12.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κρατούμενος ο οποίος εκτίει ποινή φυλάκισης εξασφαλίζει μείωση της ποινής του, αν επιδείξει καλή διαγωγή και εργατικότητα, εκτός αν του έχει επιβληθεί η ποινή της διά βίου φυλάκισης.
(2) Η ποινή του κρατουμένου μειώνεται με αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή και η μείωση υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πίνακα που εκτίθεται στο Παράρτημα Α, ανάλογα με τον αριθμό των προηγούμενων περιόδων ποινής φυλάκισης με τις οποίες αυτός βαρύνεται. Για κάθε μήνα φυλάκισης, όπως εκτίθεται στην πρώτη στήλη του Πίνακα, η ποινή μειώνεται κατά την αντίστοιχη περίοδο που εκτίθεται στη δεύτερη στήλη, ανάλογα με την περί πτωση:
Νοείται ότι η μείωση αυτή υπολογίζεται σωρευτικά πάνω στο σύνολο της ποινής του κρατουμένου, εφαρμοζομένων των μειώσεων που εκτίθενται στη δεύτερη στήλη για κάθε περίοδο φυλάκισης που εκτίθεται στην πρώτη στήλη, μέσα στα όρια της οποίας εμπίπτει το αντίστοιχο μέρος της ποινής του κρατουμένου.
(3) Σε περίπτωση που κρατούμενος καταδικάζεται να εκτίσει ποινή φυλά κισης μετά τη λήξη άλλης ποινής, ,το σύνολο των δύο ποινών, λογίζεται μία καταδίκη για σκοπούς υπολογισμού της μείωσης της ποινής την οποία ο κρατούμενος μπορεί να εξασφαλίζει λόγω εργατικότητας και καλής διαγωγής.
(4) Σε περίπτωση που ποινή φυλάκισης συντρέχει κατά ένα μέρος της με άλλη ποινή και ταυτόχρονα υπερκαλύπτει την ποινή αυτή, η ποινή με τη μεγα λύτερη διάρκεια υπερισχύει της άλλης.
(5) Η απόφαση για τη μείωση της ποινής, όπως και η έκταση της μείωσης αυτής για κάθε κρατούμενο, δε λαμβάνεται, παρά μόνο όταν ο κρατούμενος εκτίσει ολόκληρο το μέρος της ποινής για το οποίο δε δύναται να εξασφα λίσει περαιτέρω μείωση της ποινής, δυνάμει του παρόντος άρθρου.