24.-(1) Ο Έφορος δύναται-
(α) επί τη καταδίκη οιουδήποτε κατόχου αδείας δι’ αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή οιουδήποτε δυνάμει τούτου γενομένου Κανονισμού, να ακυρώση άδειαν εκδοθείσαν ή ανανεωθείσαν δυνάμει του άρθρου 23,
(β) να αναστείλη την άδειαν οιουδήποτε κατόχου αδείας εάν έχη εύλογον αιτίαν να πιστεύη ότι ούτος έχει προβή εν τη αιτήσει του δι’ έκδοσιν ή ανανέωσιν αδείας, ή εν σχέσει προς την τοιαύτην αίτησιν, εις δήλωσιν ήτις είναι ανακριβής ή ψευδής εις ουσιώδεις λεπτομερείας, μέχρι συμπληρώσεως τοιαύτης ερεύνης οίαν ήθελε θεωρήσει σκόπιμον,
(γ) κατόπιν συμπληρώσεως της ερεύνης δυνάμει της παραγράφου (β), εάν ικανοποιηθή ότι η τοιαύτη αίτησις περιείχε ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις, να ακυρώση την τοιαύτην άδειαν:
Νοείται ότι ουδεμία ακύρωσις αδείας δυνάμει του παρόντος εδαφίου δύναται να γίνη, εκτός εάν έχη δοθή εύλογος ευκαιρία εις τον αδειούχον να δείξη λόγον κατά της σκοπουμένης ακυρώσεως.
(2) Έκαστος αδειούχος ούτινος η άδεια έχει ανασταλή παύει αμελλητί να ενεργή ως αδειούχος.
(3) Έκαστος αδειούχος ούτινος η άδεια εχει ακυρωθή οφείλει, εντός περιόδου τριών μηνών από της ημερομηνίας της ακυρώσεως ή εντός τοιούτου περαιτέρω χρονικού διαστήματος μη υπερβαίνοντος τους τρεις μήνας, ως ο Έφορος ήθελεν επιτρέψει κατά την κρίσιν του, να διαθέση οιαδήποτε μέτρα ή σταθμά ευρισκόμενα εν τη κατοχή, φυλάξει ή ελέγχω του, και εν περιπτώσει παραλείψεως ο Έφορος ή οιοσδήποτε Λειτουργός, εγγράφως προς τούτο εξουσιοδοτημένος υπό του Εφόρου, δύναται να κατάσχη και διαθέση τα τοιαύτα μέτρα ή σταθμά και διανείμη τας σχετικάς προσόδους καθ’ ον τρόπον ήθελε καθορισθή.