1. Οι περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμοι του 1989 έως 2001 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμοι του 1989 έως 2001.
2. Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
"ασφάλιση κλάδου εργατικών αποζημιώσεων" έχει την έννοιαν που έχει ο όρος αυτός στον περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμο·
"ασφαλιστήριο" σημαίνει ασφαλιστήριο έγγραφο, που περιλαμβάνει και προσωρινό ασφαλιστήριο·
"ασφαλιστής" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 έως 2009, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·
"ατύχημα" σημαίνει οποιοδήποτε συμβάν ένεκα του οποίου προκαλείται θάνατος ή σωματική βλάβη σε εργοδοτούμενο, εφόσο το συμβάν αυτό προκαλείται από την και κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του εργοδοτουμένου. Ατύχημα που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται ως ατύχημα που εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου αυτού εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο·
"Διευθυντής" σημαίνει τον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων∙
"δικαστική απόφαση" σημαίνει απόφαση ή διάταγμα που εκδίδεται μόνο από αρμόδιο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια οποιασδήποτε διαδικασίας για την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού που αφορά αποζημιώσεις για ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια και δεν περιλαμβάνει απόφαση ή διάταγμα (δικαστική ή διαιτησίας) που σχετίζεται με εγγραφή αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων, βάσει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεσις) Νόμου, ή οποιουδήποτε νόμου ο οποίος τον τροποποιεί ή τον ανακαλεί·
"επαγγελματική ασθένεια" σημαίνει νόσο ή βλάβη, όπως αυτή καθορίζεται στις δύο στήλες του Πίνακα που εκτίθεται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Επαγγελματικές Ασθένειες) Κανονισμούς του 2010, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·
"εργοδότης" σημαίνει πρόσωπο με το οποίο ο εργοδοτούμενος έχει συνάψει σύμβαση εργασίας ή μαθητείας ή αν και δεν έχει συνάψει με αυτόν σύμβαση εργασίας ή μαθητείας, η σχέση μεταξύ τους είναι σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου και περιλαμβάνει οργανισμό δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, το νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο θανόντα εργοδότη και υπεράκτια ή αλλοδαπή εταιρεία που είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο ή αντιπροσωπεύεται στην Κύπρο, και οι όροι "απασχόληση" και "εργοδοτούμενος" θα ερμηνεύονται ανάλογα·
"πιστοποιητικό ασφάλισης" σημαίνει το πιστοποιητικό που καθορίζεται σε Κανονισμούς·
"Συμβουλευτικό Σώμα" σημαίνει το Συμβουλευτικό Σώμα Ασφαλειών που έχει καθιδρυθεί από τον περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμο·
"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών.
3. Οι διατάξεις του Νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στις πιο κάτω περιπτώσεις:
(α)Όταν η απασχόληση είναι μια από αυτές που περιγράφονται στο Μέρος II του Πρώτου Πίνακα του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου·
(β) όταν ο εργοδότης είναι η Κυπριακή Δημοκρατία·
(γ) όταν ο εργοδότης ανήκει σε εξαιρούμενη τάξη εργοδοτών που θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο με κανονισμούς.
4.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, κάθε εργοδότης υποχρεούται να είναι ασφαλισμένος με οποιοδήποτε ασφαλιστή έναντι της ευθύνης του για ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια σε κάθε εργοδοτούμενο του.
(2) Η υποχρέωση του εργοδότη, που προβλέπεται στο εδάφιο (1) επεκτείνεται και στις περιπτώσεις απασχόλησης μόνιμων κατοίκων Κύπρου, εργοδοτουμένων στο εξωτερικό στους οποίους θα προκληθεί ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια.
5.-(1) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού το ασφαλιστήριο πρέπει-
(α) Να εκδοθεί από ασφαλιστή·
(β)να ασφαλίζει εργοδότη για την ευθύνη του για ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια σε οποιοδήποτε από τους εργοδοτουμένους του, όπως απαιτείται από το Νόμο αυτό:
Νοείται ότι το ασφαλιστήριο δεν απαιτείται να καλύπτει-
(i) Οποιαδήποτε ευθύνη του εργοδότη που εγείρεται δυνάμει συμφωνίας και η οποία ευθύνη δε θα εγειρόταν, αν δεν υπήρχε τέτοια συμφωνία· και
(ii) ευθύνη σε σχέση με θάνατο ή σωματική βλάβη οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο μεταφέρεται μέσα ή πάνω σε μηχανοκίνητο όχημα, επιβιβάζεται πάνω σε τέτοιο όχημα ή αποβιβάζεται από αυτό, και που προκύπτει ως αποτέλεσμα και κατά τη διάρκεια της εργοδότησης τέτοιου προσώπου και ως αποτέλεσμα της χρήσης του μηχανοκινήτου αυτού οχήματος σε οδό.
