Περιορισμός εξώσεων

11.-(1) Ουδεμία απόφασις και ουδέν διάταγμα εκδίδεται διά την ανάκτησιν της κατοχής οιασδήποτε κατοικίας ή καταστήματος, διά το οποίον ισχύει ο παρών Νόμος, ή διά την εκ τούτου έξωσιν θεσμίου ενοικιαστού, πλην των ακολούθων περιπτώσεων:

(α) Εις περίπτωσιν καθ’ ην οιονδήποτε νομίμως οφειλόμενον ενοίκιον καθυστερείται επί είκοσι μίαν ή περισσοτέρας ημέρας μετά την επίδοσιν εγγράφου ειδοποιήσεως απαιτήσεως εις τον ενοικιαστήν και δεν υπάρξει οιαδήποτε προσφορά τούτου προ της καταχωρίσεως αιτήσεως δι’ ανάκτησιν κατοχής:

Νοείται ότι ενοίκιον θα θεωρήται προσφερθέν δυνάμει της παραγράφου αυτής, εάν τούτο εστάλη διά συστημένης επιστολής εις το πρόσωπον το δικαιούμενον να εισπράξη τούτο:

Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δε διατάζει την ανάκτηση από τον ιδιοκτήτη της κατοχής, όταν ο ενοικιαστής πληρώσει μέσα σε περίοδο δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση σ’ αυτόν της αίτησης παν ποσό το οποίο οφείλεται ή δυνατό να καταστεί οφειλόμενο από αυτόν εκτός αν ο ενοικιαστής διαρκούσης της μισθώσεως δεν καταβάλλει συστηματικά το νομίμως οφειλόμενον.

(β) εις περίπτωσιν καθ’ ην ο ενοικιαστής ή πας άλλος κατέχων υπ’ αυτόν την κατοικίαν ή το κατάστημα υπήρξεν ένοχος διαγωγής αποτελούσης οχληρίαν ή διαρκή ενόχλησιν διά πρόσωπα εις το ίδιον ή γειτνιάζοντα ακίνητα ή ευρέθη ένοχος ότι ενήργησε ώστε να χρησιμοποιηθή ή επέτρεψε να χρησιμοποιηθή η κατοικία ή το κατάστημα διά παρανόμους ή ανηθίκους σκοπούς ή

(γ) εις περίπτωσιν καθ’ ην η κατάστασις της κατοικίας ή του καταστήματος έχει, κατά την γνώμην του Δικαστηρίου, επιδεινωθή λόγω καταστρεπτικών πράξεων ή ηθελημένης σοβαράς αμελείας του ενοικιαστού ή εις περίπτωσιν καθ’ ην ο ενοικιαστής αδίκως επροξένησε ή επέτρεψε την πρόκλησιν σημαντικής ζημίας εις το ακίνητον:

Νοείται ότι το Δικαστήριον δεν διατάσσει έξωσιν ενοικιαστού οσάκις ο ενοικιαστής εντός δύο μηνών από της επιδόσεως της αιτήσεως δι’ ανάκτησιν της κατοχής επανορθώση πλήρως τας ζημίας ή

(δ) εις περίπτωσιν καθ’ ην ο ενοικιαστής, παρά την ρητήν υποχρέωσιν περί μη υπενοικιάσεως ήθελε παραβή ταύτην, και το Δικαστήριον θεωρεί λογικήν την έκδοσιν τοιαύτης αποφάσεως ή τοιούτου διατάγματος ή

(ε) εις περίπτωσιν καθ’ ην ο ενοικιαστής, διά της προσλήψεως ενοίκων ή διά της υπενοικιάσεως ή άλλως αποχωρισμού της κατοχής ολοκλήρου ή οιουδήποτε μέρους της κατοικίας ή του καταστήματος πραγματοποιεί τοσούτο κέρδος, είτε αμέσως είτε εμμέσως, το οποίον εν σχέσει προς το υπό του ενοικιαστού πληρωνόμενον ενοίκιον είναι παραλόγως δυσανάλογον και το Δικαστήριον θεωρεί λογικήν την έκδοσιν τοιαύτης αποφάσεως ή τοιούτου διατάγματος ή

