1. Ο περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμος του 1972 και ο περί Σωματείων και Ιδρυμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1997 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμοι του 1972 και 1997.
2. Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια-
"Δικαστήριον" σημαίνει το αρμόδιον Επαρχιακόν Δικαστήριον εντός του ορίου της τοπικής αρμοδιότητος του οποίου κείται η έδρα του σωματείου ή ιδρύματος·
"Έφορος" σημαίνει το υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διοριζόμενον πρόσωπον προς εγγραφήν σωματείων και ιδρυμάτων·
"ίδρυμα" σημαίνει σύνολον περιουσίας τεταγμένης εις εξυπηρέτησιν ωρισμένου σκοπού·
"Μητρώον" σημαίνει το βιβλίον εις ο εγγράφονται δυνάμει του παρόντος Νόμου τα σωματεία ή ιδρύματα·
"σωματείον" σημαίνει ωργανωμένην ένωσιν τουλάχιστον είκοσι προσώπων προς επίτευξιν ωρισμένου σκοπού μη κερδοσκοπικού.
3.-(1) Σωματείον ή ίδρυμα του οποίου ο σκοπός ή η λειτουργία τείνει να υπονομεύση την ασφάλειαν της Δημοκρατίας ή την δημοσίαν τάξιν ή την δημοσίαν ασφάλειαν ή την δημοσίαν υγείαν ή τα δημόσια ήθη ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίας του ατόμου ουδεμίαν νομικήν υπόστασιν κέκτηται, δεν δύναται να εγγραφή ή εάν ήδη ενεγράφη δύναται να διαλυθή διά διατάγματος του Δικαστηρίου.
(2) Πας όστις είναι μέλος ή λαμβάνει μέρος εις την διοίκησιν σωματείου παρανόμου συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (1) είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη ή εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας £1500 ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
4. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 3 έκαστος κέκτηται το δικαίωμα ιδρύσεως και συμμετοχής εις σωματείον ή ίδρυμα το οποίον όμως δεν αποκτά νομικήν προσωπικότητα ει μη τηρουμένων των υπό του παρόντος Νόμου αναγραφομένων όρων.
6.-(1) Προς απόκτησιν νομικής προσωπικότητος παν σωματείον οφείλει να εγγραφή συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Προς τον σκοπόν τούτον ο Έφορος τηρεί κατά τον καθωρισμένον τύπον Μητρώον Σωματείων εις το οποίον καταχωρίζει τα καθωρισμένα στοιχεία.
(3) Προς εγγραφήν σωματείου εις το Μητρώον υποβάλλεται αίτησις εις τον Έφορον υπό των ιδρυτών ή της διοικήσεως του σωματείου εις ην επισυνάπτονται η συστατική πράξις, τα ονόματα και αι διευθύνσεις των μελών της διοικήσεως, το καταστατικόν υπογεγραμμένον υπό των μελών και φέρον χρονολογίαν, το έμβλημα του σωματείου και περιγραφή της κινητής ή ακινήτου ιδιοκτησίας ή και αμφοτέρων, κατεχομένων ή ανηκόντων εις το σωματείον κατά τον χρόνον της υποβολής της αιτήσεως.
(4) Ο Έφορος εφ' όσον συντρέχουσιν οι νόμιμοι όροι δέχεται την αίτησιν, εγγράφει το σωματείον εις το Μητρώον επί τη καταβολή του καθωρισμένου τέλους και εκδίδει πιστοποιητικόν εγγραφής επί του καθωρισμένου τύπου. Το πιστοποιητικόν τούτο δημοσιεύεται εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας και αποτελεί πλήρη απόδειξιν περί της ημερομηνίας εγγραφής και περί της τηρήσεως απασών των νομίμων προϋποθέσεων. Το καταστατικόν βεβαιούμενον υπό του Εφόρου τηρείται εις τα αρχεία αυτού.
7. Άμα τη εκδόσει του πιστοποιητικού εγγραφής το εγγραφέν σωματείον αποκτά πλήρη νομικήν προσωπικότητα. Η νομική προσωπικότης απόλλυται επί τη διαλύσει του σωματείου.