(2) Η κάλυψη που απαιτείται να παρέχεται από το ασφαλιστήριο, δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), περιλαμβάνει κάλυψη για σωματική βλάβη ή θάνατο.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2)-
(α) για κάθε ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια σε σχέση με κάθε εργοδοτούμενο, το ελάχιστο όριο κάλυψης ανέρχεται στις εκατόν εξήντα χιλιάδες ευρώ (€160.000,00), περιλαμβανομένων εξόδων και τόκων·
(β) για κάθε περιστατικό ή σειρά περιστατικών που προέρχονται από την ίδια γενεσιουργό αιτία, το ελάχιστο όριο κάλυψης ανέρχεται στα τρία εκατομμύρια τετρακόσιες δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€3.415.000,00) περιλαμβανο-μένων εξόδων και τόκων·
(γ) για κάθε περίοδο ασφάλισης, το ελάχιστο όριο κάλυψης ανέρχεται στα πέντε εκατομμύρια εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.125.000,00) περιλαμβανομένων εξόδων και τόκων:
(4) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
(α) Οι όροι «μηχανοκίνητο όχημα», «χρήση» και «οδός» έχουν την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από τους περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμους του 2000 και 2003·
(β) «πρόσωπο το οποίο μεταφέρεται» δεν περιλαμβάνει τον οδηγό του μηχανοκινήτου οχήματος.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, αυτός που εκδίδει ένα ασφαλιστήριο σύμφωνα με το άρθρο αυτό υπέχει ευθύνη για κάλυψη του εργοδότη που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο σε σχέση με οποιαδήποτε ευθύνη που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο.
(6) Το ασφαλιστήριο δε θα έχει οποιαδήποτε ισχύ για τους σκοπούς του Νόμου αυτού εκτός αν εκδοθεί από τον ασφαλιστή υπέρ του εργοδότη που έχει συνομολογήσει με τον ασφαλιστή το ασφαλιστήριο και να παραδοθεί σ' αυτόν πιστοποιητικό (που στο Νόμο αυτό θα αναφέρεται ως "πιστοποιητικό ασφάλισης") στον καθοριζόμενο τύπο.
6. Όταν διενεργείται μια πληρωμή, είτε μετά από παραδοχή ευθύνης είτε όχι, από κάποιο ασφαλιστή σύμφωνα με ασφαλιστήριο που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού, αναφορικά με το θάνατο ή τη σωματική βλάβη οποιουδήποτε προσώπου, που προκλήθηκε από ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, και το δε πρόσωπο αυτό, σε γνώση του ασφαλιστή, νοσηλεύτηκε είτε ως εξωτερικός είτε ως εσωτερικός ασθενής σε κυβερνητικό νοσοκομείο, θα καταβάλλονται από τον ασφαλιστή στο νοσοκομείο αυτό και οι δαπάνες που εύλογα διενεργήθηκαν από αυτό για νοσηλεία του ασθενή νοουμένου ότι δε θα υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των χίλιων λιρών.
7.-(1) Όρος που περιέχεται σε ασφαλιστήριο το οποίο εκδόθηκε για τους σκοπούς του Νόμου αυτού και προβλέπει ότι δε θα ανακύψει οποιαδήποτε ευθύνη δυνάμει του ασφαλιστηρίου ή ότι οποιαδήποτε ευθύνη που θα ανακύψει θα παύσει σε περίπτωση επέλευσης μιας ορισμένης πράξης ή παράλειψης μετά το συμβάν από το οποίο απορρέει η αξίωση για αποζημίωση δυνάμει του ασφαλιστηρίου, στερείται οποιασδήποτε ισχύος, αν ο όρος αυτός αναφέρεται σε αξιώσεις που απορρέουν από ευθύνη που εκτίθεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 του Νόμου αυτού:
Νοείται ότι καμιά διάταξη του άρθρου αυτού δε θα ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται άκυρος όρος του ασφαλιστηρίου που επιβάλλει στον ασφαλισμένο να επιστρέψει στον ασφαλιστή οποιοδήποτε ποσό, που δυνατόν ο ασφαλιστής να υποχρεώθηκε να καταβάλει δυνάμει του ασφαλιστηρίου και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων σε περίπτωση παράβασης των όρων του ασφαλιστηρίου από τον ασφαλισμένο.
(2) Στην περίπτωση που έχει εκδοθεί και παραδοθεί πιστοποιητικό ασφάλισης υπέρ του προσώπου που έχει συνομολογήσει το ασφαλιστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 5 του Νόμου, οποιαδήποτε διάταξη του ασφαλιστηρίου τυχόν επιδιώκει να περιορίσει την ασφαλιστική κάλυψη του ασφαλισμένου προσώπου, σε σχέση με τα πιο κάτω θέματα, δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ όσον αφορά την ευθύνη που πρέπει να καλύπτεται από το ασφαλιστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου-
(α)Τον αριθμό, την ηλικία, το φύλο, τη φυσική ή διανοητική κατάσταση, την εθνικότητα, τη μόρφωση, την εκπαίδευση ή κατάρτιση, την επιδεξιότητα, την ειδικότητα ή γενικά την ικανότητα των εργοδοτουμένων ή οποιουδήποτε από αυτούς.
(β)Τον τόπο ή το χώρο, το χρόνο, τη διάρκεια, το μέσο και γενικά τον τρόπο διεξαγωγής της εργασίας των εργοδοτουμένων ή οποιουδήποτε από αυτούς εφόσον η εργασία διεξάγεται μέσα στη Γεωγραφική Περιοχή στην οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο.
(γ) Τη χρήση ή όχι από τους εργοδοτουμένους ή από οποιοδήποτε από αυτούς οποιουδήποτε εργαλείου, μηχανήματος, εξαρτήματος ή μέσου προστασίας.
(δ)Τη φύση της εργασίας του εργοδοτουμένου ή οποιουδήποτε από αυτούς ή του εργοδότη.
(ε) Τη νομιμότητα ή την εγκυρότητα της σύμβασης εργοδότησης.
