Ο έχων την διοίκησιν επιμελείται των υποθέσεων του σωματείου και αντιπροσωπεύει τούτο δικαστικώς και εξωδίκως. Υποκατάστασις, ενόσω, η συστατική πράξις ή το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, απαγορεύεται.
(2) Η έκτασις της εξουσίας του έχοντος την διοίκησιν προσδιορίζεται εκ του καταστατικού, ο δε προσδιορισμός ούτος ισχύει και έναντι τρίτων. Διά του καταστατικού, δύνανται να ανατεθώσιν ωρισμέναι υποθέσεις εις ίδιον πρόσωπον. Η εξουσία τούτου εν αμφιβολία εκτείνεται και εις πάσαν συναφή πράξιν.
(3)Δικαιοπραξίαι επιχειρηθείσαι υπό του διοικούντος το σωματείον οργάνου εντός των ορίων της εξουσίας του δεσμεύουσι το σωματείον.
(4) Το σωματείον ευθύνεται εκ των πράξεων ή παραλείψεων των αντιπροσωπευόντων αυτό οργάνων, εφ' όσον η πράξις ή η παράλειψις έλαβε χώραν κατά την εκτέλεσιν των ανατιθεμένων εις αυτά καθηκόντων και συνεπάγεται υποχρέωσιν αποζημιώσεως. Ευθύνεται επί πλέον εις ολόκληρον και το υπαίτιον πρόσωπον.