8. Το καταστατικόν σωματείου δέον επί ποινή ακυρότητος να καθορίζη-
(α)τον σκοπόν, την επωνυμίαν και την έδραν του σωματείου·
(β) τους όρους της εισόδου, αποχωρήσεως και αποβολής των μελών, ως και τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις αυτών·
(γ) τους πόρους του σωματείου·
(δ) τον τρόπον της δικαστικής και εξωδίκου αντιπροσωπεύσεως του σωματείου·
(ε) τα όργανα της διοικήσεως του σωματείου ως και τους όρους του καταρτισμού και της λειτουργίας αυτής και της παύσεως των οργάνων αυτής·
(στ) τους όρους υφ' ους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει η συνέλευσις των μελών·
(ζ) τους όρους της τροποποιήσεως του καταστατικού·
(η) τον τρόπον καθ' ον ελέγχονται οι λογαριασμοί του σωματείου·
(θ) τους όρους διαλύσεως του σωματείου και της τύχης της περιουσίας αυτού εν περιπτώσει διαλύσεως ήτις εν ουδεμία περιπτώσει διανέμεται μεταξύ των μελών.
8Α.-(1) Σωματείο δε θα εγγράφεται με επωνυμία η οποία, κατά τη γνώμη του Εφόρου, συγκρούεται με την εθνική ασφάλεια ή το δημόσιο συμφέρον ή τα χρηστά ήθη.
(2) Εάν η προτεινόμενη επωνυμία του υπό εγγραφή σωματείου είναι πανομοιότυπη με την επωνυμία σωματείου που έχει ήδη εγγραφεί ή, κατά τη γνώμη του Εφόρου, προσομοιάζει τόσο πολύ με την επωνυμία αυτή ώστε να είναι δυνατό να εξαπατήσει ή να παραπλανήσει το κοινό ή τα μέλη οποιουδήποτε από τα δύο σωματεία, ο Έφορος μπορεί να ζητήσει από τα πρόσωπα που υπέβαλαν την αίτηση για εγγραφή του σωματείου να αλλάξουν την επωνυμία που αναγράφεται στην αίτηση και να αρνηθεί να εγγράψει το σωματείο μέχρι να γίνει η αλλαγή αυτή.
- 57/1972
- 85(I)/1997
9. Πάσα τροποποίησις του καταστατικού ισχύει μόνον από της καταχωρίσεως αυτής εις το Μητρώον κατ' αίτησιν της διοικήσεως του σωματείου υποβαλλομένην εντός είκοσι μιας ημερών από της ψηφίσεως ταύτης.
10. Η διάλυσις του σωματείου οπωσδήποτε επερχομένη ως και τα ονόματα των εκκαθαριστών σημειούνται εις το Μητρώον παραπλεύρως της εγγραφής. Η σημείωσις της διαλύσεως γίνεται τη αιτήσει της διοικήσεως του σωματείου ή της προκαλεσάσης την διάλυσιν αρχής.
11.-(1) Εφ' όσον το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, είσοδος νέων μελών επιτρέπεται πάντοτε.
(2) Τα μέλη δικαιούνται κατά πάντα χρόνον να αποχωρήσωσι του σωματείου. Μέλος αποχωρούν υποχρεούται όπως καταβάλη τας συνδρομάς του μέχρι τέλους του λογιστικού έτους πλην εάν το καταστατικόν άλλως ορίζη.
(3) Αποβολή μέλους επιτρέπεται καθ' ας περιπτώσεις προβλέπει το καταστατικόν.
12. Εφ' όσον το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, πάντα τα μέλη του σωματείου έχουσιν ίσα δικαιώματα.
13. Μέλη σωματείου εξελθόντα ουδέν δικαίωμα έχουσιν επί της περιουσίας του σωματείου. Εις καταβολήν των συνδρομών αυτών ευθύνονται αναλόγως του χρόνου καθ' ον διετέλεσαν μέλη.
14. Η ιδιότης του μέλους, εφ' όσον το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, είναι ανεπίδεκτος αντιπροσωπεύσεως και δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται.
15. Τα σωματεία διοικούνται υφ' ενός ή πλειόνων προσώπων άτινα εάν το καταστατικόν δεν ορίζη άλλως είναι μέλη του σωματείου. Επί πολυμελούς διοικήσεως αι αποφάσεις λαμβάνονται, μη οριζομένου άλλως εν τω καταστατικώ, κατ' απόλυτον πλειοψηφίαν των παρόντων.
16. Μέλος της διοικήσεως δεν δικαιούται εις ψήφον εάν η απόφασις αφορά την επιχείρησιν δικαιοπραξίας ή την έγερσιν ή την κατάργησιν δίκης μεταξύ του σωματείου αφ' ενός και του μέλους αφ' ετέρου, ή του συζύγου αυτού, ή συγγενούς εξ αίματος μέχρι και του τρίτου βαθμού ή εις επιχείρησιν δικαιοπραξίας μεταξύ του σωματείου αφ' ενός και εταιρείας, προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφ' ετέρου, εις την οποίαν ή υπό διοίκησιν της οποίας το μέλος συμμετέχει.