(στ) Το ύψος της αμοιβής ή των απολαβών των εργοδοτουμένων ή οποιουδήποτε από αυτούς.
(ζ) Την επίδειξη ή όχι εκ μέρους του εργοδότη λογικής φροντίδας και προσοχής ή τη συμμόρφωση του ή όχι με οποιεσδήποτε νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις για την προστασία των εργοδοτουμένων του.
(η) Την τήρηση ή την υποβολή προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου οποιωνδήποτε στοιχείων ή πληροφοριών από τον εργοδότη:
Νοείται ότι καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν απαιτεί να πληρώσει ο ασφαλιστής οποιοδήποτε ποσό σχετικά με ευθύνη προσώπου άλλη από την ευθύνη για κάλυψη ή έναντι της κάλυψης από την ευθύνη αυτή και οποιοδήποτε ποσό πληρώθηκε από ασφαλιστή για κάλυψη ή έναντι της κάλυψης από την ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου η οποία καλύπτεται από το ασφαλιστήριο, δυνάμει μόνο του άρθρου αυτού, δύναται να ανακτηθεί από τον ασφαλιστή από το πρόσωπο αυτό.
8. Στην περίπτωση που έχει εκδοθεί και παραδοθεί πιστοποιητικό ασφάλισης υπέρ του προσώπου που έχει συνομολογήσει το ασφαλιστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 5 και το ασφαλιστήριο στη συνέχεια ακυρωθεί, είτε με αμοιβαία συναίνεση είτε σύμφωνα με οποιαδήποτε διάταξη του ασφαλιστηρίου, το πρόσωπο υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί αυτό οφείλει μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες αφότου άρχισε να ισχύει η ακύρωση του ασφαλιστηρίου, να επιστρέψει το πιστοποιητικό στον ασφαλιστή ή, αν αυτό έχει χαθεί ή καταστραφεί, να προβεί σε ένορκη βεβαίωση του γεγονότος αυτού, διαφορετικά είναι ένοχος αδικήματος.
9.-(1) Αν, μετά την έκδοση πιστοποιητικού ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 5, εκδοθεί δικαστική απόφαση, αναφορικά με ευθύνη που καλύπτεται υποχρεωτικά από ασφαλιστήριο που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου και η οποία καλύπτεται από τους όρους του εκδοθέντος ασφαλιστηρίου, εναντίον του ασφαλισμένου από το ασφαλιστήριο προσώπου, τότε, ο ασφαλιστής ανεξάρτητα από το γεγονός ότι έχει το δικαίωμα να ακυρώσει ή ότι δυνατόν να ακύρωσε το ασφαλιστήριο, οφείλει, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, να καταβάλει στα πρόσωπα υπέρ των οποίων εκδόθηκε η δικαστική απόφαση το σύμφωνα με αυτή επιδικασθέν ποσό σε σχέση με την ευθύνη, περιλαμβανομένων και των πληρωτέων για έξοδα ποσών ως και ποσών πληρωτέων δυνάμει οποιουδήποτε νόμου που αφορά στην καταβολή τόκων επί του επιδικασθέντος ποσού.
(2) Κανένα ποσό δε θα καταβληθεί από τον ασφαλιστή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1)-
(α) Εκτός αν, πριν από την έγερση ή εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών μετά από την έγερση της αγωγής στην οποία εκδόθηκε η απόφαση, ο ασφαλιστής έλαβε γνώση της έγερσης της αγωγής:
(β) αν η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης αναστάληκε σαν συνέπεια έφεσης που εκκρεμεί· ή
(γ) αν, πριν από το ατύχημα ή την εκδήλωση της επαγγελματικής ασθένειας πάνω στην οποία ερείδεται η ευθύνη, το ασφαλιστήριο ακυρώθηκε με αμοιβαία συναίνεση ή σύμφωνα με οποιαδήποτε πρόνοια που περιέχεται σ' αυτό και είτε-
(i) Πριν από το συμβάν αυτό, το πιστοποιητικό ασφάλισης επιστράφηκε στον ασφαλιστή ή το πρόσωπο, υπέρ του οποίου εκδόθηκε το πιστοποιητικό αυτό έκανε ένορκη βεβαίωση του γεγονότος ότι το πιστοποιητικό ασφάλισης χάθηκε ή καταστράφηκε και έτσι δεν κατέστη δυνατή η επιστροφή του, είτε
(ii) μετά από το συμβάν αυτό, αλλ' όμως πριν από την πάροδο δεκατεσσάρων (14) ημερών αφότου άρχισε να ισχύει η ακύρωση του ασφαλιστηρίου, το πιστοποιητικό ασφάλισης επιστράφηκε στον ασφαλιστή ή το πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε το πιστοποιητικό αυτό έκανε ένορκη βεβαίωση του γεγονότος ότι το πιστοποιητικό ασφάλισης χάθηκε ή καταστράφηκε και έτσι δεν κατέστη δυνατή η επιστροφή του, είτε
(iii) πριν ή μετά το συμβάν, αλλ' όμως εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών αφότου άρχισε να ισχύει η ακύρωση του ασφαλιστηρίου, ο ασφαλιστής προέβη στη λήψη δικαστικών μέτρων δυνάμει του παρόντος Νόμου σε σχέση με την παράλειψη επιστροφής του πιστοποιητικού ασφάλισης.
