23.-(1) Ουδέν πρόσωπο κατασκευάζει, συναρμολογεί, επιδιορθώνει, πωλεί, εισάγει, εξάγει ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον διεξάγει εμπορίαν οιουδήποτε μέτρου ή σταθμού, εκτός εάν κατέχη έγκυρον άδειαν εκδιδομένην υπό του Εφόρου.
(2) Οιονδήποτε πρόσωπον όπερ σκοπεί μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Μέρους του Νόμου όπως συνεχίση ή άρξηται εργασίας ως κατασκευαστής, συναρμολογητής, επιδιορθωτής, εισαγωγεύς, εξαγωγεύς, έμπορος ή πωλητής μέτρων ή σταθμών υποβάλλει, εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Μέρους του Νόμου ή προ της ενάρξεως εργασιών, αναλόγως της περιπτώσεως, αίτησιν επί του καθωρισμένου τύπου, ο δε Έφορος δύναται, εάν ικανοποιηθή, επί διεξαγωγή τοιαύτης ερεύνης, οίαν ήθελε θεωρήσει σκόπιμον, ότι ο αιτητής πληροί τους καθωρισμένους όρους να εκδώση άδειαν δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(3) Πάσα άδεια δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδίδεται εν τοιούτω τύπω, επί τη καταβολή τοιούτων τελών και ισχύει διά τοιαύτην περίοδον ως ήθελε καθορισθή και δύναται να ανανεούται από καιρού εις καιρόν και να διαλαμβάνη τοιούτους όρους και περιορισμούς ως ήθελε κριθή σκόπιμον.
(4) Πάσα άδεια εκδιδομένη ή ανανεουμένη δυνάμει του παρόντος άρθρου εκτίθεται εις περίοπτον μέρος εντός των υποστατικών ένθα ο αδειούχος διεξάγει την εργασίαν αυτού.
(5) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων εφαρμόζεται εις την πώλησιν υπό οιουδήποτε ποιουμένου χρήσιν, μη όντος κατασκευαστού, συναρμολογητού, επιδιορθωτού, εμπόρου, οιουδήποτε επηληθευμένου μέτρου ή σταθμού όπερ το τοιούτο πρόσωπον κατείχε διά τους σκοπούς της εργασίας του, νοουμένου ότι έχει δοθή προς τούτο ειδοποίησις προς τον Επιθεωρητήν.