9.-(1) Αν, μετά την έκδοση πιστοποιητικού ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 5, εκδοθεί δικαστική απόφαση, αναφορικά με ευθύνη που καλύπτεται υποχρεωτικά από ασφαλιστήριο που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου και η οποία καλύπτεται από τους όρους του εκδοθέντος ασφαλιστηρίου, εναντίον του ασφαλισμένου από το ασφαλιστήριο προσώπου, τότε, ο ασφαλιστής ανεξάρτητα από το γεγονός ότι έχει το δικαίωμα να ακυρώσει ή ότι δυνατόν να ακύρωσε το ασφαλιστήριο, οφείλει, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, να καταβάλει στα πρόσωπα υπέρ των οποίων εκδόθηκε η δικαστική απόφαση το σύμφωνα με αυτή επιδικασθέν ποσό σε σχέση με την ευθύνη, περιλαμβανομένων και των πληρωτέων για έξοδα ποσών ως και ποσών πληρωτέων δυνάμει οποιουδήποτε νόμου που αφορά στην καταβολή τόκων επί του επιδικασθέντος ποσού.
(2) Κανένα ποσό δε θα καταβληθεί από τον ασφαλιστή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1)-
(α) Εκτός αν, πριν από την έγερση ή εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών μετά από την έγερση της αγωγής στην οποία εκδόθηκε η απόφαση, ο ασφαλιστής έλαβε γνώση της έγερσης της αγωγής:
(β) αν η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης αναστάληκε σαν συνέπεια έφεσης που εκκρεμεί· ή
(γ) αν, πριν από το ατύχημα ή την εκδήλωση της επαγγελματικής ασθένειας πάνω στην οποία ερείδεται η ευθύνη, το ασφαλιστήριο ακυρώθηκε με αμοιβαία συναίνεση ή σύμφωνα με οποιαδήποτε πρόνοια που περιέχεται σ' αυτό και είτε-
(i) Πριν από το συμβάν αυτό, το πιστοποιητικό ασφάλισης επιστράφηκε στον ασφαλιστή ή το πρόσωπο, υπέρ του οποίου εκδόθηκε το πιστοποιητικό αυτό έκανε ένορκη βεβαίωση του γεγονότος ότι το πιστοποιητικό ασφάλισης χάθηκε ή καταστράφηκε και έτσι δεν κατέστη δυνατή η επιστροφή του, είτε
(ii) μετά από το συμβάν αυτό, αλλ' όμως πριν από την πάροδο δεκατεσσάρων (14) ημερών αφότου άρχισε να ισχύει η ακύρωση του ασφαλιστηρίου, το πιστοποιητικό ασφάλισης επιστράφηκε στον ασφαλιστή ή το πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε το πιστοποιητικό αυτό έκανε ένορκη βεβαίωση του γεγονότος ότι το πιστοποιητικό ασφάλισης χάθηκε ή καταστράφηκε και έτσι δεν κατέστη δυνατή η επιστροφή του, είτε
(iii) πριν ή μετά το συμβάν, αλλ' όμως εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών αφότου άρχισε να ισχύει η ακύρωση του ασφαλιστηρίου, ο ασφαλιστής προέβη στη λήψη δικαστικών μέτρων δυνάμει του παρόντος Νόμου σε σχέση με την παράλειψη επιστροφής του πιστοποιητικού ασφάλισης.
(3) Ο ασφαλιστής δεν υπέχει υποχρέωση για καταβολή οποιουδήποτε ποσού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου αν, σε αγωγή που έχει εγερθεί πριν ή μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έγερση της αγωγής στην οποία εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, επιτύχει να εκδοθεί υπέρ του δικαστική απόφαση αναγνωριστική του ότι αυτός, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόνοια που διαλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο, έχει το δικαίωμα ακύρωσης του ασφαλιστηρίου για το ότι η συνομολόγηση του επιτεύχθηκε λόγω παρασιώπησης ουσιώδους γεγονότος ή λόγω παράστασης γεγονότος ψευδούς σε ουσιώδες του στοιχείο ή αν ακύρωσε το ασφαλιστήριο για το λόγο ότι είχε δικαίωμα να το κάνει, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόνοια που διαλαμβάνεται σ' αυτό:
(4) Στο άρθρο αυτό-
"ευθύνη η οποία καλύπτεται από τους όρους του εκδοθέντος ασφαλιστηρίου" σημαίνει ευθύνη η οποία καλύπτεται από το ασφαλιστήριο ή ευθύνη η οποία θα καλυπτόταν από το ασφαλιστήριο αν ο ασφαλιστής δεν είχε το δικαίωμα να ακυρώσει ή δεν είχε προβεί στην ακύρωση του ασφαλιστηρίου, και
"ουσιώδες" σημαίνει γεγονός τέτοια φύσης ώστε να επηρεάζει την κρίση σώφρονα ασφαλιστή στην απόφαση του να αποδεχθεί ή όχι τον κίνδυνο και, σε καταφατική περίπτωση, για πόσο ασφάλιστρο και κάτω από ποιους όρους.