(3) Ο ασφαλιστής δεν υπέχει υποχρέωση για καταβολή οποιουδήποτε ποσού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου αν, σε αγωγή που έχει εγερθεί πριν ή μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έγερση της αγωγής στην οποία εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, επιτύχει να εκδοθεί υπέρ του δικαστική απόφαση αναγνωριστική του ότι αυτός, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόνοια που διαλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο, έχει το δικαίωμα ακύρωσης του ασφαλιστηρίου για το ότι η συνομολόγηση του επιτεύχθηκε λόγω παρασιώπησης ουσιώδους γεγονότος ή λόγω παράστασης γεγονότος ψευδούς σε ουσιώδες του στοιχείο ή αν ακύρωσε το ασφαλιστήριο για το λόγο ότι είχε δικαίωμα να το κάνει, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόνοια που διαλαμβάνεται σ' αυτό:
(4) Στο άρθρο αυτό-
"ευθύνη η οποία καλύπτεται από τους όρους του εκδοθέντος ασφαλιστηρίου" σημαίνει ευθύνη η οποία καλύπτεται από το ασφαλιστήριο ή ευθύνη η οποία θα καλυπτόταν από το ασφαλιστήριο αν ο ασφαλιστής δεν είχε το δικαίωμα να ακυρώσει ή δεν είχε προβεί στην ακύρωση του ασφαλιστηρίου, και
"ουσιώδες" σημαίνει γεγονός τέτοια φύσης ώστε να επηρεάζει την κρίση σώφρονα ασφαλιστή στην απόφαση του να αποδεχθεί ή όχι τον κίνδυνο και, σε καταφατική περίπτωση, για πόσο ασφάλιστρο και κάτω από ποιους όρους.
10.-(1) Όταν σύμφωνα με ασφαλιστήριο που έχει εκδοθεί για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ένα πρόσωπο (που στο εξής θα αναφέρεται ως "ο ασφαλισμένος") ασφαλισθεί για την ευθύνη του που δυνατόν να αφυεί έναντι εργοδοτουμένων, τότε-
(α) Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος ήθελε πτωχεύσει ή προβεί σε συμβιβασμό ή άλλο διακανονισμό με τους πιστωτές του· ή
(β) αν ο ασφαλισμένος είναι εταιρεία, σε περίπτωση που ήθελε εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή ψηφισθεί απόφαση για εκούσια εκκαθάριση της υπό εκκαθάριση εταιρείας αυτής ή ήθελε προσηκόντως διορισθεί εκκαθαριστής ή διαχειριστής των εργασιών ή των επιχειρήσεων της υπό εκκαθάρισης εταιρείας ή σε περίπτωση που ήθελε αναληφθεί κατοχή, από ή για λογαριασμό των κατόχων ομολόγων εξασφαλισμένων με κυμαινόμενη επιβάρυνση, οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου περιλαμβανόμενου ή υποκείμενου στην επιβάρυνση, αν είτε πριν είτε μετά που θα επισυμβεί οποιαδήποτε από τις πιο πάνω περιπτώσεις αναφυεί οποιαδήποτε τέτοια ευθύνη του ασφαλισμένου, τα δικαιώματα του έναντι του ασφαλιστή δυνάμει του ασφαλιστηρίου αναφορικά με την ευθύνη αυτή θα μεταβιβασθούν και θα περιέλθουν, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη σε οποιοδήποτε νόμο, στον εργοδοτούμενο έναντι του οποίου έχει αναφυεί η ευθύνη αυτή.
(2) Σε περίπτωση έκδοσης, σύμφωνα με τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, διατάγματος διαχείρισης σχετικά με πτωχεύσασα περιουσία αποθανόντα χρεώστη, τότε για οποιοδήποτε χρέος που μπορεί να αποδειχθεί σε πτώχευση και που οφείλεται από τον αποβιώσαντα αναφορικά με ευθύνη έναντι εργοδοτουμένου, για την οποία αυτός ήταν ασφαλισμένος σύμφωνα με ασφαλιστήριο που έχει εκδοθεί για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, τα δικαιώματα του αποβιώσαντος οφειλέτη έναντι του ασφαλιστή σύμφωνα με το εν λόγω ασφαλιστήριο θα μεταβιβασθούν και περιέλθουν ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη σε οποιοδήποτε νόμο, στο πρόσωπο στο οποίο οφείλεται το εν λόγω χρέος.
(3) Οποιοσδήποτε όρος σε ασφαλιστήριο που έχει εκδοθεί για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και που άμεσα ή έμμεσα αποσκοπεί στην ακύρωση του ασφαλιστηρίου ή στην αλλοίωση των δικαιωμάτων των μερών, που απορρέουν από το ασφαλιστήριο, σε περίπτωση που θα επισυνέβαινε οποιοδήποτε από τα καθοριζόμενα στα εδάφια (1) και (2) πιο πάνω συμβάντα, στερείται οποιασδήποτε ισχύος.
(4) Με τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων, σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή το εδάφιο (2) και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12, ο ασφαλιστής υπέχει την ίδια ευθύνη έναντι του εργοδοτουμένου που θα υπείχε έναντι του ασφαλισμένου:
Νοείται ότι, αν η ευθύνη του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου υπερβαίνει την ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι του εργοδοτουμένου, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δε θα επηρεάσουν τα δικαιώματα του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή σε ό,τι αφορά το υπερβαίνον ποσό:
Νοείται περαιτέρω ότι, αν η ευθύνη του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου είναι λιγότερη της ευθύνης του ασφαλισμένου έναντι του εργοδοτουμένου, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δε θα επηρεάσουν τα δικαιώματα του εργοδοτουμένου έναντι του ασφαλισμένου σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο.