17.-(1) Ο έχων την διοίκησιν επιμελείται των υποθέσεων του σωματείου και αντιπροσωπεύει τούτο δικαστικώς και εξωδίκως. Υποκατάστασις, ενόσω, η συστατική πράξις ή το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, απαγορεύεται.
(2) Η έκτασις της εξουσίας του έχοντος την διοίκησιν προσδιορίζεται εκ του καταστατικού, ο δε προσδιορισμός ούτος ισχύει και έναντι τρίτων. Διά του καταστατικού, δύνανται να ανατεθώσιν ωρισμέναι υποθέσεις εις ίδιον πρόσωπον. Η εξουσία τούτου εν αμφιβολία εκτείνεται και εις πάσαν συναφή πράξιν.
(3)Δικαιοπραξίαι επιχειρηθείσαι υπό του διοικούντος το σωματείον οργάνου εντός των ορίων της εξουσίας του δεσμεύουσι το σωματείον.
(4) Το σωματείον ευθύνεται εκ των πράξεων ή παραλείψεων των αντιπροσωπευόντων αυτό οργάνων, εφ' όσον η πράξις ή η παράλειψις έλαβε χώραν κατά την εκτέλεσιν των ανατιθεμένων εις αυτά καθηκόντων και συνεπάγεται υποχρέωσιν αποζημιώσεως. Ευθύνεται επί πλέον εις ολόκληρον και το υπαίτιον πρόσωπον.
18. Η συνέλευσις των μελών αποτελεί το ανώτατον όργανον του σωματείου και αποφασίζει περί πάσης υποθέσεως αυτού μη υπαγομένης εις την αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Η συνέλευσις εφ' όσον το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, ιδία εκλέγει τα πρόσωπα της διοικήσεως, ορίζει τους ελεγκτάς των λογαριασμών του σωματείου, αποφασίζει περί της εισόδου ή αποβολής μέλους, περί εγκρίσεως του ισολογισμού, περί μεταβολής του σκοπού του σωματείου, περί τροποποιήσεως του καταστατικού και περί διαλύσεως του σωματείου.
19. Η συνέλευσις των μελών έχει την εποπτείαν και τον έλεγχον των μελών του διοικούντος Συμβουλίου και δικαιούται να παύη ταύτα συμφώνως των διατάξεων του καταστατικού.
20.-(1) Η συνέλευσις των μελών συγκαλείται υπό της διοικήσεως καθ' ας περιπτώσεις ορίζει το καταστατικόν, ή οσάκις τούτο επιβάλλεται εκ του συμφέροντος του σωματείου.
(2) Η συνέλευσις συγκαλείται εάν ζητήση τούτο ο υπό του καταστατικού οριζόμενος αριθμός μελών. Εν ελλείψει τοιούτου ορισμού, δύναται να ζητήση την σύγκλησιν το εν πέμπτον των μελών δι' εγγράφου αιτήσεως αναγραφούσης τα συζητητέα θέματα. Εάν η αίτησις δεν εισακουσθή ο Έφορος δύναται να εξουσιοδοτήση τους αιτούντας όπως συγκαλέσωσι την συνέλευσιν των μελών ήτις και ρυθμίζει τα της προεδρίας αυτής.
21 .-(1) Αι αποφάσεις της συνελεύσεως λαμβάνονται κατ' απόλυτον πλειοψηφίαν των παρόντων μελών. Απόφασις της συνελεύσεως επί θέματος μη αναγραφέντος εν τη προσκλήσει είναι άκυρος πλην εάν το καταστατικόν ορίζη άλλως.
(2) Η απόφασις δύναται να ληφθή και άνευ συνελεύσεως των μελών, εάν πάντα τα μέλη δηλώσωσιν εγγράφως την συναίνεσιν αυτών επί τίνος προτάσεως.
(3) Δεν δικαιούται εις ψήφον μέλος τι, εάν η απόφασις αφορά την επιχείρησιν δικαιοπραξίας ή την έγερσιν ή κατάργησιν δίκης μεταξύ του σωματείου αφ' ενός και του μέλους αφ' ετέρου, ή του συζύγου αυτού, ή συγγενούς εξ αίματος μέχρι και του τρίτου βαθμού ή εις επιχείρησιν δικαιοπραξίας μεταξύ του σωματείου αφ' ενός και εταιρείας προσωπικής και κεφαλαιουχικής αφ' ετέρου εις την οποίαν ή υπό διοίκησιν της οποίας το μέλος συμμετέχει.
