Ιεραρχική προσφυγή

66.-(1) Πας όστις δεν ικανοποιείται εξ αποφάσεως του Εφόρου, Αναπληρωτού Εφόρου ή οιουδήποτε Επιθεωρητού εκδοθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται, εντός δέκα πέντα ημερών από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως, δι’ εγγράφου αιτήσεως εις τον Υπουργόν εν η εκτίθενται οι προς υποστήριξιν ταύτης λόγοι, να προσβάλη την τοιαύτην απόφασιν.

(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητος, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα:

Νοείται ότι ο Υπουργός, πριν ή εκδώση την απόφασιν αυτού, δύναται κατά την κρίσιν του να ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξη τους λόγους εφ’ ων στηρίζεται η προσφυγή:

Νοείται περαιτέρω ότι ο Υπουργός δύναται να αναθέση εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξετάση ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή και υποβάλη εις αυτόν το πόρισμα της τοιαύτης εξετάσεως προ της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού επί της προσφυγής.

(3) Ο μη ικανοποιηθείς εκ της αποφάσεως του Υπουργού δύναται να προσφύγη εις το Δικαστήριον, αλλά μέχρι της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού, εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτόν, ή, εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτόν, μέχρι της παρελεύσεως της εις το εδάφιον (1) προβλεπομένης προθεσμίας διά την καταχώρησιν προσφυγής, η απόφασις του Εφόρου, Αναπληρωτού Εφόρου ή Επιθεωρητού δεν καθίσταται εκτελεστή.