(5) Το άρθρο αυτό, όπως και τα άρθρα 11 και 12 του παρόντος Νόμου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, όταν μια εταιρεία εκκαθαρίζεται εκούσια για το σκοπό αναδιοργάνωσης ή συγχώνευσης της με άλλη εταιρεία.
(6) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, όπως και των άρθρων 11 και 12 του παρόντος Νόμου, η φράση "ευθύνη έναντι εργοδοτουμένων" αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει ασφαλιστηρίου δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε ευθύνη του προσώπου αυτού υπό την ιδιότητα του ασφαλιστή δυνάμει άλλου ασφαλιστηρίου.
11.-(1) Το πρόσωπο εναντίον του οποίου εγείρεται αξίωση αναφορικά με ευθύνη που καλύπτεται υποχρεωτικά από ασφαλιστήριο, οφείλει, όταν κληθεί προς τούτο από ή εκ μέρους του προσώπου που εγείρει την αξίωση, να αναφέρει κατά πόσο ήταν ασφαλισμένο αναφορικά με την ευθύνη αυτή με ασφαλιστήριο που έχει ισχύ για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή θα ήταν έτσι ασφαλισμένο, αν ο ασφαλιστής δεν είχε προβεί στην ακύρωση του ασφαλιστηρίου, σε καταφατική δε περίπτωση, οφείλει να δώσει τα στοιχεία που αναφέρονται στο πιστοποιητικό ασφάλισης που του έχει εκδοθεί.
(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο πτωχεύσει ή προβεί σε συμβιβασμό ή άλλο διακανονισμό με τους πιστωτές του ή σε περίπτωση που εκδοθεί διάταγμα, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου που αφορά στην πτώχευση, αναφορικά με την περιουσία οποιουδήποτε προσώπου ή σε περίπτωση που εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης οποιασδήποτε εταιρείας ή ήθελε προσηκόντως διορισθεί εκκαθαριστής ή διαχειριστής των εργασιών ή των επιχειρήσεων της υπό εκκαθάριση εταιρείας ή ήθελε αναληφθεί κατοχή από ή για λογαριασμό των κατόχων οποιωνδήποτε ομολόγων εξασφαλισμένων με κυμαινόμενη επιβάρυνση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου που περιλαμβάνει ή υπόκειται στην επιβάρυνση, ο πτωχεύσας οφειλέτης, ο προσωπικός αντιπρόσωπος αποβιώσαντος οφειλέτη και, ανάλογα με την περίπτωση, ο επίσημος εκδοχέας, ο επίτροπος, ο εκκαθαριστής, ο παραλήπτης, ο διαχειριστής ή εκείνος που έχει στην κατοχή του το περιουσιακό στοιχείο, έχει υποχρέωση, όταν του ζητηθεί από πρόσωπο που εγείρει αξίωση που γεννάται από ευθύνη έναντι του, να δώσει κάθε πληροφορία που εύλογα ζητείται από αυτό, για να διακριβωθεί αν μεταβιβάσθησαν και περιήλθαν σ' αυτό οποιαδήποτε δικαιώματα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για το σκοπό άσκησης των δικαιωμάτων αυτών, το δε ασφαλιστήριο, στην έκταση που αποσκοπεί άμεσα ή έμμεσα στην ακύρωση του ασφαλιστηρίου ή την αλλοίωση των δικαιωμάτων των μερών, όταν δίνεται μια τέτοια πληροφορία ή άλλως πως στην απαγόρευση, παρακώλυση ή περιορισμό της παροχής τέτοιων πληροφοριών, δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ.
(3) Αν οι πληροφορίες που έχουν δοθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), αποκαλύψουν στοιχεία που εύλογα εδραιώνουν την πεποίθηση ότι μεταβιβάσθησαν ή δυνατόν να μεταβιβάσθησαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού, στο πρόσωπο αυτό οποιαδήποτε δικαιώματα εναντίον οποιουδήποτε συγκεκριμένου ασφαλιστή, ο ασφαλιστής αυτός υπέχει την υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) στα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο αυτό.
(4) Η υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο αυτό για παροχή πληροφοριών περιλαμβάνει και την υποχρέωση του προσώπου που έχει την υποχρέωση αυτή να επιτρέπει την επιθεώρηση και τη λήψη αντιγράφων ασφαλιστηρίου, απόδειξης πληρωμής ασφαλίστρων και κάθε άλλου συναφούς εγγράφου.
(5) Οποιοσδήποτε που χωρίς εύλογη δικαιολογία, της οποίας φέρει και το βάρος της απόδειξης, παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή που εκούσια ή από αμέλεια προβαίνει σε ψευδή ή παραπλανητική δήλωση σε σχέση με ζητηθείσα από αυτόν πληροφορία, είναι ένοχος αδικήματος.