22.-(1) Εκτός εάν το καταστατικόν άλλως ορίζη, προς λήψιν αποφάσεως περί τροποποιήσεως του καταστατικού ή περί διαλύσεως του σωματείου, απαιτείται η παρουσία του ημίσεος τουλάχιστον των μελών πλέον ενός και η πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων.
(2) Προς λήψιν αποφάσεως περί μεταβολής του σκοπού του σωματείου απαιτείται η συναίνεσις των τριών τετάρτων των μελών του σωματείου.
23.-(1) Απόφασις της συνελεύσεως αντικειμένη εις τον νόμον ή το καταστατικόν είναι άκυρος. Η ακυρότης κηρύσσεται υπό του δικαστηρίου επί τη αγωγή μέλους μη συναινέσαντος ή παντός έχοντος έννομον συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά παρέλευσιν εξ μηνών από της αποφάσεως της συνελεύσεως.
(2) Το δικαστήριον, αιτήσει της διοικήσεως του σωματείου ή μέλους αυτού ή του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, δύναται να αναστείλη την εκτέλεσιν αποφάσεως της συνελεύσεως εναντίον της εγκυρότητος της οποίας κατεχωρήθη αγωγή.
. 24. Το σωματείον διαλύεται-
(α)κατά πάντα χρόνον δι' αποφάσεως της συνελεύσεως των μελών συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου·
(β)άμα τα μέλη αυτού μειωθώσιν εις ολιγώτερα των είκοσι·
(γ) δι' αποφάσεως του Δικαστηρίου τη αιτήσει της διοικήσεως του σωματείου ή του ενός πέμπτου των μελών ή του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας-
(i) εάν λόγω άλλων αιτίων αποβαίνη αδύνατος η ανάδειξις διοικήσεως ή εν γένει καθίσταται αδύνατος η εξακολούθησις του σωματείου συμφώνως προς το καταστατικόν·
(ii)εάν εξεπληρώθη ο σκοπός του σωματείου ή εάν ένεκα μακράς αδρανείας συνάγεται εγκατάλειψις του σκοπού αυτού·
(iii)εάν το σωματείον επιδιώκη σκοπόν διάφορον του εν τω καταστατικώ καθοριζομένου, ή εάν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου απέβησαν παράνομοι ως εις το άρθρον 3 προνοείται.
25.-(1) Το σωματείον άμα τη διαλύσει διατελεί αυτοδικαίως εν εκκαθαρίσει. Μέχρι πέρατος της εκκαθαρίσεως και διά τας ανάγκας αυτής λογίζεται υφιστάμενον.
(2) Η εκκαθάρισις, εφ' όσον εν τω νόμω ή τω καταστατικώ δεν ορίζεται άλλως, ή εφ' όσον υπό του αρμοδίου οργάνου δεν απεφασίσθη άλλως, γίνεται υπό των εχόντων την διοίκησιν του σωματείου. Εν ελλείψει τοιούτων, ο εκκαθαριστής, εις ή πλείονες, διορίζεται υπό του Δικαστηρίου.
(3) Ο εκκαθαριστής επέχει θέσιν διοικούντος το σωματείον. Η εξουσία αυτού περιορίζεται εις τας ανάγκας της εκκαθαρίσεως.
(4) Ο εκκαθαριστής ευθύνεται εις αποζημίωσιν διά πάσαν εκ πταίσματος αυτού παράβασιν των υποχρεώσεων του. Πλείονες εκκαθαρισταί ευθύνονται εις ολόκληρον.
26. Επί ενώσεως προσώπων προς επιδίωξιν σκοπού μη αποτελούσης σωματείον, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλο τι, ισχύουν αι διατάξεις του οικείου εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου αι εφαρμοζόμενοι εις την ένωσιν ταύτην. Άμα η ένωσις μετατραπή εις σωματείον, η μεταβίβασις της περιουσίας εις τούτο γίνεται κατά τας εκάστοτε εν ισχύϊ διατάξεις αίτινες αφορώσιν εις μεταβίβασιν περιουσίας.
27.-(1) Ίδρυμα συνιστάται διά της εγγραφής της ιδρυτικής πράξεως υπό του Εφόρου εις το επί τούτω τηρούμενον κατά τον καθωρισμένον τύπον Μητρώον Ιδρυμάτων και της εκδόσεως υπ' αυτού επί του καθωρισμένου τύπου πιστοποιητικού εγγραφής.
