38.-(1) Ο Έφορος ορίζει διά γενικής ή ειδικής προς τούτο διαταγής τοιούτους τόπους ή χρόνους ως ήθελε κριθή αναγκαίον διά την επαλήθευσιν και σήμανσιν μέτρων και σταθμών.
(2) Παν πρόσωπον έχον εν τη κατοχή, φυλάξει ή ελέγχω αυτού οιονδήποτε μέτρον ή σταθμόν, προσάγει τούτο κατά τον καθορισθέντα χρόνον και τόπον προς επαλήθευσιν, εάν δε κατόπιν επαληθεύσεως ο Επιθεωρητής ικανοποιηθή ότι τούτο συνάδει προς το πρότυπον μέτρον ή σταθμόν σημαίνει τούτο.
(3) Οσάκις οιονδήποτε μέτρον ή σταθμόν δεν δύναται ή δεν είναι αναγκαίον να μετακινηθή εκ του τόπου αυτού, ο Επιθεωρητής λαμβάνει τοιαύτα μέτρα διά την επαλήθευσιν και σήμανσιν, οία ήθελον κριθή αναγκαία υπό του Εφόρου.
(4) Οσάκις ο Έφορος είναι της γνώμης ότι, λόγω του μεγέθους ή της φύσεως οιουδήποτε μέτρου ή σταθμού, το τοιούτο μέτρον ή σταθμόν δεν είναι επιθυμητόν κατά την κρίσιν του Εφόρου, όπως συμανθή, ούτος δύναται, να ορίση όπως, αντί σημάνσεως, εκδοθή υπό του Επιθεωρητού πιστοποιητικόν εν τω καθωρισμένω τύπω ότι το τοιούτο μέτρον ή σταθμόν συνάδει προς τα υπό ή διά του παρόντος Νόμου υιοθετηθέντα πρότυπα, παν δε ούτω πιστοποιηθέν μέτρον ή σταθμόν λογίζεται ως δεόντως επαληθευθέν και σημανθέν δυνάμει του παρόντος Νόμου.