12.-(1) Αν ο ασφαλισμένος δυνάμει ασφαλιστηρίου που εκδόθηκε για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου πτωχεύσει ή, αν πρόκειται για εταιρεία, εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή ψηφισθεί απόφαση για εκούσια εκκαθάριση της, οποιαδήποτε συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου ή οποιαδήποτε παραίτηση, εκχώρηση, ή άλλη διάθεση που έγινε από τον ασφαλισμένο ή οποιαδήποτε πληρωμή στον ασφαλισμένο μετά που αναφύηκε η ευθύνη έναντι του εργοδοτουμένου και μετά που άρχισε η πτώχευση ή η εκκαθάριση, ανάλογα με την περίπτωση, δε θα έχει οποιαδήποτε ισχύ και ούτε θα μπορεί να επηρεάσει τα δικαιώματα που έχουν μεταβιβασθεί ή έχουν περιέλθει στον εργοδοτούμενο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
13. Όταν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου εκδοθεί πιστοποιητικό ασφάλισης σε ασφαλισμένο, η επέλευση αναφορικά με αυτόν ενός από τα γεγονότα που καθορίζεται στο εδάφιο (1) ή στο εδάφιο (2) του άρθρου 10 του παρόντος Νόμου και ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δε θα επηρεάσει οποιαδήποτε ευθύνη του, για την οποία υπάρχει υποχρέωση κάλυψης με ασφαλιστήριο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και επίσης οι διατάξεις του άρθρου αυτού δε θα επηρεάσουν οποιοδήποτε δικαίωμα εναντίον του ασφαλιστή δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 10,11 και 12 του παρόντος Νόμου.
14.-(1) Διακανονισμός που γίνεται από ασφαλιστή σε σχέση με αξίωση που μπορούσε να εγείρει ο εργοδοτούμενος και που αφορά ευθύνη που καλύπτεται υποχρεωτικά από ασφαλιστήριο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δεν είναι έγκυρος, εκτός εάν λάβει μέρος στο διακανονισμό και ο εργοδοτούμενος.
(2) Ασφαλιστήριο που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου θα παραμείνει σε ισχύ και στη διάθεση των εργοδοτουμένων παρά το θάνατο του ασφαλισμένου, ωσάν να ήταν ο ασφαλισμένος ακόμη ζωντανός.
15.-(1) Κάθε εργοδότης οφείλει να-
(α) Εκθέτει σε περίοπτη θέση στα Κεντρικά Γραφεία, υποκαταστήματα, όπως και στους τόπους εργασίας όπου τούτο είναι δυνατόν, και σε μέρος προσιτό στους εργοδοτουμένους και σε κάθε ενδιαφερόμενο το πιστοποιητικό ασφάλισης και να παρουσιάζει αντίγραφο του σε κάθε ενδιαφερόμενο, όταν του ζητηθεί από αυτόν·
(β) παρουσιάζει ή/και να αποστέλλει το πιστοποιητικό ασφάλισης ή/και πιστοποιημένο αντίγραφο αυτού, όταν του ζητείται με επιστολή ή προφορικά-
(i) σε οποιοδήποτε επιθεωρητή εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου∙ ή/και
(ii) σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που καθορίζεται στην παράγραφο (1) του Κανονισμού 10 των περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Κανονισμών του 1997 και 1998,
εντός του χρονικού πλαισίου που καθορίζεται στην παράγραφο (2) του εν λόγω Κανονισμού·
(γ) επιτρέπει την επιθεώρηση του ασφαλιστήριου εγγράφου ή αντιγράφου του από τα πρόσωπα που θα καθοριστούν από Κανονισμούς.
(δ) κοινοποιεί αντίγραφο του πιστοποιητικού ασφάλισής του ή του πιστοποιημένου αντίγραφου αυτού, εντός του ίδιου χρονικού πλαισίου που καθορίζεται στην παράγραφο (β), από την ημερομηνία που του ζητήθηκε κάτι τέτοιο γραπτώς, από το Διευθυντή.
(2)(α) Οποιοσδήποτε εργοδότης ή αντιπρόσωπος ή υπάλληλος του παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00).
(β) Τηρουμένων των οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ποινική δίωξη αδικήματος που προβλέπεται από το παρόν εδάφιο ασκείται-
(i) από το Διευθυντή·
(ii) από επιθεωρητή ή άλλο λειτουργό ο οποίος ήθελε εξουσιοδοτηθεί από το Διευθυντή.
15Α.-(1) Ο Διευθυντής τηρεί Μητρώο Ασφαλισμένων Εργοδοτών, στο οποίο καταχωρούνται τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (2).
(2) Κάθε ασφαλιστής διαβιβάζει στον Διευθυντή, κάθε τρεις (3) μήνες με ηλεκτρονικά μέσα, τα στοιχεία που καθορίζονται στο πιστοποιητικό ασφάλισης που συντάσσεται στον Τύπο ΕΕ2 του Παραρτήματος των περί της Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Κανονισμών του 1997 και 1998, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται:
16.-(1) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ορίζει ως επιθεωρητές λειτουργούς του Υπουργείου του ή λειτουργούς άλλου Υπουργείου, αφού συνεννοηθεί πρώτα με τον Υπουργό στον οποίο υπάγονται οι λειτουργοί αυτοί.
(2) Οι επιθεωρητές που ορίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) έχουν εξουσία να προβαίνουν στις πιο κάτω ενέργειες:
(α) Να εισέρχονται κατά χρόνο λογικό σε οποιοδήποτε μέρος που χρησιμοποιείται ως τόπος εργασίας ενός εργοδότη·
(β) να προβαίνουν στις αναγκαίες εξετάσεις και έρευνες, για να διαπιστώνουν αν τηρούνται οι διατάξεις του Νόμου αυτού.
