Ιεραρχική προσφυγή

16Α.-(1) Πας όστις δεν ικανοποιείται εξ αποφάσεως του Συμβουλίου εκδοθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται εντός τριάκοντα ημερών από της ημέρας της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως δι’ εγγράφου προσφυγής, εν η εκτίθενται οι προς υποστήριξν ταύτης λόγοι, εις τον Υπουργόν, να προσβάλη την τοιαύτην απόφασιν.

(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητος και, αφού ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξη τους λόγους εφ’ ων στηρίζεται η προσφυγή, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα:

Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να αναθέση εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξετάση ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή και υποβάλη εις αυτόν το πόρισμα της τοιαύτης εξετάσεως προ της υπό του Υπουργού εκδόσεως αποφάσεως επί της προσφυγής.

(3) Ο μη ικανοποιηθείς εκ της αποφάσεως του Υπουργού δύναται να προσφύγη εις το Δικαστήριον, αλλά μέχρι της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτόν ή, εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτόν, μέχρι της παρελεύσεως της εις το εδάφιον (1) προβλεπομένης προθεσμίας διά την καταχώρισιν προσφυγής, η απόφασις του Συμβουλίου δεν καθίσταται εκτελεστή.