Επίδομα αγνοουμένου

42.-(1) Η σύζυγος αγνοουμένου ησφαλισμένου, ο οποίος κατά τον χρόνον της εξαφανίσεως αυτού επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς διά σύνταξιν γήρατος, δικαιούται εις επίδομα αγνοουμένου, εφ’ όσον αύτη κατά τον χρόνον της εξαφανίσεως του συζύγου της συνέζη μετ’ αυτού ή συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ’ αυτού.

(2) Δι’ ανήλικον του οποίου αμφότεροι οι γονείς είναι αγνοούμενοι ή ο εις των γονέων αυτού είναι αγνοούμενος και ο έτερος απεβίωσε, χορηγείται επίδομα αγνοουμένου, εφ’ όσον ο εις των γονέων ήτο ησφαλισμένος.

(3) Όταν δι’ αγνοούμενον, ο οποίος κατά την ημερομηνίαν της εξαφανίσεως αυτού επλήρου τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς, δεν καταβάλλεται επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2), χορηγείται επίδομα δι’ έκαστον ανήλικον τέκνον του αγνοουμένου αναφορικώς προς το οποίον θα ήτο καταβλητέα αύξησις εξαρτωμένου των διατάξεων του άρθρου 59, εάν κατεβάλλετο επίδομα δυνάμει του εδαφίου (1).

(4) Το εν τω εδαφίω (3) αναφερόμενον επίδομα καταβάλλεται επίσης εις περίπτωσιν καθ’ ην το επίδομα αγνοουμένου το καταβλητέον δυνάμει του εδαφίου (1) ετερματίσθη ή τερματίζεται λόγω του ότι η δικαιούχος επιδόματος συνήψε νέον γάμον.

(5) Παν πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (2), παύον να είναι ανήλικον, άλλως ή λόγω θανάτου, προ της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, δικαιούται εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους του επιδόματος αγνοουμένου επί τον αριθμόν 52 ή τον αριθμόν των εβδομάδων διά τον οποίον θα κατεβάλλετο επίδομα αγνοουμένου μέχρι της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, εάν ο τελευταίος αριθμός είναι μικρότερος του αριθμού 52.

(6) Το κατά το παρόν άρθρον επίδομα αναφορικώς προς ανήλικον μη συμπληρώσαντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του ή ανήλικον ο οποίος είναι δι’ οιονδήποτε λόγον ανίκανος να ενεργήση, καταβάλλεται εις το πρόσωπον το έχον την επιμέλειαν του ανηλίκου, εις οιανδήποτε δε ετέραν περίπτωσιν καταβάλλεται εις τον ανήλικον.

(7) Εις περίπτωσιν κτήσεως ή ανακτήσεως δικαιώματος εις επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του παρόντος άρθρου, παν ποσόν καταβληθέν εν σχέσει προς τον ανήλικον λόγω του ότι ούτος έπαυσε να είναι ανήλικος ή λόγω του ότι η δικαιούχος επιδόματος δυνάμει του εδαφίου (1) της οποίας ούτος ήτο εξαρτώμενος συνήψε νέον γάμον, λογίζεται ως καταβληθέν δυνάμει των εδαφίων (2) έως (4), αναλόγως της περιπτώσεως, καθ’ ην έκτασιν η αντίστοιχος περίοδος συμπίπτει μετά της περιόδου καταβολής επιδόματος μετά την εν λόγω κτήσιν ή ανάκτησιν.

(8) Αι διατάξεις του εδαφίου (6) του άρθρου 39 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και εις την περίπτωσιν δικαιούχου επιδόματος αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.

(9) Το ύψος του κατά το εδάφιον (1) καταβλητέου επιδόματος είναι το αυτό ως και το ύψος της συντάξεως χηρείας, το δε ύψος του κατά τα εδάφια (2) έως (4) επιδόματος είναι το αυτό ως και το ύψος του δι’ ανάλογον περίπτωσιν επιδόματος ορφανίας.