(3) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπος ή υπάλληλος του οφείλουν να παρέχουν στον επιθεωρητή κάθε πληροφορία και να προσκομίζουν σ' αυτόν για εξέταση κάθε έγγραφο που αυτός εύλογα θα απαιτήσει.
(4) Όποιος-
(α) Εκούσια καθυστερεί ή παρεμποδίζει επιθεωρητή στην ενάσκηση των εξουσιών που έχει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού·
(β) αρνείται ή αμελεί να απαντήσει σε οποιοδήποτε ερώτημα που του τίθεται από επιθεωρητή ή να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία την οποία είναι υποχρεωμένος να δώσει,
διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τα εξακόσια ευρώ (€600,00):
(5) Κάθε επιθεωρητής, κατά την ενάσκηση των εξουσιών του, είναι εφοδιασμένος με το πιστοποιητικό του διορισμού του και το επιδεικνύει όταν του ζητηθεί.
17.-(1) Σε συνεννόηση με τις Ασφαλιστικές Εταιρείες που έχουν άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, ο Υπουργός μπορεί να λάβει κάθε μέτρο που αυτός θα έκρινε κατάλληλο για ίδρυση Ταμείου (που θα καλείται "Ταμείο Ασφαλιστών Εργατικών Αποζημιώσεων") και το οποίο θα τελεί κάτω από τη διοίκηση και έλεγχο του Συμβουλευτικού Σώματος Ασφαλειών ή οποιουδήποτε άλλου Σώματος ή Επιτροπής που θα αποφασίσει ο Υπουργός και θα λειτουργεί σύμφωνα με Κανονισμούς που θα εκδίδει το Υπουργικό Συμβούλιο. Η ίδρυση του Ταμείου Ασφαλιστών Εργατικών Αποζημιώσεων γίνεται για την ικανοποίηση απαιτήσεων που απορρέουν από κινδύνους οι οποίοι απαιτείται όπως καλύπτονται από την υποχρεωτική ασφάλιση που προβλέπεται από το Νόμο αυτό και οι οποίοι δεν καλύπτονται ή δεν έχουν καλυφθεί πλήρως ή το ασφαλιστήριο δεν είναι έγκυρο ή για οποιοδήποτε από τους πιο κάτω λόγους:
(α) Η ασφαλιστική εταιρεία αδυνατεί να εξοφλήσει τις οφειλές της, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου·
(β) η επαγγελματική ασθένεια προήλθε μετά από απασχόληση του εργοδοτουμένου σε διάφορους εργοδότες και δεν είναι δυνατό να καθοριστεί με ακρίβεια ποιος από τους εργοδότες και μέχρι ποιου βαθμού ευθύνεται να καταβάλει την αποζημίωση.
(2) Για αντιμετώπιση των περιπτώσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) κάθε ασφαλιστική εταιρεία, που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, καταβάλλει στο Ταμείο Ασφαλιστών Εργατικών Αποζημιώσεων τις ετήσιες εισφορές που ο Υπουργός εκάστοτε καθορίζει. Από το Ταμείο Ασφαλιστών Εργατικών Αποζημιώσεων καταβάλλονται τέτοια ποσά που θα αποφασίζονται από το Ταμείο ή θα επιδικάζονται από το Δικαστήριο.
18. Κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, είτε από το Δικαστήριο είτε εξωδίκως, δε θα λαμβάνεται υπόψη οποιοδήποτε ποσό που καταβλήθηκε ή που πρέπει να καταβληθεί από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως παροχή ή επίδομα ένεκα των ίδιων περιστάσεων που δημιουργούν τη νομική υποχρέωση για αποζημίωση.
19Α. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου γενικού ή ειδικού νόμου, ο καθορισμός των ασφαλίστρων που εισπράττονται από ασφαλιστή για την έκδοση ασφαλιστηρίου για τους σκοπούς του Νόμου αυτού επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του ασφαλιστή, με βάση την εκτίμηση κάθε κινδύνου ξεχωριστά.
20. Το Συμβουλευτικό Σώμα έχει αρμοδιότητα να συμβουλεύει τον Υπουργό:
(α) Γενικά για την εφαρμογή του Νόμου αυτού και κάθε Κανονισμού που θα εκδοθεί σύμφωνα με το Νόμο αυτό·
(β) για κάθε θέμα που αφορά στην ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων.
21 .-(1) Εργοδότης που παραλείπει να ασφαλιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση για διάστημα που δε θα υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00) ή και στις δύο ποινές.
(2) Σε περίπτωση που η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) παράβαση διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων ή οργανισμό χωρίς νομική προσωπικότητα, κάθε πρόσωπο που κατά το χρόνο της παράβασης ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, Διευθυντής, Γραμματέας ή άλλος υπάλληλος ή αντιπρόσωπος του νομικού προσώπου ή ήταν μέλος της ένωσης προσώπων ή του οργανισμού διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) ποινή, εκτός αν αποδείξει ότι η παράβαση διαπράχθηκε χωρίς τη γνώση του και ότι κατέβαλε τη δέουσα επιμέλεια.
(3) Όποιος προβαίνει σε δήλωση, γραπτή ή προφορική, η οποία είναι ψευδής ή παραπλανητική, αναφορικά με τον αριθμό των απασχολουμένων από αυτόν προσώπων ή και των αμοιβών τους ή και το είδος απασχόλησης τους, ή αποκρύπτει ουσιώδη στοιχεία, με σκοπό να επιτύχει την έκδοση πιστοποιητικού ασφάλισης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δεν ενήργησε με πρόθεση εξαπάτησης, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση για διάστημα που δε θα υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00) ή και στις δύο ποινές.