(2) Ο Έφορος, εάν ο σκοπός του ιδρύματος δεν είναι παράνομος ως ανωτέρω προνοείται, διενεργεί την εγγραφήν εν τω Μητρώω και εκδίδει πιστοποιητικόν εγγραφής κατά τον καθωρισμένον τύπον φέρον την υπογραφήν αυτού.
(3) Το ούτω εκδοθέν πιστοποιητικόν δημοσιεύεται εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας και αποτελεί πλήρη απόδειξιν περί της ημερομηνίας εγγραφής και περί της τηρήσεως των υπό του νόμου απαιτουμένων προϋποθέσεων.
(4) Άμα τη εκδόσει του πιστοποιητικού το ίδρυμα αποκτά νομικήν προσωπικότητα.
28.-(1) Η ιδρυτική πράξις γίνεται είτε διά δικαιοπραξίας εν ζωή είτε διά διατάξεως τελευταίας βουλήσεως.
(2) Εν τη ιδρυτική πράξει δέον να καθορίζηται η επωνυμία και ο σκοπός του ιδρύματος, η έδρα αυτού, η αφιερουμένη περιουσία, τα ονόματα και αι διευθύνσεις των μελών της διοικήσεως και ο οργανισμός αυτού.
29. Ο οργανισμός δύναται να ορισθή ή να συμπληρωθή ή τροποποιηθή δι' αποφάσεως του Δικαστηρίου τηρουμένης της θελήσεως του ιδρυτού. Η συμπλήρωσις ή τροποποίησις του οργανισμού δύναται να γίνη υπό τους αυτούς όρους και διά μεταγενεστέρας αποφάσεως του Δικαστηρίου.
30. Αιτήσει του ιδρυτού το δικαστήριον δύναται να επιτρέψη την ανάκλησιν της ιδρυτικής πράξεως ένεκα επιγενομένης απορίας του ιδρυτού ή ένεκα σπουδαίων λόγων δικαιολογούντων την ανάκλησιν. Μετά την εγγραφήν του ιδρύματος δεν χωρεί αίτησις ανακλήσεως.
31. Ο ιδρυτής από της συστάσεως του ιδρύματος οφείλει να μεταβιβάση εις τούτο την υπ' αυτού ταχθείσαν πειρουσίαν. Δικαιώματα μεταβιβαζόμενα απλώς δι' εκχωρήσεως, ελλείψει εναντίας βουλήσεως του ιδρυτού, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως άμα τη συστάσει του ιδρύματος.
32. Τα ιδρύματα διοικούνται υφ' ενός ή πλειόνων προσώπων. Επί πολυμελούς διοικήσεως αι αποφάσεις λαμβάνονται, μη οριζομένου άλλως εν τη ιδρυτική πράξει, κατά πλειοψηφίαν.
33. Μέλος της Διοικήσεως δεν δικαιούται εις ψήφον εάν η απόφασις αφορά την επιχείρησιν δικαιοπραξίας ή την έγερσιν ή την κατάργησιν δίκης μεταξύ του ιδρύματος αφ' ενός και του μέλους αφ' ετέρου, ή του συζύγου αυτού, ή συγγενούς εξ αίματος μέχρι και του τρίτου βαθμού ή εις επιχείρησιν δικαιοπραξίας μεταξύ του σωματείου αφ' ενός και εταιρείας, προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφ' ετέρου εις την οποίαν ή υπό διοίκησιν της οποίας το μέλος συμμετέχει.
34.-(1) Ο έχων την διοίκησιν επιμελείται των υποθέσεων του ιδρύματος και αντιπροσωπεύει τούτο δικαστικώς και εξωδίκως. Υποκατάστασις, ενόσω η ιδρυτική πράξις δεν ορίζει άλλως, απογορεύεται.
(2) Η έκτασις της εξουσίας του έχοντος την διοίκησιν προσδιορίζεται εκ της ιδρυτικής πράξεως ο δε προσδιορισμός ούτος ισχύει και έναντι τρίτων. Διά της ιδρυτικής πράξεως δύνανται να ανατεθώσιν ωρισμέναι υποθέσεις εις ίδιον πρόσωπον. Η εξουσία τούτου εν αμφιβολία εκτείνεται και εις πάσαν συναφή πράξιν.