(στ) σε περίπτωση κατά την οποία το ακίνητο απαιτείται λογικά από τον ιδιοκτήτη για ιδιοκατοίκηση ή για την κατοίκηση του συζύγου, τέκνου ή εξαρτώμενου γονέα ή του συζύγου του τελευταίου ή, όταν ο ιδιοκτήτης είναι οικογενειακή εταιρεία, για ιδιοκατοίκηση μέλους της και το Δικαστήριο θεωρεί λογική την έκδοση τέτοιας απόφασης ή τέτοιου διατάγματος:

Νοείται ότι ουδεμία απόφασις και ουδέν διάταγμα θα εκδίδωνται δυνάμει της παραγράφου αυτής, εάν το Δικαστήριον πεισθή ότι, λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, θα επροξενείτο μεγαλυτέρα ταλαιπωρία διά της εκδόσεως του διατάγματος ή της αποφάσεως παρά διά της αρνήσεως εκδόσεως τούτου.

Διά τους σκοπούς της παραγράφου αυτής ο όρος “περιστάσεις της υποθέσεως” περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον ο ενοικιαστής είναι εκτοπισθείς ή παθών, ως οι όροι ούτοι καθορίζονται εις το Μέρος V του παρόντος Νόμου, το κατά πόσον υπάρχει διαθέσιμον έτερον ανάλογον και με λογικόν ενοίκιον μέρος στεγάσεως διά τον ενοικιαστήν, και το κατά πόσον ο ιδιοκτήτης ηγόρασε το ακίνητον μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην ετέθη εν ισχύι ο παρών Νόμος προς τον σκοπόν αποκτήσεως κατοχής δυνάμει των διατάξεων της παρούσης παραγράφου ή

(ζ) εις περίπτωσιν καθ’ ην το κατάστημα απαιτείται λογικώς προς κατοχήν υπό του ιδιοκτήτου, της συζύγου ή των τέκνων του και όπου οιοσδήποτε εξ αυτών δεν ηδυνήθη να εξασφαλίση ετέραν ανάλογον και με λογικόν ενοίκιον στέγην διά την επιχείρησιν του ή διά σκοπούς επιχειρήσεως και το Δικαστήριον θεωρεί λογικήν την έκδοσιν τοιαύτης αποφάσεως ή τοιούτου διατάγματος:

Νοείται ότι ουδεμία απόφασις και ουδέν διάταγμα θα εκδίδωνται δυνάμει της παραγράφου αυτής, εάν το Δικαστήριον πεισθή ότι, λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, θα επροξενείτο μεγαλυτέρα ταλαιπωρία διά της εκδόσεως του διατάγματος ή της αποφάσεως παρά διά της αρνήσεως εκδόσεως τούτου ή

(η) εις περίπτωσιν καθ’ ην το ακίνητον απαιτείται λογικώς υπό του ιδιοκτήτου-

(ι) διά την κατεδάφισιν τούτου οσάκις αύτη δεν συνιστά κατάχρησιν δικαιώματος,

(ιι) διά την κατεδάφισιν και επανοικοδόμησιν νέου ακινήτου, ή

(ιιι) δι’ ουσιαστικάς και ριζικάς αλλαγάς συνεπαγομένας την ριζικήν και ολικήν μετατροπήν τούτου διά σκοπούς αξιοποιήσεως του, ή

(iv) για την εκτέλεση έργων σε διατηρητέα οικοδομή,

και το Δικαστήριον είναι πεπεισμένον ότι ο ιδιοκτήτης εξησφάλισε διά τα ανωτέρω, οσάκις ήτο επάναγκες, την αναγκαίαν προς τούτο άδειαν και ότι ο ιδιοκτήτης δεν δύναται λογικώς να προβή εις τα εν ταις υποπαραγράφοις (ι), (ιι), (ιιι) και (iv) διαλαμβανόμενα άνευ ανακτήσεως της κατοχής του ακινήτου, δοθέντος ότι παρέσχεν ουχί βραχυτέραν των τεσσάρων μηνών έγγραφον προειδοποίησιν εις τον ενοικιαστήν να εκκενώση το ακίνητον ή