(4) Όποιος, με πρόθεση εξαπάτησης-
(α) Πλαστογραφεί, παραποιεί ή αλλοιώνει οποιοδήποτε πιστοποιητικό ασφάλισης ή άλλο πιστοποιητικό ή έγγραφο που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή
(β) χρησιμοποιεί ή επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί από άλλο οποιοδήποτε πλαστογραφηθέν, παραποιηθέν ή αλλοιωθέν πιστοποιητικό ασφάλισης ή οποιοδήποτε άλλο πιστοποιητικό ή έγγραφο που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή
(γ) παραχωρεί σε άλλο ή λαμβάνει από άλλο πιστοποιητικό ασφάλισης ή οποιοδήποτε άλλο πιστοποιητικό ή έγγραφο που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή
(δ) κατασκευάζει ή έχει στην κατοχή του οποιοδήποτε έγγραφο που προσομοιάζει τόσο πολύ με πιστοποιητικό ή έγγραφο που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ώστε να μπορεί να εξαπατήσει, ή
(ε) εκδίδει οποιοδήποτε πιστοποιητικό ασφάλισης ή πιστοποιητικό ή έγγραφο του οποίου η έκδοση προβλέπεται στον παρόντα Νόμο,
διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση για διάστημα που δε θα υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00) ή και στις δύο ποινές.
(5) Ο ένοχος αδικήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, για το οποίο δεν προνοείται ειδική ποινή, υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση για διάστημα που δε θα υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00)· ή και στις δύο ποινές.
(6)(α) Τηρουμένων των οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ποινική δίωξη, η οποία προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2), ασκείται-
(i) από το Διευθυντή·
(ii) από κάθε επιθεωρητή ή άλλο λειτουργό ο οποίος ήθελε εξουσιοδοτηθεί από το Διευθυντή.
(β) Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται ρητά στον παρόντα Νόμο ότι ποινική δίωξη ασκείται από το Διευθυντή, μετά από εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η ποινική δίωξη ασκείται από λειτουργό που ορίζεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
22.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει Κανονισμούς οι οποίοι θα δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας για τον καθορισμό οποιουδήποτε θέματος που χρειάζεται να καθοριστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού και γενικά για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), οι Κανονισμοί μπορούν να ρυθμίζουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα ζητήματα:
(α) Τον καθορισμό των εντύπων, που θα χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς του Νόμου αυτού·
(β)τον καθορισμό των τύπων των πιστοποιητικών ασφάλισης ή άλλων πιστοποιητικών και εγγράφων, που εκδίδονται ή υποβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού·
(γ) τον καθορισμό των καταβλητέων τελών αναφορικά με ο,τιδήποτε ενεργείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(δ) τον καθορισμό ποινής φυλάκισης για διάστημα που δε θα υπερβαίνει τους έξι μήνες ή χρηματικής ποινής που δε θα υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δυο ποινές για την παράβαση οποιουδήποτε Κανονισμού που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού·
(ε) τον καθορισμό του ελάχιστου ποσού για το οποίο ένας εργοδότης υποχρεούται να ασφαλίσει την ευθύνη του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού, χωρίς να επηρεάζεται η υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό στον εργοδοτούμενο.
(3) Κανονισμοί που εκδίδονται με βάση το άρθρο αυτό κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αν δύο μήνες μετά την κατάθεση τους η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν προβεί σε τροποποίηση ή ακύρωση τους, τότε οι εν λόγω Κανονισμοί, μετά την παρέλευση της πιο πάνω προθεσμίας, δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία της εν λόγω δημοσίευσης. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων προβεί σε τροποποίηση τους, τότε οι Κανονισμοί αυτοί δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, όπως θα έχουν τροποποιηθεί, και τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία της δημοσίευσης τους.
23. Το άρθρο 4 του βασικού νόμου τίθεται σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1997.
(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), οι διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.79(I)/2011] τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία της δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Οι διατάξεις του άρθρου 4 τίθενται σε ισχύ μέσα σε τρεις μήνες από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.79(I)/2011].
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.66(Ι)/2012] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2012.
29.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.66(Ι)/2012] καταργούνται οι νόμοι που αναφέρονται στην πρώτη στήλη του Παραρτήματος και στην έκταση που αναφέρεται στη δεύτερη στήλη του εν λόγω Παραρτήματος.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.66(Ι)/2012], ανεξάρτητα από την προβλεπόμενη σε οποιοδήποτε ειδικό νόμο προθεσμία για παραγραφή, σε περίπτωση σύγκρουσης υπερισχύουν οι πρόνοιες του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.66(Ι)/2012].
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(άρθρο 29)
ΠΡΩΤΗ ΣΤΗΛΗ | ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΤΗΛΗ |
ΝΟΜΟΙ | ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ |
Ο περί Παραγραφής Νόμος, Κεφ.148 | Ολόκληρος |
Ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ.148 | άρθρο 68, αλλά μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επισυνέβηκε κατά ή μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου |
Ο περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2002. | ολόκληρος |
Ο περί Συναλλαγματικών Νόμος, Κεφ. 262. | άρθρο 94 |
Οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμοι του 2000 έως 2010. | άρθρο 22 |
Οι περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμοι του 1989 έως 2011. | άρθρο 19 |