35.-(1) Τα μέλη της διοικήσεως παντός ιδρύματος υποχρεούνται να τηρώσιν ακριβή και λεπτομερή λογιστικά βιβλία εις τα οποία να καταχωρίζωνται πάσαι αι πράξεις όλων των δοσοληψιών του ιδρύματος κατά το τέλος δε εκάστου έτους υποχρεούνται να καταρτίζωσι τους κάτωθι λογαριασμούς και να διαβιβάζωσι τούτους προς τον Έφορον ουχί βραδύτερον του ενός μηνός από της τοιαύτης καταρτίσεως των:
(α)λογαριασμόν του ανεκκαθαρίστου εισοδήματος του ιδρύματος διαρκούντος του έτους του λήξαντος την 31 ην ημέραν του μηνός Δεκεμβρίου·
(β)λογαριασμόν παντός κατά την έναρξιν του έτους εις χείρας των περισσεύματος και όλων των διαρκούντος του έτους διά λογαριασμόν του ιδρύματος εισπραχθέντων χρημάτων·
(γ) λογαριασμόν πάντων των εις το ίδρυμα ή υπ' αυτού οφειλομένων χρηματικών ποσών και των κατά την ιδίαν περίοδον πληρωμών.
(2) Οι λογαριασμοί του ιδρύματος θα ελέγχωνται δαπάναις του ιδρύματος υπό εγκεκριμένου Ελεγκτού η έκθεσις του οποίου δέον να υποβάλληται εις τον Έφορον ομού μετά των εις το εδάφιον (1) αναφερομένων εγγράφων.
36. Αι διατάξεις του περί Επιτρόπων Νόμου εφαρμόζονται εις όλας τας περιπτώσεις όπου τα όργανα διοικήσεως είναι εμπεπιστευμένα με την διαχείρισιν της περιουσίας του ιδρύματος.
37.-(1) Δικαιοπραξίαι επιχειρηθείσαι υπό του διοικούντος το ίδρυμα οργάνου εντός των ορίων της εξουσίας του δεσμεύουσι το ίδρυμα.
(2) Το ίδρυμα ευθύνεται εκ των πράξεων ή παραλείψεων των αντιπροσωπευόντων αυτό οργάνων, εφ' όσον η πράξις ή η παράλειψις έλαβε χώραν κατά την εκτέλεσιν των ανατιθεμένων εις αυτά καθηκόντων και συνεπάγεται υποχρέωσιν αποζημιώσεως.
38. Εάν ελλείπωσι τα προς διοίκησιν του ιδρύματος απαιτούμενα πρόσωπα ή συγκρούωνται τα συμφέροντα τούτων προς τα του ιδρύματος το Δικαστήριον τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον διορίζει προσωρινήν διοίκησιν.
39.-(1) Το Δικαστήριον δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνον να διατάττη την εξέλεγξιν των λογαριασμών οιουδήποτε ιδρύματος το οποίον είναι εγγεγραμμένον είτε συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου ή των ισχυόντων νόμων.
(2) Η τοιαύτη εξέλεγξις γίνεται υπό του Γενικού Ελεγκτού της Δημοκρατίας ή υπό άλλου προσώπου ή προσώπων προς τούτο εξουσιοδοτημένων υπό του Δικαστηρίου και εν τοιαύτη περιπτώσει το εν λόγω ίδρυμα υποχρεούται εις την πληρωμήν ελεγκτικών δικαιωμάτων άτινα ήθελον καθορισθή.
40. Ο Γενικός Εισαγγελεύς της Δημοκρατίας κέκτηται εξουσίαν:
(α) να λαμβάνη δικαστικά μέτρα απαιτούμενα διά την εκτέλεσιν οιουδήποτε καταπιστεύματος συσταθέντος προς όφελος οιουδήποτε ιδρύματος είτε διά δικαιοπραξίας εν ζωή είτε διά διατάξεως τελευταίας βουλήσεως.
(β)να εγκρίνη την πώλησιν ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον απαλλοτρίωσιν οιασδήποτε ακινήτου ιδιοκτησίας ανηκούσης εις το ίδρυμα, αφού πεισθή ότι η τοιαύτη πώλησις ή απαλλοτρίωσις είναι προς το συμφέρον του ιδρύματος.
41. Αιτήσει της διοικήσεως δύναται να μεταβληθή δι' αποφάσεως του Δικαστηρίου ο οργανισμός αυτού και εναντίον έτι της θελήσεως του ιδρυτού εάν η μεταβολή αύτη επιβάλλεται προς συντήρησιν της περιουσίας του ιδρύματος ή εκπλήρωσιν του σκοπού αυτού.
42.-(1) Εάν ο σκοπός του ιδρύματος κατέστη ανέφικτος δι' αποφάσεως του Δικαστηρίου δύναται να δοθή εις το ίδρυμα έτερος παρεμφερής σκοπός κατά την πιθανωτέραν θέλησιν του ιδρυτού.