(θ) εις περίπτωσιν καθ’ ην απαιτείται εκκένωσις της κατοικίας ή του καταστήματος διά κατοχήν προς εκτέλεσιν σχεδίου αναπτύξεως ή περαιτέρω αναπτύξεως, περιλαμβανομένης της εκτέλεσης έργων σε διατηρητέα οικοδομή, δυνάμει οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύι περί Πολεοδομίας Νόμου ή

(ι) εις περίπτωσιν καθ’ ην κατοικία ή κατάστημα υπέστη αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου ή δυνάμει οιουδήποτε άλλου Νόμου εξουσιοδοτούντος την αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν ιδιοκτησίας ή

(ια) εις περίπτωσιν καθ’ ην η κατοικία ή το κατάστημα απαιτείται λογικώς προς τον σκοπόν εκτελέσεως των νομίμων καθηκόντων ή εξουσιών τοπικής αρχής ή δι’ οιονδήποτε σκοπόν όστις, κατά την γνώμην του Δικαστηρίου, είναι προς το δημόσιον συμφέρον ή

(ιβ) εις περίπτωσιν καθ’ ην ο ενοικιαστής δώσει έγγραφον ειδοποίησιν περί της προθέσεως του να εγκαταλείψη το ακίνητον και, συνεπεία της τοιαύτης ειδοποιήσεως, ο ιδιοκτήτης προέβη εις σύναψιν συμβάσεως πωλήσεως ή ενοικιάσεως του ακινήτου ή έλαβεν οιαδήποτε άλλα μέτρα ως αποτέλεσμα των οποίων ο ιδιοκτήτης, κατά την γνώμην του Δικαστηρίου, θα υφίστατο σοβαράν ζημίαν εάν δεν απέκτα την κατοχήν του ακινήτου.

(2) Σε όσες περιπτώσεις δεν απαιτείται από το άρθρο αυτό άλλη γραπτή προειδοποίηση για έξωση, ο ιδιοκτήτης οφείλει να επιδώσει στον ενοικιαστή γραπτή προειδοποίηση έναν τουλάχιστο μήνα προηγουμένως, χωρίς αυτό να επηρεάζει τις εκκρεμούσες ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεις από της δημοσίευσης του περί Ενοικιοστασίου (Τροποποιητικός) Νόμος του 1995.

(3) Οι εκκρεμούσες ενώπιον του Δικαστηρίου ή άλλου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διαδικασίες εξώσεως, κατά την ημέρα δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας του περί Ενοικιοστασίου (Τροποποιητικού) Νόμου του 1995, εκδικάζονται βάσει του Νόμου αυτού με εξαίρεση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου (2).

(4) Το Δικαστήριον, εκδίδον απόφασιν ή διάταγμα δυνάμει των παραγράφων (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ), (ζ), (η), (θ), (ι), (ια) και (ιβ) του άρθρου τούτου, δύναται, τηρουμένου του όρου ότι ο ενοικιαστής θα πληρώση παν ποσόν το οποίον νομίμως οφείλεται ή δυνατόν να καταστή οφειλόμενον υπ’ αυτού, να αναστείλη την εκτέλεσιν της αποφάσεως ή του διατάγματος ή να αναβάλη την ημερομηνίαν κατοχής διά τοιαύτην περίοδον μη υπερβαίνουσαν το εν έτος, εκτός εάν οι διάδικοι άλλως ήθελον συμφωνήσει, και υπό την επιφύλαξιν τοιούτων όρων οίους το Δικαστήριον ήθελε θεωρήσει καταλλήλους.