7Α. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του βασικού νόμου, οπτικός, υπήκοος κράτους μέλους, δύναται να ασκεί το επάγγελμα του οπτικού, ανάλογα με την περίπτωση, μόνιμα στη Δημοκρατία, αν κατέχει επαγγελματικό τίτλο καταγωγής και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(2) Για την άσκηση του επαγγέλματος του οπτικού στη Δημοκρατία με τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής απαιτείται η εγγραφή του στο Μητρώο Οπτικών.
(3) Για την εγγραφή αυτή υποβάλλεται σχετική αίτηση, της οποίας τον τύπο καθορίζει το Συμβούλιο, και η οποία συνοδεύεται από τα ακόλουθα:
(α) Πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου ή εντιμότητας, που εκδίδεται από το κράτος μέλος καταγωγής του αιτητή.
(β) πιστοποιητικό εγγραφής σε μητρώο οπτικών ή άλλο αντίστοιχο μητρώο από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, καθώς και βεβαίωση ότι ο οπτικός εξακολουθεί να ασκεί το επάγγελμά του και δεν έχει ανασταλεί ή ακυρωθεί η άδειά του για οποιοδήποτε λόγο.
(4) Τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στο εδάφιο (3) δεν πρέπει να έχουν εκδοθεί πέραν των τριών μηνών πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
(5) Ο οπτικός, υπήκοος κράτους μέλους, που ασκεί το επάγγελμα στη Δημοκρατία με τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής, ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες με τον οπτικό που φέρει τον επαγγελματικό τίτλο της Δημοκρατίας σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού και του παρόντος Νόμου και/ή των κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτούς και υπάγεται στις εκάστοτε διατάξεις του βασικού παρόντος Νόμου και/ή των κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν και αφορούν, μεταξύ άλλων, πειθαρχικά παραπτώματα, τέλη ή/και χορηγήματα.