(2) Η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων της ιδρυτικής πράξεως κατά τας υπέρ του δημοσίου ή κοινωφελούς σκοπού διατάξεις αυτής απαγορεύεται. Εξαιρετικώς δύναται δι' ειδικής αποφάσεως του Δικαστηρίου όταν η θέλησις του ιδρυτού αποβαίνη απραγματοποίητος, να διατεθή η ταχθείσα περιουσία προς άλλον παρεμφερή σκοπόν.
43.-(1) Το ίδρυμα παύει υφιστάμενον καθ' ας περιπτώσεις ορίζεται τούτο εν τη ιδρυτική πράξει ή τω οργανισμώ αυτού.
(2) Το ίδρυμα διαλύεται δι' αποφάσεως του Δικαστηρίου-
(α)εάν ο σκοπός αυτού εξεπληρώθη ή απέβη ανέφικτος·
(β) εάν εξέκλινε του σκοπού του, ή εάν ο σκοπός ή η λειτουργία αυτού απέβη παράνομος, ως προνοείται εις το άρθρον 3.
44.-(1) Το ίδρυμα άμα τη διαλύσει διατελεί αυτοδικαίως εν εκκαθαρίσει. Μέχρι πέρατος της εκκαθαρίσεως και διά τας ανάγκας αυτής λογίζεται υφιστάμενον.
(2) Η εκκαθάρισις εφ' όσον εν τω νόμω ή εν τη ιδρυτική πράξει δεν ορίζεται άλλως, ή εφ' όσον υπό του αρμοδίου οργάνου δεν απεφασίσθη άλλως, γίνεται υπό των εχόντων την διοίκησιν του ιδρύματος. Ελλείψει τούτων, ο εκκαθαριστής, εις ή πλείονες, διορίζεται υπό του Δικαστηρίου.
(3)0 εκκαθαριστής επέχει θέσιν διοικούντος το ίδρυμα. Η εξουσία αυτού περιορίζεται εις τας ανάγκας της εκκαθαρίσεως.
(4) Ο εκκαθαριστής ευθύνεται εις αποζημίωσιν διά πάσαν εκ πταίσματος αυτού παράβασιν των υποχρεώσεων του. Πλείονες εκκαθαρισταί ευθύνονται εις ολόκληρον.
45. Η περιουσία του διαλυθέντος ιδρύματος εφ' όσον εν τω νόμω ή εν τη ιδρυτική πράξει δεν ορίζεται άλλως, ή εφ' όσον υπό του αρμοδίου οργάνου δεν απεφασίσθη άλλως, περιέρχεται εις την Δημοκρατίαν υποχρεουμένην εις την διά της περιουσίας ταύτης εξυπηρέτησιν του σκοπού του ιδρύματος ή άλλου παρεμφερούς σκοπού.
46. Ουδέν των εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένων θα εφαρμόζηται ή καθ' οιονδήποτε τρόπον θα επηρεάζη ενώσεις προσώπων ή ιδρύματα τα οποία διέπονται υπό ετέρου ειδικού νόμου αι διατάξεις του οποίου θα εξακολουθήσωσιν εφαρμοζόμεναι επί των τοιούτων ενώσεων ή ιδρυμάτων.
47. Οιονδήποτε σωματείον ή ίδρυμα συσταθέν και εγγραφέν δυνάμει των υπό του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως θα θεωρήται ως συσταθέν από της ημερομηνίας συστάσεως αυτού δυνάμει του παρόντος Νόμου και θα εγγραφή αντιστοίχως εις το οικείον Μητρώον άνευ καταβολής οιουδήποτε τέλους.
48.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον εκδίδει Κανονισμούς, δημοσιευομένους εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, διά την καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2)Άνευ βλάβης ή επηρεασμού της γενικότητος της διατάξεως του εδαφίου (1) οι δυνάμει τούτου εκδιδόμενοι Κανονισμοί δύνανται να προβλέψωσι περί των ακολούθων θεμάτων-
(α) παντός θέματος όπερ δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δέον ή δύναται να καθορισθή·
(β) τα της εγγραφής σωματείων ή ιδρυμάτων, διαλύσεως σωματείων και εκκαθαρίσεως σωματείων ή ιδρυμάτων·
(γ) ποινών μη υπερβαινουσών εν έτος φυλακίσεως ή £1000 πρόστιμον ή και αμφοτέρων δι' οιανδήποτε παράβασιν των Κανονισμών.
