14.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δύναται να διατάξει με διάταγμα την απόλυση κρατουμένου υπό όρους σε οποιοδήποτε χρόνο.
(2) Κρατούμενος που απολύεται υπό όρους, δυνάμει του παρόντος άρθρου, δύναται να βρίσκεται, μέχρι να εκπνεύσει η ποινή του, υπό την επίβλεψη και την εποπτεία του προσώπου το οποίο δύναται να περιγράφεται στο Διάταγμα απόλυσης υπό όρους και συμμορφώνεται με οποιουσδήποτε άλλους όρους και περιορισμούς δυνατό να καθορίζονται στο εν λόγω διάταγμα.
(3) Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δύναται οποτεδήποτε με νεότερο διάταγμα να τροποποιήσει ή να ακυρώσει τους όρους και τους περιορισμούς που περιέχονται στο διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1).
(4) Αν πριν από τη λήξη της ποινής του κρατουμένου που απολύεται, όπως αναφέρεται πιο πάνω, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έπειτα από τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ικανοποιείται ότι το εν λόγω πρόσωπο παρέλειψε να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε ισχύοντα όρο ή περιορισμό του διατάγματος, δύναται με νεότερο διάταγμα να ανακαλέσει την απόλυση του υπό όρους και να διατάξει την επιστροφή του στη φυλακή για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του.
(5) Μετά την επιστροφή του στη φυλακή θα δικαιούται τα προβλεπόμενα από το άρθρο 12 του παρόντος Νόμου ωφελήματα, μόνο μετά την πάροδο ενός έτους από την ημερομηνία επιστροφής του στη φυλακή και εφόσον κατά τη διάρκεια του έτους αυτού επιδείξει εργατικότητα και καλή διαγωγή.
(6) Το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος απόλυσης του κρατουμένου, με βάση το παρόν άρθρο, μέχρι την ημερομηνία ανάκλησής του, υπολογίζεται στο χρόνο έκτισης της ποινής του κρατουμένου.
(7) Κρατούμενος που δεν υπακούει στο διάταγμα ανάκλησης θεωρείται δραπέτης από νόμιμη κράτηση.