(3) Κανονισμοί γινόμενοι επί τη βάσει του παρόντος άρθρου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν μετά πάροδον είκοσι και μιας ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι' αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντος Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει, τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ' αυτής και τίθενται εν ισχύ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.
54.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και των διατάξεων των άρθρων 55 και 56, με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμος του 1972 και ο περί Εγγραφής Λεσχών Νόμος, όπως έχουν τροποποιηθεί, καταργούνται:
(2) Παρά την κατάργηση των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) Νόμων-
(α) Οι εκδοθέντες Κανονισμοί δυνάμει των καταργηθέντων με τον παρόντα Νόμο Νόμων οι οποίοι ίσχυαν αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρείται ότι εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και θα εξακολουθήσουν να ισχύουν και να εφαρμόζονται, στην έκταση που δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου τροποποιηθούν ή αντικατασταθούν με νέους Κανονισμούς εκδιδόμενους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
(β) κάθε σωματείο και κάθε ίδρυμα, μαζί με τα καταστατικά τους και τυχόν τροποποιήσεις αυτών, τα οποία έχουν εγγραφεί και καταχωρισθεί στα οικεία μητρώα δυνάμει των διατάξεων των καταργηθέντων με τον παρόντα Νόμο Νόμων, θεωρείται ότι έχει εγγραφεί και καταχωρισθεί στα Μητρώα που προβλέπεται να τηρούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε τέλους∙
(γ) κάθε μητρώο το οποίο τηρείτο δυνάμει των καταργηθέντων με τον παρόντα Νόμο Νόμων, περιλαμβανομένου του μητρώου λεσχών μέχρι την εκπνοή των σχετικών με τις λέσχες μεταβατικών διατάξεων του παρόντος Νόμου, θεωρείται ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του αντίστοιχου μητρώου που προβλέπεται να τηρείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
(δ) κάθε έντυπο, μαζί με τις λεπτομέρειες για τη συμπλήρωσή του, που χρησιμοποιείτο για τους σκοπούς οποιουδήποτε από τους καταργηθέντες με τον παρόντα Νόμο Νόμους, θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται ωσάν να είχε καθοριστεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου καθορισθούν νέα έντυπα.
(ε) οποιαδήποτε ωφελήματα αποκτήθηκαν για φορολογικούς σκοπούς από τα δυνάμει του καταργηθέντος με τον παρόντα Νόμο περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου του 1972, όπως έχει τροποποιηθεί, συσταθέντα σωματεία ή ιδρύματα ως φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν επηρεάζονται, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 55 και των διατάξεων του άρθρου 56:
55.-(1) Αιτήσεις και διαδικασίες εγγραφής σωματείων, ιδρυμάτων ή λεσχών, οι οποίες είχαν αρχίσει με βάση τις διατάξεις των καταργηθέντων με τον παρόντα Νόμο Νόμους και δεν έχουν συμπληρωθεί κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, διεκπεραιώνονται και συμπληρώνονται σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Προθεσμίες για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης ή για την επίδοση ή την υποβολή οποιασδήποτε γνωστοποίησης ή αναφοράς, οι οποίες άρχισαν να τρέχουν σύμφωνα με τους καταργηθέντες με τον παρόντα Νόμο Νόμους, συνεχίζουν να τρέχουν και συμπληρώνονται με βάση τις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος Νόμου, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα συμπληρώνονται σε διάστημα μικρότερο των δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(3) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου απαιτείται για σκοπούς συμμόρφωσης όπως υφιστάμενα σωματεία, ιδρύματα ή λέσχες προβούν σε οποιεσδήποτε τροποποιήσεις του καταστατικού τους ή σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, παρέχεται προς τούτο προθεσμία ενός (1) έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
56.-(1) Σωματεία, ιδρύματα και λέσχες που ιδρύθηκαν και ενεγράφησαν με βάση τους καταργηθέντες με τον παρόντα Νόμο Νόμους, θεωρείται ότι εγκρίθηκαν με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι θα προβούν στις αναγκαίες αναπροσαρμογές και τροποποιήσεις του καταστατικού τους στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) του άρθρου 55 προθεσμία.
(2) Λέσχες που ενεγράφησαν με βάση τον καταργηθέντα με τον παρόντα Νόμο περί Λεσχών Νόμο, όπως έχει τροποποιηθεί, δύναται να διατηρήσουν στην επωνυμία τους τη λέξη «Λέσχη» και μετά τη λήξη της περιόδου που καθορίζεται στο εδάφιο (1), εάν εκπληρώσουν κατά τα λοιπά τους όρους που καθορίζονται σε αυτό.